Μικρές επαναστάσεις – κείμενα!

Το eyelands ανεβάζει τα πρώτα κείμενα που ήρθαν για τον διαγωνισμό με θέμα Μικρές επαναστάσεις που συνεχίζεται μέχρι και τα μεσάνυχτα της Πρωτομαγιάς, στη σελίδα των εκδόσεων Παράξενες Μέρες στο facebook.

https://www.facebook.com/STRANGEDAYSBOOKS/

Συνεχίστε να στέλνετε κείμενα, μπορούμε να κάνουμε την πρώτη μας μικρή επανάσταση με έναν διαγωνισμό που γίνεται για πρώτη φορά και χάρη στην έμπνευσή σας πετυχαίνει απόλυτα!

ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ/ 21 ΚΕΙΜΕΝΑ

μικρές (2).jpg

  1. ΚΗΛΙΔΑ – Ελένη Χριστοφοράτου

Δεν την είδε εξαρχής. Την έπιασε με την άκρη του ματιού της την ώρα που έτριβε με το σύρμα την κατσαρόλα. Μια κόκκινη παραφωνία στα κατάλευκα πλακάκια. Δοκίμασε να την αγνοήσει, αλλά αυτή εισέβαλλε ξεδιάντροπα στο οπτικό της πεδίο.

Παράτησε την κατσαρόλα, τράβηξε μια καρέκλα, κάθισε κι έμεινε να την παρατηρεί. Λειτουργώντας σαν αυτόματο στα δέκα χρόνια του γάμου της, δεν είχε σταθεί ποτέ να παρατηρήσει κάτι. Και τώρα άφηνε τις δουλειές να την περιμένουν στοιβαγμένες σαν τα ασιδέρωτα ρούχα μόνο για να κοιτάζει επίμονα το κόκκινο φάλτσο στην κατά τα άλλα άμεμπτη κουζίνα της.

Πρέπει να χαμηλώσει το φούρνο, μιάμιση ώρα ψήνεται το αρνί στους 250 βαθμούς, όμως εκείνη με το βλέμμα ρουφηγμένο απ’ τη στάμπα, σκέφτεται τη γροθιά του που τη βρήκε στο στόμα, τα δυο μπροστινά της δόντια που έσπασαν, το πέσιμό της στα πλακάκια, το αίμα που χύθηκε. Το αίμα…

Διαισθάνεται πως πέρασε ώρα πολλή, ώρα φαινομενικά σπαταλημένη, με τα μάτια της βιδωμένα στη στάμπα, το αρνί να καίγεται, την κατσαρόλα να χάσκει με το κολλημένο φαγητό στον πάτο της.

Η κηλίδα την κοιτά. Μπορεί και να την περιγελά για τις δικαιολογίες της στους γιατρούς, «έπεσα απ’ τη σκάλα», τα συγκαταβατικά βλέμματα των νοσοκόμων, τις απανωτές αποβολές από τα «χάδια» του.

Παίρνει το κινητό της και φωτογραφίζει την κηλίδα ζουμάροντας πάνω της. Ρίχνει το κινητό μαζί με τα ρούχα της κουβάρι στο σάκο που ’χει από φοιτήτρια, βγαίνει στο δρόμο, εισπνέει τον βρώμικο αέρα της πόλης.

Μια μακρινή κιόλας ανάμνηση ο στειρωμένος αέρας του σπιτιού της

  1. ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΜΙΣΑ – Δήμητρα Καρούσου

Αντικατοπτρισμός.
Ο ένας του άλλου. Η ψυχή της ψυχής. Το σώμα του σώματος.
Καθρέφτες. Γυαλισμένοι, κομψοί. Σαλονιού, μπάνιου, αυτοκινήτου.
Είδωλα. Καθαρά και θαμπά. Είδωλα κινούμενα ή σταθερά.
Εαυτοί μισοί και ολόκληροι.
Και όλα ξαφνικά γίνανε κάτοπτρα. Οι τζαμαρίες, τα φανάρια, τα βρεγμένα πλακάκια, οι οθόνες των κινητών, τα πλαστικά ποτήρια, τα ασημένια κουτάλια, τα γυαλιά ηλίου, οι πόρτες των ασανσέρ.
Παγίδες. Οι πόρτες ανοίγουν και κρύβουν κι άλλους καθρέφτες, κι άλλους, κι άλλους. Και υπάρχουν για να μη νιώθεις μόνος, για να μεγαλώνουν το χώρο. Αυταπάτες. Μια ανίχνευση αλδεϋδομάδας ήταν κάποτε οι καθρέφτες, ένα κάτοπτρο αργύρου, μια εντυπωσιακή χημική αντίδραση.
Και τώρα απλώθηκαν και γέμισαν τους χώρους.
Είναι εντάξει το μακιγιάζ; Φαίνεται ακόμα το σπυράκι; Τα φρύδια; Είναι ίσια μεταξύ τους; Απόσταση. Το παντελόνι αυτό ταιριάζει; Φαρδιά είναι η μπλούζα. Τι χρώμα ματιών είναι αυτό; Μυωπικά κοντά.
Όροφος. Ποιος όροφος; Καμία πρόσφατη μνήμη. Τα φώτα έσβησαν. Η καρδιά σταμάτησε. Η τροχαλία δούλεψε. Τα σύρματα κινήθηκαν. Ηρεμία. Χτύπος που επανέρχεται.
Βλέμμα δεύτερο. Καμία ατέλεια πια. Κανένα είδωλο. Ένα κενό ασανσέρ. Που ανοίγει και κλείνει. Που θυμάται και ξεχνάει. Τα είδωλα που υπήρξαν.
Πόσα στ’ αλήθεια έπαψαν να ανεβοκατεβαίνουν μισά; Πόσα άντεξαν τον αντικατοπτρισμό τους;
Επιβαλλόμενη επιβίωση.
Τρομακτική αλήθεια.
Ανόμοιος και όμοιος.
Ο ένας του άλλου.

