Κάθε μέρα ένα βραβευμένο διήγημα -ΙΙ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΑ ΟΡΙΑ μκρότεροΓια μια εβδομάδα από την Μεγάλη Πέμπτη ως την Τετάρτη μετά το Πάσχα, το eyelands θα δημοσιεύει καθημερινά και ένα διήγημα από αυτά που διακρίθηκαν στον 5ο διαγωνισμό μας. Στο προηγούμενο άρθρο φιλοξενήσουμε τους τρεις επαίνους, και τώρα παρουσιάζουμε τα τρία ισότιμα βραβεία και το πρώτο βραβείο. Τα διηγήματα αυτά είναι τα μόνα από τη συλλογή «Στα Όρια» που θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα. Τα υπόλοιπα μπορείτε να τα διαβάσετε στο βιβλίο που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες σε δεύτερη έκδοση!

 λογότυπο μικρότερο

6ος ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

 ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ

 

Απόστολος Μακρίδης

Ο κεντρικός αμυντικός που ξεπέρασε τα όρια…

 

Ο μόνος λόγος που δέχτηκα να βρεθούμε ήταν επειδή με παρακάλεσε η μάνα του. Μου είπε πως ήτανε ολημερίς κι ολονυχτίς κλεισμένος στο δωμάτιό του. Πως άκουγε τα ίδια τραγούδια. Πως διάβαζε τα ίδια βιβλία, έβλεπε τις ίδιες ταινίες για εβδομάδες ολόκληρες και δεν μιλούσε σε κανέναν. Πως είχε δει στα μπράτσα του χαρακιές από ξυράφι.

Φοβόμουνα λίγο να τον δω. Εντάξει, στο Δημοτικό έξι χρόνια καθόμασταν στο ίδιο θρανίο και τ’ απογεύματα παίζαμε μπάλα μαζί. Και οι δύο κεντρικοί αμυντικοί. Πάντα τα μοναχικά παιδιά στο δημοτικό παίζουν κεντρικοί αμυντικοί. Τα παιδιά που δεν μιλάνε πολύ, που δεν αλητεύουν, που διαβάζουν τα μαθήματά τους, που δεν είναι και πολύ αθλητικοί τύποι. Τα μη δημοφιλή παιδιά. Τα παιδιά του μέσου όρου.

Το μεσημέρι σχολάγαμε παρέα. Και κάποιες φορές μας ακολουθούσανε κάτι ζόρικοι νταήδες, κάτι κωλόπαιδα, για να μας εκφοβίσουνε, να μας κοροϊδέψουνε, να μας σπρώξουνε κάτω ή να μας πετάξουνε τις τσάντες στο άδειο, χορταριασμένο οικόπεδο, που για να μπεις έπρεπε να πηδήξεις πάνω από κιγκλίδωμα δύο μέτρων. Όπως γίνεται πάντα με τα μη δημοφιλή παιδιά, τα παιδιά του μέσου όρου, τα παιδιά που δεν μιλάνε πολύ.

Έπειτα στο γυμνάσιο χαθήκαμε κάπως. Όχι εντελώς, απλώς δεν ήμασταν όλη μέρα μαζί. Μας βάλανε σε διαφορετική τάξη και σταματήσαμε να παίζουμε μπάλα τ’ απογεύματα. Ούτως ή άλλως είτε παίζαμε είτε όχι, το ένα και το αυτό ήτανε. Απλώς γεμίζαμε τα κενά. Τον έβλεπα στα διαλείμματα και τρώγαμε το σάντουιτς μας παρέα, αμίλητοι, βλέποντας τους άλλους να βάζουνε γκολ και καλάθια, ή καμιά όμορφη συμμαθήτριά μας, ξέροντας πως δεν υπήρχε ούτε μία περίπτωση στο δισεκατομμύριο να γυρίσει να μας δει. Όπως γίνεται πάντα με τα μη δημοφιλή παιδιά. Το μόνο καλό ήταν πως την ώρα που σχολνούσαμε σπάνια μας ακολουθούσε κάποιος. Μόνο ο «μαλλιάς», ένας τραμπούκος περιωπής που μας βασάνιζε από το Δημοτικό, μας κολλούσε που και που κόβοντάς μας τον δρόμο, ρίχνοντάς μας καμιά σπρωξιά και παίρνοντας το χαρτζιλίκι μας.

Στο Λύκειο εγώ πήρα φιλολογικά μαθήματα, ενώ ο Μιχάλης διάλεξε Μαθηματικά και Λογιστική. Πάλι βρισκόμασταν στα διαλείμματα, τρώγαμε λιγομίλητοι το κολατσιό μας και βλέπαμε τις συμμαθήτριές μας να βολτάρουν, με άλλο βλέμμα πλέον, πιο απεγνωσμένο και λάγνο. Και καταθλιπτικό συνάμα θα προσέθετα, καθώς ξέραμε πως εξακολουθούσαμε να έχουμε μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας. Για σπορ ούτε λόγος. Μπάλα και μπάσκετ παίζανε μόνο οι «ήρωες» του σχολείου, οι μάγκες, τα ομορφόπαιδα, οι αθληταράδες, ο πρόεδρος του Σχολείου, οι δημοφιλείς τύποι. Εμείς την ώρα της γυμναστικής τρέχαμε στον άδειο στίβο σαν παλαβοί, σαν ζαλισμένα κοτόπουλα. Ούτε καν στο βόλεϊ δεν είχαμε τύχη.

Στο δρόμο του γυρισμού πλέον δεν μας ακολουθούσε κανείς. Ο«μαλλιάς» είχε πάει τεχνικό Λύκειο κι εμείς ποδηλα-τούσαμε με δαιμονισμένο ρυθμό για να φτάσουμε στα εφηβικά μας δωμάτια μια ώρα αρχύτερα. Εκεί που υπό τους ήχους των Metallica, των Scorpions και των Guns n’ Roses πλάθαμε με κλειστά τα μάτια έναν ιδανικό κόσμο όπου ήμασταν οι απόλυτοι ήρωες. Έναν κόσμο όπου μεταμορφωνόμασταν σε δημοφιλείς, σε όμορφους, σε μάγκες. Στον κόσμο αυτόν δεν ήμασταν πλέον κεντρικοί αμυντικοί, αλλά σέντερ φορ και πετυχαίναμε γκολάρες, ενώ τα όμορφα κορίτσια ζητωκραύγαζαν τα ονόματά μας.

Ήτανε ο μόνος φίλος που έκανα δώδεκα χρόνια στο σχολείο. Κι εγώ υπήρξα ο μόνος δικός του φίλος. Έπειτα ήρθε ο στρατός και χαθήκαμε. Εμένα με στείλανε πεζικό. Ο Μιχάλης πήγε λοκατζής. Κουφάθηκα σαν το έμαθα. Επέμενε η μάνα του να πάει, μήπως και σκληρύνει, μήπως και γίνει άντρας. Η μάνα του, μια καημένη γυναικούλα που δούλευε δεκατέσσερις ώρες την ημέρα καθαρίστρια, χωρισμένη, με δύο παιδιά, τον Μιχάλη και την αδερφή του.

Δεν άντεξε. Τον πήρανε πρέφα πως ήτανε «σοφτ» κι ένα βράδυ στη σκοπιά τον κουκουλώσανε μ’ ένα σακί από λινάτσα, τον δέσανε με σπάγκο και τον θάψανε μέχρι τον λαιμό. Έτσι για πλάκα. Για να γελάσουνε. Κι ο Μιχάλης έσπασε. Για τα καλά.

Μετά απ’ αυτό πέρασε τον υπόλοιπο καιρό μέχρι ν’ απολυθεί στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Είπανε για βαριά κατάθλιψη. Για συμπτώματα που ίσως σχετίζονταν με μια μορφή σχιζοφρένειας στα αρχικά της στάδια. Η μάνα του με παρακάλεσε κλαίγοντας να πάω να τον επισκεφτώ, μήπως και βλέποντάς με άλλαζε κάτι. Πήγα. Τον βρήκα σ’ ένα παγκάκι, σκυφτό, αποκαμωμένο, σαν γέρος ενενήντα χρονών, να φουμάρει. Γύρισε και με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα τρομακτικό.       Ήταν σαν να μου έλεγε, «τα κατάλαβα, τα κατανόησα όλα, έχω πλήρη επίγνωση της κατάστασης».

Κάθισα δίπλα του. Γέλασε, σχεδόν υπόκωφα. Άναψα κι εγώ τσιγάρο. Στο σχολείο μισούσαμε αμφότεροι το κάπνισμα. Μέσα σε δύο χρόνια άλλαξαν πολλά.

– Τι έγινε, σ’ έστειλε η μάνα μου να έρθεις να με δεις; Έκλαιγε και χτυπιότανε πάλι;

– Ρε Μάικ, θα ερχόμουνα ούτως ή άλλως… Φίλοι είμαστε…

– Φίλοι…

– Ε, ναι, φίλοι. Κολλητοί. Μαζί μεγαλώσαμε.

– Όπως μεγαλώσαμε…

– Εντάξει, τα καταφέραμε… Σε λίγο θα απολυθούμε, θα πάμε να σπουδάσουμε, θα κάνουμε την ζωή μας όπως την θέλουμε…

– Ναι ε; Για πες μου λοιπόν, φίλε, αφού τα καταφέραμε τότε εγώ τι κάνω εδώ μέσα; Γιατί με έχουνε φλομώσει στα αντικαταθλιπτικά; Γιατί έσπασα; Για πες, ΦΙΛΕ.

-Εντάξει ρε Μάικ, στρατός είναι… έσπασες… κι εγώ δύσκολα περνάω απλώς στάθηκες άτυχος… Συνέβηκε σε πολλούς…

– Έφτασα στα όρια Μακρυγιάννη… Είμαι στα όριά μου.

Δεν είπα τίποτα. Μείναμε αμίλητοι για λίγο, έπειτα ξαναγέλασε μ’ εκείνον τον τρομακτικό, υπόκωφο τρόπο, τον άγγιξα στον ώμο απαλά, σχεδόν τρυφερά και την έκανα. Πώς να παρηγορήσεις τον άλλο, πώς να τον στηρίξεις όταν κι εσύ παλεύεις να περπατήσεις σε τεντωμένο σκοινί; Δεν ήμουνα ούτε καλύτερος, ούτε σκληρότερος. Στάθηκα απλώς πιο τυχερός.

Απολυθήκαμε, εγώ πήγα στην Αθήνα για να παλέψω με τον Θουκυδίδη, τον Βιργίλιο και τις τραγωδίες του Ευρυπίδη, ενώ ο Μιχάλης έγινε λήπτης δημοσίου βοηθήματος. Ανικανότητα εργασίας το έλεγαν. Βαριά κατάθλιψη, μπορεί και διπολική διαταραχή ή ίσως σχιζοφρένεια. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Αδυναμία του εγκεφάλου να εκκρίνει την ντοπαμίνη. Λίθιο, καρβαμαζεπίνη και ψυχοκοινωνική θεραπεία. Για να μην ξεπερνάει τα όρια. Τα πολύ λεπτά αυτά όρια. Σαν ένα αυτοκίνητο που σπάζει από μόνο του το προστατευτικό κιγκλίδωμα της Εθνικής οδού και βγαίνει εκτός πορείας, εντελώς ανεξέλεγκτο, οδεύοντας προς την σύγκρουση, την ανάφλεξη της μηχανής και την καταστροφή.

Για πέντε χρόνια δεν μιλήσαμε ούτε μια φορά. Τον σκεφτόμουνα όμως. Και πάνω απ’ όλα θυμόμουνα εκείνο το τρομακτικό, υπόκωφο γέλιο. Ήτανε το γέλιο του ανθρώπου που κατάλαβε τα πάντα, που έφτασε στην πλήρη επίγνωση της κατάστασής του.

