επιλογή eyelands – Μια συνηθισμένη Μέρα

6th-international-contest-smallerΣυνεχίζουμε την δημοσίευση των ιστοριών της  Επιλογής από τον διεθνή διαγωνισμό με θέμα: Χρώματα, του eyelands. Πρόκειται για τα διηγήματα που διακρίθηκαν και θα δημοσιευθούν μόνο στο eyelands, δύο κάθε μήνα, σε μια σειρά ιστοριών που θα κλείσει τον Σεπτέμβριο του 2017 όταν θα ανακοινωθούν πλέον οι διακρίσεις του επόμενου διαγωνισμού.

Πέμπτο διήγημα που δημοσιεύεται (ακολουθούμε τη σειρά υποβολής των κειμένων) είναι το διήγημα του Δημήτρη Πολίτη: Μια συνηθισμένη μέρα. Μαζί με το βιογραφικό του συγγραφέως δημοσιεύουμε και την σειρά με την οποία θα δημοσιευθούν τα επόμενα διηγήματα.

**

Μια συνηθισμένη μέρα

  Μια μέρα όπως όλες οι άλλες, αισθάνθηκα το δυνατό φως από τους προβολείς  από πάνω μου να αντανακλά το έντονο πράσινο από τα πλακάκια της τουαλέτας παντού, να τυφλώνει σχεδόν τα μισόκλειστα από τον ύπνο μάτια μου. Να με περικυκλώνει ασφυκτικά από παντού. Κοίταξα βαριεστημένα το αγουροξυπνημένο, αξύριστο είδωλό μου με τα τραβηγμένα πρωινά χαρακτηριστικά του, μέσα απ’ τον καθρέφτη.

Πρασινωπή πολιορκία…! πιο δεκαετία του ογδόντα δε γίνεται, το μπάνιο θέλει ριζική ανακαίνιση, μαζί με το διαμέρισμα ολόκληρο!…  άστραψε η σκέψη στο μυαλό μου, τη στιγμή που άρπαζα την ξυριστική μου μηχανή. Προς μεγάλη μου έκπληξη συνειδητοποίησα ότι μια πρωτόγνωρη, περίεργη αίσθηση με διακατείχε εκείνο το πρωί. Αν και μισοκοιμισμένος όπως πάντα -σαράντα χρόνια ζωής δεν είχαν αποδειχτεί αρκετά για να θεραπεύσουν την αλλεργία μου στα πρωινά ξυπνήματα- για κάποιον άγνωστο, ανεξήγητο λόγο, σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα πρωινά της ζωής μου αισθανόμουν τις αισθήσεις μου σε πλήρη εγρήγορση. Ξυριζόμουν κι αισθανόμουν τη λεπίδα της ξυριστικής μηχανής σα μικρή λαιμητόμο να καρατομεί θανάσιμα κάθε μία τρίχα από τα γένια μου. Το έντονο πράσινο από τα πλακάκια του μπάνιου εξακολουθούσε να πολιορκεί την όρασή μου ανελέητα τη στιγμή που το κορμί μου βομβαρδιζόταν από τις χοντρές αναζωογόνες σταγόνες στο ντους. Στην κουζίνα, λίγο αργότερα, το αχνιστό μαυροζούμι που, όπως κάθε μέρα, έτρεχε βιαστικά μέσα από τo γουργουρητό του φίλτρου της καφετιέρας, μου γέμιζε τα ρουθούνια με την πιο πρωτόγνωρη, μεθυστική μυρωδιά εκείνο το πρωί. Έλεγξα το σκούρο  χρώμα του καφέ με την άκρη του ματιού μου. Πιο καφετής από ποτέ μου φάνηκε τη στιγμή που γέμιζα βιαστικά την κούπα μου για δεύτερη φορά, με την έγνοια επικεντρωμένη στους δείχτες του ρολογιού της κουζίνας και στα λεπτά που έτρεχαν.

Ένα τέταρτο μετά, βήματα βιαστικά στο δρόμο για το μετρό.   Ο ουρανός, που είχε πλέον φωτίσει για τα καλά, έβγαζε δειλά κοροϊδευτική γαλάζια γλώσσα  στο απαθές γκρίζο της πόλης. Σκουρόχρωμοι κορμοί δέντρων, σταχτιά κτίσματα, γκρίζα άσφαλτος.  Γκρίζες, αμίλητες βιαστικές σιλουέτες στα πεζοδρόμια.

