Επιλογή eyelands: Έλληνες, του φωτός χρωματοφάγοι…

6th-international-contest-smallerΣυνεχίζουμε την δημοσίευση των ιστοριών της  Επιλογής από τον διεθνή διαγωνισμό με θέμα: Χρώματα, του eyelands. Πρόκειται για τα διηγήματα που διακρίθηκαν και θα δημοσιευθούν μόνο στο eyelands, δύο κάθε μήνα, σε μια σειρά ιστοριών που θα κλείσει τον Σεπτέμβριο του 2017 όταν θα ανακοινωθούν πλέον οι διακρίσεις του επόμενου διαγωνισμού.Σήμερα δημοσιεύεται το διήγημα του Γιώργου Τζεβελεκάκη:

Έλληνες, του φωτός χρωματοφάγοι…

  Στον Γιώργο Παπαδάκη

Δυο φορές, στη ζωή μου, πέτυχα άνθρωπο να χάνει τα χρώματα: τη μια, εμέ τον ίδιο (αποκόλληση αμφιβληστροειδούς)· την άλλη, τον «Σκληρούλη», στον στρατό (Κεντρική Πύλη, ώρα λυκαγούς…)

Κείνη, λοιπόν, τη μία και μοναδική στιγμή που η νύχτα τσακώνεται με τη μέρα, την ένιωσε στο πετσί του ο δαμασκηνής «Σκληρούλης», τ’ ανοιξιάτικα εκείνα δευτερόλεπτα, που πιάνουν και τα χρώματα να τσακώνονται, χάνονται τότε oι συμπτώσεις τους κι ο κόσμος όλος μαζί, στα λιγοστά εκείνα κλάσματα «χάθηκε» κι ο ήρωάς μας, του δευτερολέπτου όπου ήθελε, λέει, η νύχτα να ξαπλάρει λιγάκι παραπάνω, μα η μέρα που ύπνο δεν είχε, της έλεγε «Ξεκουμπίσου, ντε!», ήταν η δική της ώρα, και την έσπρωχνε να φύγει, να πάει αλλού να κοιμηθεί και όχι επάνω της, η μέρα, αυτή να ’βγει στον κόσμο, είν’ η σειρά της, να ταιριάξει τα τόσα χρώματά της στην πλάση, ώρα να κινήσουν και πάλι οι άνθρωποι να ζουν, κι όχι να κοιμούνται και να ονειρεύονται τ’ απραγματοποίητα όνειρά τους, στιγμή μη χάσουν, κι ο τεθωρακισμένος φρουρός της πύλης, ο «Σκληρούλης» εν προκειμένω, δεν προέβη στη συνήθη αναγνώριση, «Αλτ! Τις ει;» και τα λοιπά, στο τζιπάκι του εφοδεύοντος το οποίο βρέθηκε φουνταριστό εκεί τη συγκεκριμένη στιγμή…

Ο εφοδεύων ρωτά τον σκοπό: «Γιατί δεν κάνεις αναγνώριση, στρατιώτη;»

«Μα… ξημέρωσε, κύριε εφοδεύοντα…» ψέλλισε αυτός στα χαμένα, «…Τα χρώματα της μέρας… Δείτε…».

Ο εφοδεύων επανέρχεται αυστηρότερος: «Ποια χρώματα και κουραφέξαλα; Η νύχτα είναι εδώ ακόμη, δεν βλέπεις; μαυρίλα!…» και υπογράφει φαρδιά-πλατιά την επιτυχία του (και μαζί την καταδίκη του «κωλοφάνταρου») στο βιβλίο της πύλης.

Ο διοικητής, στην καθιερωμένη επιθεώρηση της Παρασκευής, τιμωρεί τον στρατιώτη με ελαφρύτερη (λόγω προτέρου αμέμπτου στρατιωτικού βίου) του δέοντος ποινή για τέτοιο σοβαρό παράπτωμα: δίμηνη στέρηση εξόδου.

