Συνεχίζουμε την δημοσίευση των ιστοριών της Επιλογής από τον διεθνή διαγωνισμό με θέμα: Χρώματα, του eyelands. Πρόκειται για τα διηγήματα που διακρίθηκαν και θα δημοσιευθούν μόνο στο eyelands, δύο κάθε μήνα, σε μια σειρά ιστοριών που θα κλείσει τον Σεπτέμβριο του 2017 όταν θα ανακοινωθούν πλέον οι διακρίσεις του επόμενου διαγωνισμού.Σήμερα δημοσιεύεται το διήγημα του Αναστάσιου Μπόγιαρη «Τι χρώμα έχει η αγάπη;»
Μαζί με το βιογραφικό του συγγραφέως δημοσιεύουμε και την σειρά με την οποία θα δημοσιευθούν τα επόμενα διηγήματα.
**
Τι χρώμα έχει η αγάπη;
Κάθονταν πάνω στο καφέ με τις σκούρες κόκκινες γραμμές χαλί. Πάντα του άρεσε να κάθεται εκεί και να ζωγραφίζει. Δίπλα του είχε ένα μεγάλο, σκληρό, λευκό χαρτόνι και γύρω του ήταν διάσπαρτες οι νερομπογιές. Πίσω του ακριβώς στέκονταν το Χριστουγεννιάτικο έλατο, στολισμένο με πολύχρωμα στολίδια και φορτωμένο με φωτάκια που άλλαζαν χρώμα κάθε δευτερόλεπτο. Στην κορυφή του έλαμπε το μικρό κίτρινο αστέρι. Όλα τα δώρα ήταν προσεχτικά τυλιγμένα και τοποθετημένα κάτω από το δέντρο και γύρω-γύρω από την φάτνη.
Ο Αναστάσιος περίμενε υπομονετικά την μητέρα του να τελειώσει το μαγείρεμα και να έρθει να καθίσει δίπλα του για να αρχίσουν να ζωγραφίζουν. Μόλις άκουσε τον ήχο από το κλείσιμο του καπακιού της κατσαρόλας και την μητέρα του να ψιθυρίζει «μμμ πεντανόστιμο», ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Πριν λίγο η μητέρα του, του είχε υποσχεθεί πως μόλις τελείωνε το μαγείρεμα θα σχεδίαζαν μαζί ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και μετά θα το ζωγράφιζαν.
Η Ελένη κάθισε δίπλα του και αφού τον πήρε στην αγκαλιά της και τον γέμισε με φιλιά, έπιασαν τα μολύβια και ξεκίνησαν την ζωγραφική. Έδωσε το μολύβι στον γιο της και στη συνέχεια έπιασε το μικρό του χέρι και άρχισε να το καθοδηγεί πάνω στο λευκό χαρτόνι. Μόλις το έλατο πήρε μορφή, έπιασε την παλάμη του γιου της και την βούτηξε μέσα στην πράσινη νερομπογιά. Πόσο του άρεσε αυτή η αίσθηση του Αναστάσιου δεν περιγράφετε. Κάθε φορά που βουτούσε το χέρι του μέσα στις μπογιές ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίζονταν στο πρόσωπο του και τα μάτια του έλαμπαν.
Κρατώντας πάντα το χέρι του η Ελένη, έβαψαν προσεχτικά όλο το δέντρο. Στην συνέχεια πήρε το άλλο του χέρι και βούτηξε το ένα δάκτυλο μέσα στο κόκκινο χρώμα. «Τώρα θα φτιάξουμε πολύχρωμες μπαλίτσες, εντάξει;» είπε η Ελένη και ο Αναστάσιος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Λίγη ώρα μετά το Χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν έτοιμο και η Ελένη καμάρωνε το ταλέντο του γιου της.
Σήμερα τι έμαθες στο σχολείο; Τον ρώτησε η μητέρα του καθώς τον είχε κλείσει στην αγκαλιά της.
Τα χρώματα! Είπε ο 8χρονος γιος της και εκείνη άρχισε να του λέει αντικείμενα και ο Αναστάσιος έλεγε το χρώμα.
Ο ήλιος τι χρώμα έχει;
Κίτρινο.
Η θάλασσα;
Μπλε.
Τώρα θα σου βάλω κάτι πιο δύσκολο, είπε η Ελένη πονηρά.
