Δημοσιεύουμε ένα από τα διηγήματα της συλλογής «Ο Τσονγκλασέ απ΄ το πρωί ψάχνει μαλλιά», της Σοφίας Καλογερίδου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες. Είναι ο τρόπος μας να σας ευχηθούμε: Καλό Καλοκαίρι!
ΣΦΗΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΥΓΑΔΩΝ
Η παιδική μου δεκαετία ήταν αυτή του εβδομήντα. Τη χρονιά της επιστράτευσης πήγαινα στα νήπια. Θυμάμαι την επιστράτευση σαν τώρα Προφήτη Ηλία – προστάτη των φουρνάρηδων – κατεβήκαμε άρον άρον από το μοναστήρι. Ο μπαμπάς έφυγε στον Έβρο έξι μήνες. Απ’ τις φωτογραφίες είδαμε ότι πέρασε καλά, τζάμπα τόση αγωνία έλεγε η μάνα.
Εμένα με χτυπούσαν τα μποτάκια όλο το χειμώνα μα η μάνα ήταν φουρκισμένη, την έκλεβε στα άλευρα και στο ταμείο ο συνέταιρος. Δεν τολμούσα να της το πω. Ο παππούς όλο έλεγε επ’ αυτού το κάναμε χαμαιτυπείο εδώ μέσα κι εγώ αναρωτιόμουνα ποιο είδος τυπογραφείου μοιάζει με το φούρνο μας και γιατί.
Ο μπαμπάς έλειψε έξι μήνες. Στο μεταξύ η μαμά δε μας άφησε σε τίποτα να μείνουμε πίσω. Η φωτογραφία που είμαι ζορό και η αδερφή μου κοκκινοσκουφίτσα από τότε είναι. Την ίδια χρονιά κρατούσα τη λαμπάδα στα βαφτίσια ενός γειτονόπουλου. Μεγάλη αγωνία. Τελικά τη μισή βάφτιση τη χάσαμε. Σταμάτησε το ρολόι στην κουζίνα χρώματος μουσταρδί με τους δείκτες τάκα τούκα. Είχαμε πιάσει ψείρες κι η μάνα μας φλόμωσε στο φλιτ και μετά πετσέτα τουρμπάνι. Παραζα-λίστηκα απ’ το φλιτ αλλιώς θα το ‘παιρνα χαμπάρι. Τέλος πάντων μισή βάφτιση βοηθός λαμπάδα του αντικαταστάτη την πρόλαβα.
Όταν γύρισε ο μπαμπάς χαρές, πανηγύρια, φασαρίες μπήκαμε στη ρουτίνα μας ξανά. Εικοσιένας φίλοι και γνωστοί με το μπαμπά εικοσιδύο κάνανε τον πρώτο συνεταιρισμό στα μέρη μας, τη Ρένα. Δυο χρόνια μετά ο συνεταιρισμός έκλεισε. Το κτίριο και τα μηχανήματα έστεκαν έτσι άλλα είκοσι. Εμένα πάντως μου είχε καρφωθεί ο φόβος μήπως αυτή η κυρία Ρένα μου κλέψει το μπαμπά μου που ήταν και μπερμπάντης γιατί όλο «πάω στη Ρένα» έλεγε κι όλο έλειπε αυτά τα δυο χρόνια. Τώρα πια το κτίριο της κυρα Ρένας είναι εργοστάσιο ξυλείας.
Το καλοκαίρι της επιστράτευσης το θυμάμαι κάτι σαν το μωσαϊκό στην κουζίνα μας. Ξάπλωνα εκεί να δροσιστώ κι έτρωγα καρπούζι μπροστά στο ψυγείο το ΙΖΟΛΑ. Η μαμά είχε πάρει και πλυντήριο κι αυτό ΙΖΟΛΑ αλλά δεν το πλησίαζα. Είχα δει στην τηλεόραση το παιδί που σφήνωσε στον κάδο κι έκαναν τέσσερις ώρες να το βγάλουνε. Ήμουνα εκκολαπτόμενος κλειστοφοβικός από τότε.
