Συνεχίζουμε την δημοσίευση των ιστοριών της Επιλογής από τον διεθνή διαγωνισμό με θέμα: Χρώματα, του eyelands. Πρόκειται για τα διηγήματα που διακρίθηκαν και θα δημοσιευθούν μόνο στο eyelands, δύο κάθε μήνα, σε μια σειρά ιστοριών που θα κλείσει τον Σεπτέμβριο του 2017 όταν θα ανακοινωθούν πλέον οι διακρίσεις του επόμενου διαγωνισμού. Σήμερα δημοσιεύεται το διήγημα της Φανής Δούμα:
Μια άλλη εκδρομή
Πέρασε ένας χρόνος από τότε. Τρομαχτικός, σαρκοβόρος, αχόρταγος. Οι γαλανές, ηλιόλουστες μέρες της αγάπης μας, πνίγηκαν σε ’κείνο το μπουρίνι. Τα χρώματα του καλοκαιριού σκεπάστηκαν από σκοτάδι βαρυχειμωνιάς. Έτσι ένοιωθα, έτσι νόμιζα.
-Μη τα παίρνεις όλα τόσο κατάκαρδα μωράκι μου. Ο πατέρας σου έχει δίπλα του την μητέρα σου. Θα του σταθεί μια χαρά. Δεν είναι ο πρώτος με προβλήματα υγείας. Έλα, σε παρακαλώ, να πάμε στο νησί. Οι δυο μας θα περάσουμε υπέροχα… και οικονομικά. Γέλασα και τον φίλησα. Έχει τον τρόπο του να με συνεφέρνει και να με καταφέρνει.
Ετοίμαζα τον σάκο των διακοπών, όταν μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα μου. Με κοίταξε με βλέμμα επιτιμητικό, όπως συνήθιζε τελευταία.
-Μ ’αυτόν θα πάς;
-Μ’ αυτόν.
-Μη το κάνεις… Πού;
-Δεν χρειάζεται να ξέρεις. Θα μιλάμε στο κινητό. Την άλλη εβδομάδα, θα είμαι πίσω. Δεν ξυπνάω τον μπαμπά, δώσ’ του ένα φιλάκι από μένα.
Όταν έκλεισα την πόρτα πίσω μου, ήμουν η Λήδα, αυτή που όλοι ήξεραν. Δεν φανταζόμουν, πως όταν γυρνούσα, θα είχα έναν άλλο εαυτό.
* * *
Το καράβι διέσχιζε περήφανο το ήρεμο Αιγαίο. Οι γλάροι φτερούγιζαν ανάμεσα στο γαλάζιο της θάλασσας και τ’ ουρανού παιχνιδιάρικα κι άρπαζαν στον αέρα τις βούκες από ψωμί που τους πετούσαν χαρούμενοι επιβάτες. Τους χάζευα πίσω από τα γυαλιά ηλίου, καθώς χάιδευα το γκριζωπό κεφάλι του Λουκά, που ακουμπούσε στα πόδια μου. Κάτι μου έλεγε, πώς ο νους του ταξίδευε μακριά.
-Εκείνη σκέφτεσαι;
Δεν απάντησε. Συνέχισα.
-Πού είναι; Θα έρθει;
-Στην Γερμανία. Δεν ξέρω πότε θα ’ρθεί.
-Φοβάμαι τη στιγμή που θα την συναντήσω, είπα.
-Κι εγώ!
Μείναμε τρείς μέρες σ’ ένα συμπαθητικό ξενοδοχείο της χώρας. Μου γνώρισε τ’ αξιοθέατα, σεργιανίσαμε στα γραφικά σοκάκια, γευτήκαμε τις γαστρονομικές νοστιμιές, χορέψαμε και μεθύσαμε στα καλόγουστα μπαράκια. Επισκέφτηκε κάποιους συγγενείς και μετά φύγαμε για την αγαπημένη του τοποθεσία.
Ο Τζόρτζης μας πήγε με το καΐκι του. Εβδομηντάρης, με τατουάζ, σκουλαρίκι, και μια λευκή αραιή αλογοουρά. Ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια με τις ιστορίες που μας έλεγε, αν και εγώ δεν τις πολυκαταλάβαινα, εξ’ αιτίας των ιδιωμάτων της νησιώτικης διαλέκτου, αλλά και της απουσίας των δύο μπροστινών δοντιών που δυσκόλευαν την άρθρωσή του . Ο Λουκάς μου είπε αργότερα , υπήρξε το πρώτο «καμάκι» του νησιού. Φτάσαμε. Μας βοήθησε να κατεβάσουμε τις προμήθειες και την ώρα που τον πλήρωνε ο Λουκάς, του τόνισε να μην ξεχάσει να μας πάρει πίσω την μέρα και ώρα που καθορίσαμε.
