(περιγράφει ο Γρηγόρης Παπαδογιάννης)
**
– Τελειώνεις αφεντικό; Άντε,να κλείσουμε να φεύγουμε, περιμένουνε οι άνθρωποι.
– Ναι μωρέ Αλέκο με ‘πρηξες. Ας περιμένουνε. Μια γραβάτα ψάχνω ρε γαμώτο.
– Σοβαρά τώρα;
– Σοβαρά.
– Να πεταχτώ να σου φέρω μια που ΄χω σπίτι με σφυροδρέπανα; Μου ‘χει μείνει από τη διάσπαση.
– Ποια διάσπαση;
– Μια διάσπαση. Που να τις θυμάμαι όλες. Κάποιος με κυνήγαγε να με πνίξει με τη γραβάτα, τη γλύτωσα και μου ‘μεινε μετά.
– Ξέρω ‘γω ρε Αλέκο τώρα… Με σφυροδρέπανα;
– Κόκκινη της φωτιάς, αφεντικό, σένια.
– Άστο μωρέ, κάπου έχω μια του παναθηναϊκού.
– Όχι ρε αφεντικό!
– Γιατί;
– Είναι γκαντεμιά ο παναθηναϊκός αυτές τις εποχές, δε βλέπεις τι γίνεται; Του κλώτσου και του μπάτσου.
– Ναι μωρέ Αλέκο. Το βλέπω και με πιάνει η ψυχή μου.
– Τι ψάχνεις αφεντικό; Σκατά. Κι ο παναθηναϊκός σαν την ελλάδα. Όπου τον βρίσκουν τον δέρνουνε.
– Ένα πρωτάθλημα στην πανάθα. Τι ζητούσα κι εγώ; Αλλά ούτε αυτό…
– Άσε τώρα, πού να μπλέκεις εκεί μέσα, θα σε φάνε ζωντανό. Εσύ είσαι αρνί μπροστά τους. Αυτοί κυβερνάνε ρε.
– Παλιοζωή ρε Αλέκο. Δες όμως την καλή πλευρά. Να λες πάλι καλά που κρατάμε όρθιο το μαγαζί.
– Βέεεβαια.
– Μεγάλο πράγμα. Όρθιο το μαγαζί.
– Όρθιο εντάξει αλλά… το ξέρεις ότι μπάζει η στέγη από τις βροχές, έτσι; Πρέπει να φέρουμε άνθρωπο.
– Τώρα τελειώσανε οι βροχές. Το λύσαμε αυτό. Πάει.
– Κι η ψευδοροφή στον ημιώροφο έπεσε πάλι χτες. Θαύμα είναι που δεν άφησε κανένα σέκο. Καλά που δεν πατάει και άνθρωπος στο μαγαζί.
– Εντάξει ρε Αλέκο, το κατάλαβα. Δες την καλή πλευρά σου λέω.
– Και ποντίκια! Έχουμε πήξει στα ποντίκια.
– Αλέκο δεν είναι ποντίκια, μια θεσούλα θέλουνε.
– Όχι αυτούς αφεντικό, αυτούς όσο μπορούμε βολεύουμε… βολεύουμε. Για πραγματικά ποντίκια σου λέω. Μιλιούνια στα υπόγεια.
– Ναι ρε Αλέκο, αλλά είπαμε να βλεπουμε τα καλά. Εμείς είμαστε καλύτεροι από τους άλλους. Αυτοί δεν φουντάρανε το μαγαζί;
– Εννοείται αφεντικό.
– Φουντάραμε εμείς τίποτε;
– Εμείς πεθαμένο το βρήκαμε.
– Α, γειά σου.
– Το πτώμα κουνάμε πέρα δώθε σαν κι εκείνη την ταινία.
– Δεν ήταν καραγκιόζηδες και ανίκανοι οι άλλοι;
– Δεν το συζητάμε αφεντικό. Και ανήθικοι. Και άσκημοι!
– Οι άλλοι τα ξεπουλήσανε όλα.
– Σωστός αφεντικό. Αυτά να λες.
– Τι έμεινε για μας να ξεπουλήσουμε; Ψίχουλα. Ερείπια. Μπάζα. Και μας τη λένε κι από πάνω.
– Κωλολάος αφεντικό.
– Ξεφεύγεις Αλέκο. Και να θες να ξεπουλήσεις δηλαδή… Πες μου… από το πρωί ως το βράδυ δεν ψάχνουμε να πουλήσουμε; Και δεν βρίσκουμε ούτε κουτάλι αστράβωτο που λένε. Αλλά πού θα πάει. Θαρθουν οι άλλοι και θα μας ξαναθυμηθούν, Αλέκο.