Και ο δύστυχος «Σκληρούλης» ζούσε έκτοτε αποκλειστικά μες στο φαιοπράσινο· άλλο χρωματάκι δεν χαιρόταν το μαύρο* μάτι του…

Μεγάλη Εβδομάδα κι ο υπίλαρχος σκέφτηκε τον «Σκληρούλη» πρώτο και καλύτερο για το τιμητικό άγημα που θα πήγαινε στην τοπική εκκλησία. Ξαναβγαίνει, έτσι, στα ζωηρά χρώματα της μέρας ο νέος και ξεφεύγει για λίγο απ’ τη χρωματική μονοτονία.

Κι άμα, βραδάκι, επιστρέφει το άγημα, όλοι πέφτουν απάνω του: «Τι έγινε, ρε;», «Πώς σου φάνηκαν τα κορίτσια;» κι άλλα τέτοια.

«Ρε σεις, αυτοί τα ήπιανε. Δεν σας φαίνεται πως ο “Σκληρούλης” μπατάρει λιγάκι;…» πετάγεται ένας ξύπνιος.

«Σώπα, βρε βλάκα!» τον κόβει απότομα ο θιγμένος «Σκληρούλης». «Νά, από τα χρώματα είναι… Με ζάλισαν τόσα χρώματα… Μου’ ρθανε ξαφνικά…»

 

To ίδιο ζαλισμένοι απ’ τα χρώματα, τρελαμένοι απ’ τις γκρίζες και μουντές πόλεις, είναι κι οι πιτσιρικάδες. Βγαίνουν και «βάφουν» τη νύχτα** της μέρας την ασχήμια, την αδιαφορία, την κακογουστιά. Και χαλάν την ομοιομορφία του κενού, διαταράσσουν την αφασική κοινωνία του ιδιώτη. Και σπάνε με μια γροθιά τη γυάλινη μάσκα της πόλης…

 

Τράβα τώρα εσύ να μαζεύεις τα σπασμένα γυαλιά της γροθιάς, δυο γαρδένιες αιματάκι – τις δυο λεκάνες για τις σταγόνες των δακρύων μην ξεχάσεις. Και κυνήγα τον ήλιο, σ’ ένα άδειο δωμάτιο, ολημερίς της μέρας – από παράθυρο σε παράθυρο…

 

Το μόνο π’ αλλάζει το σκηνικό είναι το ξύλινο αλογάκι – αστράφτει χρώματα…

«Το σκηνικό του εαυτού μας με τα χρώματα μεταμορφώνεται!…» πετάγομαι και παίζω με τον πίνακα της Αντριάνας Μίνου. Κλικάρω απάνω του: τη μια τον βλέπω ως έχει, είναι η ίδια η χαρά θαρρώ, η Ευθυμία η εξαδέρφη μου απ’ τα Βριλήσσια· την άλλη, τον βυθίζω στο αρνητικό του: τώρα τα χρώματα γίναν της νύχτας ή του βυθού – κι

 

έτσι είναι ωραία η ζωή, πιο μεταφυσική, πιο αληθινή, πιο ώριμη…

Σηκώνομαι απ’ της εργασίας μου το καθισιό, πετάγομαι μέχρι τις σινικές, μόλις μια εφηβεία δρόμος – για να ξεκουραστώ λιγάκι από λέξεις κι ιδέες… Τ’ ακούν αυτό οι λέξεις, ζηλεύουν τα χρώματα˙ ότ’ είναι εκείνα, παρά τη συχνή χρήση, εγγύτερα στην πηγή… Κι ακόμη: το θέρος, δροσερά· ζεστά τον χειμώνα… Και κυνηγούν τα χρώματα… Κάνω να τις ηρεμήσω λιγάκι κάνοντάς τες κι αυτές ζωγραφιστές… Και πιάνω πότε πενάκια του Χοκουσάι, πότε τη σπάτουλα του Σεζάν και πετώ τις λέξεις καθώς εκείνος τα δεκαοχτώ χρώματά του…

