Επιλογή eyelands – Τα εξ ανακλάσεως

6th-international-contest-smallerΣυνεχίζουμε την δημοσίευση των ιστοριών της  Επιλογής από τον διεθνή διαγωνισμό του eyelands. Πρόκειται για τα διηγήματα που διακρίθηκαν αλλά δεν θα συμπεριληφθούν στην έντυπη έκδοση. Θα δημοσιευθούν στο eyelands, δύο κάθε μήνα, σε μια σειρά ιστοριών που θα κλείσει τον Σεπτέμβριο του 2017 όταν θα ανακοινωθούν πλέον οι διακρίσεις του επόμενου διαγωνισμού.

 Τρίτο διήγημα που δημοσιεύεται (ακολουθούμε τη σειρά υποβολής των κειμένων) είναι το διήγημα ‘’Tα εξ ανακλάσεως’’ της Αναστασίας Δεουδέ. Μαζί με το βιογραφικό της συγγραφέως δημοσιεύουμε και την σειρά με την οποία θα δημοσιευθούν τα επόμενα διηγήματα.

 

**

Τα εξ ανακλάσεως

Μια ζωή σκυφτή, με τα μάτια χαμηλά, με τα πόδια να γοργοπερπατάνε για να προλάβουνε το φως. Το φως της ζωής. Να τρέχουνε, να μην τους πιάσει το αυγινό. Να λαχανιάζουν να μην τους προκάμει το εσπερινό.

Και σε τούτο το ταξίδι τους συμπορευτές και συνταξιδιώτες, βουβοί συντρόφοι, νοματισμένοι ή αβάφτιστοι, τα χρώματα στα άγρια αυτοφυή της Απειράνθιας γης. Μια θεσπέσια φασματογραφία στο ορατό και στο αόρατο μήκος κύματος για ανθρώπους και ζούμπερα, για ζωντανά και σερπετά. Τα χρώματα στα χιλιάδες λουλουδάκια που φυτρωμένα σε στράτες, σε πεζούλια, σε αμπασιές, σε διχάλες χοντρών κορμών, σε κτήματα ποτιστικά, σε ρύακες, σε υστέρνια, σε εμπολές, σε αγωγούς χωμάτινους, σε βόρτα μιτάτων, σε μαντροκαθίσια ορεινών ή παραθαλάσσιων μαζωμών, σε ξερολιθιές ή ασμυριγλοσωρούς παρακολουθούν τη ζωή, την αμίλητη ζωή. Στεφανώνουν με το κάλλος τους, το σμιλεμένο από τα 3500 ως τα 7500 Ανγκστρομ μήκος κύματος, το διάβα των γενεών. Ταπεινοζωγραφισμένα και χαμηλοχαραγμένα, για τούτους τους δουλευτάδες τα έταξε ο μεγαλοδύναμος. Έτσι πως περνούνε τη ζωή, σκέφτηκε, μεγάλη η Χάρη Του, σκυφτά και κουρασμένα, υποταγμένοι και αξερίζωτοι σε μια σταγόνα Αιγαιοπελαγίτικης γης, όρισε να είναι ο ιδρώτας τους το άγιο νερό που θα τα φορτώνει με χλωροφύλλες, ξανθοφύλλες, καροτίνες, ανθοκυανίνες, ανθοξανθίνες, μπεταλαΐνες. Για να δαντελοκεντάνε τα χρώματα των πετάλων τους τα δύσβατα περάματα των μεροκαματιάρηδων ολοχρονίς.

Το μωβ, το ιώδες, το μαβί, το λουλακί, το κυανό, το γαλάζιο, το μπλε στις ανεμώνες, στους άγριους κρίνους, στις ίριδες, στα κροκάκια, στους υάκινθους. Σε άνθη μικρά και μεγάλα που φέγγουν στο κρύο του χειμώνα από την ώρα που θα δώσει ο ήλιος ως τα βασιλέματά του. Όταν εκείνοι κουβαλούν φορτώματα τα ξύλα για τις πυροστιές, όταν ρεβέρνουνε τα ζα στις παρά θιν αλός χειμερινές εγκαιριές.