  1. Μαρία Καλογεράκη-Βεζυριάνα /Θέλω να χάνομαι…

Είναι εντυπωσιακό πως ένα πεντάχρονο παιδί βρίσκει τον τρόπο με μια μόλις φράση να συμπυκνώσει όλο το νόημα της ύπαρξης. Την ανάγκη του ανθρώπου να δοκιμάσει και να ξεπεράσει τα όρια του…να περιχαρακώσει το είναι του…να υπάρξει αυτόνομος και αυτάρκης, να πατάει με σιγουριά στα πόδια του. Ετοιμαζόμασταν για βόλτα και εγώ, όπως κάθε γονιός φαντάζομαι, προετοίμαζα το παιδί μου πριν αφήσει την ασφάλεια που περικλείουν τα φυσικά όρια του σπιτιού, θέτοντας τα συμβολικά όρια στο έξω, το άγνωστο, το μη ελεγχόμενο, όταν ο γιος μου με κοίταξε και μου είπε: «μαμά εκεί που θα πάμε θα με αφήσεις να χάνομαι»; Στην αρχή δεν κατάλαβα τι εννοούσε, αλλά μετά θυμήθηκα ότι ο όρος που τίθεται συχνά αναφορικά με την απομάκρυνση του για παιχνίδι είναι: « θα πηγαίνεις μέχρι εκεί που σε βλέπω, δε θα χάνεσαι…».
Αυτή του η φράση, εσώκλειε μαζί παράκληση και διεκδίκηση, την επιθυμία να αντέξουμε κι οι δυο να χαθούμε ο ένας από τα μάτια του άλλου και να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Θεμελιώδης κατάκτηση στις ανθρώπινες σχέσεις. Να μη χρειάζεσαι πια τον «άλλον» για να βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια του, αλλά να χτίζεις το δικό σου κόσμο, με εργαλείο το πρώτο εκείνο βλέμμα…εκείνο που αγκάλιαζε, χάιδευε, παρηγορούσε και επιβεβαίωνε την ύπαρξή σου. Όποιος το έχει νιώσει μπορεί να «χάνεται» χωρίς να κινδυνεύει. Μπορεί να πηγαίνει συνεχώς παρακάτω συμβολικά ή πραγματικά. Μέχρι και σε άλλους πλανήτες μπορεί να τολμά να πηγαίνει, κι ας είναι και σε όνειρο…

  1. Γεωργία Μπερτσιά – »Στο δικό μου κελί»

Βροχή . Αδιάκοπη , επίμονη , εξαγνιστική . Η σιωπή τέτοιες ώρες απειλεί . Απειλεί πως την ώρα που ο άνθρωπος κοιμίζει σα μικρό παιδί την ταραγμένη λογική , το συναίσθημα θα ξυπνήσει και σαν πεινασμένο και παραμελημένο μωρό με το κλάμα του θα απαιτήσει φροντίδα . Μα κάθε αίτημα, είναι αίτημα αγάπης . Παραλύεις μπροστά στην αντίφασή της • πώς ενώ φαίνεται να σε νανουρίζει , σε κοιμίζει στην προκρούστεια κλίνη , ενώ σε χτενίζει σου τραβάει τα μαλλιά κι ενώ σε φιλάει τα χείλη της προμηνύουν προδοσία ; Αν ήταν άντρας θα ‘ταν σωματώδης , με αντιφατικό ρόλο : ευνουχισμένου παιδιού και χειριστικού αφέντη. Αν ήταν γυναίκα θα ‘ταν όμορφη αλλά ανασφαλής . Χειμαρρώδης μα συναισθηματικά τιμωρημένη. Μελαχρινή μα με σταρένιο δέρμα κι αγγελικό βλέμμα . Μητρικά προστατευτική μα αυταρχική .Αν ήταν έρωτας θα χε τη δική σου όψη με κρυμμένες όλες σου τις αντιφάσεις.
Φόβος κι αγωνία να σε φυλάω από το μάταιο και το ρηχό του κόσμου. Μα είναι πολύ νωρίς ακόμα . Δεν είμαστε έτοιμοι . Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος ακόμα . Είναι σκληρός κι εσύ πολύ αθώος για να τον καταλάβεις . Είναι πολύ νωρίς, Έρωτά μου ,να εκδηλωθείς , να απελευθερωθείς από το κλουβί σου . Στο κελί των εμμονών και των σκέψεων μου θα μείνεις για πάντα . Δε σε αποκαθηλώνω . Είσαι εκεί ψηλά , στην ιερότητα των συναισθημάτων , στον αναπαυτικό θρόνο του θείου και ακατέργαστου.