Μικρός, θυμάμαι τώρα, κυνηγούσα κι εγώ τα χρώματα, που δεν μπορούσα να τα ζωγραφίσω… Σήμερα, με κυνηγούν εκείνα: το κόκκινο που χώριζε τα κρεμαστά παρτέρια στον παράδεισο της παιδικής μου φίλης της Αντιλόπης· τ’ άλλο το κόκκινο, γεραπετρίτικο, του καϊκιού δίπλα στ’ αρμυρίκια του Κυριάκου του «Ναπολέοντα», κι εγώ να περνώ από κάτω (τότε κατάλαβα που κάθε χρώμα είναι, στο βάθος του, διαφορετικά χρώματα – ανάλογα μ’ αυτόν που το βλέπει και το ζει)· το λευκό, που ’ταν στρωμένος ο χωματόδρομος στα Μαρμαράδικα απ’ τα ρετάλια τα μάρμαρα· του αίματος το χρώμα θυμάμαι (και τη στυφή μυρωδιά) στου αδελφού μου το πουκάμισο· και πόσα ακόμη χρώματα ίσαμε σήμερα…

Δεν είναι τυχαίο, πάλι, πως η στενή λωρίδα απ’ το διαμέρισμα που κατέλαβα κι έστησα το φοιτητικό υπογειάκι μου ήταν το σημείο όπου είχε αποθηκεύσει ο πατέρας διάφορα κουτιά με χρώματα (με πίνακες το πλημμύρισα που έκοβα από εφημερίδες και περιοδικά)· και μ’ αυτά τα χρώματα, αυτοκινήτου και οικοδομής, σκάρωσα τις πρώτες μου ζωγραφιές (αφηρημένες, πάντα, αφού δεν κάτεχα γρυ από σχέδιο).

Πιο πριν, στην εφηβεία, είχα ξεκινήσει να βάζω χρώματα (και μουσικές – το ίδιο είναι…) μέσα σε λέξεις. Από τότε, φτιάχνω (μ’ όσα νιώθω και μ’ όσα μου λαχαίνουν) τα δικά μου λεξοχρώματα.

Κι αυτό γιατί, ως είπα, στο σχέδιο και στην ιχνογραφία δεν τα κατάφερνα – παρότι ζούσα με ανθρώπους που ζωγράφιζαν: ο μεγάλος μου αδελφός με βοηθούσε στις ζωγραφιές στο τετράδιο της αντιγραφής, μα και ο πρώτος καλός μου φίλος στο γυμνάσιο, ο πολυτάλαντος Χρήστος Τριάντης: είχε κρεμασμένα στο σπίτι του αντίγραφα έργων του Βαν Ντάικ, του Μουρίλο και του Καραβάτζιο –και μάλιστα σε καμβά και με λάδι!- που είχε φτιάξει στα δεκατέσσερά του!… Μου έδειχνε ζωγράφους: «Κρύψε…» μου ’λεγε, «…τ’ όνομα του ζωγράφου, κι εγώ θα σου τον βρω…» Σε κανέναν δεν έκανε λάθος… Με τον καιρό, τους έμαθα κι εγώ…

Και αν και το (κρυφό) πάθος μου ήταν τα χρώματα, τα χέρια μου «πιάναν» μονάχα λέξεις…

Ευτυχώς, και τα χρώματα με λέξεις λέγονται και γράφονται. Κι έτσι μπορούσα να λέω «άσπρο» την Αντιλόπη· μωβ τη μοναξιά· το γκρίζο ήταν οι μεγάλοι (άμα μεγάλωσα, πέτυχα -ελάχιστους, είν’ αλήθεια- ανθρώπους χρωματιστούς…)· στο μαύρο, δεν είχα επιλογή: θάνατος (του θείου Γεωργιάδη, πρώτα, ήμουν στα έντεκα, και ύστερα του αγαπημένου μου κυρίου Ευάγγελου, πατέρα της Αντιλόπης, ήμασταν κι οι δυο στα δεκατρία)· και, φυσικά, έλεγα πορτοκαλί το χρώμα της πορτοκαλιάς και της μανταρινιάς που είχαμε στο κήπο, τριανταφυλλί της τριανταφυλλιάς, λεμονί της λεμονιάς που είχε ανέβει ίσαμε τον πρώτο όροφο όπου μέναμε – και πράσινο όλα τ’ άλλα, θαυμαστά του κήπου…

Γιατί εκεί μεγάλωσα κι ευτύχησα: σε κήπο με χρώματα!…

Τώρα, και πάλι μες στα χρώματα ζω μα δυστυχώ…

(…Θα ευτυχήσω, ωστόσο, και πάλι κάποτε…)

Κι είμαι κι εγώ ο φίλος που περπατά μονάχος στο σκοτάδι ετούτης της γιορτής.

