Συνεχίζουμε την δημοσίευση των ιστοριών της Επιλογής από τον διεθνή διαγωνισμό με θέμα: Χρώματα, του eyelands. Πρόκειται για τα διηγήματα που διακρίθηκαν και θα δημοσιευθούν μόνο στο eyelands, δύο κάθε μήνα, σε μια σειρά ιστοριών που θα κλείσει τον Σεπτέμβριο του 2017 όταν θα ανακοινωθούν πλέον οι διακρίσεις του επόμενου διαγωνισμού.Σήμερα δημοσιεύεται το διήγημα της Μάρθας Γαλατοπούλου «Ανθισμένη έρημος»
Μαζί με το βιογραφικό της συγγραφέως δημοσιεύουμε και την σειρά με την οποία θα δημοσιευθούν τα επόμενα διηγήματα.
Ανθισμένη έρημος
Στεκόταν από ώρα πίσω από το κλειστό παντζούρι. Η δημόσια λάμπα στην απέναντι πλευρά του δρόμου έριχνε ένα θαμπό κίτρινο φως στο μουσκεμένο δρόμο. Γυάλιζαν οι πέτρες – μαύρες, γκρίζες, καφετιές. Απ’ το πρωί βροχή κι ομίχλη, ομίχλη και βροχή και οι καμπάνες να χτυπούν πένθιμα. Γνώριμος ήχος. Στο έμπα του χωριού τα μνήματα φωτίζουν πιο χαρμόσυνα απ’ τα σπίτια. Τα χρόνια που περνούν όλο και κάποιον παίρνουν. Ζαρώνουν οι άνθρωποι, μα πάλι κάτι πολεμούν να κάνουν. Μαζεύουν ξύλα για το χειμώνα, βάζουν δυο ρίζες ντομάτα, βγάζουν την κατσίκα να βοσκήσει. Κι όλο νομίζουν πως ξεγέλασαν το Χάρο. Εκείνος όμως όμως δεν ξεχνά. Μόνο έχει τη σειρά του. Γυρνά στα γύρω χωριά, μα όταν έρθει η ώρα σου είναι εκεί, συνεπής. Κι έτσι αδειάζει το χωριό και πληθαίνουν τα μνήματα.
Αυτά σκεφτόταν πίσω από τις γρίλιες καθώς περίμενε τη νεκρική πομπή να περάσει. Η πιο πένθιμη απ’ όλες. Μα κι η μόνη ευοίωνη. Καμιά άλλη δεν έχει τη δική της προδιαγεγραμένη, χαρμόσυνη εξέλιξη. Χτες κρεμόταν επί ξύλου, σήμερα σαν την Άνοιξη περνά κι αύριο τέτοια ώρα πάνω κάτω με δόξα και τιμή θα αναστηθεί.
Αχ, ν’ ανασταίνουνταν κι εκείνης η ψυχή μαζί του. Άλλες χρονιές θα ‘ταν στο δρόμο τώρα κι όχι πίσω από το κλειστό παντζούρι να παραμονεύει την πομπή. Θα είχε βγάλει το τραπεζάκι, το μικρό του σαλονιού, θα είχε βάλει πάνω τα εικονίσματα, το καντηλάκι, θα είχε φορέσει το καλό της μαύρο φόρεμα, θα είχε δέσει τα μαλλιά της όμορφο κότσο ψηλό, γκρίζο μα αρχοντικό, και θα περίμενε μπροστά στη εξώπορτα. Εκεί στην ανοιχτωσιά σταματά πάντα ο επιτάφιος. Θα κρατούσε το αναμμένο της κεράκι και θα έψελνε κι αυτή μαζί με όλους τα πένθιμα τροπάρια.
Ακουμπά τα χέρια της το ένα με τ’ άλλο. Δεν τα βλέπει, νιώθει όμως την ανάποδη των δακτύλων της τραχιά. Βαθιές αυλακιές χαρακώνουν τις κλειδώσεις. Ρόζοι από το πάλεμα του τσεκουριού, να κόψει τα ξύλα, να τα στοιβάξει, να τα κουβαλήσει. Κι ο Μάρτης φέτος παλουκοκαύτης και ο Απρίλης δεόντως.
