Ο Γρηγόρης Παπαδογιάννης γράφει για τις ταινίες «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα» και «Καταπληκτικές γυναίκες»
//
Γιατί επιλέγω αυτές τις δύο ταινίες και τις ενώνω σε ένα κείμενο; Ποιο είναι το στοιχείο που τις φέρνει κοντά; Ας σημειώσω από την αρχή ότι πρόκειται για δύο από τις καλύτερες αμερικανικές ταινίες από το περασμένο φθινόπωρο. Είναι και οι δύο ένα είδος ταινιών που παίζουν με τους κανόνες δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση για εναλλακτικό ή πειραματικό σινεμά αλλά για την παλιά καλή συνταγή που έχει εκεί τεράστια παράδοση. Ταινίες που σέβονται την κλασική δομή μιας mainstream αφήγησης που χωρίς να σου χαιδεύουν τα μάτια ή τα αυτιά απευθύνονται εντούτοις (και) στο ευρύ κοινό . Είναι ταινίες που χωρίς να διεκδικούν την πρωτοπορία δημιουργούνμέσα από τα κλασικά υλικά αυτό το κάτι παραπάνω που τις ανεβάζει στην κατηγορία των εξαιρετικών φιλμ αυτών που ανάλογα με την εποχή που θα τα δεις μπορεί να μείνουν μέσα σου για πάντα. Αυτό ήταν το σχήμα και στις προηγούμενες ταινίες τόσο του Κένεθ Λόνεργκαν με την πρώτη του ταινία, το «You Can Count on Me», όσο και του Μάικ Μιλς με το «Beginners».
Πέρα από αυτή τη σύμπτωση στο στυλ γραφής των δύο ταινιών που προβάλλονται σχεδόν ταυτόχρονα υπάρχει όμως ο πυρήνας του φιλμικού μικρόκοσμου που δημιουργούν. Κι εκεί το σχήμα γίνεται πολύ περίεργα και εντελώς συμπτωματικά σχεδόν όμοιο: έχουμε έναν ενήλικο που προβληματίζεται για τον τρόπο που θα φερθεί σε έναν έφηβο. Με πρώτη ματιά είναι τα 16χρονια αγόρια και στις δυό ταινίες που έχουν ανάγκη από βοήθεια. Αλλά η ουσία (και στις δύο) είναι πως το πρόβλημα –και άρα την όποια ανάγκη να τους φροντίσει κάποιος την έχουν οι ενήλικες. Ενήλικες σε (μόνιμη) κρίση αναλαμβάνουν να διαχειριστούν τις τύχες των εφήβων. Κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν αλλά στην πραγματικότητα θεραπεύονται ως ένα βαθμό τουλάχιστον οι ίδιοι μέσα από το καθρέφτισμά τους στον κόσμο των δύο νεαρών αγοριών.
Αρκετά όμως με τις ομοιότητες. Το σημαντικότερο κοινό τους στοιχείο είναι πως πρόκειται για δυο ταινίες που θέλεις να ασχοληθείς περισσότερο μαζί τους όταν σβήνει η οθόνη. Ίσως επειδή κανένας μας δεν έλυσε ποτέ οριστικά τα ζητήματά που προέκυψαν (στην εφηβεία και αργότερα). Ίσως επειδή η ενηλικίωση δεν είναι παρά μια ασθένεια που προσβάλλει μόνο όσους την παίρνουν στα σοβαρά. Είναι κι αυτός ένας λόγος που πηγαίνουμε σινεμά –λειτουργεί και ως εμβόλιο. Ας δούμε λοιπόν τις ταινίες ξεχωριστά.
ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ο Λη είναι ένας λιγομίλητος θλιμμένος τύπος που επιβιώνει κάνοντς διάφορες παλιοδουλειές ως επιστάτης σε πολυκατοικίες στη Βοστώνη. Ο θάνατος του αδερφού του τον φέρνει ξανά στον τόπο που μεγάλωσε, το Μάντσεστερ, μια μικρή παραθαλάσσια πόλη. Οι λόγοι που έχει αναγκαστεί να την εγκαταλείψει έρχονται κάποια στιγμή στο φως και ο θεατής καταλαβαίνει πόσο δύσκολο είναι το καθήκον που αναλαμβάνει: πέρα από τις τυπικές διεκπεραιώσεις ενός θανάτου να αποφασίσει και για την τύχη του 16χρονου Πάτρικ, του ανηψιού του. Το πιο δύσκολο απ’ ολα πάντως είναι να συμμαζέψει τα κομμάτια της ίδιας του της ζωής, ένα παζλ με πολλά κομμάτια ολότελα χαμένα. Μέσα απο τη δύσκολη σχέση που αναπτύσσεται σκοντάφτοντας σε ένα σωρό πρακτικά, ψυχολογικά και συναισθηματικά εμπόδια ο Λη θα προσπαθήσει να προσεγγίσει και να προστατεύσει τον Πάτρικ αλλά στην ουσία, επειδή εκείνος έχει ανάγκη για βοήθεια περισσότερο από τον έφηβο θα ανηφορίσει σιγά σιγά ένα μονοπάτι αυτογνωσίας και θα μπει στη διαδικασία να συνεχίσει τη ζωή του. Πόσο θα καταφέρει παραμένει ένα ερώτημα ακόμη και μετά το τέλος του φιλμ, ενός φιλμ που δεν χαρίζεται σε κανέναν, αναδεικνύει τις κρυφές πληγές αλλά και τις ελλείψεις των πρωταγωνιστών του αλλά κυρίως την απελπισία που στοιχειώνει τη μικρή πόλη και τους κατοίκους της επειδή πολύ απλά έτσι έχουν τα πράγματα. Κυρίαρχο στοιχείο της ταινίας ο χώρος, γι’ αυτό άλλωστε και καθορίζει τον τίτλο της που για πρακτικούς λόγους τροποποιήθηκε στην ελληνική προβολή. Αυτός είναι ο τόπος σου και θα προσφέρει κυρίως την απόγνωση μοιάζει να φωνάζει η ταινία. Από κει και πέρα βγάλτα πέρα μόνος σου. Μην έχεις ψευδαισθήσεις όμως. Καμιά φορά η καταστροφή είναι απλώς θέμα τύχης. Οι υπόλοιποι τυχεροί συνεχίζουν απλώς απελπισμένοι.
Ο Κάσεϊ Άφλεκ κάνει σίγουρα μια από τις ερμηνείες της ζωής του (εξαιρετική όμως και η Μισέλ Γουίλιαμς και ο πρωτοεμφανιζόμενος Λούκας Χεντζ) αλλά όποιος πιστεύει ότι ήρθε από το πουθενά, καλύτερα να δει το αριστουργηματικό «Η δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ», μια ταινία του 2007 ή το «Χωρίς ίχνη» που σκηνοθέτησε την ίδια χρονιά ο Μπεν Άφλεκ.
Αυτό το παράξενο, φαινομενικά άδειο βλέμμα, η σπασμένη ομιλία, η θλίψη που ενεδρεύει σε κάθε του λέξη, ο τρόπος που μοιάζει σαν να παίζει προσπαθώντας να κρυφτεί από τον φακό (στοιχεία που θυμίζουν λιγο τον Τζέιμς Ντιν) δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα τον κάνουν σούπερ σταρ, παρά το Όσκαρ, τα επόμενα χρόνια. Αλλά μάλλον έτσι θα είναι πιο εύκολο να παίξει πραγματικά μεγάλους ρόλους.