Σαν επέστρεψα απ’ τις σπουδές, μου τηλεφώνησε η μάνα του την ίδια εβδομάδα κιόλας. Με παρακάλεσε κλαίγοντας να τον πάρω και να βγούμε για καφέ, για μια βόλτα στη γειτονιά έστω. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν υπάρχει πιο ιερό πράγμα απ’ την μάνα που υποφέρει για το παιδί της.

Δώσαμε ραντεβού σε μια καφετέρια απέναντι απ’ το σπίτι του. Είχε ανοίξει το παράθυρο του δωματίου του στον δεύτερο όροφο και με τα χέρια στο περβάζι με κάρφωνε στα μάτια απ’ τα πενήντα μέτρα. Τρομοκρατήθηκα. Παράγγειλα αμήχανα καφέ κι έκανα πως διαβάζω την εφημερίδα που είχα μπροστά μου.

Στο μισάωρο έκλεισε το παράθυρο και κατέβηκε. Είχε πάρει καμιά δεκαριά κιλά, μάλλον λόγω της φαρμακευτικής αγωγής. Το βλέμμα του όμως είχε μείνει αναλλοίωτο. Το βλέμμα του ανθρώπου που βρίσκεται στα όρια.

– Τι έγινε; Πώς κι από δω; Σε έπρηξε η μάνα μου πάλι με τα κλάματά της;

– Ήθελα κι εγώ να σε δω… Πέντε χρόνια έχει ρε να βρεθούμε! Τι γίνεται, πώς τα πας ρε Μάικ; Η μάνα σου μου είπε πως είσαι καλύτερα.

Η μάνα του μου είχε πει πως ήτανε χειρότερα από κάθε άλλη φορά…

– Ναι, ναι, πολύ καλύτερα… Είμαι σε τρομερή κατάσταση

…όπου να’ ναι θα βρω δουλειά και μετά θα παντρευτώ και θα κάνω και οικογένεια… Με δουλεύεις ρε Μακρυγιάννη;

–  Φίλε φαίνεσαι καλά… ειλικρινά…

– Μην με λες φίλο… δεν έχω φίλους εγώ… δεν θέλω φίλους…

– Καλά ρε Μάικ, ούτε εμένα δεν θέλεις; Ξέχασες; Δεκαοχτώ χρόνια αυτοκόλλητοι ήμασταν… Μέχρι και στο Δημοτικό παίζαμε παρέα ποδόσφαιρο στην ίδια θέση… κεντρικοί αμυντικοί…

– Αυτό μην το ξαναπείς πανάθεμά σε! Απαγορεύεται να ξαναπείς για το ποδόσφαιρο… Από εκεί ξεκίνησαν όλα τα προβλήματα… Ό,τι έχω μέσα μου και με καταστρέφει εκεί έχει την ρίζα του.

– Ελπίζω να μου το λες για πλάκα.

Με κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα με το σκληρό εκείνο βλέμμα που έλιωνε και σίδερα. Έπειτα άναψε τσιγάρο κι έμεινε να καρφώνει επίμονα το πουθενά.

– Απάντα μου αυτή την ερώτηση. Διερωτήθηκες ποτέ γιατί απ’ όλα τα παιδιά έβαζαν κεντρικούς αμυντικούς μόνο εμένα κι εσένα;

– Τι να σου πω ρε Μάικ… ξέρω κι εγώ; Ε, δεν ήμασταν και οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές… Συνήθως τους άσχετους, κεντρικούς αμυντικούς τους βάζουν… Πάντα έτσι γίνεται…

– Όχι φίλε μου. Ο συλλογισμός σου έχει κενά. Ήξεραν από την πρώτη μέρα που θα παίζαμε ποδόσφαιρο πως ήμασταν άσχετοι; Άλλος είναι ο λόγος που μας έβαζαν κεντρικούς αμυντικούς. Επειδή φαινότανε στο βλέμμα μας πως ήμασταν παιδιά χαμηλών τόνων. Εκπέμπαμε την αδυναμία. Δώδεκα χρόνια στο σχολείο ήμασταν χαμένοι, λούζερς, ανίκανοι, περιορισμένων ικανοτήτων! Γι’ αυτό έπαιζες κεντρικός αμυντικός! Γι’ αυτό κάθε φορά που σχολνούσαμε ερχότανε ο «μαλλιάς» και μας πείραζε. Το έγραφε στο μέτωπό μας με ανεξίτηλη γραφή πως ήμασταν γεννημένοι για να χάνουμε μια ζωή σε όλα, να μένουμε πίσω, να μην προχωράμε μπροστά, να μην νικάμε, μόνο να υπάρχουμε για να αναδεικνύονται άλλοι νικητές εις βάρος μας! Κατάλαβες ΦΙΛΕ;

– Δεν ξέρω ρε Μάικ… Πολύ ακραίο αυτό που λες… Εντάξει, δεν λέω, ήμασταν παιδιά χαμηλών τόνων, αλλά εσύ το έφτασες στα άκρα.

– Για πες μου, όταν θυμάσαι τα σχολικά σου χρόνια τι είδους αναμνήσεις φέρνεις στο μυαλό σου; Ευχάριστες; Για θύμισέ μου κι εμένα μερικές ευχάριστες αναμνήσεις.

– Ε, τι να σου πω τώρα… Τι ακριβώς να θυμηθώ να σου πω.

– Εντάξει, κατάλαβα… I rest my case που λένε κι οι δικηγόροι στις αμερικάνικες σειρές.

Μείναμε αμίλητοι. Ένοιωσα μια βαθιά θλίψη να με διαπερνά. Μήπως είχε δίκιο; Μήπως ήμασταν εκ γενετής αδύναμοι ψυχικά; Μήπως γι’ αυτό ταιριάξαμε και κουβαλήσαμε παρέα την άχρωμη παιδική κι εφηβική ηλικία μας;

– Τι λες, πάμε μια βόλτα στην γειτονιά;

– Ε, πάμε. Τώρα που σταμάτησα τα φάρμακα πρέπει ν’ αρχίσω να γυμνάζομαι λιγάκι….

– Σοβαρά ρε φίλε, σταμάτησες τα φάρμακα; Αυτό σημαίνει πως είσαι πλέον καλά!

– Μην είσαι αφελής… Από μόνος μου τα σταμάτησα…

– Όχι ρε Μάικ… πρέπει να συνεχίσεις την αγωγή για να θεραπευτείς…

– Άσε ρε μεγάλε, γιατρός είσαι; Που να ξέρεις εσύ πώς νοιώθει κάποιος που τον φλομώνουνε στα αντικαταθλιπτικά… Μου κάνετε όλοι τους ξερόλες εκ του ασφαλούς… Όποιος είναι έξω απ’ τον χορό ξέρει πολλά τραγούδια…

Δεν είπα τίποτα. Βολτάραμε στη γειτονιά. Όλοι οι δρόμοι, όλα τα σπίτια, τα μαγαζιά, ακόμη και τ’ άδεια οικόπεδα μου φαίνονταν μικρά, σαν στον «Γυρισμό του Ξενιτεμένου» του Σεφέρη.

-Για πες λοιπόν, πώς τα πέρασες στην Αθήνα πέντε χρόνια; Βρήκες καμιά κοπέλα; Έκανες την επανάστασή σου;

– Ε, κυρίως διάβαζα… Δύσκολη η σχολή, κουράστηκα για να πάρω πτυχίο, που να βρεθεί χρόνος για κοπέλες και διασκέδαση…

– Είδες; Ήσουνα και θα είσαι πάντα ένας κεντρικός αμυντικός… Μια μετριότητα… Η διαφορά είναι πως εγώ το κατάλαβα.

Φτάσαμε έξω απ’ το σφαιριστήριο, εκεί που συχνάζαμε στο Λύκειο για να παίξουμε ηλεκτρονικά και να ξεφύγουμε λίγο απ’ την μίζερη, άγευστη, μελαγχολική εφηβική μας ζωή.

– Τι λες, πάμε να παίξουμε μπιλιάρδο;

– Πάμε… Τι έχουμε να χάσουμε; Ούτως ή άλλως άσχετοι ήμασταν, άσχετοι θα παραμείνουμε…

Καθότανε έξω απ’ το σφαιριστήριο, πάνω σε μια παρκαρισμένη μηχανή. Ο «μαλλιάς». Ο παιδικός μας εφιάλτης. Με τα τσιράκια του τριγύρω. Σταθήκαμε. Εγώ πάγωσα. Σαν να μεταμορφώθηκα ξανά σ’ εκείνο το εφτάχρονο παιδάκι, το καχεκτικό, το φοβισμένο, το ανυπεράσπιστο. Σαν νεογέννητο γατάκι που προσπαθεί να προστατευτεί από έναν αδέσποτο άγριο σκύλο.

Ο Μιχάλης γύρισε και με κοίταξε.

– Έφτασα στα όριά μου φίλε… και σκέφτομαι να τα ξεπεράσω… Τι λες, θες να πάψουμε να είμαστε κεντρικοί αμυντικοί; Γουστάρεις για πρώτη φορά στη ζωή σου να νοιώσεις επιθετικός;

– Ν-νομίζω π-πάμε να την κάνουμε.

– Τράβα πίσω τότε!

Έκανε λίγα βήματα μπροστά. Ο «μαλλιάς» γύρισε και τον κοίταξε. Κι έπειτα θυμήθηκε κι εκείνος. Κι έβαλε τα γέλια.   Είπε κάτι στην παρέα του. Γέλασαν κι εκείνοι. Ο Μιχάλης προχώρησε κι άλλο.

-Τι θα γίνει ρε χοντρέ; Θα έρθεις να μου πάρεις το χαρτζιλίκι μου;

– Τι είπες ρε άχρηστε; Θα σε λιώσω! Θα σε λιώσω όπως σε έλιωνα μια ζωή!

Ο «μαλλιάς» άρχισε να κινείται γρήγορα ξεφυσώντας σαν ζώο. Σήκωσε το χέρι για να ρίξει γροθιά. Ακόμη μια ήττα σ’ αυτή την γκρίζα ζωή. Ακόμη ένα καρφί στην σμπαραλιασμένη ψυχολογία των «κεντρικών αμυντικών». Ακόμη μια απόδειξη πως θεία δίκη υπάρχει μόνο στις ταινίες και στην λογοτεχνία.

Ο Μιχάλης έκανε ένα βήμα στο πλάι κι απέφυγε το χτύπημα. Ήτανε ένα βήμα μελετημένο, λες και προπονείτο κάθε μέρα της ζωής του για να το κάνει την κατάλληλη στιγμή. Και μετά κατέβασε τη γροθιά του στο στόμα του μαλλιά. Και δεύτερο χτύπημα. Και τρίτο. Και σαν έπεσε κάτω άρχισε να τον κλωτσά με την μύτη του παπουτσιού παντού, στο πρόσωπο, στα πλευρά, στα πόδια. Τον σακάτεψε. Με το ζόρι τον τραβήξαμε πίσω. Έπειτα ηρέμησε, πήγε στο πεζούλι απέναντι κι άναψε τσιγάρο. Με κοίταξε μ’ εκείνο το βλέμμα του ανθρώπου που έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασής του. Το βλέμμα του, ανθρώπου που ξεπέρασε τα όρια. Κι έπειτα μου έκλεισε το μάτι.

Ήρθε η αστυνομία μαζί μ’ ένα ασθενοφόρο. Μας πήγανε όλους μέσα για ανάκριση, τον Μιχάλη με χειροπέδες. Ο «μαλλιάς» πήγε κατευθείαν στην εντατική. Κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Ήτανε εκτός κινδύνου, αλλά ο ανακριτής μου είπε πως θα του έμεναν μόνιμες αναπηρίες λόγω των συντριπτικών καταγμάτων στα άκρα.