– Εδώ είσαι κι εδώ είμαι αφεντικό.
– Και μετά θα κλαίνε με μαύρο δάκρυ.
– Σα να τους βλεπω αφεντικό. Σα να τους έχω μπροστά μας να κλαίνε τα ζώα.
– Τι θέλουνε μωρέ Αλέκο; Πες μου εσύ που ‘σαι παλιός. Τι θέλουνε;
– Σάμπως ξέρουνε τι θέλουνε αφεντικό; Τη μια το ένα την άλλη το άλλο…
– Αν είχαν καθίσει να τους κάνουμε όλους αριστερούς δεν θα θέλανε τίποτε.
– Αυτό θα πει αριστερός, να μη θέλεις τίποτε.
– Α, μπράβο αλλά ο λαός είναι πολύ πίσω ρε συ. Πολύ πίσω. Εμείς φταίμε; Ποσο μπροστά να τον πάμε;
– Δε στρώνουνε αφεντικό. Εδώ κοτζάμ στάλιν έκοβε, έκοβε, έκοβε για να τους κάνει ανθρώπους, όσοι μείνανε δηλαδή… τίποτα. Για να στρώσουνε τους έκοβε. Τίποτε αυτοί. Χαμπάρι. Το χαβά τους. Να τώρα τα χαϊρια τους.
– Ρε Αλέκο σου ΄χω πει μη μου τον μελετάς αυτόνα μες στο μαγαζί γαμώτο.
– Εντάξει αφεντικό παρασύρθηκα. Απλώς το’φερε η κουβέντα.
– Ετοιμάσου τώρα. Μόλις τα πιάσουμε από τους ξένους, την κοπανάμε. Βαρέθηκα. Καλοκαίρι είναι ρε.
– Καλοκαίρι αφεντικό.
– Να πάμε κάπου ήσυχα. Με πιάνεις, έτσι;
– Ε, θα ψάξουμε, κάτι θα βρούμε. Να ρωτήσω και το μπούλη ξέρει αυτός κάτι καβάτζες δε θα μας βλέπει άνθρωπος.
– Θα πάρουμε και τον μπούλη;
– Ο μπούλης πάει με τα κλειδιά του μαγαζιού αφεντικό μη λεμε μια ζωή τα ίδια. Είναι φορετός. Θα ‘ρθει λέει με στολή βατραχάνθρωπου.
– Τι λες μωρέ; Το ‘χει χάσει τελείως; Σούργελο θα γίνουμε πάλι. Μα υπάρχει στολή στα μέτρα του;
– Θα κάνει ειδική παραγγελία. Και πάλι καλά να λες γιατί ήθελε να κουβαλάει και μια μπάντα με φαντάρους να του παίζει χαβάγιες όπου πάμε. Του το’κοψα μαχαίρι. Πάντως είναι μια λύση.
– Λύση;
– Ε, λέω, έτσι και ντυθούμε βατραχάνθρωποι δεν θα μας γνωρίζει άνθρωπος.
– Μάλιστα. Τι κατάντια είναι αυτή ρε Αλέκο; Θυμάσαι άλλα καλοκαίρια;
– Θυμάμαι.
– Φράγκο δεν είχαμε, μαγαζί δεν είχαμε, τίποτα δεν είχαμε, αλλά ο κόσμος μας αγαπούσε. Περίμενε από μας πράγματα. Τη νοσταλγώ αυτή την εποχή. Τι δε θα ‘δινα να γυρνούσα…
– Αφεντικό!
– Καλά μωρέ, μια μαλακία είπα κι εγω. Αλλά με πιάνει το παράπονο.
– Χίλια δίκια έχεις.
– Εμείς είμαστε οι καλοί.
– Εμείς είμαστε. Δεν υπάρχει περίπτωση. Αν δεν είμαστε εμείς ποιοι ειναι; Οι άλλοι;
– Διότι αν δεν είμαστε εμείς οι καλοί, δεν υπάρχουν καλοί, τέρμα. Το πιάνεις; Είμαστε το τέρμα του καλού. Αν ήμασταν στάση θα φώναζε ο οδηγός «Καλοί! Κατεβαίνουμε όλοι!»
– Μόνο αυτό να σκεφτόντουσαν τα ζώα…
– Άλλο αν κάνουμε τα ίδια.
– Και τι να κάνουμε, άλλα; Πείτε μας ποια είναι τα άλλα να τα κάνουμε ρε!
– Μην εκνευρίζεσαι, Αλέκο, δεν ξέρουν: εδώ που έρχεσαι έρχεσαι για να κάνεις τα ίδια. Άμα ήταν να κάνεις τα άλλα δε θα ‘ρχόσουνα.