* * *
Ο κρυφός παράδεισος του αγαπημένου μου δεν έμοιαζε με αυτόν της Εδέμ. Ήταν μια μικρή, αμμώδης παραλία μ’ ένα και μοναδικό πεύκο. Πίσω του, στον βράχο μια σπηλιά. Ο Λουκάς ήταν συγκινημένος κι’ ενθουσιασμένος, το μέρος αυτό του ξυπνούσε αναμνήσεις, ερχόταν εδώ με τον πατέρα του, ψάρευαν και κολυμπούσαν. Έκρυψα την απογοήτευσή μου, συμμερίστηκα τα συναισθήματά του. Μου μετέδωσε γρήγορα το κέφι του, στήσαμε γελώντας τη σκηνή, το σπιτικό μας. Τώρα έβλεπα ένα κάδρο που απεικόνιζε ένα ειδυλλιακό τοπίο και μέσα σ’ αυτό ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Ενσωματωθήκαμε στη μαγική εικόνα, γίναμε δύο πρωτόπλαστοι.
Ελεύθερα τα κορμιά μας απολάμβαναν την ζαφειρένια θάλασσα, τον καυτό ήλιο, τον παράφορο έρωτα. Πλημμύρισαν από την ομορφιά τα μάτια μας όταν ο ήλιος έγινε πορτοκαλής κι’ η θάλασσα εκστατική δεχόταν το φιλί του. Όμως το μαγεμένο δειλινό, μου στάλαξε μια λύπη. Πήρε την κιθάρα του ο Λουκάς, για να συνθέσει το πιο όμορφο τραγούδι του κόσμου και να γίνει διάσημος. Ο ουρανός σκοτείνιαζε, τ’ αστέρια έβγαιναν ένα ένα για ν’ ακούσουν την μουσική, ερχόταν κι άλλα να τους συντροφέψουν, μέχρι που γέμισε διαμαντάκια το στερέωμα ασημόχρυσους αστερισμούς και νεφελώματα, μυθικά πλάσματα, πανάρχαιους θεούς. Η πλάση έγινε δική μας κι εμείς, δυο ψυχές που έκαναν την ίδια ευχή όταν κάποιο αστέρι έπεφτε στο χάος, μέρος του θαυμαστού σύμπαντος.
* * *
Το επόμενο απόγευμα όμως, ο ήλιος έδυσε πίσω από γκρίζα σύννεφα. Ο Λουκάς έσκαψε αυλάκι γύρω από τη σκηνή. Η θάλασσα σκοτείνιασε και σήκωνε κύματα που έφταναν ως τη φωτιά μας. Αστραπές έσχιζαν με φως τον ορίζοντα, ο ουρανός απειλούσε πως γρήγορα ο θυμός του θα ερχόταν προς το μέρος μας.
Ενώ ντυνόμουν με όλα τα ρούχα που έφερα, ο Λουκάς με παρηγορούσε.
-Μη φοβάσαι Λήδα μου, όλα θα πάνε καλά, ένα μπουρίνι είναι μόνο. Είμαστε αναγκασμένοι να το περάσουμε εδώ, ο Τζώρτζης δεν μπορεί να μας πάρει, απαγορεύεται να βγαίνουν στη θάλασσα με τέτοιο καιρό. Δες το σαν μια περιπέτεια, που θα περάσουμε μαζί.
Μαζέψαμε στα γρήγορα τη σκηνή με τα πράγματα και χωθήκαμε στη σπηλιά. Γίναμε δύο πρωτόγονοι. Έφεγγε απειλητικά η νύχτα από τους κεραυνούς, με τρομοκρατούσαν οι βροντές, η βροχή έπεφτε με δύναμη, ο αέρας λυσσομανούσε να ξεριζώσει το πεύκο και η φουρτουνιασμένη θάλασσα εξαφάνισε την αμμουδιά μας. Δεν ήταν μπουρίνι αυτό, κατακλυσμός ήταν, θεομηνία. Ο Λουκάς προσπαθούσε με αστεία και γλυκόλογα, να μου δώσει κουράγιο. Μα καλά, εκείνος δεν φοβόταν; Είχε αρχίσει να μου διηγείται μια ιστορία με πειρατές, όταν χτύπησε το κινητό μου. Η φωνή της μητέρας μου έτρεμε. «Ο πατέρας σου, πέθανε. Ανακοπή». Του τέλειωσαν οι λέξεις του Λουκά. Ο κεραυνός που έπεσε μέσα στη σπηλιά, μας έκανε δυο στήλες άλατος.
Ποιός κρυώνει, ποιός τρέμει πιο πολύ;
-Λυπάμαι, πόσο λυπάμαι! Ψιθύρισε.
