επιλογή eyelands: Υπάρχει τρόπος, ένα διήγημα του Φώτη Πάλλη

Το eyelands παραμένει κλειστό για λίγες μέρες ακόμη αλλά οι δημοσιεύσεις των διηγημάτων της επιλογής από τα διηγήματα του 5ου διαγωνισμού με θέμα «στα όρια» ολοκληρώνονται με το διήγημα. Το Σεπτέμβριο θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα του 6ου διαγωνισμού με θέμα «Χρώματα».

επιλογή

Υπάρχει τρόπος

 του Φώτη Πάλλη

Στον στενό πεζόδρομο, με τα νεοκλασικά σπίτια και τα γκράφιτι στους τοίχους, που αφήνουν τρισδιάστατη αίσθηση, στην οδό Άνω Κότσια του Κέντρου… Εκεί, συγκεντρώθηκε, στο γνωστό στέκι, το παρεάκι της γειτονιάς: ο Άλεξ, ο τρελαμένος μουσικός, η Ειρήνη, η αιωνόβια φοιτήτρια, η Μαρία, στα όρια της αυτοκτονίας, που ήταν μία νεαρή μητέρα με τρία παιδιά, ο Γιώργος, ο συνταξιούχος καθηγητής, η αγέραστη Βαρβάρα, η καντινο-ψιλικατζού.

-Γεια σου, Βαρβάρα! Μπορώ να σού αφήσω το δύο παιδιά για λίγο; Θα έλθει ο μεγάλος αργότερα να τα πάρει. Εγώ έχω ένα σημαντικό ραντεβού, είπε βιαστικά η Μαρία. Τι ραντεβού; Τι να εννοεί άραγε; απόρησε η Βαρβάρα, αλλά δεν είπε κουβέντα.

“Οχι, ρε γαμώτο! Παιδική χαρά έχει γίνει το ψιλικατζίδικό μου…” αρκέστηκε να πει με χαμόγελο στον εαυτό της. Αρπάζοντας, όμως, δύο σοκολάτες, τέσσερα γλειφιτζούρια και χυμούς, τα πρόσφερε- θέλοντας και μη- και τους… γέμισε το στόμα. Αυτή θα έπρεπε πάντα να είναι η καλή; Μετά πάλι, κοίταξε τα δύο προσωπάκια που έλαμπαν από ευχαρίστηση. Δεν πειράζει. Ας είναι… Ποιος ξέρει τι έχουν περάσει και αυτά τα παιδιά χωρίς πατέρα!

Η Μαρία, στο μεταξύ, είχε γίνει καπνός, θεωρώντας αυτονόητη την κατανόηση της Βαρβάρας. Ποιος ξέρει τι ετοίμαζε πάλι! Όλοι οι φίλοι έπρεπε να δέχονται καρτερικά τις αποφάσεις της.

Σκάει μύτη τότε ο Άλεξ στην καντίνα, να πάρει το Ρόλινγκς Στόουν.

–Καλημέρα, Βαρβάρα! Μπέιμπι σίτινγκ σήμερα το μαγαζί; είπε, κοιτάζοντας τα «βάρβαρα» παιδιά, λες και ήταν κι αυτός συνεννοημένος να της θυμίζει τη μόνιμη καλοσύνη της.

– Τι κάνεις Άλεξ; Πώς πάνε οι δουλειές στα πεζοδρόμια; απάντησε η Βαρβάρα, αγνοώντας το σχόλιό του. –Τι να σού πω, ρε Βαρβάρα; Tα δίνω όλα και ζητάνε και ρέστα, είπε με παράπονο ο ταλαντούχος μουσικός. Είναι δύσκολο με τη μουσική να βγάλεις χρήματα στο δρόμο.

Πώς τα κατάφερε αυτός ο άνθρωπος με τις τόσες σπουδές και τα τόσα όνειρα να αγωνίζεται για την επιβίωσή του και μόνο; Kαι αυτό να τού είναι αρκετό; Μια ορχήστρα ολόκληρη μόνος του παίζει. Εγωκεντρικός και ταλαντούχος! Αλλά δεν ξεκολλάει από το πεζοδρόμιο. Θεωρεί ότι είναι το μεγαλύτερο πάλκο στον κόσμο.