– Σάμπως εμείς το ξέραμε; Μετά το μάθαμε.
– Την τύφλα μας ξέραμε. Αλλά κάνε, κάνε τα ίδια κάποια στιγμή θα κάνεις και τα άλλα.
– Ποιά άλλα;
– Λέμε τώρα μωρέ. Λέμε τι θα λέμε αν μας ρωτήσουνε.
– Το προχώρησες πολύ αφεντικό. Σ’ έχασα.
– Μ’ αρέσει εμένα να κοροϊδεύω τον κόσμο; Πες μου εσύ που με ξέρεις από τόσο δα. Μ’ αρέσει;
– Δεν σ’αρέσει αφεντικό.
– Μ’ αρέσει να του πουλάω φούμαρα;
– Το σιχαίνεσαι σα τις αμαρτίες σου αφεντικό.
– Μ’ αρέσει εμένα να προσπαθούμε να πουλάμε μέχρι και την υγρασία στους τοίχους; Μ’ αρέσει εμένα που το ‘χουμε βαλει υποθήκη δέκα φορές ως τώρα; Μ’ αρέσει που φεσωθήκαμε μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα;
– Κάποια στιγμή θα βγάλει.
– Σε θαυμάζω γιατί πιστεύεις ακόμη σε πράγματα Αλέκο.
– Είμαστε ιδεολόγοι αφεντικό.
– Το ξέρεις ρε Αλέκο ότι τα πιστευα αυτά που έλεγα; Μερικά, όχι όλα, εντάξει μην τρελαθούμε κιόλας.
– Μερικά, εντάξει. Λίγο είναι αυτό; Μερικά τα πίστευες.
– Ποιος μου είπε να τα πω ρε Αλέκο; Αυτά δε θέλανε να τους πω; Από το μυαλό μου τα’βγαλα; Αυτοί μου τα λέγανε και μετά τους τα ξανάλεγα κι εγώ.
– Δεν φταις εσύ αφεντικό εσύ αριστερός έμεινες. Ο κόσμος πήγε στα κομμάτια και δεν ξέρουμε πια που πάνε τα τέσσερα.
– Άντε ρε Αλέκο, κλείστα τα ρημάδια τα κιτάπια, πάμε να την κάνουμε, φράγκο δεν βγάλαμε και σήμερα.
– Θα μας δώσουν διακοποδάνειο οι ξένοι αφεντικό.
– Ναι, οι βρωμιάρηδες. Ναι, οι ελεεινοί. Ναι, τα τομάρια.
– Πού θα πάει αφεντικό, πες τα ίδια, ξαναπες τα ίδια θα μας βαρεθούν. Έκανες επανάληψη τα αγγλικά σου;
– Τέλειωνε μη σου πετάξω το γαμοβιβλίο με τα έσοδα, το ψεύτικο, το χοντρό.
– Καλά, μη διαβάσεις. Εσένα θα κοροϊδεύουνε πάλι στην τάξη. Λοιπόν, κλείνω ταμειακή. Να βάλω τα γνωστά;
– Βάλε όσα θες, ποιος ασχολείται; Να σου πω τώρα.
– Ναι. Ακούω.
– Κάθομαι και σκέφτομαι λοιπόν ώρες ώρες. Εμείς είμαστε μαλάκες, εντάξει;
– Αφεντικό!
– Λέμε τώρα Αλέκο, άσε με να προχωρήσω και θα καταλάβεις…
– Ναι ρε αφεντικό αλλά…
– Σου λέω λοιπόν είμαστε μαλάκες, εντάξει;
– Πες πως είμαστε.
– Ωραία. Αυτοί που μας εμπιστευτήκανε το μαγαζί τι ήτανε;
– Απελπισμένοι αφεντικό.
– Καλά. Και αυτό. Αλλά όχι μόνο αυτό… Γιατί, ξέρεις τι άλλο σκέφτομαι;
– Αφεντικό, με τρομάζεις. Κόφτη πια την κωλοσυνήθεια. Κόφτο να πάει στα κομμάτια. Δεν σε βάλανε εδώ για να σκέφτεσαι.
– Μεταξύ μας τα λέμε Αλέκο. Για να ξεδίνουμε λίγο.
– Διακοπές αφεντικό. Διακοπές σου χρειάζονται.
– Έχεις δίκιο ρε Αλέκο. Αλλά κάπου πρέπει να τα λέω κι εγώ.
– Να πάρω τον μπούλη;
– Πάρε τον μπούλη. Και πες του να ‘ναι έτοιμος με τη στολή.