Μες στο χρόνο πέθανε ο σκύλος μας ο Μπόμπης. Ο Μπόμπης νούμερο τρία ήταν γέρος και τυφλός όταν ψόφησε. Σήκωνα το κεφάλι στον ουρανό κι έψαχνα μήπως τον δω από καμιά μεριά. Έπρεπε να χω το νου μου γιατί ο ίδιος δεν έβλεπε. Εξάλλου ο Μπόμπης δεν είχε λόγο να πάει στην κόλαση. Καλό σκυλί ήταν, υπεύθυνο, τον άφηνε στο πόδι του ο μπαμπάς στο χωράφι που πότιζε, όλα χύμα, μηχανάκι σωλήνες και πήγαινε για ρετσίνες.
Το ίδιο καλοκαίρι έχασα τα λεφτά απ’ το πρώτο μου μεροκάματο. Ένα ολόκληρο πενηντά-ρικο το χασα το ίδιο βράδυ που πληρώθηκα στο κρυφτό. Ο έμπορας που πήρε τα ροδάκινά μας μ’ έβαζε να στρώνω τις θήκες στα τελάρα. Έτσι απασχολιόμουν και τους άφηνα να δουλέψουν. Όταν νύσταζα τ’ απομεσήμερο στοίβαζα τα ντυμένα τελαράκια μη μείνουνε οι συσκευάστριες, σκέπαζα με χασαπόχαρτα τις κλούβες, τις έβαζα στη σειρά και το στρωνα στον ύπνο.
Το καλοκαίρι είχα ασχολίες μπόλικες. Μάζευα τ’ αυγά στην αχυρώνα ψηλά πάνω στις μπάλες για τα ζώα. Πήγαινα με τη γιαγιά στο ρυάκι, έστρωνε το τσίτι της κάτω στον πάτο κι άμα περνούσε κανά ψάρι το τραβούσαμε απότομα, πιάναμε το ψάρι, το βάζαμε στο βάζο απ’ τη μαρμελάδα. Το ψάρι στο μέγεθος του μικρού μου δάχτυλου, ζούσε δυο τρεις μέρες, άντε μετά κηδείες.
Αρκετά χρόνια μετά, το καλοκαίρι του ογδονταδύο στο χωριό μου ήταν όπως συνήθως. Με μιλιούνια μύγες, φορτηγά κοπριές και ούτε ένα παγωτό.
Το χωριό μου είναι συνοικισμός και δεν είχε ούτε καν περίπτερο. Προ δεκαπενταετίας απέκτησε πια ένα καφενείο -πολυχώρο για συνεστιάσεις, συνευρέσεις, μνημόσυνα, γέρους κλπ.
Ήταν πάλι η εποχή των καυγάδων. Όχι ότι σαν οικογένεια δε μαλώναμε όλο το χρόνο. Το καλοκαίρι οι φασαρίες ήταν πια ρουτίνα. Καθημερινά. Δε βγαίναμε απ’ το πρόγραμμά μας. Αφού ξυπνούσες και κοιτούσες να κρυφτείς γιατί δεν ήξερες ποιος θα σ’ αρπάξει.
Εκείνη τη χρονιά είχαμε βάλει κάμποσα στρέμματα ζαρζαβάτι*. Πηγαίναμε αξημέρωτα να μαζέψουμε. Τα βάζαμε σε μεγάλα νάιλα και περιμέναμε να σαπίσουν. Η αλήθεια είναι ότι περιμέναμε να πάρει τηλέφωνο ο έμπορας αλλά δεν έπαιρνε. Κάθε μέρα δε φτάνει που τα βλέπαμε να σαπίζουν τα τηγανίζαμε κιόλας. Μεσημέρι βράδυ τηγανητά. Απαρεγκλίτως. Μαζί και το φαγητό της ημέρας. Μετά λίγο διάστημα αρχίσαμε να τα βάζουμε σε βάζα και να στέλνουμε στα σόγια μας γιατί ως πόντιοι είχαμε διάσπαρτους συγγενείς φυτεμένους στο πανελλήνιο. Μια κλούβα φρέσκο ζαρζαβάτι και τρία βάζα στον καθένα. Έτσι της βγήκε στο μέτρημα της γιαγιάς. Πληρώναμε και τα μεταφορικά.