Μεγάλη Πέμπτη σηκώθηκε πρωί πρωί, σαν κάτι μέσα της να ήθελε να αντισταθεί στο μολύβι που κρεμόταν πάνω από τα σπίτια. Σαν να ρίγησε βαθιά της μια ανάσα Άνοιξη, κατέβηκε στην αποθηκούλα και πήρε το πανέρι με τα αβγά. Είχε πει πως φέτος δεν θα έβαφε. Για ποιον; Και με ποιον να τσουγκρίσει; Ο άντρας της δεν πάει ακόμη χρόνος που κατοικεί στην άλλη πολιτεία, στο έμπα του χωριού. Η κόρη εδώ και δυο χρόνια οικογενειακώς στην Αυστραλία. Είχε κάτι ξαδέρφια αυτή από μικρά εκεί. Βοήθησαν και πήγαν τα παιδιά να δουν μιαν άσπρη μέρα. Τα εγγόνια δεν ήταν στην κηδεία. Πολλά τα έξοδα. Μόνο η κόρη ήρθε. Κι ο γιος που ήταν μια παρηγοριά – στην πόλη λες, μα πάλι στην Ελλάδα, όσο να πεις με ένα τηλεφώνημα είναι εδώ, γιορτές και διακοπές πάντα ερχόταν, μόνος, με φίλους, με παρέες, γέμιζε το σπίτι – πάνε λίγοι μήνες που είναι στην Αμερική. Διδακτορικό λέει. Ευκαιρία λέει. Ας είναι καλά το παιδί. Τρίβει τα χέρια με επιμονή, θαρρείς για να ξεβάψει το κόκκινο απ’ τη μπογιά που γέμισε τις χαρακιές, τα πετσάκια γύρω απ’ τα μαδημένα νύχια και τρύπωσε κι από κάτω, ανακατεύτηκε με το μαυρόχωμα του κήπου που δεν βγαίνει μια ζωή από κει. Δεν βγαίνει αυτό το κόκκινο. Δεν βγαίνει αυτό το μαύρο.
Έστησε αφτί. Σαν νά ‘ρχονται. Σιάζει από συνήθεια τα μαλλιά της, στρώνει τη φούστα της. Θυμάται ένα παιχνίδι που έπαιζαν τα παιδιά μικρά. Βάζαν την παλάμη μπροστά στο πρόσωπο. Ανέβαινε η παλάμη κι άφηνε να φανεί ένα πλατύ χαμόγελο, κατέβαινε και η λύπη σχηματίζονταν. Κι έτσι πάνω κάτω, πάνω κάτω, απ’τη χαρά στη λύπη κι ανάποδα. Να μπορούσε κι αυτή να σβήσει αυτή τη θλίψη που βάραινε τις άκρες των χειλιών της δυο χρόνια τώρα και τις τραβούσε προς τα κάτω σε μια μόνιμη γκριμάτσα υποβόσκοντος πόνου. Μα δεν μπορεί. Δεν την αφήνει ο γκρίζος ουρανός. Δεν την αφήνει η μαύρη έρημος που γλιστράει μέσα της αθόρυβα μα επιτακτικά, κερδίζοντας τις μάχες πόντο πόντο, στεγνώνοντας κάθε νωπή γωνιά της. Άμμος. Αναστέναξε. Θυμήθηκε το χτεσινοβραδυνό όνειρο. Στεκόταν λέει στη μέση της ερήμου και πολεμούσε να μείνει ακίνητη. Στις δυο παλάμες μέσα άμμος ψυχρή η ψυχή της κι έσφιγγε τα δάχτυλα το ένα με τ’ άλλο μην της φύγει. Ίδρωσε στον ύπνο απ’ την προσπάθεια κι από την αγωνία. Κι η άμμος γλιστρούσε από τις χαραμάδες κι έφευγε και χύνονταν πάνω στην απέραντη έρημο “χους και εις χουν”.
– Θεία Μαρία, θεία Μαρία!
Τρόμαξε. Οι φωνές και τα χτυπήματα στην πόρτα την τάραξαν. Τίναξε τις παλάμες της και τις σκούπισε στη φούστα, λες για να τις καθαρίσει από την άμμο. Κοντοστάθηκε. Η φωνή ξανακούστηκε. Η ανιψιά της ήταν, η Στέλλα από την Αθήνα. Να κατέβει, να μην κατέβει; Η φωνή όμως επέμενε, το ίδιο και τα χτυπήματα στην πόρτα. Έπιασε την καρδιά της. Θα περάσει ο επιτάφιος όπου νά ‘ναι. Θα την ακούσουν, θα τη δουν, θα θέλουν όλοι να μάθουν. Κατέβηκε τη σκάλα. Δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα. “Ο πόνος σου και ο καημός σου είναι δικός σου” έτσι είχε μάθει από παιδί, μόνο τις χαρές να μοιράζεται γιατί έτσι αβγαταίνουν. Τον πόνο της το είχε ντροπή να τονε βγάλει σε δημόσια θέα. Μέσα της έμαθε να βρίσκει και παρηγοριές και κουράγια. Μα τώρα, χωρίς κανένα στήριγμα, δεν ήξερε πια τι να πει. Στερέψανε οι πηγές.