  1. Η ΦΥΓΗ – Κλειώ Βλαχάκη

Ο Νάσος ή Ντεντές γεννήθηκε πριν από εμένα. Το πρώτο ζώο που αγάπησα, το πρώτο που χάιδεψα. Σαράντα ημερών με έβαλαν στη ράχη του για να πάρω τη χάρη της υπομονής του. Παράπονο δεν είχα! «Εσύ, παιδάκι μου, σκας και γάιδαρο ακόμα», έλεγε η γιαγιά. «Εγώ θα μοιάσω στο Ντεντέ και μια μέρα θα το σκάσω μαζί του». Μεγάλωνα εγώ, μεγάλωνε και ο γάιδαρος μαζί μου. Κι ένα απόγευμα έβαλα σε μια νάυλον σακούλα μια ζακέτα, ένα μπλε τετραδιάκι με ένα μολύβι, ένα κομμάτι τυρί και μια φέτα ψωμί, φόρεσα και το κολιέ με τις ροζ χάντρες(γιατί έτσι έκαναν τα πλούσια κορίτσια) και σκέφτηκα να κάνω την επανάσταση μου και να σηκώσω μπαϊράκι. Για να ανέβω στο Ντεντέ που ήταν ψηλός-πανύψηλος μου φαινόταν τότε- έπρεπε να τον πάω κοντά στην ξύλινη σκάλα. Χατίρι δε μου χάλασε, αφού πολύ με αγαπούσε. Σαν πήραμε όμως το δρόμο για το Πυράθι που οδηγούσε στη μεγάλη πόλη και ο γαιδαράκος μου δε γνώριζε, μουλάρωσε και σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Βήμα δεν έκανε. Εντωμεταξύ, στο χωριό οι δικοί μου είχαν αντιληφθεί την απουσία του ζωντανού αλλά και τη δική μου και βρέθηκαν σε πανικό. Λίγο μετά με βρήκαν παρέα με το Νάσο στη μέση του δρόμου να στέκομαι στο σαμάρι και να παλεύω κρατώντας το χαλινάρι να το σκάσουμε για το άγνωστο χωρίς ελπίδα. Μα εκείνος, που πολύ με αγαπούσε, αρνήθηκε να με βάλει σε κίνδυνο.
Πέθανε μια μέρα που έλειπα στο σχολείο. Μου είπαν ότι το έσκασε. Στα δεκατρία θρήνησα για την πρώτη απώλεια μου.

  1. ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ – Μαρία Μανδηλαρά

Είναι κι εκείνες οι στιγμές
που λέω ο χρόνος δεν περνά
Σαν να χαθήκανε οι δείκτες
κι έμεινε στάσιμος
Και τώρα;
Πώς θα ημερέψω τις σκέψεις
που σαν αγρίμια φυλακισμένα στο μυαλό
ζητούν την ελευθερία τους;
Είναι κι εκείνη η άκρη στο μολύβι μου
η μόνη έξοδος προς την ελευθερία
και το χαρτί κλειδί
που την ανοίγει
Κι είναι κι εκείνες, οι άλλες στιγμές
που θέλω ο χρόνος να πάψει να περνά
Και σπάω εγώ τους δείκτες
και τον σκοτώνω!
Και τώρα;
Περιμένω…
Τίποτα…
Ο χρόνος δεν σκοτώνεται
Συνεχίζει να περνά
Και συνεχίζουν οι σκέψεις να θεριεύουν
Κι εγώ αφήνω αυτή τη μόνη έξοδο
προς την ελευθερία ανοιχτή
Και δραπετεύουν οι σκέψεις
ξεχύνονται μέσα στο χρόνο
σαν λέξεις πια γραμμένες σε χαρτί…
Δεν είμαι εγώ αυτή
δεν είναι αυτές οι σκέψεις
που τρέχουν στο χαρτί δικές μου
Έχω εγώ τόση θλίψη στην ψυχή;
Και τρέχουν οι σκέψεις
γεμίζουν το χαρτί
απ’άκρη σ’άκρη
επαναστάτες προς την ελευθερία τους
Γαληνεύει τότε το μυαλό, ηρεμεί
κι ο χρόνος μόνο τότε κοντοστέκεται
θαρρείς και πάει να σταματήσει
κι όλα κινούνται πιο αργά κι αλλάζουν
Μόνη διέξοδος ετούτο το μολύβι
πόρτα και ξίφος
για τις σκέψεις στο χρόνο
ελευθερία και πόλεμος…

  1. Κουκόσια Ευαγγελία / Συ-λογικά

Σε ολονύκτιες συζητήσεις αναλωνόμαστε συχνά,
άλλοτε σε ξεχασμένα σπίτια αράζουμε τις μάσκες μας,
άλλοτε σε στέκια εξωτερικά τεμπελιάζουμε.
Όταν φτιάχνει ο καιρός
στους δρόμους τρέχουμε σα παλαβοί
να προλάβουμε τον ήλιο.
Πότε μόνοι ξεμένουμε
σε κάτι κοινότυπα δωμάτια
και πότε όλοι μαζί αλληλέγγυοι
βρίσκουμε τα πάνω μας.
Βουτάμε στα πάρτυ-
-ξερνάμε φρίκες-
-βάφουμε τοίχους-
-κραυγάζουμε για τη λευτεριά-
κάνουμε τη δική μας ξεχωριστή επανάσταση
ενάντια σε όλες τις επαναστάσεις.
Ξυπνάμε ενωμένοι και καμιά φορά τολμάμε!

  1. Κατερίνα Καρυπίδου /«Η ύστατη επανάσταση»