Εκτός από τα μόνιμα νεύρα τις συχνές απουσίες του πατέρα και την παραπανίσια θλίψη της μάνας μου είχα να διαχειριστώ και τα προσωπικά μου δράματα. Όλες οι προσπάθειες διάσωσης γατακίων και εξόδου τους από καλά σφαλισμένες νάιλον σακούλες ήταν ανεπιτυχείς. Η γιαγιά η δολοφόνα – η επονομαζόμενη και Κόναν – έκανε ακαριαία χτυπήματα. Και βάρδιες που βάλαμε να χουμε το νου μας να παραφυλάμε πάλι μας ξέφευγε. Είχε πνίξει ίσαμε δεκαπέντε ψυχές. Τα φόρτωνε στο κάρο με τ’ άλλα σκουπίδια μια φορά στις δεκαπέντε να τα πάει στο σκουπιδότοπο. Δίπλα εκεί που είναι η λίμνη τώρα ήταν σκουπιδότοπος.
Στο σπίτι άλλο δε χωρούσαμε. Είχαν έρθει οι θείοι απ’ τη Θεσσαλονίκη να μαζέψουν τα ροδάκινά τους και φυσικά τους φιλοξενούσαμε. Η γιαγιά μας έπαιρνε και κοιμόμασταν στρωματσάδα κάτω απ’ την κληματαριά. Εκεί είχε και δροσιά και άπλα. Μόνο φοβόμουνα τα φίδια από τότε που έπεσε ένα στο πλάι στην κληματαριά απ’ την πλάκα. Ο Κόναν το χτύπησε με την τσάπα στο κεφάλι πολλές φορές και μετά το φόρεσε στο λαιμό. Από κορίτσι το έκανε. Αναρωτιέμαι μήπως έτσι κατέκτησε την καρδιά του φοβητσιάρη του παππού. Ο παππούς καθόταν ανακούρκουδα στον καναπέ της αυλής και τραγουδούσε αμανέδες.
Ακόμα και τώρα που δεν υπάρχει ούτε σπίτι ούτε τίποτα θαρρώ όταν περνάω από κει ότι θα τον δω πάνω στον καναπέ να τραγουδάει.
Αυτά γινόντουσαν μέχρι και τον Αύγουστο. Αρχές Αυγούστου ο παππούς ανακάλυψε τα νέα δάνεια του πατέρα στην Αγροτική. Φαίνεται η μάνα μου τα ήξερε, εξού και η προαναφερθείσα θλίψη.
Αφού τον στόλισε και περάσαμε έναν υποτονικό δεκαπενταύγουστο σα να ξεθύμανε το πράμα κατά τα τέλη του μήνα. Γιόρταζε ο Αγιοπρόδρομος θα συμμετείχαμε στις τριήμερες εκδηλώσεις. Εκεί σα να φτιάξανε λίγο τα κέφια μας. Κατασκηνώσαμε από βραδύς προπαραμονή της γιορτής του. Βάλαμε απ’ τους πρώτους τα καρπούζια και τις μπυρορετσίνες στο ρυάκι. Τις άλλες δυο μέρες τρωγοπίναμε και μεθούσαν οι μεγάλοι. Ήρθαν γύφτοι με νταούλια. Χορέψαμε κάτω απ’ τα πλατάνια. Ήμασταν πολλοί. Καμιά διακοσαριά και παραπάνω. Το βράδυ στρώσαμε τη σκηνή απ’ το στρατό για υπόστρωμα και πάνω βάλαμε τα παπλώματα.
Ανήμερα της γιορτής το απόγεμα ο πατέρας φόρτωσε στην πλατφόρμα όσες γριές συχωριανές είχε φέρει μαζί του και παρόλο το μεθύσι των τριών ημερών της κατέβασε σώες. Αν ζούσαν οι γριές ακόμα θα το λέγανε. Ήταν η Κίτσα, η Ανθούλα, η ινδή γιαγιά Κάλλη η γνωστή και ως Κόναν και άλλες πέντε.
