Γράφοντας στην άμμο

(Ο Γρηγόρης Παπαδογιάννης λέει όλη την αλήθεια για το φεστιβάλ της άμμου)

καραβακ.jpgΝα σας το πω από την αρχή: εδώ και αρκετό καιρό δεν μου αρέσουν τα κείμενα μου. Διασκεδάζω  λίγο καμιά φορά με τον τσίπρα αλλά κι αυτό δεν κρατάει πολύ. Γενικά έχω ένα πρόβλημα. Άλλα θέλω κι άλλα γράφω, από αλλού ξεκινάω κι αλλού καταλήγω.  Στο τέλος έχω πει ελάχιστα από αυτά που θέλω και πολλά που δεν θα ήθελα.

Ε, κόφτο θα μου πεις, αφού σε πειράζει, δεν είναι δα και υποχρεωτικό. Υποχρεωτικό δεν είναι, αλλά να, μερικές φορές θέλεις να μιλήσεις για πράγματα. Για το νησί, για τα βιβλία, για τον κόσμο ολόκληρο (κακή ιδέα), για πράγματα που σχεδιάζουμε και για πράγματα που έχουμε κάνει στο eyelands, στις εκδόσεις και σε όλα τα παρελκόμενα. Τώρα ας πούμε θέλω να γράψω κάτι για το φεστιβάλ της Άμμου. Ξέρω πάνω κάτω τι θέλω να πω, αλλά πώς θα το πω ιδέα δεν έχω. Γράφω κι όπου με βγάλει ο δρόμος. Με μεγάλη πιθανότητα να με βγάλει σε λάθος μέρος.

Αφού σας προειδοποίησα λοιπόν, ας το προσπαθήσω. Φέτος το καλοκαίρι, λίγες μέρες πέρασαν μόνο, πήγαμε στα Κουφονήσια. Δύσκολη απόφαση να ξανοιχτούμε στο Αιγαίο. Καλά ήμασταν προστατευμένοι εκεί στη Γαύδο, δυό χρόνια τώρα, ωραία περάσαμε, αλλά να, κάπως έπρεπε να ξεφύγουμε από την Κρήτη. Ήταν κι οι άλλοι από διάφορα μέρη, οι Αθηναίοι, οι βόρειοι, που μας λέγανε: κάντε το λίγο πιο κοντά βρε παιδιά να μπορούμε να’ρθουμε κι εμείς. Ωραία η Γαύδος, αλλά μακριά. Πώς να έρθουμε;  Άσε που κάπως το πράγμα θα εξελισσόταν σε ετήσια εκδρομή στη Γαύδο. Ε, μη γίνουμε και εκδρομικός όμιλος, οι ίδιοι και οι ίδιοι, ας ταράξουμε λίγο τα νερά γιατί θα βαλτώναμε το βλέπαμε. Ωραία λοιπόν, αποφασίζουμε κι εμείς να πάμε φέτος στις Κυκλάδες. Το ψάχνουμε από δω, το ψάχνουμε από κει, θέλαμε ένα νησί ωραίο, με άμμο, με σχετικά εύκολη πρόσβαση, με δυνατότητα ελεύθερου και ακινδύνευτου κάμπινγκ (λιγοστεύουν αυτά τα μέρη όσο περνάει ο καιρός) και ταυτόχρονα ένα νησί που να μην γίνονται διάφορα φεστιβάλ απο αυτά που κάνουν οι πολιτισμένοι άνθρωποι, ξέρετε. Να έχει τον κόσμο του αλλά να μη γίνεται της κακομοίρας. Να έχει τις ερημιές του αλλά να μην είμαστε εμείς και οι ψαράδες.  Κι ο κλήρος έπεσε στα Κουφονήσια. Εκ των υστέρων ήταν μια καλή επιλογή. Τα είχε όλα αυτά. Αλλά ήταν και δύσκολη επιλογή.  Έχει αέρηδες τέτοια εποχή στις Κυκλάδες. Κι όταν έχει αέρηδες η άμμος δεν είναι και το καλύτερο μέρος ούτε για τσιγάρο που λέει ο λόγος όχι για να μείνεις και να διαβάσεις. Κι εμείς θέλουμε και αναγνώσεις στην άμμο. Θέλουμε και παραμύθια, θέλουμε και μουσική, θέλουμε και πάρτυ στην άμμο. Να ‘μαστε λοιπόν στα Κουφονήσια. Πρώτα στο Πάνω με προοπτική να φτάσουμε και στο Κάτω τη δεύτερη μέρα.  Καλά τα λες αυτά όταν τα σχεδιάζεις αλλά όταν φτάνεις εκεί πρέπει να υπολογίσεις διάφορα πράγματα. Πώς θα βρεθούμε με όλους τους άλλους; Πώς θα συνεννοηθούμε αν κάτι πάει στραβά; Υπάρχει τρόπος να μείνουν όλοι σε ένα σημείο την πρώτη μέρα; Κι αν όχι, θα μπορούν να συγκεντρώνονται τις συμφωνημένες ώρες; Και καλά, στο Πάνω Κουφονήσι βρίσκεις την άκρη, αλλά στο άλλο, το Κάτω, ήθελε καραβάκι. Ήθελε να μην έχει κύματα. Ήθελε να βρεις συγκεκριμένες ώρες για να πας και για να γυρίσεις. Κι εντάξει, πες ότι καταφέρνεις να τα κανονίσεις όλα αυτά, αλλά στην πορεία βγαίνουν κι άλλα: θα έρθει το καραβάκι από τον Φοίνικα όπου βρισκόμαστε ή θα φύγει κατευθείαν από το λιμάνι; Κι άμα έρθει και είναι γεμάτο; Κι άμα έρθει και δεν πάει πάλι από το λιμάνι να πάρει τους άλλους που θα πάνε ως εκεί; Κι αμα πάει αλλά μετά δεν μπορεί να γυρίσει; Καλά, κάποιοι θέλουν να μείνουν εκεί (είπαμε: προαιρετική διανυκτέρευση, το λέει και το πρόγραμμα) αλλά οι άλλοι που δεν θέλουν να μείνουν εκεί;

