Επιλογή eyelands – Λούκουλος

επιλογήΤο eyelands συνεχίζει τις δημοσιεύσεις των διηγημάτων που διακρίθηκαν με την «επιλογή eyelands» στον 5ο διεθνή διαγωνισμό. Σειρά έχει το διήγημα: «Λούκουλος», του Κωνσταντίνου Αυγερινάκη. //

Θα υπάρχει μια ανάρτηση διηγήματος από την επιλογή κάθε δυο εβδομάδες. Οι δημοσιεύσεις. Θα ολοκληρωθούν μέσα στο καλοκαίρι.

Τα διηγήματα αυτά, μαζί με τα πρώτα βραβεία από το ελληνικό και το διεθνές τμήμα που θα δημοσιευθούν στο τέλος είναι τα μόνα από το διαγωνισμό που θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα.

Τα διηγήματα της μικρής λίστας μπορείτε να τα βρείτε στη συλλογή «Ιστορίες στα όρια» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες

Λούκουλος

 Ήταν πέντε το πρωί όταν με ξύπνησε το σύνηθες κάλεσμα της ξάγρυπνης κοιλιάς μου.  Απ’ ότι φαίνεται τα γεμιστά λουκάνικα, οι τραγανές πατάτες κάουντρι και τα δύο λίτρα μπίρας είχαν κιόλας εξανεμιστεί στο αδηφάγο χωνευτήρι.

Κατάρα!

Φόρεσα τις σαγιονάρες και πήγα το ψυγείο. Πήρα τον κουβά με τις πικάντικες  φτερούγες, έριξα μέσα τις πατάτες που είχα στην φριτέζα για ώρα ανάγκης και τα έβαλα στον φούρνο μικροκυμάτων. Δύο λεπτά στα 800 βατ είναι ότι πρέπει. Μετά από δύο αγωνιώδη λεπτά, το μαγικό κουδούνι χτύπησε. Πήρα τον κουβά, γέμισα ένα μπολ με μαγιονέζα και μουστάρδα, βούτηξα μια χούφτα πατάτες και τις έβαλα στο στόμα μονομιάς. Η λύτρωση της λιπαρής σάλτσας ήρθε να μου χαϊδέψει τον ουρανίσκο. Έπιασα μια φτερούγα και ρούφηξα το κρέας από το τραγανό φτερό ενώ ήμουν ακόμα μπουκωμένος. Τι μεστή απόλαυση μου πλημμύρισε το στόμα!

Κάθισα στο pc και  άναψα την οθόνη. Ένα σερφάρισμα δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.

Ένα ηχητικό μήνυμα με ειδοποίησε ότι είχα email. Ο αποστολέας κάποιος Λούκουλος, θέμα Βασιλικό Τραπέζι.

Φαγητό.

Ενδιαφέρον.  Άνοιξα το μήνυμα.

Αγαπητέ κε Λεοντόκαρδε,

Με ιδιαίτερη χαρά θα θέλαμε να σας προσκαλέσουμε στο βασιλικό τραπέζι που θα διοργανώσει ο Εδεσμιότατος Λούκουλος,  την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου, στις 9 προ μεσημβρίας, στο χειμερινό του θέρετρο, στην κορυφή του Χορτιάτη. Ο μπουφές θα περιλαμβάνει τις περίφημες ‘Επτά κουζίνες των βασιλέων’. Ο Εδεσμιότατος θα χαρεί ιδιαιτέρως εάν αποφασίσετε τελικά να μας τιμήσετε με την παρουσία σας.

Ειλικρινά δικός σας

Για μια στιγμή σκέφτηκα όλα αυτά τα καλούδια που θα περνούσαν από τα μάτια μου. Κοτσύφια, τσίχλες, πέστροφες, σολομοί, τόνοι, σαλιγκάρια, μανιτάρια, εξοχικά ριζότο, μακαρονάδες, καρμπονάρες, πίτσες, πίτσες με πεπερόνι, λουκάνικα, παϊδάκια, συκωταριές, κοντοσούβλια και κοτσύφια! Αχ… Ένα δείπνο απόλαυση. Πόσο καιρό περίμενα να με καλέσουν σε κάτι τέτοιο. Αυτό θα πει δικαίωση.