Πήρε τα χέρια μου μες τα δικά του, δεν σήκωσα το βλέμμα να τον κοιτάξω, εγώ πονώ, κι αν νοιώθει ενοχές, ας τις νοιώθει.
Τηλεφώνησα στο σπίτι. «Έρχομαι το συντομότερο, μαμά.» Χα!
Σιωπηλοί. Καθ’ ένας μόνος στις θυελλώδεις σκέψεις του.
Πετάχτηκε όρθιος.
Για λίγα δευτερόλεπτα ερεύνησε με τον φακό την σκοτεινή μανισμένη θάλασσα. Έβγαλε την μπλούζα του. «Κάτι συμβαίνει, κάποιος είναι, φέγγε μου» είπε και όρμησε στα κύματα. Έτρεξα πίσω του. «Μη! Που πας! Τι κάνεις! Λουκά! Μη μ’ αφήνεις!» Φώναζα, ούρλιαζα, αντιστεκόμουν στα κύματα που έσπαζαν επάνω μου, τον έβλεπα και τον έχανα . «Βοήθησέ τον, Σε παρακαλώ Θεέ μου, Σε παρακαλώ, βοήθησέ τον».
Τα δάκρυα μου μπερδευόταν με την βροχή, όταν τον εντόπισα πάλευε να βγει, δεν ήταν μόνος, ο αγαπημένος μου κάποιον κουβαλούσε.
Χάραζε. Ο άνεμος είχε ξεθυμάνει και τα σύννεφα στράγγιζαν τις τελευταίες τους σταγόνες. Οι δύο άντρες κοιμόντουσαν ασφαλείς μέσα στους υπνόσακους κι’ εγώ ετοίμαζα στο γκαζάκι ζεστό τσάι. Από μακριά είδα με ανακούφιση να καταφθάνει το καΐκι του Τζόρτζη.
Τον κοίταξε προσεχτικά. Ένα μελαχρινό παλληκάρι είκοσι χρονών περίπου. Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος, παραμιλούσε, δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε. «Δεν είναι απ τα μέρη μας» αποφάνθηκε ο Τζόρτζης. «Οι αναθεματισμένοι! Πάλι το έκαναν το κακό.» Τι εννοούσε; « Θα ’ναι από τους μετανάστες πού πέταξαν στη θάλασσα.» Καινούργια φουρτούνα στις καρδιές μας. Σαν να μας λυπήθηκε ο φίλος μας έτσι όπως τον κοιτούσαμε άφωνοι. Έδειξε προς τον ξένο «Τούτος εδώ όμως, είναι πολύ τυχερός!»
Έπρεπε να προλάβω το πρώτο αεροπλάνο. Θλιβερά καθήκοντα με περίμεναν και μια μητέρα που βούλιαζε στη θλίψη και στην ανησυχία. Το καΐκι θα έκανε και δεύτερο δρομολόγιο για τον Λουκά και τον «τυχερό». Του έριξα μια τελευταία ματιά. Κάτι στο πρόσωπό του, μου θύμιζε τον πατέρα μου. Ξέσπασα σε κλάματα. Ήμουν ένα κουβάρι με αλλόκοτα συναισθήματα, που η ζεστή αποχαιρετιστήρια αγκαλιά του Λουκά, δεν μπόρεσε να βάλει σε τάξη.
* * *
Υπάρχουν άνθρωποι, που διαθέτουν έναν ψυχικό μηχανισμό, μια φιλοσοφία, που τους βοηθάει να συνέρχονται γρήγορα από τα χτυπήματα της ζωής και να προχωρούν παρακάτω. Εγώ δεν είμαι απ’ αυτούς, το αντίθετο είμαι. Για μήνες πονούσε το σώμα, τα δόντια, το κεφάλι μου. Κρυολογούσα εύκολα κι έκανα πολλές απουσίες απ’ τη σχολή μου. Ήθελα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, μα πώς; Οι ώρες του ύπνου ήταν βασανιστικές. Γιατί δεν χαιρέτησα τον πατέρα μου; Γιατί έφυγα εκδρομή; Τι σκεφτόταν ο Λουκάς και με τόση αυταπάρνηση έπεσε στα κύματα; Σίγουρα όχι εμένα. Ούτε την κόρη του. Φέρθηκε όμως ηρωικά, γενναία. Του το αναγνώριζα. Ζούσα ξανά και ξανά εκείνη την εφιαλτική νύχτα. Παλληκάρια, κοπέλες, ανήμποροι γέροι, μάνες με μωρά, μαζί τους και ο πατέρας μου, με φώναζαν για να τους σώσω από τα θηρία που τους κατάπιναν, μα δεν μπορούσα, πνιγόμουν κι εγώ.