Κατεβήκαμε λοιπόν εκείνες τις στροφές απ’ το μοναστήρι. Οι γριές αλαφιασμένες. Μετά έπρεπε να ξανανεβούμε να κάνουμε τάμα αλλά δεν τολμήσαμε.
Οι δουλειές τελείωναν σιγά σιγά. Την άλλη βδομάδα απ’ το πανηγύρι γυρίσαμε στο σπίτι στην πόλη. Θα πήγαινα πρώτη Γυμνασίου. Δεν είχα πάρει αθλητικά ούτε φόρμες και η αδερφή μου δεν είχε ποδιά. Φοβότανε μήπως ξεδιαλεχτούνε τα καλά σχέδια και γκρίνιαζε στη μάνα. Και όντως οι Τσεκλένης οι ποδιές λίγες που μείνανε περσινές τέλειωσαν, φύγανε. Περίμενε σχεδόν δυο μήνες να ξαναφέρει το μαγαζί. Πρέπει να ρώτησε απ’ τις σαρανταπέντε εργάσιμες που μεσολαβούσαν τις σαράντα αν ήρθαν. Το αγαπημένο σχέδιο έφτασε λίγο πριν καταργηθούν οι ποδιές στα σχολεία.
Ο χειμώνας έπεσε βαρύς. Ο μπαμπάς είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, έλειπε συχνά, έβριζε ακόμα πιο συχνά, όταν ήταν σπίτι. Απ’ το ζαρζαβάτι είχαμε μπει μέσα – έτσι κι αλλιώς αυτό το είχαμε συνηθίσει πια.
Έντεκα χρόνια μετά είμαι στη Θεσσαλονίκη επί πτυχίω. Έντεκα χρόνια κι ένα καλοκαίρι. Θα κατέθετα διπλωματική θα έδινα μικροκύματα και θα πήγαινα φαντάρος. Τα τζιτζίκια της Τριστινίκας* βαρούσαν ακόμα στο κεφάλι μου.
Έξι χρόνια πριν το πρώτο μου σπίτι ήταν στην Ξηροκρήνη. Πήγαμε αργά, είχαν πιαστεί όλα τα κοντινά. Πέρασε ο πρώτος χρόνος βρήκα στη Μελενίκου. Εκεί έμεινα με τον Μπαγλάμιαν τρία χρόνια ώσπου πήρε πτυχίο. Το πανεπιστήμιο κοντά, τα φωτοτυπάδικα επίσης κι η αποκάτω κουφή θεόκουφη. Τα φοτητικά πάρτυ γινόταν πάντα σπίτι μας. Εγώ σταθερά ερωτευμένος με τη Βασούλα. Η Βασούλα στο Ζάγκρεμπ να σπουδάζει δασκάλα. Οι καυγάδες στο σπίτι σταθεροί. Εκτός προγράμματος βγαίναμε μόνο Πάσχα-Χριστούγεννα που είχαμε έξτρα φασαρίες λόγω των ημερών. Η γιαγιά Κάλλη έπλεκε τερλίκια γιατί άκουσε ότι ο Βαρδάρης ξυρίζει και της ήρθαν στο νου οι τρεις χειμώνες που βγάλανε στις σκηνές στην Αρετσού όταν ήρθαν. Έτσι κι ερχόταν γκόμενα στο σπίτι κι έβλεπε τη συλλογή μου από τερλίκια σ’ όλα εκείνα τα μεξικανοποντιακά χρώματα θα μ’ έβλεπε με άλλο μάτι. Σίγουρα την άλλη μέρα θα μού δειχνε τη φυλαγμένη από την Τρίτη δημοτικού συλλογή από χαρτοπετσέτες της. Η γιαγιά λοιπόν έριχνε στο σάκο μου πριν φύγω με το εξπρές των εννιά τη Δευτέρα ένα ζευγάρι τερλίκια πολικολόρε, ένα τάπερ κεφτεδάκια με έξτρα κύμινο και σκόρδο μη με πλησιάσει γκόμενα μια βδομάδα για να στρωθώ στο διάβασμα κι ένα πεντακοσάρικο απ’ την αγροτική σύνταξη. Την είχε χωρίσει σε πεντακοσάρικα κι είχε υπολογίσει πως και πότε θα μας τά δινε.