Την Κυριακή σηκώθηκα νωρίς τα χαράματα, αλλά δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα. Άνοιξα την ντουλάπα και πήρα το ριγέ πουκάμισο με το καραβάκι στο πέτο, το πανταλόνι που μου είχε ράψει η μαμά για τις επίσημες περιστάσεις και τις λαχανί τιράντες. Το πανταλόνι ήρθε και έκατσε κάτω απ’ την κοιλιά και οι τιράντες τσίτωσαν καθώς τις έβαλα στους ώμους. Ήταν ήδη επτά και μισή. Έπρεπε να βιαστώ. Έβαλα το βελούδινο σακάκι και ξεκίνησα για τον Χορτιάτη.

***

Το ταξί με άφησε στην είσοδο. Μια σιδερένια πύλη με χώριζε από το κτήμα του Εδεσμιότατου. Σίγουρα περίμενα πολύ περισσότερο κόσμο σε μία τέτοια δεξίωση, ωστόσο κανένα αμάξι δεν φαινόταν παρκαρισμένο στον γύρω χώρο. Προφανώς οι περισσότεροι θα είχαν έρθει με κάποιο μεταφορικό μέσον. Ένα δρομάκι οδηγούσε σαν φίδι μέσα από χιλιάδες πεύκα έως τον πυργίσκο που διαφαίνονταν στην κορφή του λόφου. Ήταν ακόμα νωρίς και ομίχλη κάλυπτε την διαδρομή.

Πλησίασα την πόρτα και πάτησα το θυροτηλέφωνο.

Καμιά απάντηση.

Πάτησα άλλη μια φορά και περίμενα.

Κανείς.

Ούτε στο ηχείο, ούτε στο προαύλιο.

Λες να ήταν όλα μια φάρσα;

Ψαχούλευσα την τσέπη του σακακιού και βρήκα μια Σνίκερς.

Τουλάχιστον έχω εσένα σκέφτηκα και ξετύλιξα το περιτύλιγμα.

Δάγκωσα μία μπουκιά. Φιστίκια με καραμέλα, κρεμώδης υφή εσπρέσο και κρούστα σοκολάτας.

Μμμ, θεόπνευστος συνδυασμός.

“Με συγχωρείτε κύριε Λεοντόκαρδε”, άκουσα μία φωνή πίσω. Ένας μελαψός κύριος καθισμένος σε μια άμαξα που την έσερναν δυο κατάμαυρα άλογα. “Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά ο Εδεσμιότατος σας περιμένει”

“Σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ πολύ”, είπα και πέρασα την πύλη που είχε ανοίξει.

“Παρακαλώ”, είπε ο οδηγός και άνοιξε την πόρτα της άμαξας και χώθηκα μέσα.

Είχα ήδη κουραστεί με την ταλαιπωρία της πύλης, που μόλις με το ζόρι κάθισα στο δερμάτινο κάθισμα και δεν σαβουρντίχτηκα στα τέσσερα. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου και ξεκινήσαμε για το κάστρο.

Και τότε είδα το το είδα μπροστά μου σαν όραρα. Είχαν αντικαταστήσει τα δερμάτινα καθίσματα και στην θέση τους είχαν τοποθετήσει έναν θεσπέσιο μικρό μπουφέ! Μια ταμπελίτσα έγραφε “Appetizers” και δίπλα αφημένο ένα σφραγισμένο γράμμα.

 

Αγαπητέ Κε Λεοντόκαρδε,

Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε που τελικά επιλέξατε να δειπνήσετε μαζί μας. Ελπίζω να ευχαριστηθείτε τα μικρά ορεκτικά που επιλέξαμε ειδικά για σας. Ανυπομονούμε να είστε σύντομα κοντά μας.

Bon appetit

Εδεσμιότατος Λούκουλος

 

Μα τι υπέροχος άνθρωπος, τι τζέντλεμαν, τι οικοδεσπότης!