* * *
Δεν βλεπόμασταν συχνά. Χρειαζόμουν λίγο χρόνο μακριά του για να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, να προσπαθήσω να βρω απαντήσεις. Ο Λουκάς μου τηλεφωνούσε συχνά. Αστεία κι’ ερωτόλογα. Παραπονιόταν πως του έλειπα, μου μιλούσε για ώρες. Έτσι έμαθα, πως ο Τζόρτζης βοήθησε τον διασωθέντα με τα χαρτιά του και τον έστειλε ασφαλή στην Ευρώπη, όπου το περίμεναν συγγενείς . Επίσης μου μιλούσε συχνά για την αγωνία που ένοιωθε. Η κόρη του που είχε χρόνια να την δει, επιτέλους ερχόταν. Όταν μου ξανατηλεφώνησε, του είπα πως ήμουν έτοιμη να συναντηθούμε.
Γοητευτικός, άντρας με αυτοπεποίθηση. Έλαμψαν τα μάτια του μόλις με είδε, το αγκάλιασμά μου όμως, δεν ήταν αυτό που προσδοκούσε. Έδειξε να το αντιπαρέρχεται και μου πρόσφερε αμέσως ένα μικρό κουτί γνωστού χρυσοχοείου.
-Αυτό το δωράκι, γιατί μου έλειψες πολύ και δεν θέλω να ξανασυμβεί, είσαι πολύτιμη για μένα, είσαι το παν.
Ο σερβιτόρος έφερε σαμπάνια, την άνοιξε με άνετες κινήσεις εντυπωσιασμού, γέμισε τα ποτήρια μας. Δεν άφησα τον Λουκά να μιλήσει άλλο.
-Περίμενα πολύ καιρό μια κίνησή σου, για να μου αποδείξεις ότι είμαι το πάν για σένα, όπως λες. Αμφέβαλα, κλονίστηκα, αναρωτήθηκα, μα τίποτε δεν γινόταν από την μεριά σου. Τίποτα, έτσι όπως εγώ ήθελα. Μια ειλικρινή κουβέντα δηλαδή, να μου ανοίξεις την καρδιά σου, σαν να είμαι πνευματικός, να κάνω κι’ εγώ το ίδιο, να ξορκίσουμε την ερημιά εκείνων των διακοπών. Τίποτα. Σιγά σιγά ξεθώριασαν τα αισθήματά μου. Αποφάσισα λοιπόν, να μη στριμωχτώ στη ζωή σου, Λουκά. Έχω ανάγκη να περπατήσω τον δικό μου δρόμο.
Καθώς βάδιζα προς την έξοδο, ένοιωθα το βλέμμα του σερβιτόρου να μου μαχαιρώνει την πλάτη. Ο Λουκάς, παρέμεινε στη θέση του, ψύχραιμος και αξιοπρεπής. Κι’ όμως, ακόμη προλάβαινε με μια βουτιά να μας σώσει.
Ένας χρόνος πέρασε. Με πόνεσε και μου έμαθε. Μου πήρε και μου έδωσε. Τώρα ξέρω πως δεν χάνονται οι αγάπες. Κρύβονται σε μια γωνίτσα της καρδιάς, γίνονται γλυκές αναμνήσεις.
-Μαμά, θα φύγω εκδρομή στο νησί. Με φίλους. Θα σου τηλεφωνώ συχνά. Θα δουλέψουμε ως εθελοντές στον καταυλισμό προσφύγων.
-Στο καλό κορίτσι μου!
* * *
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1961. Εδώ σπούδασα, δημιούργησα οικογένεια και εργάζομαι ως ελεύθερη επαγγελματίας. Αγαπώ την λογοτεχνία και γράφω ποιήματα από την εφηβεία μου. Τελευταία, δοκιμάζω τις δυνατότητές μου στον πεζό λόγο, μετά από μαθήματα Δημιουργικής γραφής. Γράφω, γιατί έτσι γνωρίζω καλύτερα τον κόσμο, κυρίως όμως τον εαυτό μου. ΕΠΙΛΟΓΗ EYELANDS
Επόμενα διηγήματα που περιλαμβάνονται στην επιλογή και θα δημοσιευθούν στο eyelands.gr είναι:
ΙΟΥΝΙΟΣ
Γιώργος Τζεβελεκάκης – Έλληνες, του φωτός χρωματοφάγοι…
Αλεξάνδρα Κολιγιώτη – Χρώματα
ΙΟΥΛΙΟΣ
Άννα Καρακατσάνη – Dream on
Ηλίας Στεργίου – Γαλάζιο
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Τσιντώμη Ευαγγελία – Όνειρο
Ιγνάτιος Μηλιόρδος – Χρώμα – χρήμα ένα γράμμα διαφορά
Η σειρά δημοσίευσης των διηγημάτων ακολουθεί την χρονική σειρά υποβολής τους στο διαγωνισμό.