Ο Μιχάλης την σκαπούλαρε φτηνά. Στο δικαστήριο καταθέσανε οι γιατροί που τον παρακολουθούσανε κι έτσι τον κλείσανε στο ψυχιατρείο αντί στην φυλακή. Πήγα να τον δω μια Κυριακή του Σεπτέμβρη. Ήτανε κι η μάνα του με την αδερφή του. Κλαίγανε κι οι δυο τους.

-Πώς πάει ρε Ορέστη; Ξεπέρασες τα όριά σου; Όχι ε; Μια ζωή κεντρικός αμυντικός, δεν πειράζει… κεντρικός αμυντικός… κεντρικός αμυντικός… δεν πειράζει…

Δεν είπα κάτι. Τον κοίταξα και σκέφτηκα πως η ζωή του καταστράφηκε πριν καν αρχίσει. Πριν ερωτευτεί, πριν φιλήσει κάποια κοπέλα, πριν κάνει οικογένεια, πριν σπουδάσει. Δεν υπήρχε σωτηρία. Εικοσιπέντε χρονών μόνο και δεν είχε κανένα μέλλον. Θυμήθηκα πώς ήτανε στα έξι του, τότε που παίζαμε μπάλα μαζί, ένα λιγνό λιγομίλητο παιδάκι σαν κι εμένα, στα δώδεκά του, στα δεκαοχτώ, τότε που κλεινόμασταν στο δωμάτιό μου κι ακούγαμε το Stolen car του Springsteen. Και δάκρυσα. Όλη η συσσωρευμένη θλίψη μιας ζωής φούσκωσε σαν την παλίρροια και μ’ έπνιξε.

Έφυγα χωρίς να πω κουβέντα. Μπήκα στ’ αυτοκίνητο και σαν να με καθοδηγούσε μια απόκοσμη δύναμη οδήγησα μέχρι το δημοτικό σχολείο. Πάρκαρα απ’ έξω και πήδηξα πάνω απ’ την καγκελόπορτα. Πήγα στο γήπεδο και κάθισα στο παγκάκι. Και ξαναδάκρυσα. Δυο κεντρικοί αμυντικοί λιγομίλητοι, χαμηλών τόνων, όπως είναι όλοι οι κεντρικοί αμυντικοί των παιδικών χρόνων. Μια χαμένη ζωή δίπλα στα σκουριασμένα δοκάρια, στα ξεχαρβαλωμένα δίχτυα, στο χορταριασμένο χώμα.

Ήμουνα έτοιμος να φύγω, όταν ήρθε μια μεγάλη παρέα για να παίξει μπάλα. Ένας απ’ αυτούς γύρισε προς το μέρος μου.

– Ε, φίλε, παίζεις; Μας λείπει ένα άτομο για διπλό!

Έβγαλα το σακάκι μου και τ’ άφησα στο παγκάκι. Ναι, γιατί όχι… Θα αντιμετώπιζα εκείνον τον δαίμονα που είχα θάψει βαθιά, αλλά που και που άκουγα το εφιαλτικό μουγκρητό του.

– Τι θέση παίζεις;

– Επιθετικός… Κεντρικός επιθετικός…

 

***

 λογότυπο μικρότερο

6ος ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ / ΒΡΑΒΕΙΟ

ΒΡΑΒΕΙΟ

Γλυκερία Κακούρη

Η βάρκα

 Σκόπευα να φύγω, όταν είδα πίσω από την προκυμαία τη βάρκα. Εγκαταλελειμμένη στο έλεος των εκάστοτε καιρικών συνθηκών, σαπισμένη, καλυμμένη με σκόνη, ανήμπορη να ξεφύγει από την ακινησία. Ανυπόφορο για ένα πλεούμενο.

Κάτι με μαγνήτιζε προς το μέρος της. Πλησίασα. Άγγιξα το σκαρί της, προσπάθησα να ανέβω. Έτριξε ολόκληρη σα να ήθελε να μου μιλήσει. Τότε είδα την ξεθωριασμένη επιγραφή: «Η στοιχειωμένη βάρκα». Ανατρίχιασα. Και θέλησα να μάθω.

– Μην πλησιάζεις τη βάρκα του τρελού!

– Του τρελού;

– Ναι. Ήταν η βάρκα του Ανέστη.

 

Κάποτε ο Ανέστης στεκόταν μπροστά σ’ αυτή τη στοιχειωμένη βάρκα. Σαν και μένα. Την χάιδευε απαλά, ήθελε να της μιλήσει, αλλά κόμπιαζε. Κάθε φορά που το επιχειρούσε, ένας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό, τον έπνιγε. Με ποιες λέξεις να απευθυνθεί σε ένα πλεούμενο, σε μια λικνιστή νεράιδα που αγαπούσε το νερό, όταν ο ίδιος το φοβόταν;

Αυτή η βάρκα ανήκε στους γονείς του. Σ’ αυτήν γνωρίστηκαν, μέσα της γεννήθηκε ο έρωτάς τους, μ’ αυτήν πήγαιναν βαρκάδες ως την απέναντι ακρογιαλιά, έβγαζαν το ψωμί τους, μεγάλωσαν τους δυο γιους τους. Ως την αποφράδα μέρα.

Ίσως είδαν κάτι που δεν έπρεπε. Ίσως μια παράνομη συναλλαγή, μια λαθραία αποβίβαση, κάτι ακραίο στην άκρη της θάλασσας. Κι η βάρκα επέστρεψε στην ακρογιαλιά χωρίς αυτούς.

Κανείς δεν απάντησε στα απαγορευτικά ερωτήματα. Κανείς δεν εξήγησε τίποτε στον εφτάχρονο τότε Ανέστη. Και κείνος προσπαθούσε να βρει στη στοιχειωμένη βάρκα τις απαντήσεις που ζητούσε. Προσπαθούσε να πείσει τη θάλασσα να του αποκαλύψει το μυστικό της. Μάταια. Έκτοτε ο Ανέστης τη μίσησε και δεν ξαναμπήκε μέσα της ποτέ του.

Μεγάλωσε με μια ψυχρή θεία και έναν απόμακρο μεγάλο αδερφό, που πήρε τη θέση ενός σκληρού πατέρα. Λεφτά, σπίτι, δουλειές, όλα στα χέρια του. Ο Ανέστης τίποτε. Δεν έμπαινε στη θάλασσα, δε μπορούσε να ψαρέψει, άρα ούτε να προσφέρει. Άλλοι τον φρόντιζαν, άλλοι έπαιρναν αποφάσεις για κείνον.

Ο Ανέστης μιλούσε μόνο με τα κύματα και με τους γλάρους. Περνούσε την ώρα του στην ακρογιαλιά χωρίς να αγγίζει το νερό. Κάποιοι τον είδαν να παραμιλά, να κλαίει και να αγκαλιάζει τη στοιχειωμένη βάρκα. Τρόμαξαν. Από τότε τον βάφτισαν αλαφροΐσκιωτο, τον απέφευγαν συστηματικά και τον μείωναν με κάθε ευκαιρία.

Ο Ανέστης δεν έδινε σημασία. Βαθιά μέσα του πίστευε στον εαυτό του. Πίστευε ότι κάποια μέρα, θα κατάφερνε να κάνει την υπέρβαση, κι ας μην τον υπολόγιζαν.

 

Εκείνη τη μέρα είχε πολλά να πει στη βάρκα του. Λόγια, που δεν πρόλαβε να πει στους γονείς του. Η έλλειψή τους του έγδερνε τη ψυχή, η παρουσία της βάρκας απάλυνε τον πόνο. Πήδηξε στην κουπαστή και τρόμαξε. Δυο ταλαιπωρημένα κορμιά ζητούσαν καταφύγιο. Ένας άνδρας και μια γυναίκα…

– Ποιοι είστε; Τι ζητάτε στη βάρκα μου;

Δε μιλούσαν ελληνικά, ζητούσαν ψωμί και νερό…

– Το βράδυ θα έρθουν κι άλλοι. Μη μας προδώσεις…

– Πρέπει να φύγετε από δω. Θα σας συλλάβουν!

– Μη μας προδώσεις…

Τους έδωσε ψωμί και νερό. Και λίγα ψάρια κρυφά από τον αδερφό του. Τους οδήγησε σε μια αθέατη ψαροκαλύβα να περάσουν τη νύχτα τους. Ύστερα έφυγε.

Στο δρόμο για το σπίτι του έπεσε πάνω σε μια συμμορία. Τους ήξερε. Ήταν οι γόηδες του νησιού, οι «πολλά» αρσενικοί. Αυτοί που τον κορόιδευαν.

– Τι θέλετε από μένα;

– Δεν ντρέπεσαι να ταΐζεις τους λαθρομετανάστες;

–  Γιατί να ντραπώ; Είναι κι αυτοί άνθρωποι.

Μ’ ένα νεύμα του αρχηγού τον κύκλωσαν. Ο Ανέστης δεν καταλάβαινε. Τα αγαθά του μάτια μεγάλωσαν από τον τρόμο. Έβλεπαν πράματα και συμπεριφορές, που δε μπορούσε να συλλάβει ο νους του.

– Μα γιατί;…

Με την πρώτη μπουνιά έπεσε κάτω. Μάτωσαν τα χείλη του, δεν αντιστάθηκε. Έφαγε και μια γερή κλωτσιά στα πλευρά. Ήθελε να τσιρίξει από τον πόνο, μα κρατήθηκε. Δεν θα τους έδινε τη χαρά να τον δουν ηττημένο.

Έφυγαν βρίζοντας και περιγελώντας τον.

Σύρθηκε με δυσκολία ως το σπίτι με το πρόσωπο πρησμένο. Η ψυχρή θεία, που έκανε την θρησκευόμενη, τον κατσάδιασε για τα καλά, ο αδερφός του τον αποτέλειωσε.

– Μας περιγελά όλο το νησί με τις βλακείες σου!

– Τι έκανα;

– Τι δουλειά είχες εσύ μαζί τους, ε; Δεν το ξέρεις ότι είναι άσχημη φάρα; Έρχονται εδώ και μας πνίγουν! Αυτοί μπορεί να σκότωσαν τους γονείς μας!

– Αυτοί ή οι μεγαλοκαρχαρίες, που τους εκμεταλ-λεύονται;

– Ώστε αυτή την ιδέα έχεις;… Ας είχα κι εγώ ένα μεγάλο καΐκι και θα τους κουβαλούσα κατά εκατοντάδες εδώ, να ζεσταθεί η τσεπούλα μου. Φτωχαδάκια είναι και οι μεγαλοκαρχαρίες σου, αδερφέ, μεροδούλι, μεροφάι! Τι νόμιζες; Θέλουν κι αυτοί γερή ψαριά για να χορτάσουν!

– Και τρώνε τους πιο αδύναμους!

– Με γεια τους και χαρά τους! Έτσι είναι ο νόμος της φύσης!

Ο Ανέστης τον κοίταζε έντρομος. Λες και τον έβλεπε για πρώτη φορά.

– Δεν είσαι αδερφός μου εσύ!

– Γιατί, είσαι συ; Ο αγαθός του νησιού, ο περίγελος όλων; Ξέρεις τι λένε για τη χάρη σου; Ε, λοιπόν, μάθε τα! Τρελό σε ανεβάζουν, αλαφροΐσκιωτο σε κατεβάζουν! Ντροπιάζεις το όνομα της οικογένειας. Ο χαραμοφάης, ο δειλός, ο κλαψιάρης, που κάθεται και μιλά με τις βάρκες και τα πουλιά! Στη θάλασσα, όμως, δε μπαίνει για να δει πώς βγαίνει το ψωμί, γέννημα-θρέμμα ψαριανών και απαρνείται το νερό! Αν έχεις τα κότσια, μπες στη στοιχειωμένη βάρκα, πέσε στο νερό, πάλεψε, γεύσου τη ζωή, κι ύστερα κάνε κήρυγμα για δυνατούς και αδύναμους!