Το κίτρινο, το πορτοκαλί, το ερυθρό, το πορφυρό, το πορφυροιώδες, το κοραλί, το φούξια, το ροζ, το λιλά. Στη μαργαρίτα, στην ασπαρτιά, στον ασπάλαθα, στη ναξία βιολέτα, στην παπαρούνα, στην αλθαία, στο αγριογαρύφαλλο, στο κυκλάμινο, στη λαδανιά. Στικτές κηλίδες, πολύχρωμες στάμπες σε παιδικά χεράκια. Οι γητεμένες από τη μυρωδιά τους νυχτιές λιγώνουν στα ανοιξιάτικα φεγγάρια και στα αναπάντητα γιατί των ματιών που τα κοιτούν.

Το λευκό, το υπόλευκο, το ζαχαρί, το αμμουδί, το χασεδένιο, η ώχρα, το καφετί, το κεραμιδί, το βισινί, το κερασί. Στη βιολέττα της θάλασσας, στο νάρκισσο, στην αστοιβή, στον ασφόδελο, στην κουβαρασκέλλα, στον παρθενόκρινο, στο σύμφυτο, στη σκουλαρηκιά, στον αγριόβατο, στις μολόχες, στις φυλλάδες και στις άλλες θυγατέρες του θέρους. Τις άξιες, τις αντρειωμένες, τις αντέχουσες την ξηρασία, την κοφτερή πέτρα, το ελάχιστο χώμα.»

Τέλος η εισαγωγή, σκέφτεται. Έτσι, γεμάτη άγρια χρώματα, απερίγραπτα. Άλλωστε τις ιδιαίτερες αισθήσεις δεν τις βάνουνε οι λέξεις. Δεν κοινωνούνται, δεν μεταφέρονται, δεν αποδίδονται, δεν εξηγούνται, δεν ερμηνεύονται απόλυτα.  Ξεκινά το ημερολόγιο του έτους εκείνου, παραμονή πρωτοχρονιάς ντύνοντας τους μήνες με τα χρώματα των αυτοφυών χαμολούλουδων του ορεινού χωριού. Στα χειμερινά πατήματα των βοσκών συναντιέται με το ιώδες του μανδραγόρα και του κρόκου.

4000 με 4350 Άνγκστρομ το μήκος κύματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που εξ ανακλάσεως φθάνει στο αισθητήριο του ματιού. Άρα συντελεστής ανακλάσεως για την ιώδη ακτινοβολία περίπου η μονάδα, θα μπορούσε να γράφει ο Κουγιουμτζόπουλος στην Οπτική του. Και ο Νιαβής στη Φυσιολογία Φυτών ίσως να διατύπωνε πως οι χρωστικές στα πέταλα τούτων των ανθέων να είναι ειδικά φλαβονοειδή, ανθοκυανίνες που απορροφούν όλες τις ακτινοβολίες του ορατού φάσματος και ανακλούν κάποια μήκη κύματος της ιώδους. Και βεβαίως ο Ζερλέντης στη Συστηματική Βοτανική του θα σημείωνε για το πρώτο Mandragora officinarum και για το δεύτερο Crocus laevigatus.

«Επά πάντως λέμε άμα βρέχει πολύ πως ρίχτει ο Θεός μαντραούρες.» Ανηφορίζουν  χέρι χέρι και πάνε μαζί ένα μερόστρατο δρόμο, ψηλά σε πετρώδη και δύσβατα υψώματα. Σκάβει με το σουγιά γύρω από το ρόδακα που σχηματίζουν τα χαμερπή σκληρότριχα φύλλα του μανδραγόρα, πετάγονται οι χαλικουριές, οι φλοίδες των διαβρωμένων σχιστόλιθων και αναδύεται η ρίζα του φυτού. Μεγαλόσχημη, κονδυλώδης σαν καλοσχηματισμένο έμβρυο.

«Θωρείς; Γι αυτό το λέανε ετσά οι παλεοί αθρώποι. Εξέρασι εκείνοι. Πάντως ούτε οι ζούλες, ούτε τα πρόβατα το τρώσι»

Στην κατηφοριά της επιστροφής κυλούν στο ευαίσθητο χαλί του κρόκου. Του το δείχνει, κρινάκι της το λέει, δε νοιάζεται για το χρώμα του, εκείνη παρατηρεί τις μεταπτώσεις του μωβ. Κρυώνουν μπαίνουν σε ένα ξωμάντρι, ένα μιτάτο με πετροδόκαρα, ξυλόπορτα και καμινάδα. Από μια σκοτεινή θυρίδα βγάζει το μπουκάλι το ρακί. Στο φως του αναπτήρα διακρίνει μια άλλη απόχρωση στο δυνατό ποτό.