Κοίταξε τον πίνακα στον τοίχο. Ένα κομμάτι δικό της σ’ όλο το σπίτι. Στο σπίτι που έζησε εβδομήντα επτά ολόκληρα χρόνια. Τώρα όλη της η ζωή χωμένη σε μια γωνίτσα. Μια πολυθρόνα, ένα με το σώμα της πια, μια τηλεόραση ξεχασμένη ανοιχτή πάντα – να παίζει τι άραγε; – και ένας πίνακας στον ασπρισμένο τοίχο.
Η γιαγιά Αναστασία κοιτούσε μόνο τον πίνακα. Κοιτούσε και γυρνούσε τον χρόνο πίσω … «Μα μη μου κουνιέσαι πολύ», της φώναζε ο Μίλτος της. Μα ποιος τον άκουγε! «Δεν μπορώ», φώναζε και πεταγόταν με μιας από την άμμο που ήταν καθισμένη και του έκανε το μοντέλο. «Μυρίζει θάλασσα, με καλεί το κύμα, θα συναντήσω τους γλάρους»… Και τον άφηνε να την κοιτά με λατρεία καθώς βουτούσε στα αφρισμένα κύματα. Επανάσταση την φώναζε και ήταν η ίδια η ζωή, η ζωή του…
Κανείς δεν την πήγαινε πια στην θάλασσα. Η ζωή έτρεχε αγκαζέ με τον χρόνο των γύρω της. Ο δικός της χρόνος είχε σταματήσει. Η γιαγιά Αναστασία είχε όσο χρόνο ήθελε…
«Θέλω να μυρίσω θάλασσα», ψιθύρισε.
Πήρε το μπαστούνι της, έβαλε το παλτό της, έψαξε να ενημερώσει τους δικούς της ότι θα βγει, κάτι που της το είχαν απαγορεύσει ρητά, εδώ και χρόνια.
«Θέλω να μυρίσω θάλασσα», ξανάπε! Τι και αν η ζωή τελειώνει σκέφτηκε… Πάντα υπάρχει χρόνος για μια επανάσταση! Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Στο χέρι της κρατούσε μια φωτογραφία του Μίλτου της. Την κοίταξε και την έφερε στα χείλη της. «Σου φέρνω την επανάστασή σου»… είπε και κίνησε!!!

  1. Ευσταθιος Γαϊτανίδης – Ο πειρατής

Διακόσια χιλιόμετρα ανοικτά της Χερσονήσου του «Γιουκατάν» βρισκόμασταν, όταν ακούσαμε για πρώτη φορά έναν περίεργο γρυλισμό. Ήταν ένα πανέμορφο σκυλάκι που ούτε και ξέραμε πως βρέθηκε εκεί. Ο φίλος μου ο Λο, το υιοθέτησε. Με την άδεια και του καπετάνιου, το πήρε υπό την προστασία του.
Ήμουν για χρόνια πάνω στο καράβι με τον «Λο» που πήρε το όνομά του από έναν ποταμό της πατρίδας του. Με τον καιρό μάλιστα γίναμε και καλοί φίλοι, αλλά όσο κι αν κάναμε παρέα, ήταν πολλές οι φορές που δεν καταλαβαινόμασταν. Καμιά φορά του μιλούσα και ο φίλος μου κουνούσε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά, σαν να μου έλεγε μπορεί, δεν είμαι σίγουρος. Κι όμως, στην πραγματικότητα συμφωνούσε σ’ όλα. Το κουταβάκι μας πάντως με τον καιρό μεγάλωσε και έγινε η μασκότ όλου του πλοίου. Μια ήσυχη μέρα που το σφυρίζαμε ολημερίς, ο «πειρατής» όπως είχαμε ονομάσει το σκύλο μας, δεν εμφανιζόταν.
Ρωτήσαμε τον φίλο μου τον «Λο» αν τον είχε δει. «Τον μαγείρεψα και τον έφαγα», μας είπε εντελώς φυσιολογικά. Στην αρχή νομίζαμε πως ήταν ένα από τα παράξενα αστεία του, όταν όμως καταλάβαμε πως το έλεγε στα σοβαρά, ξέσπασε μια μικρή επανάσταση. Αν δεν παρέμβαινε ο καπετάνιος θα τον ρίχναμε στην θάλασσα.
« Εσείς οι Έλληνες, δεν μεγαλώνετε τα αρνάκια και μετά τα σφάζεται και τα τρώτε; Το ίδιο έκανα και εγώ, αυτό μου έμαθαν από μικρό. Αλλά αν το ήξερα πως θα σε πείραζε τόσο, δεν θα το έκανα ποτέ». Έτσι μου είπε με δάκρυα στα μάτια και αγκαλιαστήκαμε.

10. Χριστόδουλος Λιτζερίνος – ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ

Στις πλατείες…
με ορθά γύρω τους τείχη
υποθηκευμένα σπίτια
Ομόνοια
Στις πλατείες…
θα περπατήσουμε αγκαλιά
σε βρώμικα πλακόστρωτα
που ο φόβος ερωτεύεται
Ταχρίρ
δημιουργεί κύκλους επάλληλους
κι ανασαίνει
Στις πλατείες……
Τιεν Αν Μεν
σου χρωστάω μια βόλτα με φεγγάρι
στα μαύρα τσιμέντα
που κουβαλούν φυλακτό στην ψυχή τους
οι άνθρωποι
Στις πλατείες….
των Μαργαριταριών, της Κάσμπα, της Βικτωρίας
στους πάγκους της λαϊκής
αφθονίας
Στις πλατείες…
Πράσινη Πλατεία
η σκόνη χορεύει γυμνή
πριν αγκαλιάσει
σώματα νεκρά που ονειρεύονται
μια βόλτα με φεγγάρι….

11 Χρήστος Ζάχος – Αποφασισμένος

Τότε έπιασε το μαχαίρι και το κάρφωσε στην καράφλα του μπροστινού κυρίου. Το σκυλί του άρχισε να αλυχτάει. Το έπιασε με τα χέρια του και το έσφιξε στο λαιμό, έτσι ώστε να σταματήσει. Έπειτα, άνοιξε την πόρτα και το πέταξε με μια κλωτσιά στη θάλασσα. Γυρνώντας, κάποιος προσπάθησε να τον σταματήσει. Έτσι, με μια κίνηση, του πήρε το κεφάλι. Τα αίματα είχαν σκορπίσει παντού και ο κόσμος άρχισε να στριγγλίζει και να απομακρύνεται. Δεν τόλμησε να τον πλησιάσει άλλος. Το πλήθος έφυγε τρομοκρατημένο, αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που μόλις είχε συμβεί.

Έπειτα ακολούθησε ησυχία και γαλήνη. Κάθισε τότε αναπαυτικά σε ένα από τα αεροπορικά καθίσματα του πλοίου, άναψε τσιγάρο, έπιασε ένα τετράδιο κι ένα μολύβι και σχεδίασε, ήσυχος πια, αυτό το ποίημα.