Λυγμοί ανέβαιναν στο λαιμό του Ανέστη, τους κατάπινε έναν-έναν άγαρμπα, έσφιγγε τα δόντια, έσφιγγε τις γροθιές. Ήταν αδύναμος και το ήξερε, έρμαιο του ανέμου, ιδεαλιστής και ουτοπιστής, αλαφροΐσκιωτος.

– Μπες στη στοιχειωμένη βάρκα, αν τολμάς!

Τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα ελεύθερα, έπεσαν τα προσχήματα, πετάχτηκαν οι μάσκες. Ο αγαθός του χωριού, ο τρελός του νησιού, ο ονειροπαρμένος… Που αγωνιά για το ανέφικτο χωρίς πραγματική μάχη με τα κύματα…

Μεσάνυχτα έφτασε στην αγαπημένη του βάρκα. Στον αδειανό τάφο των γονιών του. Έσκαψε με μανία τριγύρω, να ανοίξει δρόμο στην άμμο, να την τραβήξει στη θάλασσα. Χρειαζόταν η δύναμη περισσότερων ανδρών για να βγει η κοιμώμενη βάρκα από την ακινησία ετών. Όσο αντιστεκόταν εκείνη, τόσο πείσμωνε ο Ανέστης. Απόψε θα ξεπερνούσε τον εαυτό του. Το ήξερε.

 

Στην απέναντι ακρογιαλιά της ξένης χώρας, τα φώτα της πολιτείας τρεμόσβηναν. Σκιερές σιλουέτες πηγαινοέρχονταν στην προκυμαία. Ήταν οι φίλοι και οι συγγενείς του ζευγαριού, που βοήθησε ο Ανέστης. Ήταν ο γαμπρός τους, η κόρη τους και το εγγόνι τους. Η κόρη δεν είχε δει ως τότε θάλασσα, δεν είχε μπει σε βάρκα. Φοβόταν.

– Μαμά, πότε θα ξεκινήσουμε;

– Σε λίγο, παιδί μου…

Ο Ανέστης ένιωθε την αγωνία της άγνωστης κοπέλας. Αφουγκραζόταν την καρδιά των λαθρομεταναστών. Δίκαια τον κατηγορούσαν στο χωριό για διαφορετικότητα. Ένας λογικός άνθρωπος δεν αισθάνεται έτσι, δεν παρασύρεται, δεν σκέφτεται με την καρδιά αλλά με το νου. Ο Ανέστης έβλεπε κι ένιωθε πράγματα, που οι άλλοι αγνοούσαν.

Κοίταζε το πέλαγος με μάτια βουρκωμένα. Παράξενη η λάμψη τους μέσα στο σκοτάδι. Αλλιώτικο το καρδιοχτύπι του απόψε. Συντονιζόταν με το ρυθμό της θάλασσας. Με το χορό του νερού και του θανάτου.

– Μαμά, θα ξεκινήσουμε;

Η κοπέλα φοβόταν, αλλά έπρεπε να νικήσει τους φόβους της μπροστά στο παιδί. Έπρεπε να προτάξει τη λογική.

-Μπες στη βάρκα, παιδί μου.

– Θα είμαστε ασφαλείς;

– Ναι… Θα πάμε στον παππού και στη γιαγιά, μας περιμένουν στο νησί, απέναντι… Είμαι σίγουρη ότι μας περιμένουν.

– Εκεί είναι ο Παράδεισος, μαμά;

– Εκεί είναι…

Ο σύζυγος τους έβαλε στη βάρκα. Δεν ήταν πολύ μεγάλη αλλά στοιβάχτηκαν πάνω από τριάντα άτομα. Έγειρε ξάφνου από τη μια μεριά, τσίριξαν οι γυναίκες.

– Τσιμουδιά! Ξεκινάμε!

 

Ο Ανέστης είχε ήδη σπρώξει τη βάρκα στο νερό.

– Ξεκινάω!

Ταλαντεύτηκε για λίγο η βάρκα, έπιασε τα κουπιά ο Ανέστης, ξεκίνησε. Ναι, ήταν γεγονός! Έπλεε πάνω στο νερό, φούσκωσε το στήθος από περηφάνια, η καρδιά από άγρια χαρά.

– Τα κατάφερα! Τα κατάφερα!

– Τα καταφέραμε! Όπου να ’ναι, φτάνουμε, πατριώτες!

Έσχιζε η κατάμεστη βάρκα τα νερά, δεκάδες μάτια τρεμόπαιζαν και καρτερούσαν.

 

Όλο και τραβούσε το κουπί ο Ανέστης, όλο και απομακρυνόταν από το νησί και χανόταν στο πηχτό σκοτάδι.

– Πού είσαι, αδερφέ μου, να με δεις; Πού είστε, πατριώτες; Εγώ είμαι ο Ανέστης, ο τρελός! Εγώ, που φοβάμαι το νερό! Εγώ, το άχρηστο χαρτί, ο αλαφρόμυαλος! Κοιτάξτε με, λοιπόν! Κοιτάξτε με!

 

Η βάρκα με τους μετανάστες πλησίαζε στο νησί, σπαρταρούσαν σαν τα αγκιστρωμένα ψάρια οι στεριανές καρδιές. Λόγια ψιθυριστά ανέβαιναν στον ουρανό, μπλέκονταν οι προσευχές με εκφράσεις ανησυχίας, δειλία και θάρρος πιάνονταν χέρι-χέρι και πορεύονταν.

Αγκάλιασε σφιχτά η μάνα το παιδί να το ζεστάνει, κι ας πάλευε με τα θεόρατα κύματα της ψυχής της. Γαλήνια η θάλασσα, μα αυτή έβλεπε παντού κύματα γιγάντια, έτοιμα να τους καταπιούν. Έπρεπε να διασχίσουν μια εσωτερική Κόλαση για να ανταμειφθούν, έπρεπε να παλέψουν για να τα καταφέρουν.

Ένας γδούπος τάραξε τη φαινομενική σιωπή, ένας αθέατος βράχος σκότωσε εντός δευτερολέπτων κάθε προσδοκία. Ταλαντεύτηκε άγαρμπα το νήμα της ζωής, τινάχτηκαν απροστάτευτες στον αέρα οι ψυχές, χωρίς αποκούμπι, χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Άρχισε η καθοδική πορεία προς το θάνατο, πτώση ελεύθερη, απαλλαγμένη από μικρότερες έννοιες.

– Μαμά! Μαμά!

Η φωνή του ξεπήδησε πνιχτά απ’ το λαιμό, το βαριά ντυμένο σωματάκι βούλιαζε, η στάθμη του νερού ανέβαινε ως το μέτωπο. Δεν ήξερε κολύμπι η μάνα, δεν είχε δει ποτέ της θάλασσα. Θα το μάθαινε εκείνη τη στιγμή! Πέταξε τα ρούχα, πέταξε το φόβο και χίμηξε στη θάλασσα σαν άγρια περιστέρα, κινούμενη μόνο από το μητρικό της ένστικτο, που εκείνη τη στιγμή λάβαινε πρωτόγονες διαστάσεις. Κρύωσε στο νερό, θόλωσαν τα μάτια, μπούκωσε ο λαιμός, κάτι την τραβούσε προς τον πάτο, επιστράτευσε κάθε ψυχικό απόθεμα για να επανέλθει, να ανέβει προς την επιφάνεια, να νικήσει.

Ή τώρα ή ποτέ. Ο Ανέστης είδε την αναποδογυρισμένη βάρκα των μεταναστών, ανθρώπους να ουρλιάζουν και να πηδούν στη θάλασσα, να χάνουν τους εαυτούς τους και ενίοτε την ανθρωπιά τους, να κρατιούνται ο ένας απ’ τον άλλον πανικόβλητοι σαν μια μακριά βαριά αλυσίδα, που κάθε κρίκος της βυθιζόταν μοιρολατρικά, έχοντας πρώτα βυθίσει τον προηγούμενο. Αν πλησίαζε, θα μπατάριζε και η δική του βάρκα, αν έφευγε, δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του. Έπιασε το κινητό, κάλεσε χωρίς δεύτερη σκέψη τον αδερφό του.

– Φώναξε το λιμενικό, πνίγονται άνθρωποι!

– Ανέστη, πού βρίσκεσαι; Τι σκαρώνεις πάλι;

– Κάλεσε βοήθεια!… Είναι και αυτοί άνθρωποι!

Κάθε φόβος υποχώρησε, κάθε αίσθηση κινδύνου τον εγκατέλειψε. Αν ήθελε να λέγεται άνθρωπος, έπρεπε να ξεπεράσει τον εαυτό του, την αντοχή του, τα όριά του. Έπρεπε να πλησιάσει, να βουτήξει στη θάλασσα, που τόσο φοβόταν, να βοηθήσει εδώ και τώρα.

Χέρια σάλευαν απεγνωσμένα, μάτια εκλιπαρούσαν δακρυσμένα, φωνές υψώνονταν στον ουρανό ικετεύοντας. Θα γινόταν αυτός ένας μικρός θεός, ο σωτήρας τους. Ο ασήμαντος, ο ταπεινός, ο ελαφρόμυαλος Ανέστης.

Άρπαξε με υπεράνθρωπη προσπάθεια μια μάνα, που σφιχταγκάλιαζε το παιδί της, τους ανέβασε στη βάρκα. Επιχείρησαν να ανέβουν κι άλλοι κλαίγοντας και τουρτου-ρίζοντας. Ένα παλικαράκι φώναζε πανικόβλητο, κανείς δεν βρισκόταν να βοηθήσει. Μόνο ο Ανέστης βρέθηκε. Από τη στιγμή που έφτασε στα όριά του, τίποτε δεν τον συγκρατούσε.

Πέταξε τα ρούχα, τυλίχτηκε στο συναίσθημα. Οπλίστηκε άξαφνα με δύναμη, που ποτέ δεν πίστευε ότι είχε. Η πίστη του έδωσε φτερά, του έδωσε ώθηση για το μεγάλο άλμα, το τελευταίο, το οδυνηρό, που κανείς δεν εγγυάται για την κατάληξή του.

Έπεσε με πάταγο στο νερό, όδευε κατευθείαν στο βυθό, σα να είχε βαρίδια στα πόδια, όπως πριν από λίγο η μάνα. Πάλευε, ήθελε, πίστευε. Μπορεί στο τέλος και να τα κατάφερνε. Μπορεί και να νικούσε. Όμως, δε βρέθηκε άλλος Ανέστης να τον σώσει.

Βγήκε στην επιφάνεια, έπιασε απ’ τον ώμο το παλικάρι, που πνιγόταν, προσπάθησε να κρατήσει το κεφάλι έξω από το νερό, αλλά βρέθηκαν κι άλλοι γύρω του, να ζητούν βοήθεια από κάποιον, που δεν ήξερε κολύμπι. Κάποιος τον έπιασε απ’ τα μαλλιά, ένας άλλος τον τράβηξε απ’ το χέρι, κάποιος τρίτος του κράτησε το πόδι. Κι όλοι μαζί μπλέχτηκαν, χέρια, πόδια, κεφάλια, τρομαγμένες καρδιές που σπαρταρούσαν, νερά που εισχώρησαν σε κάθε μέρος των κορμιών, τα περιέζωσαν βασανιστικά, τα τύλιξαν ασφυκτικά, τα κράτησαν κοντά τους. Παντοτινά.

