Βιβλίο: Ισκαριώτισσα, της Έφης Κιλλαχίδου

κιλλαχίδουΗ Μαρία Ψωμά – Πετρίδου γράφει για το βιβλίο Ισκαριώτισσα της Έλφης Κιλλαχίδου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη

Αναφορικά με την λογοτεχνία, έχει ειπωθεί επανειλημμένα ότι οι συγγραφείς έχουν δώσει κατά καιρούς εξαιρετικές καταγραφές ψυχανάλυσης χαρακτήρων, χωρίς οι ίδιοι να έχουν ασχοληθεί με την ψυχιατρική. Όμως στις μέρες μας είναι αξιοσημείωτο ότι συμβαίνει πια και το αντίθετο, οι ψυχίατροι δηλαδή να αποτολμούν να γίνονται και λογοτέχνες, κάνοντας πιο εύληπτη στο ευρύ κοινό την επαγγελματική τους εμπειρία και γνώση. Και η Έλφη Κιλλαχίδου ανήκει σε αυτό το δεύτερο είδος.
Η Άννα, η ηρωίδα του Ισκαριώτισσα, είναι παρούσα και στα εννέα αυτοτελή διηγήματα της συλλογής, τα ξεχωρίζει και τα ενώνει ταυτόχρονα. Φιγούρα αέρινη, ευαίσθητη, άκρως παρατηρητική, αποπειράται την συνδιαλλαγή με τον χρόνο και την σχέση της με τους ζώντες και εκλιπόντες. Σε κάθε διήγημα, στέκεται μετέωρη μπροστά στο ανοιχτό σαν διαμπερές τραύμα δωμάτιο της μνήμης… Δεν μιλάει άμεσα στον αναγνώστη, τηρώντας το «μου έμαθαν να μιλώ σιωπηλά, γράφοντας» . Μας συστήνεται σε τρίτο πρόσωπο, μέσω του παντογνώστη αφηγητή. Αναδύεται σαν αποσιωπητικά στα πρόσωπα των γονιών, των συγγενών, των εραστών, του μεγάλου δάσκαλου της, των γεγονότων. Με την καταγραφή του ιδιωτικού σύμπαντος της ηρωίδας, αναβιώνει και μια ολόκληρη εποχή με τα ήθη, τις συνήθειες, το περιβάλλον, τα χαρακτηριστικά της.
«Η παιδική σας ηλικία υπήρξε μια συναισθηματική έρημος» είναι από τα πρώτα που μαθαίνουμε για την Άννα, δια στόματος του Τειρεσία-ψυχιάτρου της. Η Άννα τον επισκέπτεται με την προσδοκία να φοράει το δωμάτιο για σκάφανδρο, να καταδύεται στα σκοτεινά και ν’ αναδύεται με λέξεις-σφουγγάρια, λέξεις-κοχύλια, λέξεις-χταπόδια καμιά φορά, ξεφλουδίζοντας τα κρατημένα βιώματα. Τα κοιτάζει επίμονα. Δεν αποφεύγει, ούτε υπεκφεύγει. Ανασυστήσει την φυλαγμένη εντός της ζωή, την ψηλαφεί, με τεταμένες όλες της τις αισθήσεις. Δεν πατάει φρένο, ούτε τραβάει χειρόφρενο. Αναχωρήτρια και αυτοεξόριστη για μακρύ χρονικό διάστημα, αφήνεται στην κούρσα επιστροφής στα τραύματα, στις απώλειες, στους έρωτες, στις επιλογές της αλλά και στις επιβολές. Ίσως έτσι καταφέρει να εισχωρήσει στον κήπο της δικής της Εδέμ, εκείνον που μικρή φάνταζε θαυμαστός στα μάτια της, όσο και σιωπηλός στ’ αυτιά της.
Από τις κυρίαρχες φιγούρες της ζωής της, η Βασιλική-Μπέμπα μαμά της που την κρατούσε σαν μπουκάλι όταν ήτανε παιδί. Ο Νταλάνης-Οδυσσέας, ο θείος της, ο σύμμαχος συνωμότης στα πάρε δώσε με τις ουτοπίες της που σαν τον Κορνήλιο και τον Άλκη δεν κατάφεραν να ξεγελάσουν ούτε στο ελάχιστο το αδύνατο της αθανασίας, μετατράπηκαν πριν της ώρας τους σε κανένας. Στον αντίποδα η γιαγιά Ηλιάννα, το οξυγόνο της, η χαρά της μαζί με την δωρική παρουσία της γειτόνισσας Σταθούλας , της μάγισσας και θεάς στην προσχολική της ηλικία.
Η Άννα ανατρέπει την φορά του χρόνου. Μπαινοβγαίνει από το τώρα στο τότε, από το πριν στο μετά με κινηματογραφικά φορτισμένες ανασυρόμενες εικόνες, ευκρινείς όσο κι ονειρικά επεξεργασμένες από το φίλτρο της μνήμης, που φαντάζουν στον αναγνώστη σαν να εκτυλίσσονται σήμερα. Έτσι τις βιώνει στην ροή της ανάγνωσης.
Η Έλφη Κιλλαχίδου στήνει την ηρωίδα της σε αυτά τα πλάνα, εμφανίζει την διαρκή ανυπαρξία συναισθηματικής σχέσης μέσα στον οικογενειακό κλοιό, η οποία φτάνει μέχρι την ασφυξία κυρίως με την μητέρα της. «Χρειάστηκαν χρόνια» ομολογεί η Άννα «για να παραδεχτεί αυτή την απουσία, αφού επί χρόνια την διατυμπάνιζε ως προνόμιο ελευθερίας κι εν συνεχεία όλο κι άφηνε κάποια δικαιολογία να πλανιέται, αναπτύσσοντας μια επιθετικότητα σποραδική κι απρόοπτη, έως ότου ο κόμπος έφτασε στο χτένι…» Αυτό την οδηγεί στην ψυχική και σωματική απομάκρυνση από την πατρική εστία, στην σιωπή, στην αδυναμία να συνδεθεί μόνιμα.
Ωστόσο η συγγραφέας με την επίγνωση της ψυχιάτρου, ξαναγυρίζει την Άννα εκεί κι εκεί σε ότι πονάει και το κουκουλώνει, να το αντιμετωπίσει κατάφατσα, έτσι όπως βρίσκεται καταγεγραμμένο στο υποσυνείδητο, στην προσωπική της εκδοχή της ιστορίας. Απογυμνώνει την Άννα σε τροχιά επαναφοράς χωρίς να προσφέρει κάθαρση, όπως συχνά πυκνά συμβαίνει στην λογοτεχνία αλλά αποδοχή και συμφιλίωση με το ήμουν-είμαι, που είναι και το ζητούμενο για τους περισσότερους από εμάς.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι ο τίτλος της συλλογής «Ισκαριώτισσα» από το ομότιτλο διήγημα, υποδηλώνει σημειολογικά την αίσθηση της Άννας για την συμπεριφορά της απέναντι στους άλλους, ακόμη και τους πιο ποθητούς:
«Στον σταθμό, καθώς τον φιλούσε σαν Ιουδαία Ισκαριώτισσα, «δεν θα σε ξεχάσω», του είπε. Το τρένο βάλθηκε να απομακρύνεται και μαζί του η επήρεια των αντικατοπτρισμών. Μπροστά της είχε πάλι να διασχίσει την έρημο…»

Μαρία Ψωμά Πετρίδου

 

Advertisement