Να και ποιος άλλος έρχεται εκείνη τη στιγμή, παρέα με την Ειρήνη: ο καλός μας καθηγητής, ο κύριος Γιώργος ή καλύτερα φιλόσοφος, έτσι θα τον έλεγα. Μια ζωή χαμένος στη σκέψη. Αυστηρό βλέμμα, καρφίτσα μάτι, σα να θέλει να κρύψει την παιδική του αθωότητα, που, όμως, με την πρώτη ευκαιρία ξεπροβάλλει.

-Πιάσε δύο γλειφιτζούρια και δύο σοκολάτες και δώσε στα παιδάκια. Φτιάξε και καφεδάκι για όλους, είπε λοιπόν με τη γνωστή γενναιοδωρία του ο κύριος Γιώργος. -Δώσε μου και τον Κόκκινο Νικητή.

-Περίεργα μας τα λες κύριε καθηγητά μας! Ακόμη στον Κόκκινο Νικητή; είπε, έτοιμος για συζήτηση ο Άλεξ. -Είναι όπως οι νότες σου, τού απάντησε με χιούμορ και ετοιμότητα ο φιλόσοφος. -Ανεβοκατεβαίνουν. Το ίδιο και ο Κόκκινος Νικητής. Άλλοτε είναι στην επικαιρότητα- όπως σήμερα -κι άλλοτε δεν είναι.

Κι ενώ η συζήτηση ξεκίνησε μεταξύ τους, οι περαστικοί μπαινοβγαίνουν στο μαγαζί, παίρνουν τσιγάρα, καφέδες και τα λοιπά και η ένταση μεγαλώνει για τη Βαρβάρα. Αυτή είναι γεμάτη πείσμα να μάθει τι παίζει ανάμεσα στον καθηγητή και στην Ειρήνη.

-Πώς από δω, Ειρήνη μου; -Τι να σου πω, Βαρβάρα μου; Ετοιμάζω την εργασία μου και ο φίλος μας ο καθηγητής μού πρόσφερε ένα δωμάτιο ελεύθερο στο σπίτι του, να μείνω για να με βοηθήσει στην εργασία μου. Ένα γελάκι διαγράφεται αχνό στο πρόσωπο της Βαρβάρας, ενώ η Ειρήνη συνεχίζει: “Αλλά πού να συγκεντρωθείς; Στο διπλανό διαμέρισμα είναι το τσέλο, από πάνω τα τρία παιδιά και η Μαρία που συνέχεια φωνάζει. Κι ο καθηγητής να χτυπάει με τη σκούπα το ταβάνι και τους τοίχους! Βλέπω ότι όλοι έχουμε φτάσει στα όρια… Και να σού πω, μεταξύ μας, όταν ησυχάζουν όλοι, ο Γιώργος έχει άλλα στο νου του. Δεν ξέρω…”

Στο μεταξύ, από το διπλανό δρόμο ακούγονται κορναρίσματα. Κάποια πορεία γίνεται για “φουσκωμένα” μέτρα και έχουν μπλοκάρει το δρόμο.  Έτσι, όμως, αυξάνεται η κίνηση και στο μαγαζί: τσιγάρα, χαρτομάντηλα, νερά, καφέδες, εφημερίδες. Αυξάνεται και η διέλευση των τροχοφόρων. Και ο πεζόδρομος έγινε η εναλλακτική πορεία των αυτοκινήτων. Ένα μείγμα πορείας, περαστικών, οδηγών! Χαμός, τρέλα! Ευτυχώς, τελικά, που έχει και τα μικρά εκεί η Βαρβάρα και παίρνει μια ανάσα, γιατί δουλεύουν κι αυτά και πρόθυμα τη βοηθούν σε ό,τι τους ζητήσει.

Πλησιάζει μεσημέρι και ο Άλεξ με το τσέλο πάει να πιάσει δουλειά εκεί στον πεζόδρομο, λίγο πιο πέρα από το μαγαζί. Στους ήχους της μουσικής βρίσκει τον εαυτό του. Σιγά σιγά ακούγεται ο ρυθμός του τραγουδιού: summer in the city… Η πορεία, όμως, τού αλλάζει το πρόγραμμα και αρχίζει να παίζει αγωνιστικά τραγούδια. Αγωνίζεται, όσο μπορεί, για το μεροκάματο. Το μυαλό του Άλεξ, όμως, τριγυρίζει στην Ειρήνη και στον καθηγητή. Πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος αυτή η γυναίκα! “Εντάξει, αλλά είναι μεγάλη για μένα,” λέει και ξαναλέει στον εαυτό του, μήπως και τελικά ξεφύγει από τα παιχνίδια του νου του.