Η αγκαλιά -αιματωσταυρωμένη!- που κρατά, τού φέγγει τον δρόμο: μια αγκαλιά τριαντάφυλλα (μ’ όλα τα πήλια χρώματα) – για τον κανένα, αφού κανείς τα παίρνει, ούτις τα βλέπει, ουδείς τα μυρίζει…

Και τον φωνάζουν ποιητή (δίκην του μεγάλου Ποιητού) που μόνος αυτός το βλέπει αυτό το φως!…

Μια ανθοδέσμη χρώματα μέσα στην άναστρη κι ασέληνη νύχτα…

Αυτά τον σώζουν – και μια ανοιξιάτικη βραδινή ανάσα.

Κι αυτός, ο ευλογημένος και καταραμένος μαζί, ο μόνος…

Ότ’ έχει ζήσει ετούτος τη ζωή του μέσα σε χρώματα (και τ’ αγαπά ανεξαιρέτως όλα!…)

Κι ας μην είναι ζωγράφος – ξέρει καλά το χρώμα της υλακής του βραδινού σκύλου· το χρώμα της καθεμιάς του λέξης.

Και στήνει έτσι (μέσα στ’ ολόδροσο μυαλό του πάντα!) τις μουσικές που λαβαίνει – κι ας μην είναι μουσικός…

Έχει μάθει υπομονή –φτάνει αυτό.

Αυτοδίδακτος στη ζωή.

Κι ακούει τα χρώματα όλα στο βραδινό τραγούδι τ’ αηδονιού τους.

Μ’ αυτό, άλλωστε, δεν αποκοιμιέται;…

Αυτό δεν ήταν που μετά την Ανάσταση έψελνε «Χριστός Ανέστη» και τραβούσαν μαζί τ’ Απρίλη την ανηφόρα; και φέραν αντάμα το φως της Αναστάσεως ίσαμε το σπίτι;…

Από κείνη την Ανάσταση, ο κόσμος ακούγεται πιο καθαρός…

Πιο καθαρή η κάθε πέτρα, πιο ζωντανή: «Κάτι λέει, πολλά σου δείχνει. Πρόσεξέ την καλά, αφού την ξεπλύνεις… Κι ύστερα, χρωμάτισέ την…» μουρμούριζε και ψήλωσε λιγάκι (όσο του επιτρέπαν τα κουράγια του) κι έβλεπε το βλέμμα ένα κάτω:

«Απ’ όλα, σήμερα, τα χρώματα της μέρας, της θάλασσας θυμάμαι – μακριάθε το ’βλεπα…»

Κι έβαζε με το νου του «σαν πώς να βλέπει χρώματα ο τυφλός;…», χρόνια τ’ αναρωτιόταν. «Αν του πεις “το μωβ είναι σαν τον πόνο;… το κίτρινο σαν τη χαρά;…” Ή, πάλι, “το κόκκινο είν’ η ζωντάνια;…” “Πιάσε το πράσινο”, πες του, κι αυτός ν’ αγγίξει την πρασινάδα και να ηρεμήσει η ψυχή του. “Είδες; Νά, έτσι είναι το πράσινο!…”

Κι ύστερα, μαζί του να βουτήξεις στη θάλασσα: “Το ’νιωσες;” ρώτα τον. “Αυτό το πέταγμα μες στο νερό, αυτό είναι το μπλε!…”

Για το άσπρο δείξ’ του πως είναι μια καλή πράξη… Ή διάβασέ του το ποίημα του Καρούζου που τελειώνει «με την άσπρη αγάπη»***· ή του Ρίτσου εκείνο το «απερίγραπτο άσπρο… σαν ευλάβεια, σαν άφεση…»****