 

Το πρωί η στοιχειωμένη βάρκα, οδηγημένη από το θαλασσινό αγέρι, προσάραξε στο γνωστό λιμάνι, σα να ήταν πιστό σκυλάκι, που γύριζε στο αγαπημένο μέρος του αφεντικού του. Μονάχα που εκείνος δεν ήταν πια εκεί, για ν’ αντικρίσει τους καρπούς των προσπαθειών του.

Η μάνα και το παιδί, προφυλαγμένοι όλη νύχτα στη ζεστή αγκαλιά της βάρκας, πάτησαν με ανακούφιση το πόδι τους στη στεριά. Έσκυψαν και φίλησαν το χώμα με συγκίνηση. Το πότισαν με ευχαριστήρια δάκρυα.

Ήταν η επόμενη μέρα. Η νηνεμία μετά την καταιγίδα. Η ηθική αγαλλίαση μετά την άρση των ορίων.

Λίγο αργότερα βρήκαν και τους παππούδες. Ήταν οι μόνοι από τους μετανάστες, που σώθηκαν.

Ο μεγάλος αδερφός και η θρησκευόμενη θεία έψαχναν για μέρες τον Ανέστη. Ήταν αδύνατον να πιστέψουν ότι ο άβουλος Ανέστης είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Ότι είχε προβεί σε πράξεις αδιανόητες για τους κοινούς θνητούς, άφταστες για όσους παρίσταναν τους σπουδαίους και τους γενναίους. Και φυσικά, δε θα μπορούσαν να φανταστούν ότι εκείνος ήταν πολύ ευτυχισμένος…

Από τότε η στοιχειωμένη βάρκα, που έσωσε δυο ψυχές, αφέθηκε μόνη της στην παραλία, έρμαιο των καιρικών διαθέσεων. Κοιμάται ήσυχη κάτω από τη σκόνη καρτερώντας τον αλαφροΐσκιωτο αφέντη της. Ίσως πού και πού να την επισκέπτεται ακόμα, ποιος ξέρει;

– Μην πλησιάζεις τη βάρκα του τρελού!

– Του τρελού;

Του συνετού, θα διόρθωνα εγώ. Γιατί οι μεγαλύτερες τρέλες πραγματοποιούνται από τους πιο συνετούς.

**

λογότυπο μικρότεροΑγγελική Χυτήρη : Της νύφης τα λιθάρια

όλοι βλέπουν οράματα/ κανείς ωστόσο δεν τ᾿ ομολογεί

Γιώργος Σεφέρης

Τα πλοία τα είχαμε πρωτοδεί στα δεκατρία μας· ήταν ένα από εκείνα τα ξημερώματα που ο Λεωνίδας έπαιρνε κρυφά τη βάρκα του πατέρα του και εμείς πηδάγαμε απ’ τα παράθυρα, κρατώντας στα χέρια τα παπούτσια μας και ακροπατώντας, να μη μας αντιληφθούν οι μεγάλοι.

Η εμφάνισή τους ήταν κάτι σα δικαίωση για μένα, που συνήθιζα να βλέπω αυτά που οι άλλοι δεν έβλεπαν. Δεν ξέρω πως έγινε· έτσι ήμουν γεννημένος, μ’ αυτό το χάρισμα ή την κατάρα.

«Να προσέχεις» μου έλεγε η μάνα μου και καταλάβαινα την αγωνία στη φωνή της. Πρόσεχα. Έμαθα σιγά- σιγά να μην τα φανερώνω και αργότερα, έμαθα και να μην τα βλέπω.

Τα πλοία  όμως, ήταν κάτι διαφορετικό. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, η ατμόσφαιρα παγωμένη και μπροστά μας μέσα απ’ την ομίχλη πρόβαλλαν τα λιθάρια. Πρώτη φορά τολμήσαμε να πάμε κατά κει. Ο Λεωνίδας, που έκανε κουπί και παρίστανε ότι ήταν βαρκάρης, σαν τον πατέρα του, είπε ότι ήταν ώρα να επιστρέψουμε. Αλίμονο μας, αν ξυπνούσαν και δε μας έβρισκαν στα κρεβάτια μας. Μάλλον τα είδα πρώτος, να εμφανίζονται στον ορίζοντα, αλλά δε μίλησα. Ήταν η εποχή που μάθαινα να κρύβομαι απ’ όλους, ακόμη κι’ απ’ αυτούς, τους καλύτερους μου φίλους.

Η περιοχή είχε μια παράξενη και τραγική ιστορία, από τότε που οι επιδρομές των πειρατών στο νησί ήταν φαινόμενο συνηθισμένο.Μεγαλώσαμε ακούγοντας τις τρομερές περιγραφές, της θάλασσας που κοκκίνισε απ’ το αίμα, των σπιτιών που καίγονταν και των ανθρώπων που σέρνανε στα καράβια, για να πουληθούν σα σκλάβοι. Μα πιο πολύ, απ’ τον πόνο των πολλών, είχε στοιχειώσει στο μυαλό μας, ο πόνος της νύφης, που άρπαξαν οι πειρατές τη μέρα του γάμου της και λίγο πριν ξεψυχήσει, λέει ο θρύλος, τους καταράστηκε και τα πλοία τους πέτρωσαν. «Της νύφης τα λιθάρια», ονομάζουν την περιοχή οι ντόπιοι και την αποφεύγουν. Πολλές ιστορίες είχαμε φτιάξει για τη νύφη, που δε γνωρίζαμε τίποτα γι’ αυτήν, ούτε το όνομά της, ούτε τι ήθελε και τι ονειρεύονταν, τίποτα, παρά μόνο τα όσα συνέβησαν τη μέρα του γάμου της, την τελευταία μέρα της ζωής της.

Η Άννα έβγαλε μια κραυγή. Περισσότερο σα γρύλισμα ζώου έμοιαζε, παρά ανθρώπου. Ο Λεωνίδας παράτησε τα κουπιά, στάθηκε όρθιος και κοιτούσε με το στόμα ορθάνοιχτο. Κοιταζόμασταν μεταξύ μας και δεν αρθρώναμε λέξη. Τα πλοία χάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά, έτσι ξαφνικά, όπως εμφανίστηκαν. Οι περιγραφές μας μετά ήταν συγκεχυμένες· σαν τους αυτόπτες μάρτυρες που περιγράφουν το δολοφόνο.  Άλλος είδε πανιά, άλλος κανόνια κι εγώ ορκιζόμουν ότι είδα καθαρά, πάνω στα πλοία, σκοτεινές ανθρώπινες φιγούρες να κινούνται σαν ένα θέατρο σκιών στο λιγοστό φως. Μέσα σ’ αυτόν τον πανικό, ένα ήταν σίγουρο: τα πλοία υπήρχαν.

Όταν επιστρέψαμε, βρήκαμε το χωριό ανάστατο. Η απουσία μας είχε γίνει αντιληπτή και μας έψαχναν παντού, ακόμα και με βάρκες. Ο Λεωνίδας βρέθηκε στη χειρότερη θέση απ’ όλους μας. Οι παιδαγωγικές απόψεις του πατέρα του δεν ήταν και τόσο εκλεπτυσμένες. Στο σπίτι της Άννας και στο δικό μου η κατάσταση ήταν πιο ήπια, αλλά για πολύ καιρό δεν μπορούσαμε να ξεμυτίσουμε χωρίς συνοδεία και φυσικά οι βαρκάδες κόπηκαν μαχαίρι.

Το μυστικό μας το κρατήσαμε. Ποτέ δεν είπαμε σε κανέναν τι συνέβη εκείνο το ξημέρωμα. Ήταν το δικό μας μυστικό! Μ’ αυτό πέρασε όλη η εφηβεία μας, αυτό δυνάμωνε τη φιλία μας και μας έδενε. Τα πλοία και η νύφη ήταν το κύριο θέμα των συζητήσεών μας. Μέχρι τη στιγμή που η Άννα, η φωνή της λογικής  όπως πάντα, θέλησε να γκρεμίσει το μύθο και ηθελημένα ή αθέλητα μαζί μ’ αυτόν, τη συνενοχή, που μας κρατούσε σφικτά δεμένους.

Ένα από τα καλοκαίρια, το πρώτο νομίζω, που επιστρέψαμε σα φοιτητές στο νησί για τις καλοκαιρινές μας διακοπές, μας ανακοίνωσε με πολλή μεγάλη επισημότητα ότι γνώριζε την αιτία του παράξενου φαινομένου και ο θρύλος γκρεμίστηκε.

«Η επιστήμη…» μας είπε «…έχει εξηγήσει αυτό το φαινόμενο. Πρόκειται για έναν ανώτερο αντικατοπτρισμό, που εμφανίζεται σε κάποιες περιοχές όταν τα ψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας είναι θερμότερα από τα χαμηλότερα. Συνήθως τις πρώτες πρωινές ώρες. Τότε εμφανίζεται…»συνέχισε παρατηρώντας σχεδόν σαδιστικά τις αντιδράσεις μας, «…το είδωλο ενός αντικειμένου που υπάρχει κάπου μακριά στον ορίζοντα. Οι ναυτικοί το γνωρίζουν και το αποκαλούν ¨Φάτα Μοργκάνα¨ από το όνομα της μάγισσας».

«Και που βρίσκονται λοιπόν αυτά τα πλοία που βλέπουμε;» Τη ρώτησα προκλητικά.

«Κάπου μακριά, στον ορίζοντα. Δεν είναι αυτό που έχει σημασία» μου απάντησε αδιάφορα, σηκώνοντας τους ώμους της και η συζήτηση σταμάτησε εκεί. Ποτέ δεν μπόρεσα να της το συγχωρήσω!

Την αναζητάει η ματιά μου, τη γυρεύει παντού.

Την αναζητάει η καρδιά μου, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.

 

Πως πέρασαν δώδεκα χρόνια στο Λονδίνο, ούτε που το κατάλαβα! Στο νησί πέρναγα πια μόνο ένα μήνα το χρόνο, συνήθως τον Αύγουστο, που έπαιρνα την άδειά μου· σ’ ένα νησί πολύ αλλαγμένο, χωρίς την ξύλινη βάρκα, χωρίς τη μάνα μου να με παρηγορεί, χωρίς τον πατέρα του Λεωνίδα να μας κυνηγάει.  Η Άννα και ο Λεωνίδας ήταν πια και επισήμως ζευγάρι κι εγώ είχα μάθει να ζω μ’ αυτό και μάλιστα ζούσα καλά. Το τηλεφώνημα του Λεωνίδα με αιφνιδίασε. Ήταν το μοναδικό καλοκαίρι που κάποιες υποχρεώσεις δε θα τον άφηναν να συναντηθούμε.

«Να προσέχεις την Άννα» μου είπε και φυσικά δεν είχα αντίρρηση. Δεν είχα κάποιο σχέδιο, δε φανταζόμουν ότι θα πυροδοτούσα μια αλυσίδα αμετάκλητων γεγονότων και ότι θα προκαλούσα τη μοίρα μας. Νόμιζα ότι ο έρωτας, που ποτέ δεν ομολόγησα, είχε κλειστεί στο ντουλαπάκι με τις εφηβικές αναμνήσεις. Αλλά έπεσα έξω.

Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν ήμουν ο τύπος του λογικού και πειθαρχημένου ατόμου. Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι  όταν ελέγχουν τα πάθη τους γίνονται σκλάβοι της λογικής. Ζήσαμε ένα μήνα τρέχοντας ιλιγγιωδώς, τέρμα τα γκάζια, καθόλου φρένο και μετά… τέλος. Ένα τέλος που υπονοήθηκε, υπαινίχθηκε, αλλά ποτέ δεν ειπώθηκε. Σα να μην υπήρχε τίποτα να ειπωθεί, σαν να ήταν όλα όπως πριν.