  1. Μπογιάρης Αναστάσιος – Η Ανάσταση
    Η λειτουργία θα ξεκινούσε σε μία ώρα και εκείνη ακόμα δεν έλεγε να αφήσει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες από τα χέρια της. «Μερόπη γέρασες, σύντομα θα πας κοντά τους», είπε κλείνοντας το άλμπουμ.
    Μεγάλη Παρασκευή και η εκκλησία θα γέμιζε με κόσμο. Τα τελευταία 40 χρόνια κάθε Πάσχα δεν έχανε λειτουργία. Εκεί μόνο ένιωθε την παρουσία του γιου και του άντρα της που τους έχασε όταν τα βεγγαλικά που ετοίμαζαν για την Ανάσταση έσκασαν στα χέρια τους και η Ανάσταση δεν ήρθε ποτέ. Ο χρόνος πάγωσε όταν ο γιατρός της είπε απλά ένα «λυπάμαι πολύ, κάναμε ότι μπορούσαμε». Κάθε χρόνο παρακαλούσε τον Θεό να την πάρει και εκείνη μαζί τους, αλλά οι προσευχές της ποτέ δεν εισακούστηκαν. «Θα αργήσω», μονολόγησε καθώς άνοιγε την πόρτα της.
    Στην αρχή όταν το είδε έτσι κουλουριασμένο στην άκρη το πέρασε για άδειο τσουβάλι, όμως όταν το πλησίασε άκουσε την καρδιά του να χτυπά. Ένα μικρό προσφυγόπουλο κοιμόνταν στο κατώφλι της. Κοίταξε γύρω της και δεν είδε κανέναν, δεν ήξερε τι να κάνει, θα έχανε και την λειτουργία. Το πήρε στην αγκαλιά της, ήταν αδύναμο σαν πούπουλο και τα μάτια του ήταν τρομαγμένα, δακρυσμένα. Ήταν δεν ήταν 4 με 5 χρόνων σκέφτηκε καθώς κάθονταν στον καναπέ. «Φέτος δεν θα πάμε εκκλησία», είπε κοιτώντας το μικρό που δεν καταλάβαινε. «Η Ανάσταση φέτος ήρθε νωρίτερα», μονολόγησε καθώς του ετοίμαζε το γάλα με κουλούρια. Εξάλλου μέσα από τις μικρές επαναστάσεις γεννιούνται οι μεγάλες αλλαγές και 40 χρόνια τώρα περίμενε κάτι να αλλάξει την ζωή της.

 

  1. Αριστείδης Αρχοντάκης / Επάγγελμα – Ποιητής.
    Σκυφτός, η κορμοστασιά είχε λυγίσει απ’ το βάρος του χρόνου. Όσο κι αν περπατούσε κοιτώντας ψηλά, η ελαφρά καμπουρίτσα διέγραφε ένα τελικό σίγμα στο κορμί του. Επάγγελμα ποιητής. Αν και βιοποριζόταν δύσκολα, αυτό δήλωνε γεμάτος περηφάνια, μπαίνοντας στο μάτι και στις γλώσσες, γνωστών και αγνώστων. Είχε κλείσει μισό αιώνα βίου, απογοητευμένος λιγάκι, καθότι πολλά απ’ τα όνειρά του έμεναν ανεκπλήρωτα. Γι’ αυτά είχε θυσιάσει οικογένεια, και κάθε είδους πολυτέλεια στη ζωή του, προκειμένου να τα κυνηγήσει. Ίσως μετά θάνατον να έρθει και η αναγνώριση που ποθούσε, όπως έχει ήδη συμβεί σε πολλές περιπτώσεις, σκεφτόταν, και θλιβόταν περισσότερο.
    Κι όταν η ανάγκη τον έφερε να πάει να μείνει σε μικρότερο κατάλυμα, το οποίο δεν ήταν δυνατό να χωρέσει τους 5000 τόμους βιβλίων που κατείχε ως τώρα, αυτός πρώτα τα βιβλία φρόντισε, και μετά τον εαυτό του. Βέβαια, τα αποχωρίστηκε δωρίζοντάς τα στη δημοτική βιβλιοθήκη, αλλά του έφυγε ο εφιάλτης αυτά να σαπίζουν σε κάποια υγρή αποθήκη. Όσο για το μικρότερο σπίτι που αναγκάστηκε να νοικιάσει, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να είναι ήσυχο για να μπορεί να διαβάζει.
    Κι εκεί στο φτωχικό δωμάτιο, σκυμμένος πάνω στο γραφειάκι του, η καμπουρίτσα μεγάλωνε, τόσο που τώρα κοιτούσε αναγκαστικά χαμηλά καθώς περπατούσε. Στο γιατρό που επισκέφτηκε, αυτός του μίλησε για ελλειπή σίτιση, για οστεοπόρωση, ακόμη και για κληρονομική προδιάθεση. Του συνέστησε άσκηση, καλή διατροφή, συμπληρώματα βιταμινών και κόβοντάς του τη χειρόγραφη απόδειξη πληρωμής, τον ρώτησε τι επάγγελμα να συμπληρώσει. Κι αυτός απήντησε όλο σθένος: Μα εγώ είμαι ποιητής!
  1. Σωτηρία Βασιλείου – «Μήνιν άειδε θεά…»