Έπιασα μια φτερούγα κοτόπουλο χωρίς δεύτερη σκέψη και την βούτηξα σε μια κόκκινη σάλτσα. Πιο πέρα κάτι καναπεδάκια. Βούτηξα τρία και μπούκωσα το στόμα.

Καπνιστός σολομός, με χαβιάρι και κάπαρι. Απλά πεντανόστιμα!

Το μάτι μου έπεσε στην ποικιλία τυριών.

Ροκφόρ, παρμεζάνα, γραβιέρα, μαστέλο, φέτα, τυριά με μούχλα, τυριά λιωμένα και ένα σωρό άλλα που έβλεπα πρώτη φορά. Γέμισα τις χούφτες και άρχισα να μπουκώνομαι.

Έπειτα ήρθε η σειρά των τσιπς γλυκοπατάτας, των γεμιστών κρεμμυδιών, των κολοκυθοκορφάδων και της παστουρμαδόπιτας. Των λαχανοντολμάδων και των μανιτάριών στην σχάρα, ώσπου η ώρα κύλισε και χωρίς να το καταλάβω είχα ήδη φτάσει. Η άμαξα σταμάτησε και η άνοιξε πόρτα. Άπλετο φως με καλωσόρισε στο προαύλιο του πυργίσκου. Ένα κόκκινο χαλί είχε στηθεί προς τιμήν μου. Κατέβηκα ταρακουνώντας τα άλογα.

“Το απεριτίφ σας”, είπε ο αμαξάς, ο οποίος στεκόταν δίπλα μου και κρατούσε ένα γαλάζιο ποτό σε κολονάτο ποτήρι. Έβγαλε από την τσέπη ένα σακουλάκι με σκόνη και το έριξε μέσα. Το ποτό άφρισε και άλλαξε χρώμα. “Καλή χώνεψη”, είπε και μου έκλεισε το μάτι.

Κάτι θα ξέρει αυτός σκέφτηκα και το κατέβασα μονορούφι. Γύρισα να του δώσω το ποτήρι μα είχε φύγει. Το άφησα κάτω και προχώρησα στον διάδρομο. Που στο διάολο είναι όλοι;

Πλησίασα την πόρτα, χτύπησα το κουδούνι και περίμενα.

Τίποτα.

Ξαναχτύπησα.

Καμία απάντηση.

Ξαφνικά, έντονη καούρα με έπιασε στο στέρνο και μια απότομη ζαλάδα με σώριασε στα τέσσερα.

Τι στο διάολο;

Ο εμετός ανέβηκε από τα σπλάχνα και ξεπήδησε σαν συντριβάνι από το στόμα, λερώνοντας κάτι κατιφέδες. Ξάπλωσα ανάσκελα και είδα δυο νταγλαράδες με κάτι μούσμουλα στο μέγεθος του κεφαλιού μου, να στέκονται από πάνω μου. Με άρπαξαν από τις μασχάλες και με σήκωσαν. Η πόρτα είχε ανοίξει και ένας κοντοπίθαρος, ξανθωπός φαλάκρας και λεπτό μουστάκι έστεκε εκεί και γελούσε.

 

***

 

Ξύπνησα σ’ ένα άδειο δωμάτιο που βρομούσε χλωρίνη και μια έντονη ξερή ξινίλα στο στόμα. Οι τοίχοι κάτασπροι στο χρώμα του ασβέστη, τα πλακάκια λευκά και καλογυαλισμένα, εγώ ντυμένος με κοτλέ λευκό παντελόνι και πουκάμισο λευκό του σερβιτόρου, με άφησαν να κάθομαι στον μαρμάρινο πάγκο, πίσω από ένα κατάλευκο τραπέζι. Σαν παγωτατζής σε τρελοκομείο.

Στην αρχή δεν το παρατήρησα, αλλά καθώς τα μάτια μου συνήθισαν στις γαλανές σκιές της φθορίζουσας λάμπας, είδα τον φάκελο που ήταν αφημένος στο τραπέζι.