»Και να του πας τον Ζοίκο, το κατάλευκο λαμπραντόρ, της γειτονιάς το γούρι, χρώματα χλαπάκιαζε μαζί με την καυτή φασολάδα κείνο το παγωμένο μεσημέρι που ξύλιαζε μουσκίδι… Να τη χαϊδέψει, κι η σκυλίτσα να τονε γλείψει! Κι αυτό λευκό είναι!…

»Κι ακόμη, πώς θα του δείξεις το στραφτάλισμα του ήλιου να νιώσει απάνω στο σκαρί της μέρας;…

»Ό,τι μπορέσεις…

»Που οι λέξεις οι πιο πολλές τον κόσμο που βλέπεται υπηρετούν…

»Κι άμα σε μπλε καθίσουμε ταβερνάκι, θα το νιώσει το μπλε;

»Και το γαλάζιο τ’ ουρανού, άμα σηκώσει την ψυχή του, θα το μυρίσει;…

«Σίγουρα, πάντως, της μνήμης το στραφτάλισμα στης μέρας του το φωτεινό σκαρί, αυτό θε να το νιώσει, στο δέρμα του απάνω μια θέρμη γλυκιά, του χρόνου το σύννεφο π’ αντρειεύει, λιγοπράσινο ένα αρμυρό σκοινί μα δε σ’ αφήνει να χαθείς απ’ την ελπίδα σου την περισσή, κουράγιο που ψαρεύει σ’ επίκαιρα μέσα φύκια και σκοτεινό πλαγκτόν, και σε χαράκια που πήραν να ροβολάνε στης θλίψης τ’ άπατα, αυτά τα χρώματα τα νιώθει ο τυφλός, κι ας είν’ καπνοί οι τόσες για το μέλλον σκέψεις, το μέλλον που θα ’ρθει, θέλουν δε θέλουν οι κραταιοί, ότ’ είν’ στραφτάλισμα κι αυτό στου χρόνου τον αέναο καταρράκτη, θέλουν δε θέλουν, θα ’ρθεί, το φως, κι αυτούς θα τους τυφλώσει, οπού ’χουν  ξεχάσει τ’ είν’ το φως, «το φως είναι ροή» λέει το πέτρωμά σου της σελίδας 20, οι τυφλοί θε ν’ αναβλέψουν, και θα ’ρθει στραφταλίζοντας σα μπίλια μες στο αίμα πενηντάρη, του το γυρνά τούτο το αίμα σε παιδικό, κύμα τριπλό τότε εκείνο καταγάλανο, και καταυγάζει ολάκερη συνείδηση με τα ψηλαλώνια της, κι όλα ετούτα χάρη στου ήλιου τις ακτίνες που καθρεφτίζονται στης θάλασσας το πρόσωπο κι ύστερα πηγαίνουν κι ακουμπάνε ανάλαφρα στης μέρας μας το φωτεινό σκαρί, στο πρόσωπο, τέλος, του τυφλού αντανακλούν, κι έτσι ο τυφλός παίρνει φως κι ελπίζει κι αυτός…

»Και φυσικά δεν είναι να του πεις “Μες στο τραγούδι των πουλιών! τα τόσα χρώματα, τ’ ακούς;!…”

»Τ’ ακούει, τα πιάνει, τα γεύεται, τα μυρίζει – έτσι τα βλέπει και τα ζει, μες από τις άλλες αισθήσεις – και με της ψυχής τα πέρα μάτια!…

»Ένα είναι σίγουρο: Τα χρώματα που δεν χάρηκε, που δε γνώρισε εδώ κάτω, τότε, φεύγοντας γι’ απάνω, σε μια στιγμή διαρκή, μονοκοπανιά, θα τα ιδεί!… Θα του κάνει αυτή τη χάρη το φως…»

Κι ευθύς αναθυμήθηκε τον μαγιάτικο λόγο του φίλου το βράδυ εκείνο στην κυριακάτικη Ζέα: «Τι το ’θελα και γύριζα, ρε φίλε… Ξέρεις τι όμορφα που πήγαινα…» κι απ’ τη χαρά κελάρυζαν τα μάτια του, «…και πήγαινα σ’ εκείνο… τι φως εκείνο που μ’ ανέβαζε!… π’ όμοιο δεν είχα στη ζωή μου ξαναδεί…»