Έπιασε το πόμολο. Το πρόσωπο της Στέλλας λαμπερό την κοιτούσε με έξαψη. Τα μάτια της αναζήτησαν τα δικά της.
-Θεία μου, πώς τρόμαξα! Αναστέναξε, έπιασε τα χέρια της και μετά την τράβηξε πάνω της και την αγκάλιασε σφιχτά, που λίγο έλειψε να βάλει τα κλάματα. Μα ο μέγας φρουρός, η αξιοπρέπεια, στεκόταν εκεί στα ματοτσίνουρα απαγορεύοντας την έξοδο. Την αγαπούσε τη Στέλλα πιο πολύ απ’ όλα τα ανίψια της. Μαζί, πλάι πλάι σαν αδέρφια μεγαλώσανε με τα παιδιά της. Στο σπίτι της έφαγε και κοιμήθηκε, γέλασε κι έκλαψε. Δεν τη χώρισε ποτέ από κείνα. Η Στέλλα την άφησε, μα κρατούσε ακόμη σφιχτά τα χέρια της στα δυο της χέρια καθώς της έλεγε τα καθέκαστα: πως είχε έρθει αργά το απόγευμα και πως έπαιρνε τηλέφωνο, μα δεν απαντούσε κανείς κι ανησύχησε. Κατηγορούσε τον εαυτό της που δεν της τηλεφωνούσε πια τόσο συχνά από την Αθήνα και προσπαθούσε ταυτόχρονα να δικαιολογηθεί.
– Η δουλειά, τα παιδιά, ξέρεις πώς είναι. Δεν με παρεξηγείς, ε! Μπορεί να μην τηλεφωνώ, μα πάντα σε σκέφτομαι.
Κι ύστερα δεν ακολούθησε τον επιτάφιο, μα έτρεξε πριν απ’ όλους να φτάσει. Κι όταν είδε την πόρτα κλειστή, όταν δεν είδε το τραπεζάκι με τα εικονίσματα απ’ έξω, φοβήθηκε πως κάτι κακό συνέβη. “Τι άλλο κακό απ’ αυτό που ζω;” πήγε να πει, μα ο πόνος ο δικός της ήταν σαράκι και κατοικούσε μέσα της, δεν μεταμορφωνότανε σε λόγια, να βγει, να πετάξει, να αλαφρώσει κι αυτή μια στάλα. Μόνο σκέψεις ξερνούσε αδιάκοπα. Γιατί να μην ήταν η Αννούλα της εκεί αντί για τη Στέλλα; Η Αννούλα της, με τον άντρα της, με τα παιδιά της; “Αχ Παναγιά μου” Να ήτανε κι ο γιος της να της πει “μη φοβάσαι ρε μάνα, εγώ είμαι εδώ. Τι θέλει το κορίτσι μου;” Ήτανε κατεργάρης ο Γιάννης. Τον πρώτο καιρό που έχασαν τον πατέρα του την πήρε να μείνει μαζί του στην Αθήνα. Γυρνούσε από τη δουλειά με το χαμόγελο, με το τραγούδι. “Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα…” της τραγουδούσε και την αγκάλιαζε. “Πού θα το πάω απόψε το κορίτσι μου;” Το ήξερε πως τά ‘κανε όλα αυτά για να της αλαφρώσει τον πόνο και κάπου κάπου τα κατάφερνε να την κάνει να ξεχαστεί. Την πήγαινε βόλτα στη θάλασσα. Βγάζανε τα παπούτσια και περπατούσαν στην άμμο. Άχ, η άμμος!
Η σκέψη αυτή την έφερε πίσω. Η Στέλλα ακόμη έλεγε, εκεί στην εξώπορτα. Μετά πήρε τη θεία της απ’ το χέρι και βγάλανε μαζί το τραπεζάκι και τα εικονίσματα. Την έστειλε να αλλάξει φουστάνι και της έσιαξε τα μαλλιά κότσο, ψηλό, αρχοντικό, όπως την ήξερε από πάντα. Πάνω στην ώρα πέρασε κι ο επιτάφιος. Φεύγοντας η Στέλλα τής έδωσε ένα φάκελο. Ήταν απ’ το Γιάννη. Είχε στείλει στην ξαδέρφη του ένα βιβλίο που του ζήτησε και ξέροντας πως θα πήγαινε για το Πάσχα στο χωριό έστειλε μαζί κι αυτό για τη μάνα του.