 

Αγαπητέ Κε Λεοντόκαρδε,

Καλώς ήρθατε στο κάστρο μου! Ελπίζω να απολαύσατε τα ορεκτικά και κυρίως να αφήσατε χώρο για τα κυρίως πιάτα. Το μενού περιλαμβάνει τις “Επτά κουζίνες των βασιλέων” και ο στόχος σας αλλά και δικός μας είναι να τις απολαύσετε όλες.

Bon appetit

Εδεσμιότατος Λούκουλος

 

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ένας μελαψός κύριος με μουστάκι και σκουφί στο κεφάλι. “Χόλα μουτσάτσος”, είπε, έκανε μια βαθιά υπόκλιση και έσυρε το καροτσάκι με τα φαγητά στο δωμάτιο.

Μια πανδαισία χρωμάτων κι αισθήσεων. Κίτρινο της παέγιας, κόκκινο της σανγκρίας, καστανό των φασολιών. Ευωδίασε όλο το δωμάτιο.

“Με συγχωρείτε, ποιος είστε;”, είπα μην μπορώντας να ξεκολλήσω τα μάτια από τα πιάτα.

“Ο ταπεινός υπηρέτης σας κε Λεοντόκαρδε. Ο σεφ της Σπανιόλικης κουζίνας”

“Και ο Εδεσμιότατος Λούκουλος;”

Με κοίταξε και ανασήκωσε τους ώμους, “Στις υπηρεσίες σας”, είπε τελικά και άρχισε να σερβίρει το δείπνο. Η κοιλιά μου γουργούρισε παραπονιάρικα.

“Θα ήθελα ωστόσο να μιλήσω με τον οικοδεσπότη”, είπα αλλά είδα τον σεφ να κάθεται στην γωνιά του δωματίου και να σωπαίνει. “Δεν θ’ ακουμπήσω τίποτα, εάν δεν μιλήσω πρώτα με τον Εδεσμιότατο”, του είπα ξανά και σταύρωσα τα χέρια.

Μύδια, φασόλια, γαριδούλες με σάλτσα κόκκινη, ομελέτα με φρέσκα αυγά, σχεδόν μύριζα τον κίτρινο κρόκο.

Το στομάχι μου έκραξε παραπονιάρικα ξανά.

Κοίταξα τον σεφ.

Είχε σκύψει το κεφάλι και κοιτούσε το πάτωμα. Σαν ρομπότ που του τέλειωσαν οι μπαταρίες.

Φασόλια, τορτίγιες, ξεροψημένη φέτα χοιρινού τυλιγμένη σε λεπτή αραβική πίτα, σοταρισμένα λαχανικά και σάλτσα τσίλι.

Δεν πάει στο διάολο σκέφτηκα και άρπαξα την τορτίγια και την έχωσα στο στόμα. Όπως το φανταζόμουν. Απλά πεντανόστιμη. Με το πιρούνι έσκαψα το λοφίσκο με τον αρακά και το καλαμπόκι και τα καταβρόχθισα. Τα σαγόνια πήραν φωτιά και πριν το καταλάβω είχα εξαφανίσει τα πάντα.

Είδα την σαγκρία.

Κατακόκκινη, δροσερή, με μία στάλα παγωμένου ιδρώτα να κυλάει στο ποτήρι.

Μήτε από ένστικτο μήτε από πλήρη αποπροσανατολισμό δεν την είχα αγγίξει τόση ώρα.

Διψούσα.

Δεν πάει στο διάολο κι αυτό σκέφτηκα και την κατέβασα μονορούφι.

Ο Ισπανός βασιλεύς είχε κάτσει στον θρόνο του.

 

***

 

Η Σαγκρία δεν μου έφερε ανακατωσούρα. Ο Ισπανός σεφ είχε φύγει και την θέση του τώρα έπαιρνε ένας λιπόσαρκος κύριος με πλακουτσωτή μύτη. Τι ξέρουν οι αδύνατοι από κουζίνα;

“Βουαλά, μενσιέ, Λεοντοκαρδέ”, είπε και έστρωσε ένα σορό καλούδια κοντά στο τραπέζι.

Μοσχαρίσια μπριζόλα με το κρεμώδες της αίμα να χύνεται στο πιάτο, κόκορας μαγειρεμένος σε κόκκινο κρασί, σαλιγκάρια με γέμιση σκόρδου και μαϊντανού.