Τι χρώμα έχει ο Άγιος Βασίλης που μας φέρνει τα δώρα τα Χριστούγεννα;
Κόκκινη στολή με άσπρα μαλλιά και γένια, είπε ο Αναστάσιος και η μητέρα του τον φιλούσε ασταμάτητα, λέγοντας του πως έχει το πιο καλό και το πιο έξυπνο παιδί.
Ο ήχος της βροντής τον τρόμαξε. Το ίδιο και η βροχή που χτυπούσε με λύσσα το τζάμι του παραθύρου τους. Κάποια στιγμή ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο ήρθε και στάθηκε πάνω από τον γιο της και εκείνη το κατάλαβε αμέσως. Η καρδιά της σκίρτησε. «Φοβάμαι», ψιθύρισε το παιδί και η Ελένη το έσφιξε ακόμα πιο σφιχτά στην αγκαλιά της. «Όλα θα πάνε καλά ψυχή μου. Η μαμά θα είναι πάντα δίπλα σου, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό», του είπε και προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυα που έτρεμαν στην άκρη των ματιών της.
Έπιασε τον γιο της από χέρι και πήγαν στο δωμάτιο του για κοιμηθεί, ώστε αύριο να είναι ξεκούραστος και έτοιμος για την μεγάλη μέρα. Χρόνια περίμεναν και οι δύο να έρθει αυτή η μέρα και να τους αλλάξει την ζωή και όταν γύρω στα τέλη του Νοέμβρη το ποσό που απαιτούνταν συγκεντρώθηκε, η Ελένη πήρε την μεγάλη απόφαση. Κάθισε μια μέρα μαζί με τον Αναστάσιο και συζητούσαν για ώρες. Για την καινούργια τους ζωή, για τα όνειρα τους, για τα ταξίδια που θα έκαναν και όλα όσα θα είχαν να ζήσουν από εκεί και πέρα.
Μαμά να σε ρωτήσω κάτι; Είπε ο Αναστάσιος ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Ναι ψυχή μου ότι θες;
Μαμά, τι χρώμα έχει η αγάπη;
Η Ελένη ξαφνιάστηκε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Μπορούσε να πει τι χρώμα έχει ο ήλιος, μπορούσε να πει για το χρώμα του ουρανού, της θάλασσας, μπορούσε να περιγράψει τα χρώματα του δάσους, του φεγγαριού ακόμα και τα χρώματα ενός Χριστουγεννιάτικου δέντρου και τόσα άλλα πράγματα, αλλά για την αγάπη δεν ήξερε τι να πει. Πως να περιγράψει σε ένα μικρό παιδί τι χρώμα έχει η αγάπη; Ο Αναστάσιος ένιωσε την αμηχανία της και της χαμογέλασε.
Μαμά, ο μπαμπάς μου ήταν όμορφος; Ήταν η επόμενη ερώτηση.
Ναι ψυχή μου. Πολύ όμορφος, σαν και εσένα, είπε η Ελένη, τον φίλησε στο κούτελο, και αφού τον καληνύχτισε πήγε στο δωμάτιο της.
Όταν βρέθηκε μόνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και ξέσπασε σε κλάματα. Όλα αυτά τα χρόνια έπρεπε να κάνει τον κλόουν μπροστά στο παιδί της για να του δίνει δύναμη και κουράγιο. Έπρεπε να χαμογελά και να κρύβει τα δάκρυα και την λύπη της. Πάντα έδινε όλον της τον εαυτό, όλη της την ψυχή στον Αναστάσιο. Για την ίδια η γέννηση του παιδιού της πριν από 8 χρόνια ήταν η Ανάσταση που λαχταρούσε. Η Ανάσταση που περίμενε.
Μόλις τον πήρε στην αγκαλιά της εκείνο το βράδυ στο μαιευτήριο όλα τα προβλήματα εξανεμίστηκαν. Χάθηκαν από μπροστά της. Εκείνο το βράδυ έδωσε έναν όρκο. Θα έκανε τα πάντα για το παιδί της, ποτέ δεν θα τον άφηνε μόνο και η ίδια θα χαμογελούσε μπροστά στις δυσκολίες που θα προέκυπταν. Ήξερε πως οι δυσκολίες θα ήταν πολλές, αλλά είχε αποφασίσει να παλέψει, να μην το βάλει κάτω. Θα στέκονταν όρθια σε κάθε δυσκολία και δεν θα λύγιζε ποτέ, δεν θα έκλαιγε. Θα έριχνε άπλετο φως στο σκοτάδι της ζωής, όσο δύσκολο και αν ήταν.