Τα χέρια της έτρεμαν, γύριζε σα χαμένη στο δωμάτιο, μια ψάχνοντας τα γυαλιά της, μια κάτι να σκίσει τον φάκελο, μια το διακόπτη να ανάψει το φως. Όταν τελικά τα κατάφερε, σωριάστηκε στην πολυθρόνα. Μια κάρτα τής είχε στείλει ο Γιάννης. Μια κάρτα με λιλά λουλουδάκια. Το βρήκε λέει ταιριαστό για την Ανάσταση. Μα να μην φανταστεί πως είναι οποιαδήποτε λουλούδια. Είχε πάει με φίλους του σε μια έρημο. Μια φορά στα πέντε – δέκα χρόνια ο καιρός έφερνε σύννεφα και αυτά βροχή και τότε γινόταν το θάμα. Στο χώμα το κατάξερο κοιμόντουσαν οι σπόροι, υπομονετικοί, σοφοί σπόροι. Μια βροχούλα αρκούσε να τους ξυπνήσει κι η έρημος γινότανε λιβάδι ανθισμένο.
Δεν είχε ακούσει νά ‘χει ερήμους και στην Αμερική. Μα ακόμη κι έτσι, ούτε θα φανταζόταν ποτέ τις λέξεις ανθός και έρημος μαζί. Παράξενη που είναι η φύση. Δεν ξέρει το θάνατο, δεν τον εννοεί, δεν τον δέχεται. Έμεινε να χαζεύει το λιλά χαλί.
Το λιλά ήταν το αγαπημένο της χρώμα. Αυτό θα μπορούσε να το πει μερικά χρόνια πριν. Τώρα που οι βεβαιότητες είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν θα άφηνε περιθώριο και σε άλλα χρώματα να τρυπώσουν στο χώρο του αγαπημένου. Έτσι, θα έλεγε μάλλον πως το λιλά είναι ένα μόνο από τα αγαπημένα της χρώματα. Αλλά πάλι αυτό θα μπορούσε να το πει αν η έννοια του αγαπημένου δεν είχε ξεχειλώσει τόσο πολύ με τα χρόνια, που πια να μην μπορεί να αφήσει κάποιο χρώμα έξω. Δεν είναι άραγε το κόκκινο των βελουδένιων τριαντάφυλλων ωραίο, το πράσινο των φρέσκων φυλλωμάτων στις ανοιξιάτικες πλαγιές; Δεν είναι αυτά τόσο όμορφα όσο το χρώμα της ανθισμένης πασχαλιάς, του ζουμπουλιού, της αφρικανικής μολόχας με τα χνουδωτά παχιά φύλλα; Δεν είναι άραγε η Άνοιξη που τρέχει ανέμελη με ένα στεφάνι πλεγμένα αγριολούλουδα στα μακριά μαλλιά της, δεν είναι εκείνη που διδάσκει με τ’ απλωμένα χέρια της πως η αγάπη τα χωράει όλα κι όλα μπορεί να τ΄αγκαλιάσει;
Σκοτείνιασε το βλέμμα της σαν σκέφτηκε την ώρα που τα τρυφερά στάχυα χάνουν τη δροσεράδα τους, αδειάζουν από τα ανοιξιάτικα νερά, ξεθωριάζουν και βαριανασαίνουν κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Μα αλήθεια, γιατί τόση θλίψη; Δεν είναι τάχατε το χρυσαφένιο καφετί της νωχελικής αμμουδερής παραλίας, το στραφταλιστό αντιφέγγισμα του ήλιου στα νερά του ποταμού που κυλάει φλέβες δροσιάς στο σώμα του καλοκαιριού, δεν είναι τα ωχροκίτρινα ανθάκια στις σχισμάδες των βράχων απ’ της καρδιάς τα πιο αγαπημένα θάματα;
Μα η ζωή από το απόγειό της κινά την κατηφόρα. Σουρώνει και μαζεύει, μαδούν τα πέταλα των λουλουδιών, σαπίζουν οι καρποί και πέφτουν, μυρίζουνε τ’ αμπέλια μούστο κι ένα χαλί κίτρινο, ροδαλό, πορτοκαλί, κόκκινο της φωτιάς απλώνεται στις πλαγιές και σπαρταράει η ζωή να πέσει να στρωθεί στη γη, τροφή στο νέο αίμα. Τρίζει να ξεχυθεί κάτω απ’ τις φτέρνες το τελευταίο της τραγούδι πριν κοιμηθεί γλυκά μες σ’ άσπρο πουπουλένιο πάπλωμα, ύπνο βαρύ χωρίς ονείρατα. Ύπνο – θάνατο. Κι απέναντι φουρτουνιασμένες θάλασσες φτύνουν μολύβι στο χαμηλό ουρανό. Μα από το άσπρο ως το μαύρο όλα τα χρώματα σε μια ρωγμή χωρούν υπομονετικά και περιμένουν να λιώσουνε τα χιόνια, να γαληνέψουν τα νερά. Περιμένουν τη στιγμή που θα πεθάνει ο θάνατος για να ξεπεταχτούν στο φως, να ξαναζωγραφίσουν τον καμβά του κόσμου. Χτες κρεμόταν επί ξύλου, σήμερα κηδεύεται, κι αύριο τέτοια ώρα πάνω κάτω με δόξα και τιμή σαν Άνοιξη θα αναστηθεί.