– Εμείς;
– Τι εμείς;
– Εμείς λέω, αφεντικό. Να του πω να κρατάει και για μας στολές ή να βγούμε περήφανοι κι ωραίοι να μιλάμε με τους πελάτες και να τους τα εξηγούμε, να όπως τώρα που τα έλεγες…
– Ποια έλεγα;
– Να ότι ο κόσμος είναι μια μαλακία γενικά και εμείς δεν φταίμε σε τίποτε. Και έχουμε κάνει μεγάλο έργο αλλά δεν φαίνεται. Και ότι οι άλλοι…
– Οι άλλοι;
– Ναι, μωρέ, που είναι χειρότεροι.
– Α, ναι. Λες να πιάσει; Εσύ τι λες;
– Εγώ λέω να κρατάει ο μπούλης τρεις στολές ακόμη και βλέπουμε.
– Έχεις ένα δίκιο. Και πες του και δυο παιδικές.
– Έγινε αφεντικό, παίρνω τώρα αμέσως. Άντε κουνήσου κι εσύ να πάμε στο ραντεβού να πάρουμε τα φράγκα να του δίνουμε.
– Εντάξει. Δε μου λες, από γραβάτα τίποτα;
– Ποια γραβάτα; Φοράνε γραβάτα οι αριστεροί μωρέ;
– Έτσι πες μου. Πάμε ρε Αλέκο. Πάμε ξεγραβάτωτοι. Έχουμε κότσια εμείς. Κι είναι και καλοκαίρι. Έτσι και πούνε τίποτε, έτσι και τολμήσουνε, θα τους τα πω στα ίσα. Πώς είναι το καλοκαίρι;
– Σάμερ αφεντικό.
– Α, μπράβο, τόξερα. Σάμερ ρε ξεφτίλες. Σάμερ. Πάμε ρε Αλέκο. Σάμερ έτσι; Σάμερ Αλέκο… Γκρικ ιζ σάμερ. Πώς με βλέπεις;
– Θα κλείσεις στόματα αφεντικό. Θα σκίσεις. Όπως πάντα.
– Γκρικ ιζ ολγουέι σάμερ!
– Ναι αφεντικό.
– Τώρα πήρα φορα. Πώς είναι περήφανος λαός ρε Αλέκο;
– Άστο ρε αφεντικό.
– Όχι όχι τώρα θα τ’ ακούσουνε. Πώς είναι, η Ελλάδα έχει περήφανο λαό ρε Αλέκο;
– Άστο να πάει στα κομμάτια ρε αφεντικό. Δεν υπάρχει αυτό.
– Πώς δεν υπάρχει; Δεν υπάρχει στα αγγλικά;
– Ούτε στα ελληνικά δεν υπάρχει, άστο σου είπα.
– Μα κάτι πρέπει να έχω λέω στον κόσμο μας.
– Θα τους λες την αλήθεια.
– Ότι είναι ζώα;
– Όχι αυτή, την άλλη αλήθεια. Αυτή που τους έλεγες ως τώρα.
– Ποιο;
– Ξέρεις, ότι παλεύουμε σκληρά, ότι έχουμε μεγάλες επιτυχίες και ότι είμαστε στο δρόμο της αυτηνής… Πάμε καλά, τέλος πάντων. Αυτό.
– Μα να σου πω, ως πότε θα τους λέμε αυτές τις παπαριές;
– Για πάντα. Κοίτα, πρόσεξέ με τώρα, θα σου το πω μια φορά και θέλω να το καταλάβεις. Όταν τους λες όλες αυτές τις παπαριές, που λες κι εσύ, και σε πιστεύουνε, και περνάει ο καιρός και δεν αλλάζει τίποτα και κάθονται ακόμα και σ’ ακούνε κι εσύ τους λες ξανά μανά τα ίδια… ε, είναι σαν να τους λες ότι είναι ζώα. Άρα;
– Άρα;
– Άρα είναι σαν να τους λες την αλήθεια. Την πραγματική αλήθεια.
– Άρα είμαστε και σωστοί. Και αριστεροί.
– Που λέει ο λόγος.
– Και επαναστάτες μη σου πω. Τους λέμε όλες τις αλήθειες. Αλέκο είσαι σοφός!
– Ότι μπορώ για να βοηθήσω κάνω κι εγώ αφεντικό.
– Αλέκο είσαι τεράστιος. Τους λέμε όλες τις αλήθειες. Τώρα το κατάλαβα. Ασύλληπτο. Κλαίω Αλέκο.
– Κλαίγε αφεντικό θα σου κάνει καλό.
– Πάμε ρε Αλέκο.
– Πάμε. Όταν βγούμε όμως σταμάτα την κλάψα. Να κάνεις πως γελάς. Έτσι κάνει όλος ο κόσμος. Κοίτα γύρω σου…
**
Πίνακας: Rene Magritte: La Valse Hesitation