Ο Μάρκος την άφησε μόνη της μόλις έμαθε πως ήταν έγκυος. Δεν ήταν έτοιμος για παιδί της έλεγε και πως για αυτόν είναι πιο σημαντική η καριέρα του και οι σπουδές του. Η απόφαση του ήταν τελεσίδικη, «ή το ρίχνεις και συνεχίζουμε ή χωρίζουμε αμέσως». Παρά τα καθημερινά παρακάλια και τις ικεσίες της, ο Μάρκος δεν έκανε βήμα πίσω. Ένα πρωινό δύο μήνες μετά έφυγε για σπουδές στην Ιταλία. Θα έκανε το μεταπτυχιακό του στην ζωγραφική σε πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Ήταν ένας νέος που στα 26 του δεν ήθελε παιδιά και υποχρεώσεις. Ένας ασυμβίβαστος καλλιτέχνης όπως παρουσίαζε ο ίδιος τον εαυτό του σε φίλους και γνωστούς. Από τότε δεν τον ξαναείδε και ούτε έμαθε ποτέ νέα του.
Η Ελένη έκλαψε, χτυπήθηκε, πάλεψε με τον εαυτό της, θύμωσε, μα δεν του κράτησε κακία. Ο ερχομός του παιδιού της, της έδωσε ζωή. Την γέμισε με φως και ελπίδα. Στην καρδιά της δεν υπήρχε χώρος για κακία παρά μόνο αγάπη για τον μικρό της πρίγκιπα. Όταν όμως ο γιατρός της ανακοίνωσε πως το παιδί γεννήθηκε με πρόβλημα, ένιωσε να χάνει την γη κάτω από τα πόδια της. «Μην ανησυχείτε είναι απολύτως υγιείς, απλά έχει πρόβλημα στα ματάκια του, δεν βλέπει. Σε λίγα χρόνια μόλις μεγαλώσει θα μπορεί να χειρουργηθεί και όλα θα είναι μια χαρά», της είχε πει ο γιατρός την ώρα που η Ελένη τον θήλαζε.
Εκείνο το βράδυ όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ο φόβος και η αγωνία δεν την άφηναν να ηρεμήσει, να ησυχάσει. Αν και οι γιατροί την είχαν διαβεβαιώσει πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας για την εγχείρηση, εκείνη ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι και την καρδιά της να πονά.
Όλα αυτά τα χρόνια έκανε κάθε είδους δουλειά μόνο και μόνο για να μαζέψει το απαιτούμενο ποσό ώστε να κάνει την εγχείρηση στα μάτια του παιδιού της και να διώξει το σκοτάδι από τα όμορφα πράσινα μάτια του. Ήθελε να μπορέσει ο γιος της να την δει να του χαμογελά, να μπορεί να δει τον ουρανό, την θάλασσα, τα πουλιά, τα χρώματα. Να μπορεί να δει τον κόσμο όλο. Πότε δούλευε ως σερβιτόρα, πότε καθάριζε σπίτια και άλλες φορές φρόντιζε ηλικιωμένους και μικρά παιδιά. Η κούραση δεν την τρόμαζε. Δεν την ένοιαζε τίποτα παρά μόνο η ευτυχία του μικρού της πρίγκιπα. Κάθε φορά που τον έβλεπε το πρόσωπο της ακτινοβολούσε, κάθε φορά που άκουγε την λέξη μαμά έλιωνε. Ένα μόνο του φιλί και μια αγκαλιά του ήταν αρκετή για να την ανεβάσει στα ουράνια.
Βοήθεια δεν είχε από κανέναν. Οι γονείς είχαν πεθάνει πριν χρόνια και η ίδια ήταν μοναχοκόρη. Κάποιοι μακρινοί συγγενείς και φίλοι μόλις τους ανακοίνωσε πως θα κρατούσε το παιδί μόνη της την εγκατέλειψαν. Δεν το έβαλε κάτω όμως. Μπορεί να μην είχε κανέναν κοντά της να της σταθεί, αλλά η ίδια ένιωθε πως στα χέρια της κρατούσε τον πιο πολύτιμο θησαυρό και ήταν δικός της. Μόνο δικός της.