«Ε, ευτό που μούδειχτες απώρας έχει κάτι κλωστριδάκια το λουλουδάκι ντου, που τα βάνει αφέντης μου στο λαήνι και ίνετε ετσά η ρακή.»

Θα μπορούσε να γράψει μετά βεβαιότητος ότι το Γενάρη του 198…εκείνος ακτινοβολούσε εξ ανακλάσεως σε όλες τις διακυμάνσεις του ιώδους.

Στο τζάκι καίγεται ο σφένδαμος, το πουρνάρι, η βελανιδιά, τα κουτσούρια της ελιάς. Ο Φλεβάρης ενδύεται στο μελαγχολί χρώμα της ανεμώνας. Υπογάλανο, μαβί, κυανούν, υπόλευκο, «ερανιό το λέσι οι ανεφαντούδες και κάνουσι τα σκούρα λουλουδάκια στα πεσκήρια τσι λαήνας του νερού». Κι αυτή μόνη και μοναχή στον άνεμο των ορεινών Κυκλάδων, ντελικάτη, γλυκεία με μια βελούδινη καρδιά που απορροφά όλες τις ορατού μήκους κύματος ακτινοβολίες, γι αυτό μαύρη και ανθεκτική. Έτοιμη να θυσιαστεί στο βωμό της διονυσιακής μέθης που ακόμα καλά κρατεί σε τούτο τον απροσπέλαστο τόπο που οι νόμοι της πολιτείας ορίζουν ως δυσπρόσιτο και μοριοδοτούν γενναία. «Θαρρεί κανείς πως είναι ευτά που κεντούσι οι θυατέρες στα κάντρα με τσι Σταυροί πούχουνε στα απροσκέφαλά ντονε. Ανεβατό λέσι την κεδιά και πικροχρώματα τσι μουλινέδες».

Με τη συστολή και το σεβασμό που η φύση προικοδοτεί ανέκαθεν τον ερωτευμένο ψυχισμό της ατόφιας αντρικής καρδιάς, καταθέτει αδέξια, τραχιά το αμίλητο μπουκέτο στη σκέπη των θαμπωμένων της ματιών. Anemone blanda, anemone coronaria, 4800 με 4900 Άνγκστρομ το μήκος κύματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας το εκπέμπον χρώμα της φασματικής γραμμής. Ένα γύρω και οι κυάνιες αποχρώσεις στα φαναράκια, Muscari comosum, μες τα βράχια του μιγματίτη. Οι ήχοι των κουδουνιών των μασκαράδων ηχούν, το μαρμαρόφυτο χωριό υποδέχεται την Περσεφόνη με αλαλαγμούς, μουσικές τσαμπούνας και τύμπανου και το κρασί από τα ασύρτικα και τις μανδηλαριές ρέει στις φλέβες της νιότης.

Το αμπέχωνο του Φλεβάρη του έτους εκείνου ακτινοβολεί το εξ ανακλάσεως  ανεμονί της αναμονής, της επιμονής και της υπομονής. Εύθραυστο ως ο βλαστός ο φέρων τις προαναφερόμενες ανθικές κεφαλές.

Χτυπά στα πλήκτρα της γραφομηχανής, αργά το βράδυ τους στίχους

Χορεύουνε αδέσποτα στο ρόγχο του βοριά

γυμνά κλαδιά που σκίζουνε της νύχτας το φουστάνι.

Για να’ ρχεται ξεστήθωτη ως τ’ αψηλά χωριά

σέρνοντας πίσω φάντασμα όσα ο νους δε βάνει.

 Στο κάστρο της υπομονής λαξεύω το χειμώνα.

Το χρώμα στο μπουκέτο σου θαμπώνει τη ματιά μου.

Το κρύο με καθήλωσε και που θα βρω κρυψώνα

να προφυλάξω την ψυχή και την κρυφή χαρά μου.