Η Βασούλα ερχόταν αραιά και που. Άμα γλύτωνε κάνα μάθημα με κάνα τενεκέ τυρί ερχόταν κι ενδιάμεσα. Είπα κι εγώ μια φορά που είδα το μπαμπά της με το Βόλβο φορτωμένο τενεκέδες τόσο τυρί τι το κάνουνε.
Πολλές φορές αντί να ‘ρθει σε μένα πήγαινε με τους δικούς της στα εξοχικά επίσης πλουσίων γνωστών. Κι όταν έμενε Θεσσαλονίκη μ’ έτρεχε σε κάτι Απέριττα, Ακροάματα κλπ. Άμα διάλεγα εγώ την πήγαινα στο Άσυλο για καπνιστή μπριζόλα στα νεκροταφεία δίπλα, στα βρώμικα στην Πολυτεχνείου, σε κανά κουτούκι στο τσινάρι.
«Μμμμμ φοιτηταριό. Δε μπορώ. Όλο τα ίδια και τα ίδια», έλεγε και ξανάλεγε. Το καλοκαίρι πηγαίναμε στο θέατρο δάσους απ’ έξω. Τις πιο πολλές φορές μας αφήνανε να μπούμε στο μισάωρο απ’ την έναρξη. Πάλι ξινιζότανε. Μην τη δει κανάς γνωστός της. Τα καλοκαίρια έπρεπε να φύγω μετά την εξεταστική. Τα οικογενειακά μας δράματα προτιμούσαν τη θερινή σεζόν. Σ’ αυτό συνέτειναν εκτός απ’ τη ζέστη και την κακή διαχείριση οι είκοσι τόνοι σκουληκιασμένα ροδάκινα, το σύστημα «κοινοκτημοσύνη άνευ επιστροφής» των εργαλείων κι η ασυνεννοησία που επικρατούσε στο σπίτι.
Ο Λάκης ο πατέρας μου έπινε και γκομένιαζε σταθερά. Με την ίδια σταθερότητα έπαιρνε και δάνεια. Δάνεια εγκατάστασης θερμοκηπίων. Καλλιεργητικά. Η μάνα μου αγόραζε τάπερ και πάθαινε καταθλιπτικά επεισόδια άμεσα εξαρτόμενα από τις δανειοληψίες του Λάκη. Βλέπεις βάδιζε ανεπιστρεπτί προς την εμμηνόπαυση. Είχε βρει όμως το αντικαταθλιπτικό της. Τις συλλογές από τάπερ. Τρεις ταπερτζούδες μπαινοβγαίνανε στο σπίτι μας.
Όταν θα γινόταν κάτι ο αυχένας της μας προειδοποιούσε. Πάντα. Εκτός από όταν πέθανε η γιαγιά Κόναν. Ξέραμε πότε θα ανοίξει ο καιρός, πότε θα βρέξει. Μετεωρολογικός σταθμός ο σβέρκος της μάνας μου. Ο θερμοστάτης της είχε χαλάσει επίσης. Περνούσε με το ζέρσεϊ το κοντομάνικο μπροστά μας κι έπειτα από λίγη ώρα με την κλαρωτή την ρόμπα τη μάλλινη. Λίγο πριν φύγει ο Λάκης από το σπίτι και χωρίσουν η γιαγιά πάτησε το πάουζ. Σταμάτησε το χρόνο. Όχι άλλα ροδακινοκαλόκαιρα και καραβεριώτικοι* χειμώνες. Κόλλησε το χρόνο πίσω, όταν ήρθαν απ’ την πατρίδα. Που και που περνούσε απ’ τον Πόντο στο αντάρτικο.
Στις λιγοστές στιγμές διαύγειας ήταν καυστική με όλους.