Το Μάρτη, σ’ ένα ταξίδι αστραπή για δουλειές, τους συνάντησα στην Αθήνα. Τότε ήταν που μου ανακοίνωσαν ότι αποφάσισαν να παντρευτούν. Τους θύμισα το ποσοστό των διαζυγίων, απαρίθμησα όλα τα γνωστά μας ζευγάρια, που είχαν ήδη προλάβει να παντρευτούν και να χωρίσουν και μάλιστα με τις χειρότερες συνθήκες και φυσικά δεν παρέλειψα να κάνω μια ανάλυση  περί γάμου, ιδιοκτησίας και όλων των συναφών. Η Άννα με κοίταζε επίμονα και δεν έκανε κανένα σχόλιο.

Ο Λεωνίδας έκανε πως γελούσε, αλλά τα μάτια του ήταν σκοτεινά.

Όταν άρχισε να καλοκαιριάζει, προσπάθησα να βρω μια δικαιολογία και να ματαιώσω το ταξίδι. Είχα μάλιστα κανονίσει να πάω αλλού διακοπές με τη Σαμ, που ήταν η τελευταία από μια σειρά μακροχρόνιων σχέσεων, (¨μονογαμικό κατά συρροή¨, με αποκαλούσαν οι φίλοι μου για να με πειράξουν). Δεν είμαι σίγουρος τι μ’ έκανε τελευταία στιγμή ν’ αλλάξω γνώμη. Μάζεψα όσο κουράγιο είχα και ξεκίνησα για ν’αντιμετωπίσω τους δαίμονές μου. Οι ανοιχτοί λογαριασμοί έπρεπε επιτέλους να κλείσουν.

Τους βρήκα πνιγμένους στις προετοιμασίες. Η εύρεση του κατάλληλου νυφικού είχε αναχθεί σε μείζον πρόβλημα και μια που ένοιωθα το στομάχι μου να ανακατεύεται με όλα αυτά,  έκανα τα αδύνατα δυνατά για να τους αποφεύγω. Πάλι όμως ο Λεωνίδας με αιφνιδίασε.

«Ξέρεις ότι αγόρασα ένα καινούργιο σκάφος;» μου είπε. «Πρέπει οπωσδήποτε να το εγκαινιάσουμε. Και μάντεψε, πού θα πάμε;» Φυσικά και μάντευα.

Σε κοίταζα μ᾿ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω

 

Το ραντεβού ήταν για τις πέντε το πρωί. Προσπάθησα να κοιμηθώ λίγο, αλλά δεν τα κατάφερα. Αυτή τη φορά βγήκα κανονικά από την πόρτα. Ο Λεωνίδας ήταν ήδη εκεί και περίμενε. Σε λίγο εμφανίστηκε και η Άννα, ψυχρή και απόμακρη όπως πάντα, μετά τα γεγονότα του προηγούμενου καλοκαιριού. Όμως ήξερα καλά πως με κοίταζε, όταν νόμιζε πως δεν τη βλέπω. Στριμωχτήκαμε στο σκάφος, ακουμπούσαμε ο ένας στον άλλο με το σώμα και το μυαλό μουδιασμένα απ’ την αϋπνία και η πρωινή υγρασία, αλλά περισσότερο φαντάζομαι η ταραχή, έκανε τα κορμιά μας να τρέμουν. Ο ώμος της ακουμπούσε στο μπράτσο μου κι εγώ προσπαθούσα με απειροελάχιστες κινήσεις να αυξήσω την ένταση. Η Άννα παρέμενε ακίνητη· σχεδόν δεν ανέπνεε. Δε με πλησίαζε, αλλά ούτε και απομακρύνονταν. Απολάμβανα το κάθε δευτερόλεπτο, σα να μην υπάρχει τίποτε άλλο που να μπορώ να σκεφτώ ή να νιώσω, παρά μόνο αυτή κι εγώ κι αυτό το απειροελάχιστο άγγιγμα, που τόσο ξαφνικά, κατάργησε όλα τα εμπόδια. Ήταν τόση η ένταση που σχεδόν δεν έδωσα σημασία στο Λεωνίδα και στα πλοία που εμφανίστηκαν στον ορίζοντα, μέχρι που την άκουσα να βγάζει μια κραυγή, ακριβώς όπως και τότε… την πρώτη φορά. Σταθήκαμε και οι τρεις μαγεμένοι.

«Είναι μια σκιά. Κάποιος στέκεται στο βράχο», ακούστηκε ψιθυριστά η φωνή της Άννας. Κοίταξα, αλλά δεν είδα τίποτα εκτός απ’ τα πλοία.

«Η ιδέα σου είναι» της είπα. Μιλούσαμε σιγά, λες και φοβόμασταν ότι κάποιος θα μας ακούσει. «Ποιος θα μπορούσε να είναι; Θα φταίει το λιγοστό φως».

Τα πλοία χάθηκαν έτσι ξαφνικά όπως εμφανίστηκαν κι εμείς επιστρέψαμε αμίλητοι, ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του.

Τα όσα ακολούθησαν, ήταν προορισμένα να μπερδευτούν μέσα στο χρόνο ή μέσα στο συγχυσμένο μου μυαλό, που οι μικρές και μεγάλες προειδοποιητικές ενδείξεις διαγράφονταν, πριν προλάβω να τις επεξεργαστώ. Βρισκόμασταν όσο πιο συχνά μπορούσαμε και υπέφερα την κάθε ώρα, την κάθε στιγμή που περνούσα μακριά της.

Υπέφερε κι αυτή, ίσως όμως όχι με τον ίδιο τρόπο.

«Εκείνο το βράδυ με τα πλοία…» ξεκίνησε μια μέρα να μου λέει διστακτικά «…θυμάσαι που είχα δει μια σκιά; Νομίζω ότι αρχίζω να τρελαίνομαι… σαν να ήταν μια γυναίκα… νομίζω ότι ήταν εκείνη… η νύφη».  Γέλασα μαζί της, όπως τότε, που οι άλλοι γελούσαν μαζί μου, όταν ακόμα ήμουν παιδί και μπορούσα να βλέπω αυτά που οι άλλοι δεν έβλεπαν.

«Θυμάσαι τις ιστορίες που λέγαμε παλιά γι’ αυτήν» της είπα· «αυτό σίγουρα σε έχει επηρεάσει.»

Πιάστηκε με λαχτάρα απ’ αυτήν την κουβέντα.

«Ναι έχεις δίκιο, έτσι θα είναι. Θυμάσαι που την λέγαμε Ευρυδίκη, και φτιάχναμε ιστορίες γι’ αυτήν; Μας άρεσε να πιστεύουμε ότι ο έρωτας μπορεί να περάσει τα όρια που χωρίζουν τους νεκρούς από τους ζωντανούς».

Ναι. Θυμόμουν πολύ καλά την Άννα να διηγείται κι’ εμείς, ν’ ακούμε μαγεμένοι. Μας άρεσε η ιστορία της Ευρυδίκης και την κρατήσαμε. Η Άννα ήταν πάντα όλο εκπλήξεις. Οι μύθοι και η λογική της μπορούσαν να συνυπάρχουν αβίαστα, μ’ έναν τρόπο μαγικό που μόνο εκείνη κατόρθωνε. «Τι είναι οι μύθοι;» έλεγε « Η προσπάθεια των ανθρώπων να εξηγήσουν τον κόσμο με την λογική. Αργότερα, έρχεται η επιστήμη και βάζει στην θέση τους κάποιους άλλους μύθους. Μέχρι κι αυτοί να καταρριφθούν.»

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Μετά το γύρισε στ’ αστείο.

«Εσύ τι θα έκανες; Θα μπορούσες να περάσεις αυτά τα όρια, για να με συναντήσεις;»

«Μπα δε νομίζω! Μάλλον θα περίμενα να έρθεις εσύ να με βρεις» της απάντησα για να την πειράξω.

Τρεις σχεδόν εβδομάδες πέρασαν με την Άννα, χαμένη κι αυτή, να μοιράζεται ανάμεσα στις προετοιμασίες του γάμου και τις κρυφές μας συναντήσεις. Σχεδόν δεν είχα συνειδητοποιήσει τους λόγους που την έκαναν να είναι μακριά μου. Αρνιόμουν να σκεφτώ οτιδήποτε είχε σχέση μ’ αυτόν τον καταραμένο γάμο, μέχρι τη μέρα που εμφανίστηκε κατάχλωμη μπροστά μου.

«Πρέπει να μιλήσουμε» μου είπε.

Καθόλου δε μ’ άρεσε αυτή η εισαγωγή. Πόνεσα, σα να μου μπήγανε καρφιά.  Προσπάθησα να καταπνίξω την ενστικτώ-δη αντίδρασή μου για να ακούσω τι θα μου πει· λες και δεν ήξερα!

«Είναι όλα παράξενα, φοβάμαι… και ο Λεωνίδας… φέρεται κι αυτός παράξενα. Με πιέζει αυτή η κατάσταση… δεν αντέχω.»

Μου ανακοίνωσε επίσης ότι είχε αγοράσει το νυφικό και κάθε ψευδαίσθηση διαλύθηκε μεμιάς.

Γιατ’ είναι δυνατή σαν θάνατος η αγάπη,

σκληρό καθώς ο Άδης το πάθος το αγαπητικό.

 Τις επόμενες μέρες εξαφανίστηκα. Σταμάτησα να πηγαίνω στα γνωστά μας στέκια, δεν απαντούσα στα απελπισμένα της μηνύματα… μέχρι το βράδυ της παραμονής του γάμου. Ο Λεωνίδας πέρασε απ’ το σπίτι.

«Έχω μια τρελή επιθυμία» μου είπε.

Ο Αύγουστος ήταν στα τελευταία του και ο καιρός άρχισε να αλλάζει. Το τοπίο είχε αγριέψει και η θάλασσα ήταν απειλητική. Η πρόταση του, για μια τελευταία νυχτερινή εξόρμηση την παραμονή του γάμου, κάτι σαν bachelor, όπως είπε, δε μου άρεσε καθόλου.

«Φυσάει σήμερα, δε μου φαίνεται καλή ιδέα», αλλά εκείνος με καθησύχασε.

«Μπήκα στο internet και είδα τον καιρό. Μην ανησυχείς, παραμέσα δε θα φυσάει καθόλου».

Η Άννα ακολούθησε απρόθυμα και αυτή. «Μόνο για να είμαι δίπλα σου» μου ψιθύρισε, σε μια στιγμή που ο Λεωνίδας απομακρύνθηκε. «Μα κι εγώ, μόνο γι’ αυτό» σκέφτηκα, αλλά δεν πρόλαβα να της το πω.

Μπήκαμε στο σκάφος και κατευθυνθήκαμε προς το γνωστό σημείο. Ο αέρας δυνάμωνε και έπρεπε να ουρλιάζουμε για να ακουστούμε. Το σκοτάδι ήταν σχεδόν απόλυτο και ένα ελάχιστο αχνό φως έδειχνε ότι σε λίγο θα ξημέρωνε. Τα κύματα χτυπούσαν το μικρό σκάφος και το παράσερναν από δω κι από κει. Ήμασταν τρελοί που ξεκινήσαμε, δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία.

Ούρλιαζα στο Λεωνίδα να μην πάει προς τα λιθάρια, αλλά αυτός μου έκανε κάτι νοήματα που δεν καταλάβαινα. Προσπάθησα να αρπάξω το τιμόνι, δεν με άφησε και πιαστήκαμε στα χέρια. Το σκάφος μας παράδερνε ακυβέρνητο. Η Άννα ούρλιαζε και μας έδειχνε τα πλοία που φαίνονταν στον ορίζοντα και κάτι ακόμα, μια σκιά, σαν φιγούρα ανθρώπινη,  να στέκει σε έναν από τους βράχους. Όλα πάγωσαν· μείναμε και οι τρεις ακίνητοι, σα μαρμαρωμένοι. Ακόμη και τον αέρα, νομίζω, δεν τον άκουγα πια. Για πόσο κράτησε δεν ξέρω. Θυμάμαι μόνο τον θόρυβο του σκάφους όταν τσακίζονταν στα βράχια.

