Ο διαγωνισμός για το φθινόπωρο έκλεισε χτες, ακόμη μετράμε τις συμμετοχές, οι παρουσιάσεις της συλλογής στα όρια και των βιβλίων από τις παράξενες μέρες έγιναν το σαββατοκύριακο, κι ήταν για μια ακομη φορά πολύ πετυχημένες. Λογικά θα έπρεπε να γράψω κάτι γι’ αυτό, για τα πέντε χρόνια του νησιού, κάτι ευχάριστο και επετειακό. Αλλά γράφω πάντα αυτό που με απασχολεί περισσότερο και οι γιορτές είναι κάτι που έμεινε πίσω -άλλα πράγματα τώρα πλέον μας απασχολούν, άλλα σχέδια, άλλα ταξίδια.
Σ’ αυτό το ταξίδι στην Αθήνα, με το αναπόφευκτο πήγαινε-έλα στο κέντρο, δυο λέξεις μπήκαν στο μυαλό μου και έμειναν εκεί και θέλουν να γίνουν κάτι σαν χρονογράφημα. Θλιμμένα Εξάρχεια.
Για μένα, υπάρχει η Αθήνα, και υπάρχουν τα Εξάρχεια. Δυο κόσμοι που συνυπάρχουν αναγκαστικά, δυο κόσμοι όμως: ένας τεράστιος, αχανής, άγριος, χαοτικός και ένας τεμπέλικος, χρωματιστός, αγαπημένος και παράξενος.Η Αθήνα θα ήταν κάτι άλλο χωρίς τα Εξάρχεια, κι η ζωή η δική μου θα ήταν επίσης κάτι διαφορετικό χωρίς αυτά, δεν μπορώ να το φανταστώ καν πως θα ήταν. Θυμάμαι την πρώτη φορά όταν ήρθα από την επαρχία τελειώνοντας το σχολείο που κατέβηκα με κάποιο παλιό συμμαθητή να μου δείξει τα Εξάρχεια. Ως αξιοθέατο. Η δική μου Αθήνα ως τότε σταματούσε στη Νεάπολη, είχα ήδη ζήσει σε αυτήν, αλλά τα Εξάρχεια ήταν ακόμη εξωτικό τοπίο. Στέκια για φοιτητές υπήρχαν εκεί από την εποχή του Ξενόπουλου και τα περιγράφει πολύ ωραία στα βιβλία του. Αλλά τα Εξάρχεια ως τόπος όπου μπορούσες να δεις από κοντά κάτι φοβερά όντα που τα λέγανε φρικιά, τότε μόνο, στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, είχε δημιουργηθεί.
Χρόνια και χρόνια έμεινα εκεί υπηρετώντας ένα μύθο που τον δημιουργούσαμε συνεχίζοντας και επεκτείνοντας τη μυθολογία του. Θέλω να πω, πως κατέβαινες στα Εξάρχεια (εγώ απλώς ανέβαινα πάντως, έμενα σε ένα υπόγειο που το λέγαμε τάφο του Ινδού, είκοσι μέτρα απόσταση από την πλατεία) για να νιώσεις «κάπως», να νιώσεις ότι ανήκεις και συ σε «κάτι» διαφορετικό, (το εναλλακτικό ως όρος φορέθηκε πολύ μετά) και ψάχνοντας να καταλάβεις κι εσύ τι παίζεται εκεί, σ’ έπαιρνε η μπάλα και έφτιαχνες σιγά σιγά τις δικές σου ιστορίες. Που υπηρετούσαν το μεγάλο μύθο. Όχι ψέμα, όχι ψευδαίσθηση. Αυτή η αύρα που ακολουθεί τα Εξάρχεια και ακόμη υπάρχει δεν ήταν ποτέ κατασκευασμένη. Δεν είχε ποτέ τη δηθενιά του Κεραμεικού ούτε την αγριότητα της πασαρέλας καταναλωτισμού του Ψυρρή. Άλλο αν κατεβαίνουν στρατιές στα Εξάρχεια μόνο και μόνο για να καταναλώσουν ό,τι βρουν. Από ρακόμελα (που δεν πίνουν ποτέ στην Κρήτη, παρά μόνο οι φοιτητές) μέχρι επανάσταση. Δεν φταίνε τα Εξάρχεια γι’ αυτό. Μερικοί από τους νεοφώτιστους μαθαίνουν. Άλλοι απλώς βρίσκουν