– Μαρή Χαμαϊδή* πως πατσούριασες έτσι; είπε στη γειτόνισσα που ήρθε για περαστικά και δεν ξαναφάνηκε.
Το Λάκη του έλεγε στα καλά καθούμενα.
– Άει γαμήσου ρε Λάκη.
Ο Λάκης κουβέντα. Μόνο τη μάνα του φοβότανε. Η μάνα μου τη δικαιολογούσε.
– Το κρεβάτι του πόνου δεν επιτρέπει εκπτώσεις. Σου σερβίρει στο πιάτο τις αλήθειες της ζωής. Ούτερ ορντέβ ούτε τίποτα, έλεγε για τις αθυροστομίες της γιαγιάς.
Κάποτε κάποτε η γιαγιά θυμόταν το Μίμη και τον Τάκη. Τ’ αδέρφια της που χάθηκαν στο αντάρτικο. Μίμης από το Ευθύμης και Τάκης από το Δημητράκης. Ποιος ξέρει σε ποια μακρινή στέπα θα είχαν φτιάξει τη ζωή τους αναρωτιόταν.
Φορές φορές ξεχνούσαν και το βδομαδιάτικό μου. Ή ήταν τόσο χρεωμένοι που δεν είχαν ούτε γι’ αυτό. Τα εντός σάκου πεντακοσάρικα της ινδής γιαγιάς γινόταν τότε δύο τρία χιλιάρικα. Καμιά φορά και πεντοχίλιαρο. Ακόμα απορώ αυτή η σαφρακιασμένη φακίρισσα γιαγιά που τα έβρισκε. Στο μεταξύ οι επισκέψεις της Βασούλας όλο και αραίωναν. Εκεί στο Ζάγκρεμπ ή είχε πολύ διάβασμα ή πύκνωναν τα ταξίδια στις γείτονες χώρες. Με τον Μπαγλάμιαν είχαμε χαθεί. Ξαναρχίσαμε να βγαίνουμε εκείνο το επί πτυχίο καλοκαίρι.
Μαζί με το Μήτσο ήταν παρέα ο Μίλτος ο Ρέχας ή Ρούλης ή Ροχάλας ή ΡΟΡ, ο Αντώνης ο Κεκές και ο Σόφος ο Πόντιος. Μαζί κι ο Β.Γ. που είχε έρθει στην πρώτη γυμνασίου από τη Βουλγαρία.
Εκείνο το χρόνο είδαμε με τη Βασούλα ότι δεν μας βγαίνει και χωρίσαμε. Ντάλα καλοκαίρι μες το χνούδι η μάνα μου μ’ έδωσε διορία ως τα Χριστούγεννα. Μετά κόβω την αναβολή και πάω να υπηρετήσω και την πατρίδα. Δε φτάνει που υπηρετούσα τις ισορροπίες της οικογένειας τόσα χρόνια. Το επόμενο βράδυ χώρισα με τη Βασούλα απ’ το τηλέφωνο και ήπια ένα μπουκάλι Κουέρβο κίτρινη μόνος μου. Το μυαλό μου ήταν σ’ αυτήν. Έπρεπε να ξεκόψω για να πάρω πτυχίο. Άκουγα Κόβερντεϊλ όλο το βράδυ. Μετά ξέρναγα δυο μέρες. Κοιμήθηκα αγκαλιά με τα πλακάκια και τη βρώμα απ’ το σιφόνι στην τουαλέτα. Και είπα τέλος Βασούλα. Δε σου επιτρέπω να έρχεσαι απ’ το Ζάγκρεμπ τόσος δρόμος στα όνειρά μου. Όχι, δε θέλω να έρθεις ξανά ιπτάμενη νύφη. Και χτίστε κι άλλες δυο πολυκατοικίες. Τους έβλεπα οικογενεια-κώς τεράστια μυρμήγκια να κουβαλάνε φασόλια γίγαντες Πρεσπών απ’ αυτά που τρώνε οι φασουλονταβάδες. Και τα ντανιάζανε. Όταν γέμιζε το δωμάτιο το κλείδωναν με το κλειδί της πόλης. Το φορούσε ένας τους και προχωρούσαν παρακάτω. Εγώ ήμουνα με το μαγιό, αλλά φορούσα κάτι πευκί τερλίκια της γιαγιάς με φούντες. Δεν ταίριαζαν με το μαγιό που ήταν θαλασσί έλεγε η Βασούλα. Κι ο πατέρας της όταν δεν έβλεπε η Βασούλα μου φύτευε πάνω στα χέρια δίφραγκα. Μην ανησυχείς. Αν τα ποτίζεις κάθε μέρα σε τρία χρόνια θα φυτρώσουν. Άμα φυτρώσουν οι διφραγκιές θα βγάλουν δίφραγκα μπορεί και δεκάρικα. Θα τα μαζεύεις κάθε πρώτη του μήνα. Όταν γεμίσεις ένα δωμάτιο έλα. Τότε και μόνο τότε θα σου τη δώσω. Πάρε και το κλειδί.