Δεν τον καταλαβαίνει τον καιρό πως τρέχει. Στο κάμπο ετοιμάζονται να σπείρουνε την εαρινή πατάτα και στα δικά της, τα ορεινά, οι βοσκοί μέρα τη μέρα αφήνουν όλο και πιο λεύτερα τα κοπάδια τους. Φεύγει μαζί του τα Σαββατοκύριακα, τουρτουρίζει στις πρωινές πάχνες, μα το πρώτο χρυσοκίτρινο χρώμα της Άνοιξης την καλωσορίζει δειλά στις πορσελάνινες χοάνες της ξινίθρας. Ο προάγγελος της Άνοιξης στους ασβεστολιθικούς λειμώνες με φύλλα τρίφυλλες καρδιές. Ένα μακρικάνικο, προκλητικά ευκίνητο χρώμα λικνίζεται στα πέτα του μηνός Μαρτίου στα 5700 ως τα 5900 Άνγκστρομ μήκος κύματος. Ένα λαμπρό τρεμοπαίζον κίτρινο χωνάκι, ελαφρώς πιο πάνω από το φλοιό του εδάφους. Oxalis acetosella στα βιβλία της, αλλά κατά βάση είναι το σώμα του που τρέχει σαν το νιο κατσίκι από τραφιά σε τραφιά, άφοβο,

ατρόμητο, απροφύλαχτο από τα άστατα καιρικά φαινόμενα που ο μήνας επιφυλάσσει προς το τέλος του.

Την κρατά σφιχτά όσο σκαρφαλώνει να χαϊδέψει τη λευκή ποώδη μαργαρίτα, Crysanthemum, με την κίτρινη σωληνανθή καρδιά. «Ξέρεις ήντα τραουδούσι ια ευτό το λουλουδάκι όσοι αγαπούσι και η αγάπη δε υρίζει να τσ’ αξανοίξει………τα χαμολούλουδα μαδώ/ κι ά μ’ αγαπά θέλω να δω.»

Διαβάζει ως αργά, παιδεύεται να εντοπίσει τις συντεταγμένες αυτής της ζωής, να κατανοήσει τι συμβαίνει, να αντιληφθεί, να προβλέψει και τα δάχτυλα στα πλήκτρα χτυπούν το κίτρινο του μηνός

Να’ χες αγάπη σύνορα, πόλη να’ σουν στο χάρτη.

Μα είσαι κύμα του μυαλού, αναλαμπή του Μάρτη

Φορτώνεται η μέρα ώρες, το φως κραταιό πλέον στον ουράνιο θόλο διαφεντεύει το κάλλος. Ελάχιστοι οι εναπομείναντες αυτόχθονες αφέντες τούτης της υπερκόσμιας χρωματικής ευδαιμονίας. Δημοσιεύεται η μελέτη του Snogerup για τη χλωρίδα των βραχονησίδων. Οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί στέλνουν μια τριαντακονταετία τους βιολόγους – βοτανολόγους που καταγράφουν τους νόμους που διέπουν τη βιοποικιλότητα, τη διασπορά, την ενδημικότητα των ειδών. Σκέφτεται ότι οι δικοί μας δεν κουνούν από τα χρυσοεπιδοτούμενα εργαστήρια των πανεπιστημιακών σχολών. Λίγοι γραφικοί, ελάχιστοι περιθωριακοί, που τους τα πετάνε στα μούτρα και παίρνουν κυριολεκτικά τα βουνά.

Τα βουνά, για να υποδεχθούνε το βασιλέα των χρωμάτων, το ερυθρό. Το κόκκινο στις εκατομμύρια εκφάνσεις του με τη βασιλική του απόδοση στα πέταλα της Απριλιάτικης παπαρούνας. 5900 μέχρι 6600 Άνγκστρομ μήκος κύματος. Papaver rhoeas κατά Καββαδά και φυσικά «Κουτσουνάδα τόλεε η λαλά μου και με τσι μαραθιές, τσι μαύρες σταφίδες και το ρύζι εεμόζανε το ρίφι τσι Λαμπρής. Εφουρνίζανε απού το Μεγάλο Σαββάτο τα μεσάνυχτα. Ελέασιν το πάτουδο»

Γράφανε τα βιβλία της Φυσικής το πάλαι ποτέ «……εάν εν σώμα φωτιζόμενον υπό λευκού φωτός φαίνεται ερυθρόν, ο συντελεστής ανακλάσεως του σώματος τούτου δια τας ερυθράς ακτίνας είναι περίπου η μονάδα…….» και αναλογίζεται τα μάγουλά του όταν τον κοιτάζει να της λέει «ο νήλιος βγαίνει στο κούτελό σου.» Ανασταίνεται η γης, λέξεις δεν περιγράφουν το ροδί, το ροδόχροο, το πορτοκαλόχροο, το φούξια, το κοραλί, το ροζ, το βυσσινί. Convolvolus arvensis, Cistus creticus, Erisymmum naxense, Symphytum naxicola, Nerium oleander, Trifollium, Lathyrus, Dianthus caryophylus και εκατομμύρια άλλα, πόσα πολλά που για εκείνον είναι η χαρά «τω ζουλοπροβάτω», για εκείνη η πρόθεση του Θεού επί της γης και για το Νιαβή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο οι χρωστικές ανθοκυανίνες που ανακλούν συγκεκριμένες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες.