Ένα κύμα με βύθισε στη θάλασσα, πριν προλάβω να δω ή να ακούσω οτιδήποτε. Ήξερα ότι είμαι χτυπημένος αλλά δεν πόναγα· πιάστηκα από ένα βράχο και κατάφερα να σκαρφα-λώσω. Είχε αρχίσει να χαράζει, μα μέσα στην ομίχλη, δε διέκρινα τίποτα· ούτε άλλο θόρυβο άκουγα εκτός από τον άνεμο και τα κύματα.

Τότε την είδα. Στέκονταν απέναντι, σ’ έναν άλλο βράχο. Το άσπρο φουστάνι σκισμένο, ματωμένο, να ανεμίζει, δε μου άφηνε καμιά αμφιβολία· ήξερα καλά ποια ήταν και τι ήθελε. Το τελευταίο που θυμάμαι, πριν όλα σκοτεινιάσουν, ήταν ότι προσπάθησα να φωνάξω, αλλά φωνή δεν έβγαινε.

«Όχι την Άννα» ψιθύρισα «όχι την Άννα».

Κάποιοι ψαράδες με βρήκαν όταν ο ήλιος ήταν πια ψηλά. Με πήραν στο νοσοκομείο με κατάγματα σε διάφορα σημεία. Ο Λεωνίδας βρέθηκε μετά από ώρες λιπόθυμος στην ακτή. Δε θυμόνταν τίποτα μετά την πρόσκρουση. Ή τουλάχιστον έτσι έμαθα πως κατέθεσε. Η Άννα δε βρέθηκε ποτέ. Για μέρες πολλές σκάφη, ελικόπτερα και δύτες ερευνούσαν μάταια την περιοχή.

Όταν ο χρόνος θα έχει σκεπάσει τα ίχνη που αφήσαμε σ’ αυτήν την γη και δε θα υπάρχει πια κανείς που θα θυμάται τα πρόσωπα και τα ονόματά μας, θα διηγούνται έναν ακόμη θρύλο: πως ήρθε η νύφη και άρπαξε, θα λένε, μιαν άλλη νύφη.

Θα διηγούνται κι άλλους θρύλους για τούτα τα λιθάρια. Θα λένε πως είναι τα όρια εδώ, που χωρίζουνε τους ζωντανούς από τους πεθαμένους κι ενάντια στη θέληση της Περσεφόνης που δεν αφήνει κανέναν να διαβεί, κάποιες ψυχές ξεφεύγουν κι έρχονται να μας συναντήσουν.  Κι όταν με βλέπουν αξημέρωτα στη βάρκα, να παριστάνω τον ψαρά, θα ξέρουν πως για όσο χρόνο στον κόσμο αυτό μου έχει απομείνει θα περιμένω, μήπως και περάσει τα σύνορα και φανεί η άλλη, η δική μου νύφη.

λογότυπο μικρότεροΒΡΑΒΕΙΟ

Νίκος Χρηστίδης

Έλεγχος ρουτίνας

Η αίθουσα τελετών του υπουργείου Εθνικής Άμυνας ήταν κατάμεστη. Όλων των ειδών οι επίσημοι βρίσκονταν εκεί. Πολλοί συζητούσαν όρθιοι, με πάθος και χαμόγελα κάτω απο πίνακες στρατηγών, άλλοι στέκονταν μόνοι, περιδιαβαίνοντας απο δω κι απο κεί, πίνοντας την πορτοκαλάδα τους και κάνοντας απαλά νεύματα σε όσους γνώριζαν. Οι περισσότεροι είχαν στρογγυλο-καθίσει στις καρέκλες και κρατούσαν στα χέρια το χαρτί που έγραφε το όνομά τους.

Αυτού του τύπου οι δεξιώσεις, είναι αναμφίβολα χρήσιμες για ανθρώπους τέτοιων ενασχολήσεων. Οι πολιτικοί συναντούν τους ομοίους τους, και σχολιάζουν φιλικά τα κοινωνικά ζητήματα αφήνοντας για λίγο την αντιπαράθεση που είναι απαραίτητη στα τηλεπαράθυρα. Οι στρατιωτικοί κοτσομπολεύουν τις μεταθέσεις ή μοιράζονται εμπειρίες απο το προηγούμενο ταξίδι αναψυχής. Οι ιεράρχες, καλλιεργούν την φιλόθεη και ενάρετη εικόνα τους, μιλώντας λίγο και προσεκτικά, με τρόπο πράο και καλοσυνάτο ενω την περισσότερη ώρα, ακουμπούν με τα δυο χέρια στις χρυσοποίκιλτες ράβδους που κουβαλούν και στεκονται αμίλητοι, λες και προσεύχονται. Οι δε δημοσιογράφοι, βρισκόμενοι σε μια συνεχή κίνηση μέσα στον χώρο, παλεύουν να αλιεύσουν μια είδηση απο τα πηγαδάκια.

Ήταν εκεί και ο αρχιφύλακας μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους του. Φορούσαν όλοι τις στολές εξόδου, πεντακάθαρες και φρεσκοσιδερομένες, με τα μανικετόκουμπα να γυαλίζουν στα φώτα, τα κρόσια να κρέμονται με απόλυτη ισορροπία στα παντελόνια και τα καπέλα υπο μάλης. Είχαν δημιουργήσει έναν κύκλο στο κέντρο και κουβεντιάζαν δυνατά για τα κατορθώματά τους εκείνη την σκληρή νύχτα, περιγρά-φοντας ακόμη και τις πιο μικρές λεπτομέρειες. Μιλουσαν τόσο δυνατά όσο να μπορούν να ακούγονται στις κυρίες απέναντι κι εκείνες, παρακολουθώντας κάθε λέξη στην σκυτάλη των αφηγήσεων, τους κοιτούσαν εντυπωσιασμένες.

Αν η ψυχολογία του ήταν διαφορετική, σίγουρα θα συμμετείχε κι εκείνος. Απο την μια ήθελε να τους πλησιάσει, να πει κι αυτός τις δραματικές του εμπειρίες, να γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και να εισπράξει την απόλυτη αναγνώριση. Τουλάχιστον να τους ευχαριστήσει για την παρουσία τους εκεί. Αν δεν παραβρισκόταν και κάποιοι γνωστοί, θα ένιωθε ακόμη πιο άβολα. Απο την άλλη, ακόμη και σε μια τέτοια στιγμή, σε μια τιμητική τελετή που αφορούσε τον ίδιο, είχε φτάσει στο σημείο να μην ξεχωρίζει οικείους και ξένους. Ούτε τα καλά λόγια, ούτε το μετάλλιο κατάφεραν να διώξουν την απογοήτευσή του. Τι ξέραν όλοι αυτοί για  την τραγωδία; Τι ξεραν για εκείνον και τον επαινούσαν; Πόσο αληθινή ήταν η συγκίνησή τους;

Όπως όλοι εκει μέσα, έτσι κι εκείνος, δεν έβαλε ποτέ το καθήκον ψηλότερα απο το συμφέρον. Όπως όλοι εκει μέσα, έτσι κι εκείνος, ήξερε την ανθρωπιά μόνο ως εύηχη λέξη κι ευχή. Όπως όλοι, οχι μονο εκεί μέσα αλλά σχεδόν παντού, είχε μάθει να κάνει πάντα αυτο που του λένε, χωρίς να εξετάζει ορθότητες και σκοπιμότητες. Βρέθηκε όμως μπροστά σε εκείνη την αναθεματισμένη βάρκα, που με την ανατροπή της γκρέμισε τα δεδομένα κι έβαλε στο μυαλό του να αιωρούνται ερωτήματα που ποτέ δεν είχε σκεφτεί. Βγήκαν στην επιφάνεια τσακισμένα σαν να το κάναν επιτηδες, για να του χαλάσουν αυτή την τόσο μεγάλη μέρα. Και δίπλα, τα προσχήματα ντυμένα με κοστούμια, του δίναν αφειδώς συχαρίκια και επιζητούζαν θερμές χειραψίες με τον ήρωα. Έναν ήρωα που δεν μπορούσε να σώσει ούτε τον εαυτό του.

– Πιάσε τις σφαίρες! φώναξε ο αρχιφύλακας και πέταξε προς το μέρος τους το βαρύ σιδερένιο κουτί.

Όλοι όσοι βρίσκονταν στο σκάφος, πήραν απο δυο γεμιστήρες και τις έβαλαν στις φυσιγγιοθήκες. Ισορροπούσαν με δυσκολία στο μικρό κατάστρωμα, καθώς τα κύματα δεν έλεγαν να κοπάσουν. Είχαν χωριστεί σε δυο ομάδες, τέσσερις απο κάθε πλευρά κι είχαν στραμμένα τα κεφάλια ανατολικά προς τον προορισμό τους. Αχνοφαίνονταν ένα φως- σαν πυροφάνι- στο σκοτάδι, που πήγαινε κι αυτό πάνω κάτω. Η ώρα ήταν 4:οο τα ξημερώματα.

«Έλεγχος ρουτίνας» είπαν απο τα κεντρικά. Δεν ήταν σπάνιο να τους ξεσηκώνουν νυχτιάτικα για να εξετάσουν στον τομέα τους μια πληροφορία για ναυάγιο. Συνήθως δεν συνέβαινε τίποτα. Μερικοί πιστεύαν οτι πολλοί απο τους συναγερμούς γίνονταν επίτηδες, με υπηρεσιακή εντολή, μόνο και μόνο για να βρίσκεται το Σώμα σε εγρήγορση. Τα είχε αυτά η δουλειά. Το σημαντικό είναι πως βρίσκονταν εκεί ανα πάσα στιγμή, φυλώντας τα θαλάσσια σύνορα και εμποδίζοντας όποιον προσπαθούσε να τα περάσει.

Ενιωθε κι εκείνος το βάρος της ευθύνης. Μπορεί να ήταν νέος στο Λιμενικό, μπορεί να μην είχε τις ίδιες εμπειρίες με τους υπόλοιπους αλλά μοιραζόνταν μαζί τους το πάθος να προσφέρουν στην θωράκιση της πατρίδας απο κάθε εισβολέα. Απολάμβανε την καταξίωση στο νησί, πίστευε πως είναι ένας προστάτης των κατοίκων του και ήταν υπερήφανος για το κοινωνικό του έργο. Παράλληλα, τον εξίταρε η αίσθηση του κινδύνου, ειδικά στις βραδυνές περιπολίες. Είχε επίγνωση οτι απέναντί τους βρίσκονται οργανωμένα κυκλώματα και επικίνδυνοι μαφιόζοι. Όσο για τους μετανάστες, επικρατούσε ένα απαράβατο δόγμα: «’Οσοι λιγότεροι ξεφορτωθούν στις ακτές, τόσο καλύτερα έγινε η δουλειά». Άλλωστε λίγο ή πολύ, βρίσκονταν κι αυτοί μπλεγμένοι στο κολπό της διακίνησής τους. Απο την στιγμή που μπαίνουν στην δική του χώρα, έλεγε ,δεν είναι και τόσο αθώοι.