Κουστουμαρισμένος στο δρύινο φέρετρο ο Λεωνίδας αφουγκραζόταν ολονυκτίς, μαζί με τα μοιρολόγια, τους προβληματισμούς της Λεώνης για τη σύμπτωση του εμφράγματος με την πτώση των Δίδυμων Πύργων. «Δίδυμοι Πύργοι»: είχαν περάσει εικοσιεφτά χρόνια από το κύκνειο άκουσμα της φράσης. Ύστερα ενέσκηψε κοσμοχαλασμός, ήσσονος διεθνούς σημασίας από τον αμερικανικό, αλλά μέγιστης προσωπικής.
Όταν το 1947, στο τουρκοκυπριακό Αρναδί, γεννήθηκαν ο Λεωνίδας και ο Ασλάν, το μικτό χωριό απέκτησε δύο «λεβέντες» που ο δάσκαλος πατέρας του πρώτου χαρακτήρισε «δίδυμους Πύργους». Έκτοτε στην περιοχή μιλούσαν για τους γίγαντες απογόνους του Διγενή Ακρίτα, που παιδιόθεν έγιναν αδελφοποιητοί. «Μήνιν άειδε θεά…», τους μύησε ο δάσκαλος στον Όμηρο, ώστε «ηρωικά» αποστρεφόμενοι πόλεμο και ύβριν να καταστούν «πύργοι» ειρήνης στο απελευθερωμένο νησί. Το 1965 ο Λεωνίδας εστάλη στο Διδασκαλικό Κολλέγιο ενώ ο αλετράρης Ασλάν παντρεύτηκε στη γειτονική Μαράθα.
Από εκεί τον πήραν στις 20 Ιούλη 1974, τον εκτέλεσαν και τον έχωσαν σε ομαδικό τάφο, ενώ στο Κιόνελι ο Λεωνίδας πολεμούσε με τις βόμβες Ναπάλμ του Αττίλα. Τον Σεπτέμβρη ο Ασλάν καταγράφηκε ως αγνοούμενος· τον Οκτώβρη, πρόσφυγας πια ο Λεωνίδας συνταξιοδοτήθηκε ως «νευρασθενής». Σύντροφοι στο συνοικισμό το «τετράδιο της μνήμης» και το ραδιόφωνο, που την 11η Σεπτεμβρίου 2001 τον πυρπόλησε με λήμματα παραπέμποντα στην 20ή Ιουλίου: όλεθρος, βόμβες, μακελειό, εφιάλτης, συντέλεια, αγνοούμενοι και κυρίως: «κατέρρευσαν οι Δίδυμοι Πύργοι». Στο άκουσμα της φράσης κατέρρευσε και ο Λεωνίδας. Πρόλαβε, εντωμεταξύ, να συλλογιστεί πως πέπρωται οι δίδυμοι Πύργοι να καταρρέουν καταβάλλοντας το τίμημα αλλότριων ύβρεων και κυρίως να αποθέσει το τετράδιο-γέννημα της προσωπικής επανάστασης στην τσάντα της Λεώνης, προς γνώση και μεταλαμπάδευση.

  1. Λυδία Δερέκη – Πρωτομαγιά

Ακόμη μια φορά που ο ολάνθιστος κήπος μου με τις τριανταφυλλιές έγινε βορά στους επίδοξους δημιουργούς μαγιάτικων στεφανιών, ως ορίζει το έθιμο. Βαρβαρότητα, αν με ρωτάς. Δημιουργική χαρά, για όσους υποδέχονται την έλευση του καλοκαιριού.
Τριανταφυλλιές τραυματισμένες με ξεριζωμένα άνθη, θυσία στην άνοιξη. Μόνο ένα λευκό μπουμπούκι γλίτωσε, κι άλλο ένα, που βαστάει ο 6χρονος ανιψιός μου προσπαθώντας με τα παιδικά χεράκια του να το τοποθετήσει ξανά μέσα στο χώμα.
-Τι κάνεις εκεί Νικόλα μου;
-Φυτεύω το τριαντάφυλλο.
-Μα αυτό είναι κομμένο, δεν μπορεί να φυτευτεί ξανά.
-Δεν μπορεί; Και πως θα φυτρώσουν ξανά τα λουλούδια?
-Θα φροντίζουμε τις κομμένες τριανταφυλλιές, θα τις περιποιούμαστε και με τον καιρό θ’ ανθίσουν ξανά.
-Κι εκείνα στο στεφάνι;
-Εκείνα θα στολίσουν για μερικές μέρες το μπαλκόνι κι έπειτα θα μαραθούν.
-Γιατί μαραίνονται όταν τα κόβουμε;
-Γιατί είναι μακριά απ’ τις ρίζες τους, δεν τρέφονται για να ζήσουν.
-Τα σκοτώνουμε δηλαδή;
-Κάπως έτσι μικρέ μου…
– Και είπα στη μαμά να μην τα κόψουμε, αλλά δε με άκουγε. Εγώ δε θέλω να πεθαίνουν τα λουλούδια. Κι αυτό που κρατάω σε λίγες μέρες θα πεθάνει δηλαδή; ρώτησε γεμάτος απογοήτευση με τα τεράστια μάτια του ν΄αστράφτουν από τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να ξεχυθούν.
Ορθώθηκε αποφασισμένος και φώναξε: Εγώ δεν ξανακόβω λουλούδια! Θα πω στη μαμά να μην ξαναφτιάξουμε στεφάνι, αλλά να φυτεύουμε λουλούδια κάθε πρωτομαγιά.
Τον τύλιξα στην αγκαλιά μου και του ψιθύρισα: Κάθε ξεριζωμός είναι μαρασμός, ένας μικρός θάνατος, όσο όμως υπάρχουν μικροί επαναστάτες σαν εσένα, αυτός ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος.