Υπήρξε ούτως ειπείν ένας πορφυρός Απρίλιος που δεν απέκλειε και τα θλιμμένα χρώματα των ίριδων, στο βαθύ κυανό, «οι κρίνοι του Πιτάφιου», Iris germanica καθώς και την ταπεινή Iris gynandriris. «Ήντα θαρρείς τώρα συ; Όλα κρινάκια λέσιν τα.»

Διαπιστώνει πως θέλει να πάει στη εκκλησία. Στο χωριό η εκκλησία είναι αλλιώς. Ακούει τα λόγια του παππά, Συγκλονίζεται στο «ων κατά διάνοιαν έχει» και με τις κορδέλες τις πένθιμες που στολίζουν τις εικόνες τη Μεγάλη εβδομάδα. Η απόλυτη ταυτοσιμότητα με τα κυματιστά πέταλα της ίριδας.

Χτυπά τα πλήκτρα της μηχανής ενώ ο πορφυρόπλαστος Απρίλιος του 198….είναι παρελθόν.

Κρύψανε τα βαριά ρούχα στα μπαούλα. Εκείνος πήρε τα βουνά. Πρέπει να προσέχει τα ζώα. Φυλλίσανε τα κλήματα, οι πλατάνοι, οι βελανιδιές, οι πρίνοι στα εξαίσια πριονωτά τους φυλλίδια, οι σφένδαμοι, οι συκιές, οι ελιές στα γλαυκά, ασημόχροα. Οι χλωροφύλλες βρίσκονται σε ενεργειακό οργασμό. Το φάσμα του πράσινου από τα 4900 έως και 5500  Άνγκστρομ μήκος κύματος μπορεί να συμπεράνει κανείς μελετώντας τη χρωματογραφία με τα χρώματα της ίριδας. Καταγράφεται ένας Μάης με τα πράσινα διαυγή, δενδρίσια, δουλευτάρικα σαν τους παλιούς κατοίκους του χωριού, διαφορετικά και στεφανωμένα τους εκτυφλωτικούς θάμνους του απόλυτου κίτρινου. Spartum junceum, Calycotome spinosa. Το σπάρτο και ο ασπάλαθας. Τον είδε ελάχιστα, πνίγεται, γεννούν τα ζώα, αρμέγει, τυροκομάει, πουλάει, βόσκει αλλά προλαβαίνει να της πει «στ’ ασπαρτόκλωνα περνούσι τα σύκα το Σεπτέβρη και λιάζουνται ια να τα ξεράνουσι. Ένα μήνα απάνω στα δώματα κι απέκιο τα φουρνίζουνε. Κι ευτό το άλλο εμείς το λέμε ασπάλαρθα και βάνωμεν το στο πρωτομαϊάτικο στεφάνι, αμπασόκλαδο στα περάσματα, προσάναμμμα…..»

Πολύωρες βόλτες σε εξαίσια τοπία, ο καιρός γλυκύτατος, τα βράδια σημειώνει πως ο Μάιος την πείθει ότι εφεξής πρέπει να λέμε καρυδί, πλατανί, σφενδαμί, βελανιδί. Τα πράσινα τα χίλια πράσινα, τα δέκα χιλιάδες πράσινα  και στεφάνι τους το τυπικό φυτό της χαμαίφυτης, ξηροφυτικής βλάστησης, της φρυγανώδους όπως περιέγραφε ο Ζερλέντης το 1979 στο παλιό αμφιθέατρο στο Βοτανικό, ο ασπάλαθας του Σεφέρη. Πάντα απέρριπτε την ανάλυση των φιλολόγων, διότι η ποίηση δεν ερμηνεύεται. Εξ ενστίκτου τότε, εκ πόνου τώρα. Θα ήταν μέσα μηνός Μαΐου, με τα τζαμιλίκια της σάλας ορθάνοιχτα, με τα χασεδένια σεντόνια στην καριόλα ομορφοστρωμένα, όταν γεννιέται η ώρα για το  Χρώματα και Αρώματα, σίγουρα η επήρεια του τραγουδιού με τη φωνή του Ξυλούρη και τη μουσική του Μαρκόπουλου είχε παίξει ένα ρόλο. Οπωσδήποτε……Χτυπά στα πλήκτρα

Και χρώματα και αρώματα

Οι κρίνοι. Τα διπλά πουλιά. Ο δυόσμος. Η βιολέτα

και οι ψαρές γαριφαλιές μες την παλιά μεθύρα.

