Ρε Τσιπ! Παιχταρά μου! Τι κάνεις ρε ψυχή; Χαθήκαμε ρε! Που ο καιρός που κοπροσκυλιάζαμε στους δρόμους ρε συ… Τώρα μεγαλοπιάστηκες και μας ξέχασες, αλλά έτσι είναι αυτά… Α, ρε Τσιπ. Αν ανησυχείς για μένα, ακόμα άνεργος είμαι Τσιπ. Το Γενάρη κλείνω πέντε χρόνια, θα το γιορτάσουμε ρε φιλάρα, δεν το συζητάω… Οπότε μην ανησυχείς. Αν λέω…
Ρε φίλε! Τι πράματα και θαύματα έκανες; Τι ειν’ αυτά ρε; Είπαμε ρε συ… Για μια Ελλάδα νέα… (εσύ το λεγες, δεν θυμάμαι είμαι και λίγο κάπως τώρα) τέλος πάντων και συ να μη το λεγες, το ‘κανες ρε φίλε… Το ‘κανες. Πώς τ’ αλλαξες όλα έτσι, ρε απίστευτε; Πώς τα κατάφερες; Ένα χρόνο σκάρτο κι ολα μοιαζουν μαγικά ρε συ. Μας τσάκισες, με την καλή έννοια, έτσι; Τι μυαλό είσαι εσυ; Τι παιδιά είναι αυτά που είχε το κόμμα και τα έκρυβες; Κι έφυγαν κι οι μισοί (ούστ, ουστ!) Κι ακομη φεύγουν (ουστ!) Εμείς να’ μαστε καλά! Δε πα να φύγουν. Η κακία να τους μείνει. Έφυγαν αυτοί ήρθαν άλλοι. Απόξω ήτανε και περιμένανε. Ή από μέσα ήταν; Δεν ξέρω τώρα, μη μου βάζεις δύσκολα.
Α ρε Τσιπ! Τι ωραία που έγινε η Ελλάδα, ρε συ. Κι εγω μη νομίζεις, άργησα να μπω στο νόημα αλλά τώρα, τώρα… δεν είναι ούτε μισή ώρα, το ‘πιασα το νόημα. Όλα πάνε πρίμα. Χάρη σε σένα. Δεν θέλω μετριοφροσύνες Τσιπ. Δεν θέλω τέτοια μεταξύ μας. Εσύ τα έκανες. Εσύ και οι άγιοι αυτοί άνθρωποι, αυτά τα σκυλιά του πολέμου που έχεις μαζί σου.
Δεν ξέρω τι γίνεται αλλά από δω που είμαι, Τσιπ, δεν βλέπω ούτε άνεργους ούτε πεινασμένους ούτε απελπισμένους. Πώς έγινε αυτό ρε θηρίο; Πώς άλλαξε έτσι αυτή η χώρα; Πώς τα κατάφερες από τη μια στιγμή στην άλλη; Έρχεται ο τσιπρέας να φάει ο κόσμος κρέας δε λέγανε; (έτσι δεν το λέγανε; πες μου γιατί σου είπα, είμαι λίγο κάπως τώρα και μπορεί να μπερδεύω ορισμένα πράγματα). Τέλος πάντων ήρθες, αυτό έχει σημασία.
Τι δρόμους ανοίξαμε, βλέπω, διάπλατους, τι δουλειές δώσαμε, τι αξιοκρατία ρε συ που έχει πέσει παντού να μας πλακώσει, τι αλλαγές κάναμε, ρε συ μεταμορφώθηκε αυτή η χώρα εν μια νυκτί που λένε, βρε αθεόφοβε. Από δω που είμαι όλα ένα ίσωμα τα βλέπω. Κλείσανε και τα κανάλια που κάνανε προπαγάνδα, χαθήκανε και οι διαπλοκές, χαθήκανε και τα λαμόγια, ξεδοντιάστηκαν οι μεγαλοκαρχαρίες, μπήκανε φυλακή οι κακοί, το φως της δικαιοσύνης έλαμψε, ο ήλιος ο νοητός, ο ήλιος ο πράσινος, ο ήλιος π’ ανατέλλει (όχι συγνώμη πάλι κάπου μου ξέφυγε, γιατί μπερδεύομαι έτσι ρε γαμώτο;)
Ούτε φόρους πληρώνουμε, ένα μπαξίσι δίνουμε, ό,τι μας περισσεύει κι αυτό για καλό σκοπό πάει δηλαδή, ούτε δόσεις ούτε αδικίες, εδώ που είμαι σου λέω, επικρατεί ένα ίσωμα (δεν ξέρω γιατί κουνάει το ταβάνι βέβαια αλλά κι αυτό μέσα στο πρόγραμμα πρέπει να είναι) υπάρχει διάχυτη μια ισότητα. Τα πήρες από τους πολλούς και τα έδωσες στους λίγους με τη μια. Όχι, κάτσε. Τα πήρες από αυτούς που δεν είχανε και τα ‘δωσες εκεί που είχανε… Κάτσε. Πάλι δεν το πέτυχα. Τέλος πάντων. Ξέρεις τώρα τι λέω.