Το πρωί η Ελένη αν και από την αγωνία δεν έκλεισε μάτι, φόρεσε το λαμπερό της χαμόγελο και πήγε να ξυπνήσει τον γιο της. Η εγχείρηση θα ξεκινούσε πρωί και σύμφωνα με τον γιατρό θα κρατούσε μια ώρα και κάτι και σε μία βδομάδα ο γιος της θα μπορούσε να βλέπει. Στην αρχή με δυσκολία, αλλά στην συνέχεια κανονικά.
Μαμά είναι Χριστούγεννα σήμερα δεν θα ανοίξουμε τα δώρα που μου έφερε ο Άγιος Βασίλης; Είπε ο Αναστάσιος γεμάτος χαρά.
Θα τα ανοίξουμε με το νέο έτος. Τα δώρα είναι κάτω από το δέντρο και θα τα ανοίξουμε μόλις δεις. Είναι τόσο όμορφα τα δώρα σου! Θα σου αρέσουν πολύ, είπε και τον φίλησε.
Μαμά; Θέλω να δω και τον μπαμπά μου. Έχεις φωτογραφία του έτσι δεν είναι;
Ναι έχω, είπε αμήχανα και ξεκίνησαν να ετοιμάζονται.
Μπήκαν στο αμάξι και πήγαν αμέσως στην κλινική για την εγχείρηση. Σε όλη την διαδρομή η Ελένη είχε βάλει μουσική να παίζει στο ραδιόφωνο και Αναστάσιος χαμογελούσε και τραγουδούσε. Μόλις έφτασαν έξω από την κλινική η Ελένη αφού έκανε δυο φορές τον γύρω της κλινικής για να βρει μια θέση να παρκάρει, αποφάσισε να το αφήσει στο παρκινγκ του νοσοκομείου. Μπήκε στο υπόγειο βρήκε μια θέση, πάρκαρε και έφυγαν αμέσως. Πριν φτάσουν όμως στην είσοδο του ασανσέρ η Ελένη θυμήθηκε πως ξέχασε στο αμάξι τις τελευταίες εξετάσεις του γιου της και έτρεξε να τις πάρει. Άφησε τον Αναστάσιο μερικά βήματα πίσω της και πήγε τρέχοντας στο αμάξι της. Την ώρα που έκλεινε την πόρτα του αυτοκινήτου, κρατώντας στα χέρια της τον φάκελο με τις εξετάσεις άκουσε έναν δυνατό ήχο. Ένα απότομο φρενάρισμα και έναν δυνατό γδούπο. Πάγωσε. Όλα τα άλλα που συνέβησαν έγιναν τόσο γρήγορα που δεν μπορούσε να τα συνειδητοποιήσει. Ένα αυτοκίνητο που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα παρέσυρε τον Αναστάσιο και ο γιος της κείτονταν αιμόφυρτος στην άσφαλτο. Ο οδηγός βγήκε αμέσως από το αυτοκίνητο και έτρεξε στο παιδί. Το ίδιο και η ετοιμόγεννη γυναίκα του που της είχαν σπάσει τα νερά.
Η Ελένη ουρλιάζοντας έτρεξε δίπλα στον γιο της ο οποίος ήταν δίπλα σε μία λίμνη αίματος. Φώναζε και εκλιπαρούσε για βοήθεια. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ήρθε ένα φορείο που πήρε την ετοιμόγεννη γυναίκα και μετά ένα άλλο για τον γιο της που ήταν χλωμός σαν το κερί. Την ώρα που ο οδηγός του αυτοκινήτου την βοηθούσε να βάλουν τον Αναστάσιο στο φορείο, τα μάτια τους συναντήθηκαν. Αν και τα πάντα είχαν αλλάξει πάνω του, τα μάτια του ήταν ίδια. Τα ίδια πράσινα μάτια που κάποτε είχε αγαπήσει, τα ίδια μάτια που είχε και ο γιος της.
Ελένη εσύ; Δεν το ήθελα, πετάχτηκε μπροστά μου και έτρεχα να προλάβω, έσπασαν τα νερά της γυναίκας μου, είπε ο Μάρκος αλλά σταμάτησε γιατί αυτό το «γυναίκα μου» ακούγονταν κάπως.