Κατά τις τρεις, στο μαγαζί σκάει μύτη ο μεγαλύτερος γιος της Μαρίας, ένας τυπάκος με σκουλαρίκι στο αυτί, με καρφιά τα μαλλιά και σακιδιάκι στην πλάτη. Μπαίνει στο μαγαζάκι της Βαρβάρας, χαιρετάει τους παρόντες και απευθύνεται στον καθηγητή και τού λέει: “Κύριε καθηγητά, τη βάψαμε σήμερα!” Τα αδερφάκια του στο μεταξύ, χοροπήδαγαν από χαρά που ήλθε ο μεγάλος. -Γιατί βρε παιδί μου; τού λέει ο καθηγητής. -Είχαμε διαγώνισμα στην ιστορία και είχα γράψει κάποιες σημειώσεις σε ένα χαρτί, σκονάκι δηλαδή, αλλά δεν ήταν το σωστό. Σε άλλη ενότητα είχαμε διαγώνισμα και την πάτησα -Δεν μπορούσες να τα μάθεις απέξω, αγόρι μου; Έπρεπε να κάνεις αντιγραφή; -Άμα ήμουν παπαγάλος, δε θα τα έγραφα, απάντησε με σιγουριά ο ατίθασος έφηβος. -Δεν πειράζει, μικρέ μου. Μάθε τα και ξέχνα τα. Κάτι πάντα μένει, επέμεινε με το ήρεμο χαμόγελό του ο καθηγητής. -Ποιος την ακούει τώρα τη μάνα μου; Θα με πρήξει με τις φωνές της, μόλις δει ότι έχω βαθμό κάτω από τη βάση. Ευτυχώς που δεν πάω και φροντιστήριο και δεν έχει το άγχος να πληρώνει. -Όποτε χρειαστείς βοήθεια, έλα κάτω να σε βοηθήσω, τού είπε καλοπροαίρετα ο καθηγητής.

Αλλά ο μικρός, βιαστικός φεύγει με τα δύο αδέλφια του, που δεν τού μοιάζουν καθόλου ούτε στην εμφάνιση, ούτε στην ομιλία. Ήδη νιώθει ότι ανοίχτηκε πολύ,  αλλά σε κάποιον έπρεπε να μιλήσει. Είχε ανάγκη.

Φεύγουν και οι άλλοι από το μαγαζί της Βαρβάρας και πάνε σπίτια τους. Αλλά έρχεται ο Άλεξ με ένα κάρο ψιλά και αρχίσαμε και μετράγαμε τα φραγκοδίφραγκα. “Δεν ήταν και άσχημα για δύο ωρίτσες τα δεκαπέντε ευρώ” λέει η Βαρβάρα. “΄Ασε που είναι αφορολόγητα!” “’Έχει να κάνει με την πορεία. Είχε κόσμο και όλοι έδιναν. Μακάρι να έχει πάντα πορείες”, υποστηρίζει ο Άλεξ. Παίρνει τα ψιλά του και πάει και αυτός σπίτι του. Είναι νεκρή ώρα για το μαγαζί. Η Βαρβάρα αφήνεται στις ατέλειωτες σκέψεις της. Τρεις με πέντε δεν έχει ψυχή. Το μυαλό της στριφογυρίζει, κάνει απέραντα δρομολόγια μέχρι να περάσει αυτή η ώρα.

