*
εδώ και κάποια χρόνια οι γιορτές στο eyelands συνοδεύονται πάντα με ένα γιορτινό κείμενο της Ποτούλας Πασχαλίδη – φέτος υπάρχει το χριστουγεννιάτικο διήγημα….
*
–
ΓΙΑ ΝΑ ΕΡΘΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΥΛΗΣ
Η μητέρα περίμενε νευριασμένη την κόρη της στο παραθύρι για να της ζητήσει να κάνει το θέλημα που έπρεπε. Και βιαζότανε. Βιαζότανε πολύ. Και η μικρή αργούσε. Σαν φάνηκε στη γωνιά του δρόμου, της έκανε νόημα με το χέρι να βιαστεί και χάθηκε στην κουζίνα. Μέχρι να ανέβει η μικρή στο σπίτι, η μάνα στεκότανε μπροστά στην πόρτα κάνοντας την θυμωμένη.
-Θα τα πούμε μετά για το άργητο σου, κακομοίρα μου. Τράβα τώρα στου Περδικλώνη να φέρεις βούτυρο για τους κουραμπιέδες. Βιάσου.
Της έδωσε το χάλκινο καπακλί για να βάλει μέσα το βούτυρο και το μικρό μαύρο πορτοφολάκι με τα χρήματα. Πάντα όταν την έστελνε να ψωνίσει της έδινε τα χρήματα σε τούτο το μικρό μαύρο πορτοφολάκι.
Η μικρή, χαρούμενη που γλύτωσε την κατσάδα έβαλε φτερά στα πόδια της σαν κίνησε να πάει στον μεγάλο, τον κεντρικό τον δρόμο που ήταν το μαγαζί του Περδικλώνη με τα γαλακτοκομικά. Αγόρασε μια οκά βούτυρο, όπως της είχε πει η μάνα της και τρέχοντας γύρισε στο σπίτι. Και ήταν τόσο χαρούμενη που θα βοηθούσε στους κουραμπιέδες, που λησμόνησε την πιθανότητα της κατσάδας για την προηγούμενη αργοπορία της.
Στο σπίτι βρήκε εκτός από τη μάνα και την γιαγιά της και δυο ακόμη γειτόνισσες με τα κορίτσια τους, τις φίλες της, αν και την περνούσαν μερικά χρόνια. Έτσι συνέβαινε στις γειτονιές εκείνη την όμορφη εποχή. Μαζί χαίρονταν στις χαρές, μαζί αντιμετώπιζαν τις λύπες μαζί φτιάχνανε και τα γλυκά που καλωσόριζαν τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Στο τραπέζι της κουζίνας ασφυκτιούσαν οι λεκάνες με τα αλεύρια, τις άχνες και τα βούτυρα. Και ανάμεσα τους να σκορπά την μοσχοβολιά του το ανθόνερο.
Οι γυναίκες, με τις υφαντές ποδιές στη μέση για να μην λερώσουν τα ρούχα τους, άδειασαν στις μεγάλες λεκάνες τους το βούτυρο που είχε κουβαλήσει μαζί της η κάθε μια, ανασκούμπωσαν τα μανίκια και άρχισαν να <<χτυπάνε>> με το χέρι το δεξί, το βούτυρο για να αφρατέψει.
Πρέπει να πέρασε πάνω από μια ώρα και οι τρεις φιλενάδες χτυπούσαν ανελέητα το βούτυρο και κουβέντιαζαν, μέχρι τη στιγμή που κατέληξαν ομόφωνα πως είναι έτοιμο να δεχτεί τα υπόλοιπα υλικά. Και σαν το ζυμάρι πήρε την οριστική του μορφή, άδειασαν το τραπέζι απ’ άκρη σ’ άκρη, ακούμπησαν τα ζυμάρια τους με τάξη και άρχισαν να τα ζυμώνουν με δύναμη μέχρι να είναι έτοιμα για πλάσιμο. Και αυτό θα πήρε άλλη μια ώρα. Εκείνα τα χρόνια η υπομονή περίσσευε και κανένας δεν κοιτούσε το ρολόι.
