Μια γυναίκα κι ένας άντρας κάθονταν στις όρθιες βαλίτσες τους μπροστά από την ανοιχτή μπουκαπόρτα του καραβιού, σα ζητιάνοι. Οι καπνοί από τα τσιγάρα τους ανέβαιναν ψηλά σε παχιά λευκά σύννεφα.
Είχαν συναντηθεί έξω από το καράβι πριν από μισή ώρα. Η Μυρτώ του ‘χε πετάξει τη πρόκληση το προηγούμενο βράδυ. Να φύγουν, να πάνε αλλού, να δοκιμάσουν καινούρια ζωή, να συνεχίσουν τα δέκα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί, να… να… να!
Του χε πει πως μέχρι να έλυνε το καράβι εκείνη θα ήταν εκεί και θα περίμενε.
«Οδυσσέα θα μπεις; Το καράβι σε πέντε φεύγει» τον είχε ρωτήσει αν και δε χρειαζόταν λόγια. Η συστολή του Οδυσσέα φώναζε τα λόγια που δεν είχαν ακόμη ειπωθεί.
«Σε τι πέντε;» τη πείραξε εκείνος.
«Σε πέντε χρόνια! Λέγε».
«Δε ξέρω ρε Μυρτώ».
«Ξέρεις… αλλά δε θες να μου το πεις».
«Σαν πειρατικό είναι τούτο το καράβι» την απέφυγε.
«Καλύτερα! Να μη πλήττουμε κιόλας μεσ’ τα καλά καράβια!»
«Τα πειρατικά έχουν και κακούς μέσα».
«Σαν βγούμε στο πηγαιμό για την Ιθάκη από όλα θα βρούμε. Έτσι δεν έλεγε εκείνος ο αρχαίος ο Οδυσσέας;»
«Σαν βγεις στο πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος… Καβάφης, Μυρτώ».
«Αρχαίος δεν είναι κι αυτός;»
«Όχι και τόσο».
«Δε τους ξέρω μωρέ εγώ αυτούς τους πνευματικούς. Εγώ ξέρω πως διψάνε τα πνευμόνια μου για ζωή. Γι αυτό και φεύγω! Θα ‘ρθεις;»
«Όχι».
«Το πες».
Το παράπονο κόμπιασε στο λαιμό της. «Γιατί ρε Οδυσσέα;»
«Δεν αντέχω Μυρτώ μου να αλλάξω πάλι ζωή. Τώρα που τα βαλα όλα σε μια σειρά… σε μια τάξη… Δε μοιάζουμε σε αυτό. Ποτέ δε μοιάζαμε. Εσύ ήθελες τρέλα στη ζωή σου. Εγώ λογική».
«Η τρέλα από τη λογική όμως, απέχει μια ανάσα».
Ο ναυτεργάτης φώναξε να λύσουν τους κάβους. Η Μυρτώ ήξερε πια και με τη βούλα, πως στη καινούρια σειρά και τάξη του Οδυσσέα δε συμπεριλαμβανόταν κι η ίδια. Σηκώθηκε, πήρε τη βαλίτσα της και μπήκε στο καράβι.
Ο Οδυσσέας άρπαξε τη δική του κι έκανε μεταβολή. Τα βλέμματα δε διασταυρώθηκαν πουθενά.
Η Μυρτώ έτρεξε στη πρύμνη. Παραμέρισε τους άλλους επιβάτες με τους αγκώνες της. Κρεμάστηκε στη κουπαστή κι έψαξε να βρει τον Οδυσσέα στο λιμάνι. Το ήξερε πως εκείνος δε θα έμενε μέχρι να λύσει το καράβι και να ξεκινήσει. Ούτε θα της κούναγε μαντίλι. Δε τους ήθελε τους αποχαιρετισμούς ο Οδυσσέας.
Τον είδε να απομακρύνεται προς την έξοδο του λιμανιού με τη βαλίτσα του στο χέρι. Έμοιαζε σκυφτός.
Οι μηχανές μούγκρισαν, το νερό της θάλασσας αναταράχθηκε, ένα άρωμα από αλμύρα κι ελπίδα όρμησε στα ρουθούνια της.
Ένας τύπος αλλόκοτος με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου στα ρούχα του και με πλεξίδα τα μαλλιά, είχε πιάσει το τραγούδι. Βαρούσε ένα μεταλλικό κουτί με ρυθμό και τραγουδούσε. Δίπλα του μια θήκη μουσικού οργάνου. Έμοιαζε με θήκη κιθάρας.
Το τραγούδι του τη πήγε μακριά. Ονειρεύτηκε με τα μάτια στυλωμένα στη πόλη που άφηνε πίσω της.
Η φιγούρα του Οδυσσέα θόλωσε. Γρήγορα αφομοιώθηκε στην αντάρα του λιμανιού. Και χάθηκε.
«Ο Οδυσσέας ο αρχαίος θα έφτανε στην Ιθάκη του ακόμα και πάνω σε σχεδία…» είπε φωναχτά.
Έλυσε τα μαλλιά της. Ο αέρας γέμισε μπούκλες.
Δυο μάτια τη θαύμαζαν. Δυο χέρια, συγκάτοικοι των ματιών, βαρούσαν ακόμη το μεταλλικό κουτί.
*
Ελένη Βλάχου – βιογραφικό
Η Ελένη γεννήθηκε το 1982 στα νότια της χώρας. Σπούδασε κάτι τυχαίο (διοίκηση επιχειρήσεων). Δεν το ακολούθησε ποτέ ως επάγγελμα.
Τα τελευταία χρόνια ζει στη Σπάρτη. Μεγαλώνει 3 παιδιά και μαζί με τα παιδιά μεγαλώνει κι αυτή. Τα βιβλία αποτελούν εξέχουσα θέση στα ράφια της και στη ζωή της. Τα διαβάζει όπου κι όποτε μπορεί. Σκέψεις, ιδέες, ιστορίες, παραμύθια σουλατσάρουν άναρχα στο μυαλό της. Όποτε κλέβει χρόνο αφήνει το στίγμα αυτών σε ένα κομμάτι χαρτί, σε μια διαδικτυακή γωνιά ή όπου αλλού μπορεί. Εύχεται να έπαυε η ασχήμια αυτού του κόσμου κι η ανθρωπότητα να γέμιζε ελπίδα. Ξέρει, πως είναι μάταιη η ελπίδα της αλλά όταν κάποιος κάνει μια ευχή έχει το δικαίωμα να εύχεται ότι θέλει. Έτσι δεν είναι;
*εικόνα: Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες, παράσταση από αρχαίο ελληνικό αγγείο