Μετά απο λίγο έφτασαν στο σημείο. Φώτισαν με τους προβολείς. Μια μέτριου μεγέθους βάρκα είχε τουμπάρει. Γκρί καπνός εβγαινε απο τα σωθικά της. Πράγματα είχαν σκορπίσει σε διάφορες μεριές, παπούτσια, ρούχα και ξυλινά κουτιά ενώ ακούγονταν φωνές για βοήθεια. Πιο πέρα, βρίσκονταν ενα ψαροκάικο, απο το οποίο προερχόταν το φως που εντόπισαν πρίν. Το πλησίασαν στα πλάγια και σταμάτησαν, με τις άκρες τους να συγκρούονται κάθε που θέλαν τα κύματα.

– Κωστή, παρέλαβες κανέναν; ρώτησε δυνατά ο αρχιφύλακας.

Ο γεροδεμένος τριανταπεντάρης ψαράς απάντησε πως δεν έπαιρνε την ευθύνη να μπεί με τέτοια τρικυμία στο σημείο του ναυαγίου. Μπορεί να τραυμάτιζε κάποιον με τις προπέλες. Άλλωστε το πρωτόκολλο ήταν σαφές. Πρώτα ερχόταν το Λιμενικό και μετα ξεκινούσε η διάσωση.

– Πάμε πιο κοντα. Διέταξε.

Όσο το σκάφος προσέγγιζε το σημείο τόσο πιο φρικιαστική ήταν η εικόνα. Γύρω στα δεκαπέντε κορμιά, άλλα ανάσκελα κι άλλα με το πρόσωπο στο βυθό, επέπλεαν γύρω τους. Λίγοι μετανάστες, αγκαλιασμένοι με τα σωσίβιά τους ή πιασμένοι απο κάποιο αντικείμενο, ίσα που κατάφερναν να κρατήσουν το κεφάλι εξω απο το νερό. Όσοι είχαν δύναμη φωνάζαν, οι άλλοι μοιαζαν να έχουν αφεθεί περμένοντας την σωτηρία ή τον θάνατο.

– Προχώρα αργά. Είπε ο Γιάννης στον οδηγό του.

Ο Γιάννης ήταν ο αρχιφύλακας του τμήματος. Ψηλός, με γκριζωπούς κροτάφους και φωνή βαρια σαν τηλεβόας. Ήταν συνήθως ανέκφραστος αλλά οι συνάδελφοι λέγαν οτι αυτό οφείλονταν στο οτι είχαν δει πολλά τα μάτια του. Μόνο με τα δυο παιδιά του έδειχνε χαρούμενος. Τα ανέβαζε στους ώμους, τα χαϊδευε στοργικά κι έπαιζε πόλεμο μαζί τους με ψεύτικα πιστόλια. Είναι αλήθεια πως στο τμήμα, τρέφαν όλοι μεγάλο σεβασμό μα και φόβο για το πρόσωπό του. Πως θα μπορούσαν άλλωστε να μην το κάνουν. Δεν ήταν μόνο ο αρχηγός της ομάδας. Ηξεραν πάνω απο όλα, πως δεν σηκώνει πολλά.

Εκείνος είχε σοκαριστει. Πρώτη φορά έβλεπε τόσους νεκρούς απο κοντά. Το χέρια του έτρεμαν, ήθελε να κάνουν κάτι τώρα, να βιαστούν να πλησιάσουν τους ζωντανους.

– Ομαδα υποστήριξης! Το χέρι στην σκανδάλη. Μπορεί να είναι οπλισμένοι! φώναξε κάποιος.

Ο Γιάννης πήγε προς τους προβολείς και φώτιζε αργά πάνω στους μετανάστες. Ξάφνου σταμάτησε στο πρόσωπο κάποιου. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και σήκωσε με κόπο το χέρι όσο ψηλότερα μπορούσε, σαν να χαιρέτησε. Λίγο πιο κει, μια γυναίκα με ανάστατα και βρώμικα μαλλιά, προσπαθούσε να κάνει το ίδιο, μα δεν φαίνονταν να τα καταφέρνει.

– Αυτός εκεί πως σου φαίνεται; ρώτησε τον οδηγό.

– Ότι πρέπει. Φάτσα εγκληματία. Απάντησε ο άλλος.

Το σκαρί πλατάγιαζε στο νερό και κοπάνησε με την πλώρη ένα πτώμα.  Πλησίασαν προς το μετανάστη αργά. Τον άρπαξαν απότομα απο το πισω μέρος του γιακά και τον ανέβασαν στο σκάφος. Το πέταξαν κάτω λες κι ήταν σακί κι εκείνος αρχισε να ξερνάει νερό και να βήχει. Δεν πρόλαβε να πάρει κανονική ανάσα και του φορέσαν χειροπέδες. Μικρό το κακό μάλλον για κάποιον που μόλις γλίτωσε τον πνιγμό.

– Μα τι κάνετε εκει; Γιατι τον δέσατε;

– Ποιός σου μιλησε εσένα ρε; Γύρνα στη θέση σου τώρα! φωναξε ο Γιάννης και κοιτώντας τον οδηγό, έκανε νευμα να ξεκινήσουν.

– Που πάμε; Δεν θα μαζέψουμε άλλους;

– Όχι ρε, ένας αρκεί! Μας φτάνει ένας Μόγγολος! Υπάκουσε γιατί θα σε αναφέρω! απάντησε οργισμένα ο αρχιφυλακας.

– Υπάκουσε! επανέλαβε κάποιος άλλος δίπλα του.

Η τρικυμία μεταφέρθηκε στο μυαλό του. Ο αέρας θέρισε τον βρεγμένο σβέρκο του. Πάγωσε σύγκορμος ως την καρδιά. Ο αρχιφύλακας ήταν έτοιμος να του χυμήξει. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έπρεπε να υπακούσει. Δεν καταλάβαινε γιατί, μα αυτό είχε μάθει να κάνει. Κι έκανε το λάθος. Γύρισε το κεφάλι και την είδε. Η γυναίκα, είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω του και η απόγνωση είχε πια κατοικήσει στο βλέμμα της. Με δυο απότομες κινήσεις, ξεκούμπωσε την αορτήρα αφήνωντας το όπλο να πέσει κάτω, έλυσε την ζώνη του και βούτηξε στο νερό. Ένα χέρι προσπάθησε να τον συγκρατήσει μα ήταν αργά.

– Γύρνα πίσω ρε αρχίδι! Θα σε γαμήσω! ούρλιαζε ο Γιάννης.

Κολύμπησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το μέρος της χωρίς να δίνει σημασία στις απειλές απο πίσω του. Το νερό γέμιζε το στόμα του κάθε που έπαιρνε ανάσα. Άκουσε ξαφνικά έναν κρότο. Κόμπιασε. Αποκλείεται να τον πυροβόλησαν. Κάτι άλλο θα ήταν. Είναι συνάδελφοι, δεν μπορεί να έκαναν κάτι τέτοιο. Φοβήθηκε. Σκέφτηκε την οικογένεια που ονειρευόταν να κάνει. Το σπίτι που πάντα ήθελε να αγοράσει. Σήκωσε το κεφάλι να δεί. Στο σκάφος οι συνάδελφοι οργισμένοι του φωνάζαν ακόμη να υπακούσει. Απο την άλλη η γυναίκα τον περίμενε σαν αγγελο και λυτρωτή. Κι ανάμεσά τους, λίγα μέτρα πιο πέρα, ο γεροδεμένος τριανταπεντάρης ψαράς να παρακολουθεί τα πάντα. Ευτυχώς.

 

Ο διοικητής τον κοιτούσε σιωπηλός. Γύρω στα πενήντα, στρογγυλοπρόσωπος, με την τεράστια κοιλιά του να καταπιέζεται στο πουκάμισο, ανοιγόκλεινε ρυθμικά το στυλό του. Εκείνος, σε στάση προσοχής περίμενε την απόκριση του ανωτέρου. Με το που γύρισε απο την τιμητική του αδεια, τον κάλεσε στο γραφείο του.

– Λοιπόν Αθανασίου, έπρεπε να σε συγχαρώ και προσωπικά, πέρα απο την τελετή, για την πράξη σου. Το μετάλλιο τιμής είναι σπουδαία διάκριση για έναν λιμενικό.

Η χροιά της φωνής του ήταν επιφυλακτική. Ακούγονταν σαν πατέρας που έχοντας απέναντι τον μικρό γιο του, αναγνωρίζει την ανάγκη των παιδιών για παιχνίδι πριν αρχίσει να τον κατσαδιάσει που άργησε.

– Ευχαριστώ κυριε Διοικητα.

– Οφείλω όμως να σου επισημάνω κάποια πράγματα που είναι απαραίτητα για την λειτουργία του Σώματος, και ειδικά του τμήματός μας.

Έκανε μια παύση, ακούμπησε στην πλάτη της πολυθρόνας του και τον κοίταξε βλοσυρά με το δεξί φρύδι σηκωμένο.

– Η υπακοή στους ανωτέρους Αθανασίου, συνέχισε, είναι ο θεμέλιος λίθος της δουλειάς μας. Δεν τίθεται υπο αμφισβήτηση απο κάνέναν. Δεν σκέφτεσαι, δεν ρωτάς, δεν παίρνεις πρωτοβουλία, απλά εκτελείς.

– Μάλιστα. Καταλαβαίνω.

– Γνωρίζεις φαντάζομαι,οτι με την πράξη σου έφερες σε πολύ δύσκολη θέση ολο το τμήμα. Η μετανάστρια που διέσωσες δεν αναγνωρίζει το άλλο άτομο που συλλάβαμε ως διακινητή. Άρα οι ενέργειές μας, φάνηκαν να πέφτουν στο κενό.

Τα χέρια του άρχισαν πάλι να τρέμουν. Πως θα μπορούσε να αρθρώσει αυτό που σκέφτονταν; Πόσο αχρηστη είναι η αλήθεια, όταν όλοι ξέρουν πως δεν θέλουν να ειπωθει;

– Μα κυριε διοικητά, πως γνωρίζουμε οτι το άλλο ατομο είναι…

– Δεν έχει σημασία τι είναι! Τον έκοψε νευριασμένα ο Διοικητής. Είναι αυτό που λέω εγω οτι είναι! Άκου Αθανασίου, ξεπέρασες τα όρια, δεν πρόκειται να αφήσω τέτοιες συμπεριφορές να αναπτυχθούν εδω μέσα. Μετατίθεσαι απο σήμερα στο λιμάνι. Θα σ΄εχω απο κοντά. Αν σου πούν να τσακίσεις θα το κάνεις. Αν σου πούν να χαϊδεψεις πάλι θα το κάνεις. Συνεννοηθήκαμε;

– Μάλιστα κύριε διοικητα.

– Άδειασε μου την γωνια τώρα.

Ο διοικητής είχε σηκωθεί όρθιος και ξεφυσώντας ακουμπούσε με τα δυο χέρια στο γραφείο. Εκείνος χαιρέτησε τυπικά, γύρισε την πλάτη και βγήκε έξω. Όλα άλλαξαν. Διαλυόταν ένας κόσμος και δεν είχε άλλη επιλογη παρα να τον κοιτά να καταρρέει. Πήγε προς την τουαλέτα. Κοίταξε τον εαυτό του για λίγο στον καθρέφτη. Ένιωσε ξανά την αλμύρα μεσα στο στόμα κι έφτυσε δυνατά στο πάτωμα. Όπως όλοι, οχι μονο εκεί μέσα αλλά σχεδόν παντού, έπρεπε να συνεχίσει να κάνει πάντα αυτό που του λένε, χωρίς να εξετάζει ορθότητες και σκοπιμότητες. Με αργές κινήσεις, έβγαλε το μετάλλιο τιμης απο την τσέπη, χάιδεψε για μια στιγμή το σκάλισμά του και το έπνιξε μες την λεκάνη. Έφτιαξε την στολή του και τράβηξε για το νέο του πόστο, στο λιμάνι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Advertisement