Λικνίζονται σα θηλυκά στης άνοιξης τα πέτα

αθώα και καλόπιστα. Δεν τα φοβίζει η μοίρα.

 

Το μωβ, το άσπρο, το ροδί, το πράσινο της φύσης,

το κίτρινο της ασπαρθιάς μες την στροφή του Ντρίτη.

Ποια να διαλέξεις μυρωδιά, ποια πίσω σου ν’ αφήσεις;

Να κλέβονταν τα χρώματα! Νάχα καρδιά αλήτη!

 

Κόκκινο δίκοπο, βαθύ, μαδάει η κουτσουνάδα.

Χρώμα στα Κατελύματα, φυλλίζει η αχλάδα.

Ήλιος κι αγουροξύπνησε από την πατινάδα

των σπουργιτιών που φώλιασαν ψηλά στην καμινάδα.

 

Ασπάλαθας ο βασιλιάς του βράχου, του πασπάρου.

Ο άρτικας, η πουπουλιά στέφανι στο Φανάρι.

Γιατί αυτά δε νοιάζονται, γιατί γελούν του χάρου

που θα ‘ρθει το φθινόπωρο μαζί του να τα πάρει;

 

Και χρώματα. Και αρώματα. Κι ασβέστης. Και λιακάδες.

Χυμοί κι αγέρας βότανου, και ροζ μες τις φυλλάδες.

Γλεντήστε τις Πρωτομαγιές της πίκρας τους χαλκάδες

πριν φέρουν και αρπάξουνε, τα χρώματα, οι βοριάδες.

Έπρεπε να περάσουν 30 ολόκληρα χρόνια  για να αντιληφθεί το χρώμα της στιγμής που γράφτηκε το παραπάνω. Ω ναι, και η ίδια δεν κάτεχε το πώς και το γιατί. Ούτε τι χρώμα είχε η στιγμή. Εκείνη τη βραδιά με το νιό φεγγάρι, με τον ασθενικό γλόμπο της σάλας να φέγγει, με τις χλωροφύλλες έξω σε λανθάνουσα κατάσταση λόγω του σκοταδιού, εκείνη είχε απορροφήσει όλες τις ακτινοβολίες του ορατού φάσματος της Ανοίξεως, είχε ρουφήξει όλα τα εξ ανακλάσεως χρώματα. Μια τρελαμένη περαστική πεταλούδα που της άρεσαν όλα, εκτροχιασμένη που ζήτησε να συνουσιαστεί με το άπειρο. Και φυσικά ο θεός στα ορεινά των Κυκλάδων προσφέρει το δώρημα κατά το συμφέρον της αιτήσεως. Γράφει το ποίημα σαν υπνωτισμένη από το παραισθησιογόνο κίτρινο του ασπάλαθα και όσο πληκτρολογεί βυθίζεται στο μελανό, αργά και ηδονικά για να φτάσει στο απόλυτο μαύρο. Στο εξ ανακλάσεως χρώμα του τέλους μιας υπέροχης διαδρομής αφού μέσω των κωνίων του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του ματιού έφτασαν στον εγκέφαλο ως ηλεκτρικά σήματα όλα τα χρώματα της άγριας αυτοφυούς χλωρίδας μιας μαγεμένης περιοχής. Αποφάσισε πως ήθελε να τα απορροφήσει όλα. Και ένα σώμα είναι μαύρο όταν απορροφά όλο το φάσμα των ορατών κυμάτων.