Κι έκανε τον σταυρό του από μέλι, μαστίχα και κερί, κι ευγνωμονούσε τον Ποιητή του…

Και ξανάκανε τον σταυρό του, και τη φορά ετούτη τους ήρωες ευχαριστούσε, Παναγούλη και Μουστακλή, κι εκείνοι για τα χρώματα πολέμησαν, Καραολή και Δημητρίου, για τα χρώματα κι ετούτοι, κι όσους έπεσαν στην Κατοχή, για του φωτός τα τόσα χρώματα, και Παύλο Μελά, και Μακρυγιάννη και Νικηταρά, για το φως που τόσα χρώματα ξεδιπλώνει μέσ’ από το διάφανο μαντήλι του, κι όλους τους αφανείς που σήκωσαν και φέραν ως εμάς το φως ετούτο που ’ναι του άλλου, τ’ ανέσπερου, προοίμιο:

«…το αίμα σου μαβί έβαψε μαύρο τον ουρανό, κόκκινο τον καιρό…»****  ψευτοτραγούδησε τη μαύρη Πρωτομαγιά του ’76, οπού γυρνούσανε απ’ τ’ ονειροβαμμένο Πάσχα μιας Καρύστου έφηβης…

Κι από τότε ο Παναγούλης ζει μες την καρδιά του πενηνταεξάρη πιτσιρικά, είναι αίμα του κι αυτός όπως όλοι οι ήρωες!…

«Το αίμα ετούτο βαστά τη μινόρε ελπίδα μας…» ψέλλιζε κι ούτε που άκουγε την κούνια που γκρίνιαζε μια γκριζόμαυρη κακοφωνία…

Ότι ποτέ του δεν ξεχνούσε: «Σε μια μέρα μουντή, ήλιος είναι τα παιδιά που παίζουν στο διάλειμμα… Κι εσύ, μαζεύεις τα χρώματα από τις μουσικές τους και μ’ αυτά καθαρίζεις τις λέξεις σου…

»Πετρούλες κάν’ τες χρωματιστές, και σφεντόνισέ τες κατεπάνω στης Διαλυμένης Ευρώπης το σάπιο κούτελο!…»

Γεμάτα να το νιώσει ο κορυφαίος σκελετάνθρωπος που είχε τον τελευταίο λόγο στην καθοριστική Σύνοδο Παρακμής. Μόλις είχε αποδιαβάσει την έρευνα που αποτιμούσε τα χαρακτηριστικά όλων των λαών της (Κ)Ενωμένης (οραμάτων) Ευρώπης. Στη μέτρηση των τιμών της χρωμοσύνης, οι Έλληνες είχαν πρωτεύσει, με τους αδελφούς Ιταλούς να έρχονται δεύτεροι, μόλις τρεις μονάδες πιο κάτω:

«Ώστε έτσι, λοιπόν! Χρωματόδουλοι οι Έλληνες… Αυτό βοηθά πολύ τα σχέδιά μας… Δώστε τους –αμέσως!- επιδοτήσεις, δανεικά, να ’χουν ν’ απολαμβάνουν τα χρώματά τους με την ησυχία τους… Κι όταν, με το κακό, τους τελειώσουν τα χρήματα, τότε θα τους πάρουμε τα σώβρακα…»

Κι εννοούσε, ο πονηρός, την ενέργεια (ήλιο κι αέρα) κι όλο τον ορυκτό και υποθαλάσσιο πλούτο των αφελών ρωμιών…

(Ό,τι είπε, αυτό κι έγινε – σαράντα ολάκερα χρόνια χρειάστηκαν…)

Το φως αναρρίγησε στ’ αντίκρυσμα της σκηνής:

«Των χρωμάτων μου μοναχοφαγάδες, βρε, αυτό είστε οι Έλληνες!… Γι’ αυτό και δεν προκόβετε σε κάποια, ενώ σ’ άλλα μεγαλουργείτε. Αυτά, τα χρώματά μου, τελικά, σας κάνουνε κακό! Σας τυφλώνουν, και δεν ξέρετε σαν πού πατάτε… Και τα τραγουδάτε – ως και να τα φάτε θέλετε!…» ξέσπασε και χώθηκε ψηλά στην κρυψώνα του.