Τελικά και οι αδύνατοι έχουν ψυχή.

“Υποθέτω εσύ είσαι ο Γάλλος;”

“Ουί”, είπε και άνοιξε το κατσαρολάκι αναδεικνύοντας μια βελουτέ καστανή σούπα, “Σουπ’ α λονιόν!”, είπε και χτύπησε τα χέρια του σαν μικρό παιδί.

Πήρα την κουτάλα και γεύτηκα την μεταξένια υφή. Ένα βελουτένιο χάδι άγγιξε τον ουρανίσκο. Άφησα το κουτάλι και την κατέβασα μονορούφι σαν να ταν κάποιο ηδύποτο. Ακολούθησε η μπριζόλα και ο κόκκορας, τα σαλιγκάρια και το μπον φιλέ και τέλος πήρε την σειρά του και το υπέροχο εκείνο το αφράτο γλυκό που έμοιαζε σαν μπουγάτσα με σαντιγί.

“Κρασί Βουργουνδίας, μενσιέ”, είπε ο σεφ και μου σέρβιρε σ’ ένα ψηλό ποτήρι.

“Βεβαίως”, είπα και ρούφηξα το ποτό με την επίγευση των σταφυλιών της Γαλλικής υπαίθρου.

Ο σεφ έκανε να φύγει.

“Το μπουκάλι”, του είπα και του έκανα σήμα με το χέρι.

“Μα βεβαίως”, είπε και μου έκανε μια ντροπαλή υπόκλιση και άφησε το μπουκάλι στο τραπέζι.

Κρίμα ν’ αφήσω ένα τόσο καλό κρασί να πάει χαμένο σκέφτηκα και γέμισα το ποτήρι. Και τέλος πάντων τι μανία αυτή οι μάγειροι να γεμίζουν τόσο λίγο τα ποτήρια. Γέμισε το μέχρι πάνω!

Ο δεύτερος βασιλιάς ήταν γεγονός και ήταν Γάλλος.

 

***

 

Ακολούθησε ο Ιταλός σεφ, με τις σπαγγέτι, τις καρμπονάρες,  τα πανίνι και τις πίτσες. Τα σπαράγγια,  τα προσούτο, τις ταλιατέλες και τις σάλτσες. Φυσικά και γυάλισα όλα τα πιάτα.

Με φούσκωσε κάπως όλο αυτό το ζυμάρι και ένιωσα ένα μικρό σφίξιμο στο στέρνο.

Φυσικά και το αγνόησα μόλις μπήκε στο δωμάτιο ο Λιβανέζος.

Αυτός με καλωσόρισε με φαλάφελ και φατούς. Ακολούθησαν εκείνα τα υπέροχα σουτζουκάκια, το χούμους και το ταμπουλέ. Και έπειτα ήρθε και ο Ινδός με τα κίτρινα και κόκκινα χρώματα πάνω στα ρύζια και τις υπέροχες γαρνιτούρες από κάρυ κι τις καυτερές πιπεριές. Μια καυτερή πανδαισία. Ένιωσα το στόμα να παίρνει φωτιά, τον οισοφάγο να καίγεται και αναζήτησα ένα αφέψημα να δροσιστώ.

Ο μελαψός σεφ με πλησίασε απ’ την γωνιά του με μια τσαγιέρα.

“Μασάλα”,  είπε και μου σέρβιρε στο φλιτζανάκι.

Μα ένα τόσο μικρό φλιτζάνι! “Φέρτο εδώ”, είπα και άρπαξα την τσαγιέρα από τα χέρια του και έβαλα το στόμιο στο στόμα. Ένιωθα έτοιμος να καταπιώ το τζίνι. Το καυτό υγρό κύλησε μέσα μου ώσπου στέρεψε η κανάτα.

Τέταρτο και Πέμπτο γεύμα από την Άπω Ανατολή λοιπόν.

Περίεργοι άνθρωποι αυτοί οι ανατολίτες.