 

Γλωσσάρι
Αμπασιές: Το πέρασμα από τη μια ιδιοκτησία στην άλλη.
 Υστέρνια: Στέρνες με βρόχινο νερό
Εμπολές: Η εμβολή, το τέλος του αγωγού ποτίσματος
Βόρτα:  Τα μαρμάρινα πελεκημένα μαρμάρινα κασώματα των πορτοπαράθυρων
Μαντροκαθίσια: Τόπος ξεκούρασης των βοσκών
Μαζωμών: Οι μόνιμοι εγκαταστάσεις των βοσκών με όλα τα σύνεργα της τυροκόμησης
 Ασμυριγλοσωρούς: σωροί του ορυκτού σμύριδα
Χλωροφύλλες, ξανθοφύλλες καροτίνες, ανθοκυανίνες, ανθοξανθίνες, μπεταλαΐνες : Χρωστικές στα πέταλα των φυτών που εν πολλοίς ευθύνονται για τα χρώματά τους.
Ρεβέρνουνε: Μαζεύουνε τα ζώα όλα μαζί
Παρά θιν αλός: Κοντά στην άμμο της θάλασσας
Εγκαιριές: Τμήματα γης που βοσκούνται κάθε δεύτερη χρονιά
Ζούλες: Οι κατσίκες
 Ξωμάντρι: Μακρινή μάντρα για ζώα
Επά : Εδώ
Απώρας: Προ ολίγου
Λαήνι: Το λαγήνι
Κλωστριδάκια: Στήμονες
Ερανιό: Το μπλε γενικά ως χρώμα
Ανεφαντούδες: Οι υφάντρες
Πεσκήρια: Πετσέτες
 Ανεβατό: Είδος βελονιάς κεντήματος
Κεδιά: Η βελονιά
 Μουλινέδες: Τα ματσάκια κλωστών κεντήματος
Κι απέκιο: Κατόπιν
Καριόλα: Το σιδερένιο διπλό κρεβάτι
Μεθύρα: Το κιούπι
Άρτικας: Ο ασφόδελος
Πουπουλιά: Η αλισφακιά
Βιβλιογραφία:  Ημερολόγιο Απεραθίτικου Συλλόγου 2005  Φυσική-Οπτική, Ηλία Κουγιουμτζόπουλου, εκδόσεις GUTENBERG, Αθήνα 1975 Συστηματική Βοτανική, Γεωργίου Σαρλή, εκδόσεις ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ, Αθήνα 1999 – Χρώμα Γραφικών Τεχνών και Πολυμέσων, Αθανασίου Απ. Κατσαρού, Αθήνα 2003 – Γλωσσάρι Απεραθίτικων ιδιωμάτων

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Αναστασία Δεουδέ

Γεωπόνος-εκπαιδευτικός με καταγωγή την ορεινή Απείρανθο της Νάξου. Μάχιμη εισέτι με δημοσιεύσεις πεζού, ποιητικού λόγου και επιστημονικών δοκιμίων. Με μια εξαίρετη κόρη, που συμβουλεύει και παροτρύνει.

 

**

ΕΠΙΛΟΓΗ EYELANDS

 

Επόμενα διηγήματα που περιλαμβάνονται στην επιλογή και θα δημοσιευθούν στο eyelands.gr είναι:

 

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

Γιώργος Βουλγαρίδης – Φιγούρα στο σκοτάδι

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

Αλεξίου Χριστίνα – Λευκή

Δημήτρης Πολίτης – Μια συνηθισμένη μέρα

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη – Πολύχρωμα τέρατα

Φαίη Ιακωβίδου – Πέφτοντας ψηλά

ΜΑΡΤΙΟΣ

Αναστάσιος Μπόγιαρης – Τι χρώμα έχει η αγάπη;

Μάρθα Γαλατοπούλου – Ανθισμένη έρημος

ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Άννα Μαρία Κατσαρού – Ηλιοβασιλεματα και ουράνια τόξα

Νίκη Κωνσταντοπούλου – Η παλέτα της Φρόσως

ΜΑΙΟΣ

Σύλβια Λουκά -. Ταξίδι προς το ουράνιο τόξο

Φανή Δούμα – Μια άλλη εκδρομή

ΙΟΥΝΙΟΣ

Γιώργος Τζεβελεκάκης – Έλληνες, του φωτός χρωματοφάγοι…

Αλεξάνδρα Κολιγιώτη –  Χρώματα

ΙΟΥΛΙΟΣ

Άννα Καρακατσάνη – Dream on

Ηλίας Στεργίου – Γαλάζιο

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Τσιντώμη Ευαγγελία – Όνειρο

Ιγνάτιος Μηλιόρδος – Χρώμα – χρήμα ένα γράμμα διαφορά

 

Η σειρά δημοσίευσης των διηγημάτων ακολουθεί την χρονική σειρά υποβολής τους στο διαγωνισμό.

 

 

 

 

 

 

 

 

Advertisement