Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα.
Εκείνη τη μία και μοναδική φορά που με τη τρέλα θεριό στη σκέψη μου, ήρθα να σε βρω. Ο τόπος μύριζε βροχή και κυκλάμινο, κι ας μην έχει άρωμα το κυκλάμινο.
Ήταν κακιά εκείνη η βραδιά. Μόνο ένα καλό έκρυβε. Εσένα! και τα κυκλάμινα.
Με χίλιες προφυλάξεις ήρθα να σε βρω. Δύσκολοι καιροί. Επικίνδυνοι. Εγώ όμως δε λογάριαζα τίποτε μπρος στα μάτια σου. Ο μόνος κίνδυνος για μένα ήταν να μη καταφέρω να ‘ρθω να σε βρω.
Θυμάμαι που στα μάτια σου χώραγε ολάκερη η θλίψη του κόσμου. Μου φαινόταν εύκολο να κάνω μια έτσι με το χέρι μου και να διαλύσω όλη εκείνη τη καταχνιά. Ξέρεις πως για σένα θα χαλάλιζα ολάκερη ζωή;
«Δε με νοιάζει τίποτα» σου χα ψιθυρίσει τόσο σιγά για να μην ακούσω ούτε εγώ τα λόγια μου από φόβο μη μου αρνηθείς, «ετούτη τη νύχτα χάθηκαν όλα τα παλιά κι αρχινάνε τα καινούρια».
Εσύ, παρόλο που είχες κλειστά τα μάτια και δε μπόρεσες να διαβάσεις τα χείλια μου τα άκουσες όλα. «Αυτή η νύχτα υπήρξε για μας κι άλλη καμιά δε θα υπάρξει» μου απάντησες το ίδιο σιγά. Κι εγώ, παρόλο που δε σε κοιτούσα σε άκουσα. Μαζί με τα λόγια άκουσα κι ένα παράπονο. Δεν είχε λέξεις αλλά υπήρχε.
«Άσε με να σ’ αγαπώ» παρακάλεσα σα παιδί.
«Με αγάπησες ήδη αρκετά. Φτάνει».
«Μόνο σα δάκρυ πρόλαβα να τρέξω». Άκουγα τη βροχή κι ευχόμουν τα λόγια να ‘ταν ένα ψέμα.
«Στη διαδρομή του το δάκρυ αφήνει τα υπόγεια της ψυχής σου να πάρουν μορφή».
«Μα η μορφή τους είναι υγρή, θα χαθεί» φώναξα.
«Μαζί κι εγώ… όσο πιο πολύ διαρκούν τα δάκρυα τόσο χάνεται η αλήθεια τους».
«Γιατί το κάνεις αυτό;»
«Ποιο;»
«Να αναζητάς τη δυστυχία».
«Δε ξέρω».
«Πάμε να φύγουμε;!»
«Φοβάμαι».
«Τι φοβάσαι τόσο λοιπόν;»
«Τους χειμώνες».
Πέρασαν χειμώνες και χειμώνες από τότε. Δε θέλω να τους μετρήσω. Από τότε όλες οι αγάπες μου κρατάνε μια νύχτα… ή όσο ένα δάκρυ.
Από κείνη τη νύχτα θυμάμαι μόνο το παράπονο σου. Εκείνο το χωρίς λέξεις.
Είναι σαν την αόρατη κατάρα κι αυτό που κουβαλώ στις πλάτες μου. Μοναξιάς κατάρα, έτσι λέγεται. Και μοιάζει με λευκά φτερά αγγέλου που στο φως του Θεού δε ξεχωρίζουν.
Η κατάρα βαραίνει κάθε χειμώνα πιο πολύ. Κι εγώ κάθε άνοιξη έχω καμπουριάσει κι άλλο.
Περπατώ κατά μήκος του ποταμού. Μόνος. Τα φύλλα τρίζουν κάθε φορά που τα πατώ. «Χειμώνιασε» ψιθυρίζω. Ο αέρας σηκώθηκε κι ανακάτεψε τα φύλλα. Ψιχάλες σκόρπισαν.
Ώρα να πηγαίνω. Έχω να βάλω τα καλά μου απόψε, να υποδεχτώ έναν ακόμη χειμώνα.
**
Ελένη Βλάχου
Η Ελένη γεννήθηκε το 1982 στα νότια της χώρας. Σπούδασε κάτι τυχαίο (διοίκηση επιχειρήσεων). Δε το ακολούθησε ποτέ ως επάγγελμα.
Τα τελευταία χρόνια ζει στη Σπάρτη. Μεγαλώνει 3 παιδιά και μαζί με τα παιδιά μεγαλώνει κι αυτή. Τα βιβλία αποτελούν εξέχουσα θέση στα ράφια της και στη ζωή της. Τα διαβάζει όπου κι όποτε μπορεί. Σκέψεις, ιδέες, ιστορίες, παραμύθια σουλατσάρουν άναρχα στο μυαλό της. Όποτε κλέβει χρόνο αφήνει το στίγμα αυτών σε ένα κομμάτι χαρτί, σε μια διαδικτυακή γωνιά ή όπου αλλού μπορεί.
Εύχεται να έπαυε η ασχήμια αυτού του κόσμου κι η ανθρωπότητα να γέμιζε ελπίδα. Ξέρει, πως είναι μάταιη η ελπίδα της αλλά όταν κάποιος κάνει μια ευχή έχει το δικαίωμα να εύχεται ότι θέλει. Έτσι δεν είναι;