Οι μεγάλες μαύρες λαμαρίνες που από το πρωί είχαν φέρει στο σπίτι από τον φούρνο του Τσαμπούκα και οι τρείς νοικοκυρές, γέμισαν γρήγορα-γρήγορα μια και τα χέρια τα παιδικά είχαν ήδη προστεθεί. Τις γεμάτες λαμαρίνες ανέλαβαν τα κορίτσια, όπως γινότανε πάντα στις ομαδικές ζαχαροπαρασκευές, να τις μεταφέρουν στον φούρνο του Τσαμπούκα αλλά και να τις φέρουν πίσω στο σπίτι με τους καλοψημένους μυρωδάτους κουραμπιέδες. Μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι, το τραπέζι είχε καθαριστεί και είχε στρωθεί με τεράστιες χοντρές λαδόκολλες αγορασμένες από το μπακάλικο του Λουμάκη. Οι κουραμπιέδες ξάπλωσαν πάνω στην άχνη, δέχτηκαν ακόμα περισσότερη άχνη και άσπροι και λαχταριστοί βρήκαν την θέση τους σε πιατέλες και κουτιά.
Είχε νυχτώσει πλέον όταν το σπίτι ησύχασε. Η κουζίνα μαζεύτηκε και η μάνα κάθισε δίπλα στο τζάκι, απέναντι από την γιαγιά που δεν το κουνούσε από τη θέση της όλη την ημέρα, για να ξεκουραστεί. Πάνω στο σερβάν, ακριβώς στο κέντρο, δέσποζε η περίτεχνη πιατέλα με το ψηλόλιγνο ποδάρι γεμάτη λαχταριστούς καρπούς των κόπων τους. Η μικρή, έτρεξε με λαχτάρα να πάρει για να φάει έναν κουραμπιέ, που είχε λαχταρήσει. Τότε ήταν που ακούστηκε βροντερή η φωνή της γιαγιάς από το παραγώνι της. Όλη μέρα δεν είχε ανοίξει το στόμα της.
-Ας τον κάτω τον κουραμπιέ. Δεν πρέπει να τον φας, Είναι κακό.
-Γιατί γιαγιά, παραπονέθηκε η μικρή.
-Γιατί αν φας έστω και έναν κουραμπιέ, θα το μάθει ο Χριστούλης και δεν θα έρθει στη γη. Δεν θα γεννηθεί. Δεν θα γίνουν τα Χριστούγεννα. Γιαυτό παιδάκι μου.
Με βαριά καρδιά η μικρή, έριξε μια πονεμένη ματιά στους κουραμπιέδες και βγήκε από το δωμάτιο. Για κανένα λόγο δεν θα εμπόδιζε τον ερχομό του Χριστούλη που με λαχτάρα καρτερούσε. Ε, δεν είχαν απομείνει και πολλές ημέρες μέχρι τα Χριστούγεννα!!!!!
–
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!!!
Ποτούλα Πασχαλίδη
17.12.2015
Ποτούλα (Παναγιώτα) Πασχαλίδη
Γεννήθηκα στη Σπάρτη. Εδώ πήγα στο σχολείο. Εδώ έμαθα ξένες γλώσσες και μουσική. Εδώ εργάστηκα από τα 18 μου μέχρι που συνταξιοδοτήθηκα πριν λίγα χρόνια. Εδώ παντρεύτηκα και έφερα στον κόσμο τα παιδιά μου.
Τώρα, απαλλαγμένη από το ωράριο του ελεύθερου τομέα, που καμιά φορά έφτανε και στο δωδεκάωρο, απολαμβάνω όσα αγαπούσα και ήταν απαγορευτικά για μια εργαζόμενη μητέρα και καλή νοικοκυρά. Καταπιάνομαι με πολλά είδη γραφής. Άρθρα στον τοπικό τύπο, Νουβέλες, διηγήματα, Στίχοι. Στα γραφόμενα μου όμως εξέχουσα θέση καταλαμβάνει το Παραμύθι. Το 2008 πήρα την πρώτη μου επιβράβευση σε αυτό το τόλμημα. Ήταν ο έπαινος από την Ένωση λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος για το Παραμύθι μου «Τα Καινούργια Παπούτσια της Δαγκουνολάμπαινας». Και το Νοέμβρη του 2012 πήρα το πρώτο βραβείο από τον Πολιτιστικό Αθλητικό Οργανισμό Αγίου Νικολάου (Κρήτη) για το Παραμύθι «Το Μυαλό Και Το χέρι». Συνεχίζω να γράφω ξορκίζοντας τη θλίψη, χαϊδεύοντας την Ελπίδα.