  1. Georgia Koutsogianni – ΜΙΚΡΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΡΙΑ

Ήταν μία καθημερινή, μάλλον Τετάρτη, που είπα ότι θα φύγω από το σπίτι. Ήμουν δεν ήμουν έξι ετών όταν ο πατέρας μου με φώναξε να πάω στο τραπέζι. Εγώ καθυστέρησα χαζεύοντας και ήρθε και με μάλωσε. Θύμωσα, θύμωσα πολύ άσχημα. Δεν ήταν κακός, απλά αγχωμένος να τα προλάβει όλα, να μαγειρέψει, να μας ταίσει, να μας περιποιηθεί και μετά να φύγει τρέχοντας για τη δουλειά. Εγώ όμως ήμουν η «Θυμιώ», σύμφωνα με μάνα και αδερφή. Κι όσο με λέγανε «Θυμιώ», τόσο θύμωνα…Κι όσο θύμωνα, τόσο με λέγανε «Θυμιώ». Έτσι το πήρα απόφαση, δεν θα έπαιρνα τίποτα μαζί μου, ούτε μπουφάν, ούτε σοκολάτα, ούτε τον αγαπημένο μου κούκλο τον Τζίμι που είχε καταχωνιαστει σε κάθε λογής βαλίτσες και σακ βουαγιάζ για να τον έχω μαζί μου στις διακοπές. Αυτές ήταν σκέψεις δευτερολέπτων. Κατευθύνθηκα προς την πόρτα, κατέβασα το χερούλι (δεν ήταν κλειδωμένη- ο Τζιμ θα έμενε πίσω κι ένα δάκρυ κύλησε) και τότε, ο πατέρας είπε: Τι ακούγεται?Ποιος είναι στην πόρτα? Σηκώθηκε και ήρθε να δει. Τι κάνεις μου είπε; Τίποτα τίποτα ήθελα κάτι να δω, είπα και πήγα μαζί του στο τραπέζι.
Φακές… νοστιμότατες!

  1. Φωτεινή Τέντη – «Βόλτα στη θάλασσα»

Φόρεσα τη μεγάλη στολή με τα ασημένια παράσημα και πήγα βόλτα στη θάλασσα. Ήταν μεσημέρι, 12:00 ακριβώς, οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν κάθετα πάνω στις λευκές πέτρες.
Το φως κατέβαινε σε πορτοκαλί, κίτρινα και κόκκινα νήματα, ακούμπησα τα δάχτυλά μου και έπαιξα ένα παιδικό τραγουδάκι, «πλυμένα βότσαλα, καίει η φωτιά, πλυμένα βότσαλα, βροντάει μακριά…». Οι νότες πνίγονταν στη θάλασσα, κι εγώ έπαιζα όλο και πιο δυνατά, μα πάλι τις κατάπινε η θάλασσα.
Έπαιζα μέχρι που τα χέρια μου σκέβρωσαν, τα δάχτυλά μου γύρισαν προς τα μέσα, οι νότες έβγαιναν φάλτσες και τότε, ένιωσα θάνατο για πρώτη φορά, ήταν έτσι όπως μου τον είχε περιγράψει ο πατέρας που είχε πάει στον πόλεμο:
Σκεπασμένος από κίτρινη βλέννα, στυφός, «σίγουρα στυφός» είχε πει ο πατέρας, κολλώδης όπως τα εντόσθια λιωμένου τζιτζικιού, και λευκός, ο θάνατος ήταν λευκός, το σκέβρωμα στα δάχτυλά μου ήταν λευκό, οι φάλτσες νότες ήταν λευκές, στάθηκα κάτω από τις χρωματιστές χορδές και τότε, πήρα φωτιά, κάηκα ολόκληρος κι έμεινα μαύρη στάχτη να ασημίζει πάνω στις λευκές πέτρες.

  1. Mirella Manola – ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Γιατί η εκπαίδευση στην Ελλάδα να μην εστιάζει στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης και την δημιουργία ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων που θα αναπτύξουν τον δικό τους αυτόνομο τρόπο σκέψης, τα δικά τους θέλω, την δική τους αισθητική των πραγμάτων. Αντί αυτού έχουμε μάθει να ζούμε σε συγκεκριμένα πλαίσια, φορώντας παρωπίδες και μαθημένοι σε έναν τρόπο ζωής όπου σου προσφέρουν «μασημένη τροφή» την καταπίνεις, και δεν λες κουβέντα, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς φωνή. Ζωντανοί νεκροί. Απάθεια σε όλο της το μεγαλείο.
Επιπλέουμε στην επιφάνεια της θάλασσας, χωρίς να τολμάμε να εξερευνήσουμε τον υπέροχο βυθό της.
Που είναι ο αυθορμητισμός, που είναι η ελευθερία σκέψης..;
Ας μην έχουμε την απαίτηση να αλλάξει ο κόσμος προς το καλύτερο, αν δεν ξεκινήσουμε από μας τους ίδιους, από τον κοντινό μας περιβάλλον, από την καθημερινότητά μας, από μικρά πράγματα, από εκείνες τις λεπτομέρειες που κάνουν την διαφορά. Αν δεν κάνουμε τη δική μας μικρή επανάσταση.
Η ευτυχία είναι στιγμές, μικρές «ανόητες», απλές στιγμές, από την απόλαυση μιας σοκολάτας μέχρι το χαμόγελο ενός γείτονα, την αγκαλιά ενός παιδιού.
Αν θέλεις να δημιουργήσεις κάτι, πρέπει να ζήσεις και να γεμίσεις εμπειρίες, εικόνες και συναισθήματα που θα αποτελέσουν την πηγή έμπνευσής σου.
Αν δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι καλά, αν δεν αγαπάμε τον εαυτό μας και δεν τον φροντίζουμε και δεν του προσφέρουμε την βοήθεια που χρειάζεται, πώς θα προσφέρουμε πραγματική και ουσιαστική βοήθεια στους συνανθρώπους μας που το έχουν πραγματικά ανάγκη, πώς θα τους στηρίξουμε και πώς θα ξυπνήσουμε εμείς οι ίδιοι από τον λήθαργο;

  1. Yanna Gounari- ΑΦΗ ΣΤΙΓΜΗΣ

Αφ’ης στιγμής
ο χρόνος δεν αγγίζεται,
αφή στιγμής
δεν είναι εφικτή.
Μα,
αφ’ης στιγμής
ο χρόνος αναφλέγεται
και τη ζωή μας αναλώνει,
πάλι έτσι θα ειπωθεί:
αφή στιγμής.