Ύστερα από κάμποση ώρα, όμως, εμφανίζεται και η Μαρία στο μαγαζί! Γύρισε φουριόζα, χωρίς ανάσα, έτοιμη να τα “ξεράσει” όλα. -Ηρέμησε, ηρέμησε! Κάτσε να σού φτιάξω ένα τσαγάκι, Μαρία. Τής φέρνει το τσαγάκι η Βαρβάρα, ανάβουν κι ένα τσιγάρο και αρχίζει η Μαρία να της λέει: “Σήμερα ήταν μια υπέροχη μέρα! Άκου να δεις τι έγινε: από τότε που πήρα το πτυχίο εσωτερικής αρχιτεκτονικής, έψαχνα σαν τρελή να βρω το επάγγελμα που θα μού ταίριαζε. Τυχαία την περασμένη εβδομάδα, εντελώς τυχαία, συνάντησα το Μάρκο.” -Ποιο Μάρκο; -Είναι ο πατέρας του μεγάλου μου γιου. Μού είπε ότι ψάχνει μια συνεργάτη για να τους διαμορφώσει έναν εσωτερικό κήπο. Βρε πήγα εκεί πέρα και ήταν όλα όπως τα περίμενα. Έχω το ελεύθερο να κινηθώ, όπως θέλω εκεί. Το μοναδικό ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει αρκετός διαθέσιμος χρόνος και όλα πρέπει να γίνουν πολύ γρήγορα. -Δηλαδή τα βρήκατε με το Μάρκο πάλι; -Όχι, δεν τα βρήκαμε. Απλώς αυτός ήξερε για αυτή τη δουλειά. -Να σε ρωτήσω κάτι πολύ προσωπικό; Τα άλλα δύο μικρά δεν είναι δικά του; -Όχι, βρε Βαρβάρα, δεν έχει σημασία τώρα αυτό. Μεγάλη ιστορία! Τρέχω σαν τρελή όλη μέρα για να ανταποκριθώ σε όλες τις ανάγκες που έχουμε, είπε τότε η Μαρία, αλλάζοντας για λίγο θέμα. “Και τι να σού πω; Τρεις άντρες είχα και κανείς δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην τρελή, γρήγορη ταχύτητά μου!”  “Τι λες ρε; Tρεις άντρες!” Έμεινε άναυδη η Βαρβάρα. -Εγώ έναν ψάχνω και δεν τον βρίσκω, είπε το δικό της παράπονο. Αλλά η Μαρία συνέχισε απτόητη…

-Στη δουλειά πρέπει να οργανωθώ, πρέπει να έχω προσωπικό, βοηθούς και είμαι πολύ αγχωμένη. Αναρωτιέμαι πώς θα τα καταφέρω μέσα σε τόσο λίγο διάστημα να βγάλω αυτή τη δουλειά. -Μην ανησυχείς, Μαρία. Εμείς όλοι στη γειτονιά θα σε βοηθήσουμε, θα σε στηρίξουμε και αν χρειαστεί θα έλθουμε μαζί σου. Είμαστε δυνατή ομάδα εδώ. Έχουμε τον καθηγητή, έχουμε τον μουσικό… Όλα θα πάνε καλά. Κι αν θέλεις, μπορούμε αργά το απογευματάκι να τους φωνάξουμε όλους εδώ για καφέ και να τα συζητήσουμε. -Πολύ καλό αυτό! Σ΄ευχαριστώ, Βαρβάρα μου, είπε με ανακούφιση η Μαρία. Και μετά, πλησιάζοντας περισσότερο τη Βαρβάρα,  ψιθύρισε: “ό,τι είπαμε πιο πριν, να μείνει μεταξύ μας.” -Εντάξει! Μείνε ήσυχη. Κρατάω και τα παιδιά και… τα μυστικά και τις υποσχέσεις που δίνω. Τής χαμογέλασε με σιγουριά η Βαρβάρα, αγγίζοντάς με στοργή τον ώμο της. Θα τούς μαζέψω όλους αργότερα. -Βαρβάρα, είσαι θησαυρός, είπε με το γνωστό λακωνικό αλλά περιεκτικό σε νόημα λόγο της η Μαρία.