«Κι όμως… σας είχα προειδοποιήσει».

Και γίνηκε αίφνης σκότος και ζόφος μέγας κι έρεβος…

Κι αναθυμήθηκε το φως τη δική του γέννηση…

«Και τώρα θα χορτάσει ο κόσμος χρώματα!…» είπε ο Παλαιός των Ημερών, και γίνηκε φωτιά ευθύς τ’ άκτιστο μάτι Του και φως περίχυσε την πλάση όλη…

Το μυστήριο των χρωμάτων ήταν εδώ!… Σπρώχνουν έκτοτε το ένα τ’ άλλο, ποιο θα πρωτομιλήσει, και ποιο θα πρωτοφέξει μουσικές!…

 

Και χρωματοφάγοι, φον Επίτροπε, οι Έλληνες, με πρώτο και καλύτερο τον Ελύτη: θέλει, λέει, ο αδηφάγος, να φάει τα χρώματα. Μα τα τρώει ήδη: όταν τρως ένα πορτοκάλι και τρελαίνεσαι από ζωντάνια και δροσιά, τρως και το χρώμα του μαζί! Μ’ ένα τέτοιο πορτοκάλι, λένε, πέρασε απέναντι, ο τυχεράκιας!…

Μα και γενναιόδωροι μαζί, μην το ξεχνάς: Ο «γαλάζιος μακριά πολύ» (ως αυτοχαρακτηρίζεται) Καρούζος, πιο μεταφυσικός κι ασκητικός, για να ευχαριστήσει τους φίλους άμα τον τραπεζώναν, χρώματα και μπογιές ζητούσε.

Κι άμα έφευγε, άφηνε πίσω του δωρήματα, «μεγέθη γαλανά της φλόγας», ποιήματα και ζωγραφιές…

Συμπέρασμα της μίας και μοναδικής τούτης ζωής: Απ’ όποια ματιά κι αν τα κοιτάξεις, σωστά είναι: τέτοια των χρωμάτων η πρεπιά*****…

____________________

 

**

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 «μαύροι» αποκαλούνται οι τεθωρακισμένοι,
2 βάφω: κάνω γκράφιτι
3 Kόκκινο τριαντάφυλλο/Στίχοι-Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
4 N. Καρούζος, Η πρώτη εποχή, Εκδ. Ερατώ, 1987 ** Γ. Ρίτσος, Χρυσόθεμις, Εκδ. Κέδρος, 1976
5 πρεπιά: τιμή, εκτίμηση

//

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

O Γιώργος Τζεβελεκάκης γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα όπου σπούδασε νομικά και δημοσιογραφία. Έχει εκδώσει δυο βιβλία με ποιήματα: «Ποίημα» (1983) και «Όπως τα πετρώματα» (1986, Εκδ. Πλέθρον). Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες καθώς και σε συλλογικές εκδόσεις. Το 2015 ίδρυσε τις εκδόσεις Διάφορος.

 

ΕΠΙΛΟΓΗ EYELANDS 

 

Επόμενα διηγήματα που περιλαμβάνονται στην επιλογή και θα δημοσιευθούν στο eyelands.gr είναι:

ΙΟΥΝΙΟΣ

Αλεξάνδρα Κολιγιώτη –  Χρώματα

ΙΟΥΛΙΟΣ

Άννα Καρακατσάνη – Dream on

Ηλίας Στεργίου – Γαλάζιο

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Τσιντώμη Ευαγγελία – Όνειρο

Ιγνάτιος Μηλιόρδος – Χρώμα – χρήμα ένα γράμμα διαφορά

 

Η σειρά δημοσίευσης των διηγημάτων ακολουθεί την χρονική σειρά υποβολής τους στο διαγωνισμό.

Advertisement