Δεν τους φτάνει η ζέστη που έχουν, ο καυτός ήλιος που καίει πάνω απ’ το κεφάλι τους, ο διαρκής ιδρώτας και τα δυσώδη χνώτα. Θέλουν και τα φαγητά και τα ποτά τους να ζεματάνε. Να ψήνονται οι άμοιροι σαν αρνί στη σούβλα-μέσα-έξω.

Ένιωσα την κοιλιά μου να πρήζεται από την κάψα. Άνοιξα το πουκάμισο και την άφησα να κρέμεται και να κοιτάζει το πάτωμα. Οι ραγάδες ξεπρόβαλαν σαν αστραπές στο πλάι και ένα ιδρωμένο μάτι από τριχούλες διακοσμούσε τον αφαλό.

 

***

 

Μπήκε στο δωμάτιο ο έκτος σεφ.

Κοκκινομάλλης, κοκκινογένης, κοκκινομούρης, με σπυριά και φλύκταινες.

“Γκουντ ιβνινγκ σερ”, είπε και έβγαλε το καπέλο.

“Γκουντ ιβνιγκ και σε σένα!”

Ήρθε και μου άφησε τα φασόλια με την κόκκινη σάλτσα και τα αυγά μάτια. Το μπέικον που μοιάζει με πανσέτα και τα υπέροχα χοντρά λουκάνικα. Πιο πέρα ένα υπέροχο αρνάκι με σοταρισμένα λαχανικά. Ο βακαλάος ανοιχτός στα δύο και στο πλάι τηγανητές πατάτες.

Μου σέρβιρε και μία κούπα μαύρο τσάι.

“Τσίερς”

“Εις υγείαν”, είπα και τα κατάπια όλα σε χρόνο ρεκόρ. Ο πόνος στο στέρνο επανήλθε εντονότερος. Μάλλον θα κοιμήθηκα στραβά σκέφτηκα και τον αγνόησα δεύτερη φορά.

Ο Άγγλος είχε φύγει και περίμενα τον τελευταίο σεφ.

Κοίταξα τα ρούχα μου και ήμουν σαν πίνακας του Πόλοκ. Αδιευκρίνιστα πολύχρωμος. Κόκκινες, καστανές, κίτρινες, πράσινες σάλτσες, όλες είχαν ποτίσει στο ύφασμα και αχνοφαίνοταν το μακελειό που είχε επικρατήσει κατά την διάρκεια του δείπνου.

 

Τότε μπήκε στο δωμάτιο και ο τελευταίος σεφ.

Κοντός, χλωμός και ξανθωπός.

“Μαιν κονιγκ”, είπε και σέρβιρε στο τραπέζι το τελευταίο δείπνο.

Κότσι με φουρνιστές πατάτες, χοντρά λουκάνικα με τις μαύρες ρίγες της σχάρας ακόμα να τσιρτσιρίζουν, σνίτσελ με λευκή κρέμα μανιταριών και ένα δίλιτρο ποτήρι δροσερής ξανθής μπύρας.

Η αλήθεια είναι πως είχα ψιλοσκάσει, αλλά μιας και έφτασα στο τέλος είπα να τα τιμήσω.

Και τα τίμησα όλα.

Υπέρ τω δέοντι.

Ο Μαιν φίρερ είχε τελειώσει και αυτό το γεύμα.

Ο σεφ έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε. Η φαλάκρα του γυάλισε και τα ξανθά μουστάκια του άστραψαν καθώς γελούσε.

“Συγχαρητήρια χερ Λεοντόραρδε! Επιτύχατε και στις εφτά κουζίνες των βασιλέων. Είστε ο επίσημος Φίρερ της αυτοκρατορίας των κουζινών”, είπε και κάθισε δίπλα μου. “Να σας συστηθώ. Εδεσμιότατος Λούκουλος. Ο Αρχιερέας των καλοφαγάδων απανταχού της γης.”, είπε και πέρασε το χέρι του πάνω από τους ώμους μου.