Και οι δύο έτρεχαν πίσω από το φορείο που διέσχιζε γρήγορα τους διαδρόμους της κλινικής. Για μια στιγμή η Ελένη ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και τα μάτια της να σκοτεινιάζουν, αλλά έπεισε τον εαυτό της να παραμείνει ψύχραιμη, δυνατή. Ο τραυματιοφορέας άφησε το φορείο έξω από την αίθουσα του χειρουργείου και πήγε αμέσως να ειδοποιήσει τους γιατρούς. Ο μικρός της άγγελος για μια στιγμή άνοιξε τα μάτια του και η Ελένη ένιωσε την καρδιά της να χτυπά από χαρά.
Ο Μάρκος κάθονταν λίγα μόνο βήματα μακριά και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ένιωθε χαμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως χτύπησε τον ίδιο του το γιο με το αυτοκίνητο. Για πρώτη φορά ένιωσε αηδία για τον εαυτό του. Πως μπόρεσε να εγκαταλείψει το παιδί του πριν χρόνια; Πως μπόρεσε να επιλέξει τις σπουδές και όχι τον γιο του; Όλα αυτά τα χρόνια είχε βγάλει από το μυαλό του τα πάντα που είχαν σχέση με την Ελλάδα. Στο Πανεπιστήμιο γνώρισε την Μαρία και σιγά-σιγά αγαπήθηκαν. Παντρεύτηκαν πριν ένα χρόνο και πριν λίγους μήνες μετακόμισαν στην Αθήνα για πάντα. Ήταν καιρός να νοικοκυρευτεί. «Πόσο κακό σου έκανα Ελένη;» έλεγε από μέσα του και η καρδιά του αιμορραγούσε.
Μαμά, φοβάμαι, ψιθύρισε ο Αναστάσιος.
Δεν είναι τίποτα ψυχή μου η μαμά είναι εδώ, μην φοβάσαι δεν θα αφήσω να πάθεις τίποτα, μ’ ακούς; Τίποτα, είπε η Ελένη κλαίγοντας.
Ο Μάρκος μάζεψε όλη του την δύναμη και πλησίασε το παιδί. Του έπιασε τα χέρια και προσπάθησε να του χαμογελάσει. Αναγνώρισε αμέσως το σκοτάδι στα μάτια του γιου του και τον πόνο στην ψυχή του. Ο Αναστάσιος ρώτησε την μητέρα του για ακόμα μία φορά τι χρώμα έχει η αγάπη και εκείνη ξέσπασε σε κλάματα.
Η αγάπη είναι πράσινη σαν τα μάτια σου, η αγάπη είναι λευκή σαν τους αγγέλους, η αγάπη είναι κόκκινη σαν την καρδιά σου που χτυπά. Η αγάπη είναι σαν το ουράνιο τόξο, πολύχρωμη. Δεν έχει μόνο ένα χρώμα η αγάπη, έχει πολλά. Εσύ διαλέγεις το χρώμα, βουτάς το πινέλο στην μπογιά και την ζωγραφίζεις ψυχή μου, είπε ο Μάρκος με δάκρυα στα μάτια.
Η καρδιά του παιδιού σταμάτησε να χτυπά την ώρα που έφταναν οι γιατροί. Παρά τις προσπάθειες του να τον επαναφέρουν στην ζωή, ο Αναστάσιος είχε αφεθεί στα χέρια του Θεού και ταξίδευε μακριά. Ανέβαινε στον ουρανό.
Η Ελένη ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο και ξέσπασε σε λυγμούς. Ένιωθε τα πόδια της να λυγίζουν και τις δυνάμεις τις να την εγκαταλείπουν. Σωριάστηκε στο πάτωμα. Χτυπιόταν και φώναζε πως ήθελε να πάει δίπλα στο παιδί της, πως ήθελε να πεθάνει, πως ο Θεός αν την αγαπούσε έστω και λίγο έπρεπε να την πάρει μαζί τους στους ουρανούς. Δεν μπορούσε να την αφήσει μόνη, δεν γινόταν να την χωρίσει από το παιδί της. Το είχε υποσχεθεί στον γιο της πως θα ήταν πάντα δίπλα του. Δεν μπορούσε να τον εγκαταλείψει.