πιο τρέντι συνοικίες να πετάξουν τα λεφτά τους. Όσοι καταναλωτές και να πλακώσουν, η αύρα υπάρχει ακόμη, το βλέπεις, το νιώθεις. Αλλά νιώθεις και κάτι άλλο πια. Μια θλίψη που έχει εγκατασταθεί σαν λεπτό στρώμα πάχνης παντού. Νιώθεις ότι τα Εξάρχεια είναι θλιμμένα. Δεν είναι γερασμένη συνοικία ακριβώς, με μια έννοια είναι γερασμένα εδώ και πολύ καιρό αλλά δεν πειράζει. Είναι η συνθήκη του χρόνου που σε καταθλίβει εδώ, η συνθήκη του χρόνου που σου φωνάζει τη ματαιότητα μιας ελπίδας για ένα αύριο με περισσότερα χρώματα. Προσέξτε τι έγινε, τι σκέφτηκα εγώ τουλάχιστον: αυτά τα χρώματα, της χαράς, της οργής, της μοναξιάς, του σαρκασμού, έβαφαν για χρόνια τα Εξάρχεια. Ο κόσμος άλλαξε στο μεταξύ αλλά τα Εξάρχεια όχι. Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος πήγε προς την αντίθετη μεριά. Και τα Εξάρχεια σαν να κουράστηκαν, σαν να απηύδησαν πια, έκαναν τις απαραίτητες παραχωρήσεις στο χρόνο, κράτησαν τα παλιά τους χρώματα, υποδέχτηκαν κουρασμένα τα νέα παιδιά που είναι παντα πρόθυμα να γυρίσουν το μύλο του μύθου ακόμη κι αν δεν ξέρουν πως γίνεται, αλλά όλα τριγύρω είναι πια λίγο περασμένα, λίγο απόμακρα, λίγο χαμένα σε μια εποχή που δεν υπήρξε. Γιατί δεν είναι ότι πέρασε η αγαπημένη εποχή, είναι περισσότερο πως δεν ήρθε ποτέ.
Κουράζονται τα γκράφιτι; Παλιώνουν; Γερνάνε;
Έπιασα τον εαυτό μου να κάνει αυτή την εντελώς αλλοπρόσαλη σκέψη. Και η απάντηση ήταν πως, ναι. Τα παθαίνουν όλα αυτά. Τα έβλεπα γύρω μου τα κουρασμένα, τα βαριεστημένα, τα θλιμμένα γκράφιτι.
Πήρα ταξι για να φύγω απ’ τα Εξάρχεια, κάτι που δεν το κάνω ποτέ. Είχα όμως αργήσει για άλλη μια φορά. Έχω χάσει πια την αίσθηση του σωστού χρόνου στις συναντήσεις στην Αθήνα. Μάλλον δεν θέλω να την αποκτήσω ξανά. Και περιπλανιέμαι συνεχώς αργοπορημένος και πάντα με ενοχές. Αλλά δεν είναι σωστός ούτε χρόνος οπότε δεν με νοιάζει. Είναι το παράδοξο της Αθήνας. Να προσπαθείς να φτάσεις έγκαιρα ενώ ξέρεις ότι δεν πας πουθενά.
– Τρία κιλά αίμα έχω, μου λέει ο ταξιτζης. Τρία κιλά, να μου τα πάρουνε κι αυτά να ησυχάσουμε. Δεν πρόκειται να πληρώσω άλλο κανένα κερατά. Δεν έχω. Ας μου πάρουνε το αίμα.
– Καλή δύναμη άνθρωπέ μου, του είπα ανοίγοντας την πόρτα. Τι να του πω; Μια κοινότοπη βλακεία για να νιωσω καλύτερα εγώ.
Η διαφορά του θλιμμένου απο το θλιβερό, σκέφτηκα, είναι ότι όσο μένεις για καιρό θλιμμένος τόσο περισσότερο κινδυνεύεις να γίνεις θλιβερός. Η Αθήνα είναι θλιβερή πόλη. Τα Εξάρχεια απλώς θλιμμένα.
Κι εγώ το ίδιο. Αλλά ψάχνουμε μια στέγη για τις παράξενες μέρες στην Αθήνα. Και ψάχνουμε μόνο στα Εξάρχεια. Εκεί θα τη βρούμε. Και θα περάσουμε τη θλίψη. Μέχρι να βρούμε μαζί με άλλους καινούργια χρώματα.
Γρηγόρης Παπαδογιάννης