“Η τιμή όλη δικιά μου κύριε! Ήθελα να σας συναντήσω απ’ την αρχή, αλλά…”

“Αλλά προείχε το φαγοπότι. Πάντα προέχει το φαγοπότι. Νηστικό αρκούδι…”

“Δεν χορεύει”, είπα και ρίξαμε και οι δυο ένα τρανταχτό γέλιο.

“Για πείτε μου κύριε Λεοντόκαρδε πως νιώθετε;”

“Καλά. Πολύ καλά αγαπητέ”

“Είσαστε σίγουρος; Καμιά απολύτως ενόχληση;”

Τον κοίταξα αποσβολωμένος. “Όχι, όχι, είμαι μια χαρά ευχαριστώ!”, είπα και πριν τελειώσω την φράση ένιωσα το σφίξιμο στο στέρνο να επανέρχεται και να λυγίζω στα δύο.

“Τς, τς, τς”, είπε ο Εδεσμιότατος καθώς διπλωνόμουν. “Βλέπετε η λαιμαργία σας, σας οδήγησε στο να φάτε τα πάντα που σας πρόσφερα. Ξεκοκαλίσατε τον κόκορα, κατασπαράξατε τα κρέατα και τα λαχανικά, καταβροχθίσατε τα μακαρόνια και όλα τα ποτά του κόσμου”

“Μα, αυτό δεν ήταν το νόημα;”

“Δεν συγκρατηθήκατε ούτε λεπτό.  Κοιτάξτε σε τι κατάσταση βρίσκεστε”, είπε και έπιασε την κοιλιά μου, “Τα ρούχα σας λερώθηκαν από τις σάλτσες, τα χέρια σας άλλαξαν χρώμα, η κοιλιά και τα μάγουλα σας κρέμασαν έως το πάτωμα!”

“Βοήθεια”, είπα βγάζοντας μια πνιχτή κραυγή.

“Γιατρέ!”, φώναξε ο Εδεσμιότατος και ένας τσαρλατάνος με λευκή στολή μπήκε από την πόρτα. Έβγαλε τα ακουστικά και τα έβαλε στην καρδιά μου.

“Ναι! Αδιαμφισβήτητα είναι καρδιακή προσβολή. Ο κύριος έσκασε κυριολεκτικά από το πολύ φαΐ”, είπε και ξανάβαλε τα ακουστικά στην φόρμα.

“Ευχαριστώ”, είπε ο Εδεσμιότατος και του έκανε σήμα να φύγει.

Έβαλα δύναμη στα χέρια να σηκωθώ, αλλά το βάρος ήταν ασήκωτο. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στέρνο, τον πόνο να σφυροκοπάει ανελέητα και μία αόρατη μέγγενη να μου σφίγγει τον στέρνο και να με τραβάει στο πάτωμα. Τα μάγουλα μου κρέμασαν και το στόμα άνοιξε απελευθερώνοντας όλα τα φαγητά ωσότου σωριάστηκα στο πάτωμα μουσκεμένος στα σωθικά μου.

“Ο καλεσμένος μας τελείωσε”, είπε ο Εδεσμιότατος και χτύπησε τα χέρια.

Η αυλαία έπεσε και η σκηνή σκοτείνιασε.

**

Βιογραφικό

Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Αυγερινάκης, γεννήθηκα στην Καβάλα πριν 29 χρόνια και ζω στην Θεσσαλονίκη τα τελευταία 6. Έχω πτυχίο Μηχανικού Η/Υ τηλ. & Δικτύων και το 2015 απέκτησα τον τίτλο του διδάκτορα στην υπολογιστική όραση και εκπαίδευση μηχανών. Έχω παρακολουθήσει σεμινάρια συγγραφής σεναρίου, συγγραφής θεατρικού έργου, δημιουργικής γραφής και ποιητικού κειμένου. Μου αρέσει να διαβάζω κλασικούς και λογοτέχνες επιστημονικής φαντασίας.

 

**

Η  σειρά ανάρτησης των επόμενων ιστοριών:

 

Μηνύματα S.O.S! – Νατάσσα Θάνου

Asphyxia -Γεωργία Μαμά

Φαύλος κύκλος – Άννα Καρακατσάνη

Υπάρχει τρόπος – Φώτης Πάλλης

Advertisement