Δεν θυμάμαι πια πόσος καιρός πάει που έχω να γράψω ο,τιδήποτε για την κατάσταση στη χώρα. Τα πρώτα χρόνια του νησιού, που έχει την ίδια ηλικία με την κρίση, έγραφα συχνά. Άλλοτε με αγανάκτηση και άλλοτε με ελπίδα. Τα πρώτα χρόνια της κρίσης η Ελλάδα έζησε ένα δράμα. Τώρα μαζί με το δράμα ζει ταυτόχρονα και μια κωμωδία. Κυρίως όμως ζει την απελπισία.
Αν παίζαμε με τα χρώματα θα λέγαμε ότι πριν από επτά χρόνια ζούσαμε στο μαύρο. Μας υποσχέθηκαν το κόκκινο, άντε το πορτοκαλί. Έστω το ροζ. Και μας έφεραν ένα μουχλιασμένο πράσινο. Αυτό είναι που μυρίζει τόσο άσχημα τώρα.
Τι χρώμα έχει η απελπισία; Μάλλον κανένα. Έχει χρώμα το κενό; Το χρώμα της απουσίας των χρωμάτων. Περάσαμε όλα τα στάδια μιας συλλογικής ασθένειας και φτάσαμε μετά την θλίψη, την αγανάκτηση και το συμβιβασμό στην αποδοχή. Αποδεχτήκαμε ότι αυτή είναι η κατάσταση και δεν αλλάζει. Το ξέραμε από πριν; Μεταξύ μας, το ξέραμε. Το να ελπίζεις ότι θα έρθει ο τσίπρας και θα αλλάξει τη χώρα είναι σαν να πιστεύεις ότι θα σου φέρει δώρα ο Άγιος Βασίλης. Έχεις κάθε δικαίωμα να το πιστεύεις αλλά αν δεν κάνεις κάτι από μόνος σου θα μείνεις πολύ απλά με άδεια χέρια να κοιτάς το δέντρο να ξεραίνεται.
Ήταν χειρότεροι από όσο φανταζόμαστε; Πράγματι, ήταν χειρότεροι από όσο θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος γιατί ήταν ένα πασόκ στο πιο γραφικό και πιο ακατανόητο και χωρίς καμία αίσθηση του αστείου. Κι ακόμη επειδή επινόησαν όχι το ψέμα ως δικαιολογία αλλά το ψέμα ως στρατηγική και καθεστώς. Αυτό δεν είναι πια αστείο. Το αστείο ως στοιχείο της πολιτικής είχε ένα νόημα στα χρόνια του πασόκ. Ήταν πιο εύκολο να κάνεις πλάκα, πιο ανώδυνο. Ήταν πιο αστείο να ρίξει μια ζεμπεκιά ένας υπουργός ή να πει μια παπαριά. Τώρα ακούς αυτά που λένε και αναρωτιέσαι αν είναι τόσο ηλίθιοι ή απλώς μας περνάνε για τόσο ηλίθιους. Που δεν αποκλείεται να ισχύουν και τα δύο. Το αστείο στην πολιτική είχε ένα νόημα στη δεκαετία του ’80 που είναι πολύ της μόδας τώρα. Πουλάει. Κι έτσι φτιάχνονται διάφορες αναμνηστικές εκθέσεις για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να βλέπουν οι νεότεροι.
Ποτέ δεν θα καταλάβεις μια δεκαετία από τις φωτογραφίες βέβαια ούτε από τις εμβριθείς αναλύσεις διάφορων τύπων. Και το κλασικό λάθος είναι πως η δεκαετία του ΄80 ήταν η δεκαετία της αθωότητας. Η δεκαετία του ’80 που την αγάπησα πολύ γιατί εκεί πέρασα κάποια σημαντικά χρόνια της ζωής μου και έκανα ένα σωρό αφελή και ωραία και θεότρελα πράγματα όπως περίπου κάνω και τώρα (αλλά στο ρελαντί πλέον) δεν είχε καμία αθωότητα συγκριτικά με εκείνες του και του ’70.
Ήταν αθώες εκείνες οι δεκαετίες; Θα σας πω την διαφορά όπως την καταλαβαίνω εγώ και όσο μπόρεσα να την ζήσω το ’60 και το ’70. Οι άνθρωποι δεν ήταν αθωότεροι. Πως θα μπορούσαν να είναι όταν πίσω τους είχαν τα φοβερά μακελειά του 20ου αιώνα; Ήταν απλά πιο αφελείς ώστε να πιστεύουν, αρκετοί από αυτούς, ότι η ζωή μπορεί να γίνει καλύτερη. Και αρκετοί από αυτούς πάλευαν για να κάνουν τη ζωή καλύτερη. Για όλους. Κι ήρθε η δεκαετία του ’80 για να την κάνει καλύτερη για τους πιο καπάτσους – για να κυριαρχήσει αυτή η φριχτή ράτσα.
Η διαφορά ανάμεσα στο all you need is love και το Έρχεται ο αντρέας να φάει ο κόσμος κρέας, είναι ακριβώς η διαφορά ανάμεσα στην αφέλεια και την κουτοπονηριά. Γιατί αυτή ήταν η δεκαετία του ’80. Η δεκαετία της κουτοπονηριάς ότι γίναμε σοσιαλιστές ενώ ξέραμε ότι μπορούσαμε πλέον να γίνουμε παρτάκηδες.