–
Manchester by the sea
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Κένεθ Λόνεργκαν
Πρωταγωνιστούν: Κέισι Άφλεκ, Μισέλ Γουίλιαμς, Κάιλ Τσάντλερ, Λούκας Χεντζ
Διάρκεια: 137 λεπτά
*****
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Αν στο προηγούμενο φιλμ ο τόπος είναι το στοιχείο που καθορίζει πρόσωπα και καταστάσεις, που προκαλεί αν δεν δημιουργεί κιόλας (μαζί με τις κοινωνικές συνθήκες εννοείται) την απόγνωση που διαχέεται παντού, στις «Καταπληκτικές γυναίκες» το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο χρόνος. Κι εδώ ο τίτλος της ταινίας, λογικά πάντα, έχει ελαφρώς …μεταποιηθεί κι έτσι αντί για «Γυναίκες του 20ου αιώνα» η ταινία στην ελληνική της προβολή έγινε «Καταπληκτικές γυναίκες». Ξεκινάω με αυτή τη λεπτομέρεια γιατί λειτουργεί κάπως παραπλανητικά. Δεν υπάρχουν καταπληκτικές ούτε υπάρχουν μόνο γυναίκες στην ιστορία. Και δεν υπάρχουν καταπληκτικές γυναίκες γιατί καμία από τις τρεις πρωταγωνίστριες που μοιράζονται σχεδόν εξίσου σημαντικούς ρόλους δεν είναι –δεν μπορεί να είναι- καταπληκτική. Τέτοια επίθετα υποτιμούν λίγο τις προθέσεις της ταινίας που –όμοια με την προηγούμενη- εστιάζει περισσότερο στις ελλείψεις, στους φόβους, στα τραύματα κρυφά και φανερά των (αντι)ηρώων της παρά στο πόσο καταπληκτικοί είναι.
Είναι απλά άνθρωποι και είναι μερικές φορές αξιοθαύμαστοι που τα καταφέρνουν να πορεύονται κόντρα σε διάφορες αντιξοότητες που συμβαίνουν στη ζωή τους αλλά το επίθετο καταπληκτικές ανήκει σε άλλου είδους πολύ πιο ελαφρές στη θεώρηση τους για τη ζωή ταινίες. Κι ακόμη γιατί ναι μεν οι γυναίκες, τρεις γυναίκες διαφορετικών ηλικιών, είναι εκείνες που βγαίνουν μπροστά στο σενάριο (σε πρώτο επιπεδο θα λεγανε παλια -που τους άρεσε να παίζουν με τα επίπεδα) αλλά στο βάθος εκείνος που παίζει τον καταλυτικό ρόλο είναι πάλι ο χαρακτήρας ενός έφηβου ανάμεσα στα 15 και τα 16 που ακριβώς όπως στην «Πόλη δίπλα στη θάλασσα» ενώ υποτίθεται ότι αποτελεί το ευάλωτο μέλος μιας περίεργης «κάτι–σαν-οικογένεια» συγκατοίκησης, είναι τελικά εκείνος που δίνει μαθήματα ζωής στους υπόλοιπους.
Ποια είναι η ιστορία; Βρισκόμαστε στο τέλος των σέβεντις. Η Ντοροτέα βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση της ζωής της, στα 55 της πια, χωρίς να έχει αποφασίσει τι ακριβώς θα κάνει με τον εαυτό της, αλλά εκείνο που προτιμάει είναι να αγχώνεται για την κρίσιμη ηλικία του γιου της, του Τζέιμι. Η Ντοροτέα που έχει γεννηθεί την εποχή του κραχ, έχει ωριμάσει απότομα στη διάρκεια του πολέμου, έχει συνειδητοποιηθεί κάπως αργά στα σίξτις και τελικά είναι η ενσάρκωση της ίδιας της Αμερικής (από την αθώα πλευρά) του 20ου αιώνα έχει όλη την καλή διάθεση να είναι μια ανεκτική μητέρα και να αποδεχτεί ότι ζει σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών. Οι αλλαγές όμως είναι τόσο πολλές και τόσο εκρηκτικές που όσο καλές προθέσεις και να έχει είναι αδύνατο να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει γύρω της και να ταξιδέψει ομαλά μέσα στο χρόνο.