Γκρίζο κατάθλιψης κι αδιαφορίας απανταχού, έτρεχαν οι σκέψεις μου τη στιγμή που  κατέβαινα με φούρια τις ασημόγκριζες κυλιόμενες σκάλες. Οι αποβάθρες του σταθμού μια από τα ίδια: σταχτιά πλακάκια στους τοίχους και τα δάπεδα, γκρίζο κι άχρωμο το φως από τις λάμπες φθορισμού, φαιά πρόσωπα. Χαμηλές φωνές, αδιάφορες  ματιές. Στο μυαλό έτρεχαν όπως πάντα τα τρέχοντα. Σκέψεις κι υπολογισμοί για το τι με περιμένει στη δουλειά, προτεραιότητες, συσκέψεις, προθεσμίες, απαιτητικά μηνύματα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, χαρτιά και διαδικασίες. Οι κιτρινισμένοι προβολείς του μετρό, που ερχόταν με ορμή προς το μέρος μου, με κάρφωσαν σαν μάτια γουρλωμένα μέσα από το βάθος του τούνελ διακόπτοντας απότομα τις σκέψεις μου. Ο μολυβένιος συρμός που σύρθηκε στα πόδια μου αγκομαχώντας, κουβάλησε μαζί ένα καινούργιο κύμα από τη μυρωδιά της υγρασίας, της γκριζοπράσινης μούχλας που ερχόταν διάχυτη από τα σκοτεινά λαγούμια της πόλης.

Μ’ ένα σάλτο πήδηξα πρώτος στο βαγόνι. Τη μυρωδιά του ανήλιου ήρθε να αντικαταστήσει αυτόματα η μυρωδιά του συνωστισμού, των ανθρώπινων κορμιών, η αποπνικτική μυρωδιά των χνώτων και του μπαγιάτικου αέρα. Στριμώχτηκα στην πρώτη άδεια γωνιά που βρήκα μπροστά μου. Ακριβώς απέναντί μου ήρθε και στάθηκε μια  καλοβαλμένη σαραντάρα. Ανάμεσα στη σκούρα ομοιομορφία των χειμωνιάτικων ρούχων των συνταξιδιωτών μου το εντυπωσιακό κατακόκκινο παλτό της ξεχώριζε.

Κόκκινο λαμπερό ρουμπίνι, κόλλησαν τα μάτια μου πάνω της.  Σε αντίθεση με τη διακριτική παρουσία της, η πορφυρόχρωμη λάμψη του παλτού έδινε στην ιδιοκτήτριά του μια ξεχωριστή αύρα  ομορφιάς κι υπεροχής. Τόνιζε με τον πιο κολακευτικό τρόπο την κάτασπρη, καθάρια επιδερμίδα της, το στιλπνό πλούσιο χείμαρρο των καστανών της μαλλιών. Κι εκείνη, εντελώς απορροφημένη στο κινητό της τηλέφωνο, φαινόταν ν’ αγνοεί παντελώς την κόκκινη αύρα που σκόρπιζε γύρω της, την αύρα που νικούσε θριαμβευτικά έστω και για λίγο τη θλιμμένη, την μονότονη αχρωμία του βαγονιού και των επιβαινόντων του.

Επτά στάσεις αργότερα, ετοιμάστηκα να σηκωθώ, τη στιγμή που άκουσα το σταθμό μου να αναγγέλλεται στα μεγάφωνα του συρμού: «Maelbeek».  Δευτερόλεπτα αργότερα, στο γλιστερό άνοιγμα της πόρτας του βαγονιού πετάχτηκα από τους πρώτους έξω και κατευθύνθηκα με βήμα γοργό προς τις κυλιόμενες σκάλες. Ένα δυνατό, ακαταλαβίστικο ουρλιαχτό με έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου προς τα πίσω. Τα μάτια μου θάμπωσαν από μια έντονη, εκτυφλωτική λάμψη, σαν να δέχτηκαν επίθεση από χίλια χρώματα, από χίλια μύρια μόρια από πολύχρωμο κατακερματισμένο γυαλί.