Η δεκαετία του ’80 ήταν πάνω απ’ όλα το αληθινό τέλος των ψευδαισθήσεων και αν τώρα ζούμε μια καταστροφή, τα σπέρματά της βρίσκονται ακριβώς σε εκείνη τη δεκαετία. Όχι επειδή εκεί γεννήθηκε το πασόκ της εξουσίας. Αλλά επειδή εκεί επικράτησε ο ανθρωπάκος που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι (και μετά άλλο ένα, και μετά άλλο ένα) και λέει καλά είμαι εδώ*. Θα σας εξηγήσω γιατί.
Γιατί για πρώτη φορά τότε η ιδεολογία και τα συνθήματα της αριστεράς άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως σημαία για να καβατζώσει ο καθένας όσα περισσότερα μπορούσε. Ελευθερία, ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση φωνάζανε στους δρόμους αλλά στο κεφάλι του καθενός αυτό μεταφραζόταν όλο και πιο καθαρά σε: ελευθερία να κάνω ό,τι γουστάρω, ανεξαρτησία να κονομήσω όσα μπορώ, απελευθέρωση από τα κορόιδα που πάνε με το σταυρό στο χέρι. Στο μυαλό του κάθε καλού πασόκου η ασυδοσία δικαωνόταν επειδή ακριβώς κάποιοι κάποτε είχανε κάνει θυσίες (καλή ώρα όπως εκείνος ο μερακλής νεαρός συριζαίος που είχε διοριστεί δεν θυμάμαι που χωρίς κανένα προσόν φυσικά, και είπε: ναι αλλά ο παπούς μου ήταν αντιστασιακός).
Ο μεγάλος τιμονιέρης –που πρώτα απ’ ολους κοίταζε την πάρτη του εννοείται- έδινε με όλους τους τρόπους το σύνθημα. Άλλοτε λεγοντας ότι είναι λογικό να παίρνουν κι οι υπουργοί μια μιζούλα, άλλοτε φωνάζοντας δώστα όλα, άλλοτε κλείνοντας το μάτι στον κοσκωτά ή κάνοντας νεύμα στην αεροσυνοδό. Κι όλα αυτά βέβαια για να πεθάνει η δεξιά -απόψε. Έλα όμως που είναι ακόμη εδώ η απέθαντη.
Δεν ήταν μόνο το πασόκ που έγινε εξουσία βέβαια. Υπήρχαν κι αλλα τετραγωνάκια, φαινομενικά άσχετα που έπαιξαν το ρόλο τους με κινητήρια δύναμη τα δανεικά που έρεαν από παντού. Ήταν και η χυδαιότητα του λάιφσταιλ ήταν το κιτς των βιντεοταινιών ήταν οι γιάπηδες του διπλανού γραφείου. Ήταν η πολυ(α)φωνία στην τηλεόραση. Ήταν και η -δειλή ακόμη- γέννηση του νεοφασισμού. Ήταν και η ασφυκτική αγκαλιά της τάχα μου εκσυγχρονισμένης εκκλησίας στην πολιτική ζωή. Ήταν ακόμη και η μεγάλη ψευδαίσθηση όπως το ευρωμπάσκετ του ’87 ότι είμαστε πια πρωταθλητές, ψευδαίσθηση που πήρε φωτιά στους ολυμπιακούς και στα αποκαϊδια της ζούμε ακόμη. Αλλά πάνω από όλα η αίσθηση του άφρονα (με δανεικά κι αγύριστα) πλούσιου: φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκομεν.
Έλα όμως που δεν αποθνήξαμεν. Χρεωθήκαμεν. Και το χειρότερο αυτοί που έφταιγαν προλάβανε και χρεώσανε αυτούς τους ταλαίπωρους που πηγαίνανε, τα ζώα, ακόμη με το σταυρό στο χέρι. Και τον κουβαλάνε τώρα πια στην πλάτη.
Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου δολλαρίων. Έφταιγε ο Αντρέας για όλα αυτά; Βέβαια. Αλλά ποιος ήταν ο αντρέας; Ο αντρέας ήταν η συνισταμένη της ψυχής του νεοέλληνα. Και να μην υπήρχε θα τον είχαμε εφεύρει. Αυτός ήταν ο σοσιαλισμός που μας άξιζε.
Ο αντρέας ήμασταν εμεις.
Κι ο αντρέας -όπως και η δεκαετία του ’80- ζει και βασιλεύει. Αν δεν το έχετε καταλάβει όπως θα πηγαίνετε στην έκθεση ρίξτε μια ματιά γύρω σας.
* Αντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι /καὶ λέει καλὰ εἶμ᾿ ἐδῶ.
Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ πάλι γύριζε στὸ σπίτι / καὶ λέει Δόξα σοι ὁ Θεός.
Στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πολυκατοικιῶν /τὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ-ἐξαγωγαί / στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση καὶ τὸ φόρο
ἀντισταθεῖτε σὲ μένα ἀκόμα ποὺ ἱστορῶ. /(Μιχάλης Κατσαρός, Αντισταθείτε)
Αλλά δεν αντισταθήκαμε.
Γρηγόρης Παπαδογιάννης