Νιώθει ότι φτάνει σε ένα αδιέξοδο με το παιδί, δεν μπορεί πια να διαχειριστεί τα ζητήματά του (ο πατέρας ειναι πάντα απών) κι έτσι καταφεύγει στη βοήθεια πρώτα της Άμπι, μιας νοικάρισας γύρω στα 25, με διάφορα ζητήματα με την ασθένεια που έχει περάσει και την κοινωνική αλοτρίωση που την τριγυρίζει βρίσκοντας διέξοδο στο πανκ ως τρόπο ζωής και στην 18χρονη Τζούλι με την οποία ο γιος της έχει μια πλατωνική ερωτική σχέση. Στην εξίσωση μπλέκεται και ένα πρώην παιδί των κοινοβίων, ο Γουίλιαμ που τριγυρίζει με διάφορες αφορμές στο σπίτι δημιουργώντας διαφόρων ειδών σχέσεις με τις γυναίκες αλλά παρόλο που είναι ο μοναδικός άντρας ελάχιστα βοηθάει τον μικρό.
Στην πραγματικότητα ο Τζέιμι δεν χρειάζεται βοήθεια. Όχι περισσότερη απο τους άλλους. Είναι ο λιγότερο μπλεγμένος από όλους ακριβώς επειδή είναι έφηβος. Το μυαλό του είναι καθαρό, η ματιά του στα πράγματα δεν έχει αλλοιωθεί και βρίσκεται στη φάση που ψάχνει και ψάχνεται αλλά νιώθεις ότι είναι ζήτημα χρόνου να βρει το δρόμο του. Οι συμβουλές, οι οδηγίες, οι σκέψεις και οι απόψεις των άλλων περνάνε μέσα από τον δικό του πεντακάθαρο και αδέκαστο καθρέφτη και απλά αντέχουν ή (συνήθως) διαλύονται σαν περαστικοί αντικατοπτρισμοί.
Μεγάλος ρόλος βέβαια από κάθε άποψη στην Ανέτ Μπένινγκ που μοιάζει να γίνεται όλο και καλύτερη όσο «παλιώνει» στο σινεμά, γιατί μοιάζει κιόλας να δέχεται την ηλικία της ήρεμα και χωρίς σύνδρομα Πήτερ Παν και ακόμη περισσότερο επειδή στο πέρασμα του χρόνου μοιάζει να αφομοιώνει όλο και περισσότερο τα καλύτερα στοιχεία από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της ή πριν από αυτήν. Και βέβαια παίζει όλο και περισσότερο με τις παύσεις –όχι τονιζοντας τις παύσεις, απλώς δίνοντας τους αδιόρατα τόση ουσία και …διάρκεια όση μόνο μια μεγάλη ηθοποιός μπορεί να δώσει. Άλλος ένας ωραίος ρόλος και για τη Γκρέτα Γκέργουικ (την είδα πρώτη φορά στο Frances Ha και από τότε απλά τη λατρεύω) αλλά και τα νέα παιδιά η Ελ Φάνινγκ και ο πρωτοεμφανιζόμενος Λούκας Τζέιντ Τσούμαν είναι εξαιρετικά. Δύσκολος και γι’ αυτό πολύ ενδιαφέρων ο ρόλος του Μπίλι Κρούνταπ. Όσο για τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Μάικ Μιλς συνεχίζει, μετα το πολύ καλό «Beginners» με κάτι ακόμη πιο φιλόδοξο. Μια μεγάλη ταινία μέσα από τις μικρές παράδοξες αυτοβιογραφικές ιστορίες.
Ο χρόνος γίνεται τελικά όχι η λύση αλλά το όχημα που θα φέρει όλους αυτούς τους ανθρώπους στην επόμενη δεκαετία και στην επόμενη φάση της ζωής τους. Όχι χωρίς τραύματα ούτε καν θεραπεύοντας κάποια από αυτά τα τραύματα αλλά «νουθετώντας» τελικά όλη την παρέα με το μοναδικό μάθημα που μπορείς να πάρεις από τη ζωή: να ζεις. Να αντέχεις, να συνεχίζεις, να μαζεύεις κομμάτια και να προχωράς. Όσο σε παίρνει ακόμη.
20th Century Women
Σκηνοθεσία- Σενάριο: Μάικ Μιλς
Πρωταγωνιστούν: Ανέτ Μπένινγκ, Ελ Φάνινγκ, Γκρέτα Γκέργουικ, Μπίλι Κρούνταπ
*