Και τι περήφανοι που είμαστε ρε συ. Εγώ δηλαδή. Και οι άλλοι φαντάζομαι. Ποιοι ευρωπαίοι, ποια αφεντικά, ποιες τράπεζες και συμφέροντα, όλα μπουχός γίνανε από δω που σου μιλάω. Τίποτε. Σκόνη και θρύψαλα γίνανε.
Νοσοκομεία έφτιαξες, σχολεία άνοιξες, φυλακές γέμισες, πού να γυρίσω να κοιτάξω και να μην είναι όλα στην τρίχα, ρε Τσιπ. Δεν ξέρω πως έγινε. Μιλάμε για μαγικά πράγματα. Τι ωραία που ζούμε. Κλαίω, ρε Τσιπ. Κλαίω με τη ψυχή μου όταν τα βλέπω όλα αυτά που έκανες. Ένας χρόνος σκάρτος και πλαντάξαμε στο κλάμμα.
Ρε συ, να σου πω κάτι; Μεταξύ μας όμως. Τι θα κάνουμε τώρα που γίνανε όλα τέλεια; Μήπως να χαλάσουμε κάτι επίτηδες; Μήπως να σπάσει λίγο ξέρεις… η τελειότης. Αφάνταστα πράγματα έκανες. Πολύ γρήγορα ρε αδερφέ. Πολύ γρήγορα γίναμε παράδεισος. Θα βαριόμαστε τώρα λες; Αλλά έπρεπε να είμαστε προετοιμασμένοι. Μας τα ‘λεγες ολα αυτά στα Ζάππεια. Στα Ζάππεια δεν ήτανε; Όχι ρε συ. Κάπου αλλού τα έλεγες. Μα γιατί σε μπερδεύω πες μου. Τι έχω πάθει; Δεν ξέρω. Έχω πάθει οβερντόουζ ευτυχίας, γι’ αυτό μάλλον.
Όλα ωραία τα βλέπω Τσιπ. Τι να σου πρωτοπώ; Όπου και να κοιτάξω υπάρχει μια αρμονία, μια ευτυχία, μια χρυσή ομίχλη… Είμαι και κάπως τώρα που σου μιλάω και όσο νάναι βοηθάει, αλλά το ελέγχω. Κι εσυ το ίδιο φαντάζομαι. Το ελέγχεις εννοώ.
Κι εγώ το ελέγχω σου λέω. Δεν ξέρω μόνο αν θα βρω το δρόμο για το σπίτι. Θα σου πω τι έγινε, μεταξύ μας τώρα. Κι εγώ μουρμούραγα, δεν είχα καταλάβει τίποτε από τα μεγάλα που γίνανε. Την τύφλα μου δεν ήξερα. Μέχρι που άκουσα για τα αεροδρόμια. Αυτά που δώσαμε. Αλλά δεν τα δώσαμε. Δηλαδή τα δώσαμε αλλά δεν θέλαμε να τα δώσουμε γιατί εμείς, εμείς οι δικοί μας τώρα, όχι οι άλλοι εμείς, με πιάνεις έτσι; Εμείς επειδή ήμασταν αυτοί που δεν θέλαμε να τα δώσουμε, καταφέραμε και δεν τα δώσανε οι άλλοι και τα δώσαμε εμείς. Αλλά δεν θέλαμε κι είναι σαν να μην τα δώσαμε. Ε, αυτά μόλις άκουσα κατάλαβα ότι έπρεπε να πιω γιατί δεν την έβγαζα καθαρή. Οπότε ήρθα εδώ στο γλέντι με τα ρακοκάζανα. Διάλεξα το πρώτο καζάνι αριστερά (το πιασες το υπονοούμενο, αρχηγέ, έτσι;, ε;) Λοιπόν, έπιασα το πρώτο καζάνι αριστερά και του ΄δωσα και κατάλαβε… Κι όσο περνούσε η ώρα τόσο έπιανα το νόημα. Όσο κατέβαζα ρακές τόσο πιο ωραία τα έβλεπα τα πράγματα. Ιδέα δεν έχω σύντροφε πρόεδρε τώρα που βρίσκομαι, τι ώρα είναι, πως με λένε καλά καλά δεν ξέρω. Ένα πράμα ξέρω. Τα πας περίφημα. Άψογα. Έτσι όπως είσαι προχώρα και μη σε νοιάζει τίποτε. Θα πιω ένα τελευταίο ποτηράκι και μετά όπως το βλέπω θα την αράξω εδώ δίπλα στο καζάνι. Στην υγεία σου ρε Τσιπ. Είσαι μεγάλος. Είσαι… Δεν ξέρω τώρα τι είσαι… αρκεί να ξέρεις εσύ ρε φίλε.
Α, να σου πω τώρα που το θυμήθηκα. Μην ακούς κανένα κερατά. Μια χαρά ξηγήθηκες με την αεροσυνοδό. Βρήκες τη γκομενάρα και θα την άφηνες; Τι λες τώρα…. Είσαι άρχοντας! Γλέντησέ το τώρα που μπορείς. Να σου πω, πώς τη λένε ρε την αεροσυνοδό; Ελπίδα; Δεν ξέρω γιατί μου κόλλησε αυτό το όνομα.
Δε βαριέσαι. Ας πιούμε ένα τελευταίο. Να τη χαιρόμαστε ρε την αριστερά. Να ζήσουμε να τη θυμόμαστε. Καλά το είπα; Εντάξει;
Γρηγόρης Παπαδογιάννης