Ανατρίχιασε. Έκανε ψύχρα ακόμη. Κι έτσι όπως είχε γείρει στην πολυθρόνα με την κάρτα αγκαλιά, με τη σκέψη του γιου της να τη ζεσταίνει γλυκά, ποια μουσική ήταν αυτή που τη νανούρισε; Ποια όνειρα την πήραν απ’ το χέρι και την ταξίδεψαν; Ψηλαφητά βρήκε τη μαύρη της ζακέτα, τυλίχτηκε σφιχτά κι αγκάλιασε με τα χέρια της τα δυο της μπράτσα. Από τις γρίλιες έμπαινε φως. Ξημέρωνε κιόλας. Σηκώθηκε κι άνοιξε το παράθυρο. Η πασχαλιά στην πίσω αυλή, φορτωμένη άνθη και πρωινή δροσιά, την καλημέρισε με το πιο πυκνό της άρωμα. Ανάσανε βαθιά, σήκωσε το βλέμμα και το ‘τρεξε έξω απ’ την αυλή, πάνω από το ανθισμένο λιβάδι, ανηφόρισε την αντίπερα πλαγιά με τα φρέσκα και τα αειθαλή πράσινα και σταμάτησε στην μεγάλη πύλη της Ανατολής, εκεί που η νύχτα έφευγε γοργά, σέρνοντας πίσω της τής αυγής την κροκάτη τη γάζα. Σε λίγο ο Ήλιος που όλα τα βλέπει και που συμπονά τα άμοιρα θνητά όντα, με τις χαρές της μιας στιγμής και τις αιώνιες λύπες τους, θα ‘βγαινε να προϋπαντήσει την Ανάσταση.
**
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Μάρθα Γαλατοπούλου
Από παιδί απολαμβάνω να ακούω ιστορίες. Μεγαλώνοντας άρχισα να φτιάχνω δικές μου και επιθυμώ πολύ να αρέσουν σε όσους τις διαβάζουν.
ΕΠΙΛΟΓΗ EYELANDS
Επόμενα διηγήματα που περιλαμβάνονται στην επιλογή και θα δημοσιευθούν στο eyelands.gr είναι:
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Άννα Μαρία Κατσαρού – Ηλιοβασιλεματα και ουράνια τόξα
Νίκη Κωνσταντοπούλου – Η παλέτα της Φρόσως
ΜΑΙΟΣ
Σύλβια Λουκά -. Ταξίδι προς το ουράνιο τόξο
Φανή Δούμα – Μια άλλη εκδρομή
ΙΟΥΝΙΟΣ
Γιώργος Τζεβελεκάκης – Έλληνες, του φωτός χρωματοφάγοι…
Αλεξάνδρα Κολιγιώτη – Χρώματα
ΙΟΥΛΙΟΣ
Άννα Καρακατσάνη – Dream on
Ηλίας Στεργίου – Γαλάζιο
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Τσιντώμη Ευαγγελία – Όνειρο
Ιγνάτιος Μηλιόρδος – Χρώμα – χρήμα ένα γράμμα διαφορά
Η σειρά δημοσίευσης των διηγημάτων ακολουθεί την χρονική σειρά υποβολής τους στο διαγωνισμό.