Φεύγει λοιπόν η Μαρία, έχοντας στο νου της αυτό που τής υποσχέθηκε η Βαρβάρα. Σε λίγες ώρες επιστρέφει και βρίσκει το παρεάκι συγκεντρωμένο στο μαγαζάκι. Μπάχαλο! Μήπως ο μουσικός θέλει την Ειρήνη και ο φιλόσοφος τη Μαρία; Μια μυστική, αόρατη συνομιλία φαίνεται να γίνεται πίσω από τις λέξεις, μία συνομιλία βλεμμάτων. Η γλώσσα του σώματος ίσως είναι πιο δυνατή από οποιοδήποτε άλλο τέχνασμα του λόγου. Πώς, όμως, θα ταιριάξει το παζλ ομαλά, χωρίς απρόοπτα επεισόδια; Αλλά μήπως τελικά αυτά είναι το αλατοπίπερο των σχέσεων; Μια εκνευριστική ηρεμία κυριαρχεί στο χώρο. Όλοι φαίνεται ότι κάτι θέλουν να πουν, αλλά κανείς δε λέει τίποτα. Η Βαρβάρα για άλλη μια φορά τους σώζει από την αμηχανία και τη σιωπή. -Μαζευτήκαμε εδώ για να δούμε τι θα κάνουμε με τη Μαρία. Πώς μπορούμε να τη βοηθήσουμε;

Για αυτή, όμως, την προσφορά της προς τους άλλους, δε συγχωρεί τελικά τον εαυτό της. -Εγώ θα λείψω για λίγο, λέει. Κλείνει  απότομα το μαγαζί, αφήνοντάς τους άναυδους να καθίσουν στο παγκάκι απέξω και να την περιμένουν. “Καλά, τι μάς μάζεψε η Βαρβάρα; Και αφού ήλθαμε, σηκώθηκε να φύγει! Τόσο σοβαρό ήταν αυτό που προέκυψε;” Εκφράζει την απορία του ο καθηγητής και ανάβει τσιγάρο. Ανταποκρίνεται τότε η Μαρία στα γεμάτα απορία λόγια του με συνοπτικό τρόπο. “Δεν είναι τόσο σημαντικό αυτό που σάς ήθελα. Τη δουλειά θα την καταφέρω. Ηθική υποστήριξη χρειάζομαι περισσότερο. Και βέβαια κάποιον να ασχολείται με τα παιδιά.” -Εγώ είμαι αυτός που ζητάς, είπε αυθόρμητα ο καθηγητής και τής χάιδεψε τα μαλλιά. Κοκκίνισε η Μαρία. Έδειχνε ότι τής άρεσε το ενδιαφέρον του και σα να περίμενε πολύ τη στήριξή του. Ήταν λοιπόν τόσο ευαίσθητη; Ναι, αλλά τι συμβαίνει με την Ειρήνη, σκέφτηκε η Μαρία. Τι θα πει η Ειρήνη; Kαι στην τελική, αυτή κοιμάται στο σπίτι του. Εντάξει, κοιμάται μερικές φορές. Αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό. Αλλά και σε μένα έρχεται πολλές φορές ο μουσικός και πίνουμε καφέ.

Στο μεταξύ, τα δύο μικρότερα παιδιά της Μαρίας ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν στον πεζόδρομο, χάνοντας κάθε επαφή με το περιβάλλον γύρω τους, αφοσιωμένα στη δύναμη των χρωμάτων, τα οποία ευτυχώς άρχισαν να καταπλακώνουν το σκούρο μπετόν. Και είχε επιτυχία το έργο τους. Κάποιοι περαστικοί άφηναν χρήματα σε ένα καλάθι που τυχαία βρισκόταν δίπλα στα παιδιά! Η παρέα κοίταζε και δεν το πίστευε. Λέει τότε ο μουσικός: “μήπως να πάω και εγώ εκεί να συνοδέψω το έργο τους με τη μουσική μου;” Και πήρε το όργανο και πήγε, χωρίς να το πολυσκεφτεί. -Καλή ιδέα, συνέχισε, παίρνοντας το λόγο η Ειρήνη. “Να έλθω και εγώ Άλεξ να συμμετέχω με τα ποιήματά μου,” τού φώναξε. -Και δεν έρχεσαι; Έτσι βρέθηκαν και οι δύο να συνοδεύουν τη ζωγραφική, με τη μουσική και την ποίηση και να γίνεται ένας χορός των τεχνών.