Καλύτερα να με τρώει το χνούδι παρά οι διφραγκιές σκεφτόμουν.
Δέκα χρόνια κράτησαν οι επισκέψεις της Βασούλας. Ερχόταν λαθραία. Τροπαιοφόρος ονειροκατακτητής η Βασούλα των φασουλο-νταβάδων. Πάντα το ίδιο όνειρο. Ιπτάμενη νύφη του Κουστουρίτσα αυτή, γαμπρός τερλικοφόρος εγώ, με διφραγκιές περικοκλάδες στα χέρια.
Εντωμεταξύ η Βασούλα παντρεύτηκε, έπιασε δουλειά στο Κολλέγιο Αθηνών και σπίτι στην Εκάλη. Εγώ γύρισα την Ευρώπη με την εταιρία παραγωγής λογισμικού όπου δουλεύω προγραμματιστής. Καναπέδες σαν του παππού μου συναντώ συχνά κι όλοι μου τραγουδάνε αμανέδες με τη φωνή του. Τα τηγανητά με πάνε ταξίδι αστραπή τριανταδύο χρόνια πίσω. Τα «τηγανητά μηχανή του χρόνου» όποτε τα τρώω με επαναπροσδιορίζουν χωροχρονικά. Είναι φασαριόζικα και πολύ μα πολύ έιτις. Ιδίως με σάλτσα σκόρδο ντομάτα.
Η φακίρισσα γιαγιά μας άφησε παρακαταθήκη μια συρταριέρα τερλίκια από γκρενά και λιλά μέχρι μαύρα του θανάτου.
Όταν γεννάει, παντρεύεται ή χωρίζει κάποιος του πάω κι ένα ζευγάρι στο νούμερό του. Αυτά απ’ τη γιαγιά τους λέω.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Τριστινίκα: χωριό της Χαλκιδικής, στο νότιο μέρος της χερσονήσου της Σιθωνίας (μεσαίο πόδι)
Μαρή και Χαμαϊδή: (σημ. της συγγραφέως): Το μαρή είναι παράφραση του μωρή. Το Χαμαϊδή είναι όνομα που συναντάμε στα ορεινά χωριά στα Πιέρια Όρη.
καραβεριώτικοι χειμώνες είναι δική μου απόδοση των βροχερών χειμώνων σε μια ιδιαίτερα βροχερή πόλη της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια του χειμώνα, την πόλη μου τη Βέροια. Επίσης το καρά μας παραπέμπει είτε στο μαύρο από την καταχνιά – και οι Τούρκοι την αποκαλούσαν καραβέροια – είτε είχε και τη σημασία του μαύρου γιατί κάποιος συνεργάστηκε με τους Τούρκους. Εδώ υφίσταται μόνο η έννοια της υγρασίας, του μουντού.
- ο πίνακας στο εξώφυλλο του βιβλίου είναι του Γιάννη Πετράκη
- Το διήγημα διακρίθηκε στον τέταρτο διαγωνισμό διηγήματος του eyelands και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο «Η συλλογή του χρόνου» (εκδόσεις Παράξενες Μέρες, 2014)