Λίγη ώρα μετά ο Μάρκος με την βοήθεια των γιατρών προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Η χαριστική βολή για την Ελένη ήρθε μόλις άκουσε μια νοσοκόμα να λέει συγχαρητήρια στον Μάρκο για τον ερχομό του γιου του που ήρθε στον κόσμο πριν από λίγα λεπτά. Βγήκε τρέχοντας από την κλινική με δάκρυα στα μάτια και χάθηκε μέσα στο πλήθος και στα αυτοκίνητα που περνούσαν κορνάροντας από δίπλα της. Στο μυαλό της έρχονταν συνέχεια οι τελευταίες λέξεις του παιδιού της. «Τι χρώμα έχει η αγάπη;» Αυτή η φράση είχε σφηνωθεί μέσα της και δεν έλεγε να φύγει. Ήταν σαν ένα καρφί που της τρυπούσε την καρδιά και έσταζε αίμα. Εκείνη την στιγμή ένα μόνο χρώμα της έρχονταν στο μυαλό. Μαύρο. Πυκνό μαύρο. Σαν την νύχτα, σαν τον πόνο της, σαν τη ζωή που την περίμενε.
&&
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Αναστάσιος Μπογιάρης γεννήθηκε το 1988 στην Αθήνα. Σπούδασε στην Αθήνα, στην σχολή Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής, στο τμήμα Οινολογίας & Τεχνολογίας Ποτών. Από μικρή ηλικία είχε μέσα του το μικρόβιο της συγγραφής και άρχισε να γράφει. Ξεκίνησε να ασχολείται με την συγγραφή διηγημάτων και μυθιστορημάτων σε ερασιτεχνικό επίπεδο και μετά αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του λίγο παραπάνω, παίρνοντας μέρος σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Του αρέσει να πλάθει ιστορίες και να δημιουργεί χαρακτήρες. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια γλωσσολογίας του ΕΚΠΑ και σεμινάρια δημιουργικής γραφής από καταξιωμένους συγγραφείς. Τον Δεκέμβριο του 2015 παρακολούθησε το σεμινάριο δημιουργικής γραφής των εκδόσεων Μεταίχμιο με τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη.
Τον Δεκέμβριο του 2014 πήρε το Α΄ Βραβείο κοινού, στον Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος του Diavasame.gr με το διήγημα του «Το ρολόι χτυπάει πάντα στις 8». Το διήγημα του κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Momentum με τίτλο «δείπνο για δώδεκα» και περιλαμβάνει τα 12 διηγήματα που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό. Έχει πάρει δύο διακρίσεις σε προηγούμενους διαγωνισμούς του eyelands για τα διηγήματα του και το ένα από αυτά θα κυκλοφορήσεις σε βιβλίο από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες το Νοέμβριο του 2016(ιστορίες του Φθινοπώρου) μαζί με τα υπόλοιπα διηγήματα που διακρίθηκαν.
ΕΠΙΛΟΓΗ EYELANDS
Επόμενα διηγήματα που περιλαμβάνονται στην επιλογή και θα δημοσιευθούν στο eyelands.gr είναι:
ΜΑΡΤΙΟΣ
Μάρθα Γαλατοπούλου – Ανθισμένη έρημος
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Άννα Μαρία Κατσαρού – Ηλιοβασιλεματα και ουράνια τόξα
Νίκη Κωνσταντοπούλου – Η παλέτα της Φρόσως
ΜΑΙΟΣ
Σύλβια Λουκά -. Ταξίδι προς το ουράνιο τόξο
Φανή Δούμα – Μια άλλη εκδρομή
ΙΟΥΝΙΟΣ
Γιώργος Τζεβελεκάκης – Έλληνες, του φωτός χρωματοφάγοι…
Αλεξάνδρα Κολιγιώτη – Χρώματα
ΙΟΥΛΙΟΣ
Άννα Καρακατσάνη – Dream on
Ηλίας Στεργίου – Γαλάζιο
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Τσιντώμη Ευαγγελία – Όνειρο
Ιγνάτιος Μηλιόρδος – Χρώμα – χρήμα ένα γράμμα διαφορά
Η σειρά δημοσίευσης των διηγημάτων ακολουθεί την χρονική σειρά υποβολής τους στο διαγωνισμό.