Πορτοκαλένια μπάλα με γεύση από μπαρούτι. Εκκωφαντικός θόρυβος, φλόγες, πορτοκαλιά κάψα που ξαπλώθηκε παντού. Προτού προλάβω ν΄αντιδράσω, βρέθηκα βίαια πεταμένος, ξαπλωμένος με το πρόσωπο κολλημένο στο δάπεδο του σταθμού. Κι ύστερα, νεκρική σιγή. Πηχτή σκόνη παντού, πηχτή, απόλυτη, ανήσυχη ησυχία. Οι φαντασμαγορικές αντανακλάσεις των χιλιάδων χρωμάτων έχασαν τη λάμψη τους απότομα, έγιναν μωβ, μαύρισαν και χάθηκαν. Σκοτάδι.

Προσπάθησα με κόπο ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Άσπρη σκόνη, θολούρα ήρθαν να καλύψουν τη μαυρίλα. Δυσδιάκριτα, κατάλευκα πλακάκια στους τοίχους.

Η αλύπητη καταδίωξη της άσπρης σκόνης έτσουζε κι έκανε τα μάτια να ζαρώνουν.

Άσπρο, εκτυφλωτικό παντού, μαζί μ’ ένα φοβερό κάψιμο πίσω χαμηλά στην πλάτη. Κι ύστερα θόρυβοι, κινητικότητα φρενήρης και φωνές. Άσπρες σκιές, φαντάσματα της σκόνης και της άσπρης ομίχλης έτρεχαν πανικόβλητες δεξιά κι αριστερά σαν ποντίκια σ’ άσπρη φάκα.  Φωνές ακαταλαβίστικες σε χίλιες γλώσσες, κραυγές πανικού άγριες κι ουρλιαχτά, κάποιο μωρό έσκουζε χαμένο στην ασπρίλα. Κι η λευκή σκόνη εξακολουθούσε πάντα να μου τσούζει τα μάτια, απόλυτος κυρίαρχος στο άσπρο χάος μαζί με την αναμπουμπούλα, τον πανικό, το φόβο.

Να’ ναι αυτό το άσπρο του θανάτου; αναρωτήθηκα.

Ούτε κατάλαβα πόσος χρόνος πέρασε. Άνοιξα τα μάτια μου ξανά. Η ατμόσφαιρα καθαρή τώρα, ξεσκονισμένη, αεράκι ελαφρύ, φρέσκο, πρωινό. Αίσθηση ανακούφισης; ίσως.

Ξαπλωμένος ανάσκελα στο φορείο του ασθενοφόρου, το πρόσωπό μου ατένιζε καταπρόσωπα  τον πρωινό ουρανό. Έναν υπέροχο,  απαλό, γαλάζιο ουρανό που προοιώνιζε άνοιξη, αναγέννηση. Καθάριο και καταγάλανο, κατάσπαρτο με κάτασπρα συννεφάκια από βαμβάκι. Γαλάζια γαλήνη.

Αισθάνθηκα κάποιον να μου σφίγγει απαλά το αριστερό μου μπράτσο. Γύρισα το κεφάλι μου με κόπο.

Ένα μελαμψό γυναικείο πρόσωπο ντυμένο με λευκή ποδιά και βλέμμα κατάμαυρο βελούδο, με κοίταζε έντονα στα μάτια. Λευκός μανδύας, σωτηρίας κι ελπίδας.

–  «Με λένε Αμίνα, προσπάθησε να μη κουνιέσαι. Θα σε βάλουμε στο ασθενοφόρο σε λίγο. Όλα θα πάνε καλά, θα αναρρώσεις σύντομα. Ήσουν τυχερός.» Ένα αμυδρό χαμόγελο φώτισε το ανήσυχο πρόσωπό της.

Προσπάθησα με κόπο να της το ανταποδώσω.

‘Ωρες αργότερα, στο νοσοκομειακό κρεβάτι, οι στερνές πορτοκαλόχρωμες αχτίνες της ημέρας τρύπωναν αδιάκριτα από το παράθυρο του δέκατου ορόφου αγκαλιάζοντας το πρόσωπό μου στοργικά με την φωτεινή τους θαλπωρή.  Αίσθηση ευγνωμοσύνης κι αγαλλίασης. Για τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που έτρεχαν ακόμα στους διαδρόμους, για τα δυνατά αναλγητικά που γλύκαναν κι εξαφάνισαν έστω και προσωρινά τον πόνο.