Από το δρόμο κάποια στιτγμή ακούστηκε ο θόρυβος μιας μηχανής που πλησίαζε. Και τι να δούμε; Ένας ξανθός μακρυμάλλης, ψηλός, γεροδεμένος να κατεβαίνει από τη μηχανή και από πίσω να εμφανίζεται η Βαρβάρα που τόση ώρα ήταν κρυμμένη πίσω του! Ήταν μες την τρελή χαρά! “Κοιτάξτε παιδιά ποιος ήλθε από πολύ μακριά να με επισκεφτεί: ο Τσάρλι από τη Νέα Ζηλανδία! Ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Το κατάλαβα, όταν έφυγε από την Κρήτη, από την παραλία που τα λέγαμε. Μού είπε ότι πήγαινε να πάρει τσιγάρα. Εξαφανίστηκε… Με την ίδια μηχανή που έχει και σήμερα. Από τότε έχει γυρίσει όλο τον κόσμο. Η αληθινή αγάπη, όμως, δεν τελειώνει! Γύρισε!” “Α, ρε Βαρβάρα” λέει η Μαρία. “Τυχερή που είσαι! Ύστερα από 20 χρόνια ξαναβρήκες τον αγαπημένο σου! Ξαναζείς το όνειρό σου!” Κανείς βέβαια δε θα μπορούσε να ξέρει τι διάρκεια θα ξαναείχε αυτό το όνειρο…

Σταματά η μουσική, ανοίγει το μαγαζί η Βαρβάρα. Βγάζει μπύρες, κοκα-κόλες, γλειφιτζούρια. Όλοι τώρα ρίχνουν κρυφές ματιές στον καθηγητή και τη Μαρία, που έχουν πάει πιο πέρα και συζητούν. “Έμεινα έκπληκτη με το τόσο ενδιαφέρον σου”, του λέει. “Και να σού πω την πάσα αλήθεια, πολλές φορές με εκνεύρισες με τη συμπεριφορά σου”. Την κοιτάζει με απορία ο καθηγητής, ενώ αυτή συνεχίζει. “Ωραία τα λόγια και οι θεωρίες του καλού μας γείτονα, αλλά στην πράξη τι γίνεται; Και όλα να τα αντιμετωπίζεις με τόση ψυχραιμία και αισιοδοξία!” Ο καθηγητής ετοιμόλογος και άμεσος, όπως πάντα, τής λέει τότε: -Μαρία, σε θαυμάζω για το κουράγιο και την τόλμη σου! Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό που κάνεις! Να μεγαλώνεις τρία παιδιά και να φροντίζεις και για την καριέρα σου. -Μάλλον υπερεκτίμησα τις δυνατότητές μου. Ξεπέρασα τα όριά μου. Και τα σωματικά και τα πνευματικά. Είμαι στα όρια της τρέλας. Είμαι έτοιμη να καταρρεύσω. Και εκείνη τη στιγμή η Μαρία λιποθυμάει στην αγκαλιά του καθηγητή, ενός ανθρώπου που ζει πάντα εντός των ορίων. Σε λίγο συνέρχεται, πάλι στην αγκαλιά του καθηγητή. Γύρω, όλοι από το παρεάκι χαμογελούν με ανακούφιση.

Ανοίγει τα μάτια η Μαρία και βλέπει έναν άλλο κόσμο, φωτεινό και διάφανο. Τότε ξαναγίνεται παιδί και κάνει τη μαγική ευχή: “να μείνω για πάντα μέσα σε αυτό το όνειρο”.

*

βιογραφικό           

Γεννήθηκα στην Αθήνα. Έζησα για πολλά χρόνια στη Γερμανία, στη Φραγκφούρτη. Για κάποιο διάστημα έμεινα στην Ισπανία και συγκεκριμένα στην Ανδαλουσία. Ασχολήθηκα με τη ζωγραφική και τη φωτογραφία. Έχω πάρει μέρος σε αντίστοιχες εκθέσεις. Ταξιδεύοντας σε διάφορα μέρη του πλανήτη, έφτασα και στις Ινδίες, όπου είχα την ευκαιρία να γνωρίσω έναν άλλο τρόπο σκέψης και ζωής και να εμβαθύνω στη διδασκαλία του Όσσο. Τελικά, με κέρδισε ο εναλλακτικός τρόπος απλής ζωής. Πρόσφατα άρχισα να ασχολούμαι με την καλλιέργεια της γης. Αντλώ το υλικό για τις ιστορίες μου από την καθημερινή πραγματικότητα, την οποία πιστεύω ότι ο καθένας- μόνος του και μαζί με τους άλλους – δημιουργεί.

Advertisement