  1. Giorgos Har / Γαβ
    Το ’σκασα από το αφεντικό. Τώρα σουλατσάρω πάνω-κάτω στο δρόμο που οδηγεί στον ιερό βράχο, μ’ αρέσει να κατουράω στα πόδια των αγαλμάτων, ο καυτός ήλιος εξατμίζει ταχύτατα το νερό και τους οργανικούς διαλύτες των ούρων μου και στο άσπρο μάρμαρο απομένει η ουσία των ορμονών μου, ανεξίτηλη.
    Τη μέρα που μύρισα το ξένο κατρουλιό στο άγαλμα του Απόλλωνα, γαύγισα παρατεταμένα, ξύπνησε μέσα μου ο λύκος, ξύπνησε ο έρωτας. Σίγουρα πρόκειται για σκύλα μπάσταρδη, νεαρής ηλικίας και χωρίς ιδιαίτερη θηλυκή αυτοπεποίθηση. Τη θέλω! Γι αυτό κατούρησα κι εγώ το ίδιο άγαλμα ελπίζοντας να προκαλέσω το ζωώδες ερωτικό της ενδιαφέρον. Αδίκως. Δεν μου έμενε παρά να ακολουθήσω τα ίχνη της, που με οδήγησαν στη διαδήλωση. Από τη μια οι αστυνομικοί με πλήρη εξάρτυση, από την άλλη οι διαδηλωτές, πολλοί απ’ αυτούς με κουκούλες και κράνη, στάθηκα ανάμεσα στους δύο σχηματισμούς παρατηρώντας τις τροχιές των μολότοφ και των δακρυγόνων. Δεν τα είχα ξαναδεί.
    Όμως η σκυλίτσα μου δεν φαινόταν πουθενά. Λες να ψάχνει γι αφεντικό; Γαύγισα. Δυνατά. Μ’ όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια μου. Ίσα που πρόλαβα να δω το καπνογόνο που καρφώθηκε στα πλευρά μου. Ο μαλάκας ούτε να σημαδεύει δεν ξέρει. Σύρθηκα στο πεζοδρόμιο μέχρι το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη. Μάλλον πεθαίνω, αργά και βασανιστικά, κι ούτε η σκύλα που με πλησίασε κι έγλυφε την πληγή μου μπόρεσε να απαλύνει το θανατικό.
    Τα ψηλοτάκουνα και τα μαύρα λουστρίνια που στάθηκαν να μας χαζεύουν σκάσαν στα γέλια νομίζοντας πως ερωτοτροπούμε. Ένα γέλιο να τους πνίξει!
  1. ChrysSanthie

Εγώ στη διάβαση εκείνη ονειροβατούσα. Δεν θυμόμουν, και μάλλον δεν ήξερα πια, ότι όλοι περιμέναμε να πρασινίσει το φανάρι. Είχα τοποθετήσει τις πατούσες μου κατά το πίσω ήμισυ στο πεζοδρόμιο, ταίριαζε η πεζότητα στις φτέρνες, γιατί με τραβούσαν πίσω, και το άλλο μισό αιωρείτο επάνω από ένα αχανές κενό κάμποσων εκατοστών, ψηλότερα απ’ το ύψος του δρόμου.

Ξεγελούσα τη βαρύτητα καθώς ονειρευόμουν, στηριζόμενος ακριβώς στο μέσον της βάσης της ορατής ζωής μου, που την αποτελούσαν τα πόδια μου, και έγερνα πότε προς τα μπρος, στο κενό, και πότε προς τα πίσω, στα σίγουρα. Και ήταν ένα καταραμένο δευτερόλεπτο εκείνο που χρειάστηκε για να συμβεί το αδιόρθωτο∙ σε μία προς τα μπρος μου κίνηση, δεν πρόσεξα, κόντεψα να γκρεμιστώ, από ένστικτο παραπάτησα, και βρέθηκα δυόμιση βήματα μπροστύτερα, στην άσφαλτο.

Άλλο δεν ήθελε το πλήθος του φαναριού∙ θεώρησε το παραπάτημά μου σήμα για εκκίνηση. Ξεχύθηκαν όλοι προς την απέναντι πλευρά, και οι απέναντι, έτοιμοι κι αυτοί σαν από καιρό για επαναστάσεις, άρχισαν να έρχονται με φόρα προς εμάς. Για λίγο, ένιωσα στις φλέβες μου να βράζει αίμα αρχηγού εξεγερμένων, κι ας ήταν κατά λάθος, αφού εξαιτίας μου βγήκαν τόσοι άνθρωποι έξω από εκείνο το δυσβάσταχτο πρόγραμμα των φαναριών.

Ώστε ήταν αυτή η συνταγή: διακινδυνεύεις τη θέση σου, κι αντί να στέκεσαι ολόκληρος σε σταθερό κι ανυποχώρητο έδαφος, επιλέγεις την κόψη. Η κόψη είναι θέση ισορροπίας γιατί προσεγγίζει με ευκολία και τα δύο άκρα, χωρίς όμως ποτέ να τα αγγίζει. Αμφισβητείς τη θέση σου και ω! του θαύματος, γίνονται οι στιγμές… μικρές επαναστάσεις!

Advertisement