Ίσως εκείνη η περίεργη ημέρα των κρότων και των θορύβων, των λάμψεων και των κραυγών – μια μέρα σωστός Νευτώνειος δίσκος  με την αναπάντεχη κι αδιευκρίνιστη διαύγεια των αλλεπάλληλων χρωματικών της αντανακλάσεων –  να μη ήταν τελικά μια μέρα όπως όλες οι άλλες… σκέφτηκα με το βλέμμα καρφωμένα στο φωτεινό παράθυρο της δύσης.

 

**

eyelands logo

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Δημήτρης Πολίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το Μάρτιο του 1960. Σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα και κλασσικές επιστήμες και ιταλική φιλολογία στο University College του Δουβλίνου. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Επιστήμη των Πληροφοριών και στις Eυρωπαϊκές Δημόσιες Σχέσεις στο Trinity College του Δουβλίνου. Διετέλεσε επί έτη υπεύθυνος πληροφόρησης του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας, που έχει την έδρα του στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, με εξειδίκευση σε θέματα που αφορούν τις ίσες ευκαιρίες, την καταπολέμηση των διακρίσεων και την ασφάλεια και υγιεινή στην εργασία. Έχει δημοσιεύσει στο παρελθόν άρθρα, παρουσιάσεις και μελέτες σχετικά με τις συνθήκες εργασίας, το εργασιακό περιβάλλον και την επαγγελματική υγιεινή και ασφάλεια στα Ελληνικά, Αγγλικά και Ιταλικά. Το πρώτο του θρίλερ «Η Κλεμμένη Ζωή Ενός Εύθυμου Ανθρώπου» εκδόθηκε στα ελληνικά το 2012 από τις εκδόσεις ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ενώ η αγγλική του μετάφραση εκδόθηκε και κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2014. Ολοκλήρωσε πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο του στα ελληνικά «Η Επόμενη Στάση» κι ετοιμάζει πυρετωδώς το επόμενό του θρίλερ. Το 2015 το διήγημά του «Μην ξεχάσεις να ταίσεις τον σκύλο!» διακρίθηκε στον 5ο Διεθνή Διαγωνισμό  διηγήματος με θέμα: «Στα όρια» που οργανώθηκε από την ιστοσελίδα Eyelands σε συνεργασία με τις εκδόσεις Παράξενες μέρες. Έχει ζήσει στην Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο. Αυτή την εποχή ζει στις Βρυξέλλες όπου εργάζεται στην Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας και Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σαν αρχισυντάκτης του δικτυακού  ιστοτόπου «EUROPA» της Ευρωπαϊκής  Ένωσης.

**

ΕΠΙΛΟΓΗ EYELANDS 

Επόμενα διηγήματα που περιλαμβάνονται στην επιλογή και θα δημοσιευθούν στο eyelands.gr είναι:

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη – Πολύχρωμα τέρατα

Φαίη Ιακωβίδου – Πέφτοντας ψηλά

ΜΑΡΤΙΟΣ

Αναστάσιος Μπόγιαρης – Τι χρώμα έχει η αγάπη;

Μάρθα Γαλατοπούλου – Ανθισμένη έρημος

ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Άννα Μαρία Κατσαρού – Ηλιοβασιλεματα και ουράνια τόξα

Νίκη Κωνσταντοπούλου – Η παλέτα της Φρόσως

ΜΑΙΟΣ

Σύλβια Λουκά -. Ταξίδι προς το ουράνιο τόξο

Φανή Δούμα – Μια άλλη εκδρομή

ΙΟΥΝΙΟΣ

Γιώργος Τζεβελεκάκης – Έλληνες, του φωτός χρωματοφάγοι…

Αλεξάνδρα Κολιγιώτη –  Χρώματα

ΙΟΥΛΙΟΣ

Άννα Καρακατσάνη – Dream on

Ηλίας Στεργίου – Γαλάζιο

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Τσιντώμη Ευαγγελία – Όνειρο

Ιγνάτιος Μηλιόρδος – Χρώμα – χρήμα ένα γράμμα διαφορά

 

Η σειρά δημοσίευσης των διηγημάτων ακολουθεί την χρονική σειρά υποβολής τους στο διαγωνισμό.

Advertisement