Κοιτάμε λοιπόν τη θάλασσα και υπολογίζουμε τον άνεμο.

 – Έχει κόψει σήμερα,ε;

– Ουου, σίγουρα. Και το βράδυ θα κόψει κι άλλο.

Εμένα μου λες. Τρεις μέρες στα Κουφονήσια, τα υπέροχα Κουφονήσια, κι ανάθεμα αν έκοψε έστω και μια ώρα ο στρατηγός άνεμος. Και να ήταν μόνο αυτό. Η παραλία πότε γέμιζε πότε άδειαζε.

-Να πάμε να διαβάσουμε στην παραλία.

-Ναι, αλλά αν έχει κόσμο τι να κάνουμε, να τους διώξουμε;

-Ναι, αλλά αν δεν έχει κόσμο, έτσι μόνοι μας θα είμαστε στην ερημιά;

– Να πάμε να διαβάσουμε στο νησάκι;

– Ναι, αλλά αν έχει χειρότερο αέρα στο νησάκι; Κι αν δεν έρθουν όλοι στο νησάκι;

– Ναι, αλλά αν δεν προλάβουμε να διαβάσουμε εδώ μέχρι να έρθει το καραβάκι;

Όταν λέμε αυτοσχέδιο φεστιβάλ το εννοούμε. Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτε πιο αυτοσχέδιο. Κι όταν τα πράγματα εξελίσσονται όπως ακριβώς έχουμε προβλέψει είμαι αχτύπητος. Δεν με σταματάει τίποτα. Όταν παρουσιάζονται προβλήματα παγώνω και κοιτάω γύρω μου για βοήθεια. Είμαι γεννημένος ηγέτης δεν το συζητάμε. Φωνάζω όλους τους βετεράνους της άμμου, φωνάζω τον Αντώνη, φωνάζω την Αντριάνα, ψάχνω τον Απόστολο ή τον Πασκάλ (φέτος δεν είχαμε Γεωργία και Αίμη, μας έλειψαν πολύ, κι άλλοι μας έλειψαν αλλά αυτές οι δυο κάπως περισσότερο) φωνάζω όποιον βρω και του λέω το πρόβλημα. Τους μαζεύω όλους και ύστερα κρύβομαι και τους αφήνω να αποφασίσουν. Όταν βρουν μια άκρη μπαίνω μπροστά με αποφασιστικό ύφος που πάντα βοηθάει και συνεχίζουμε.

Κι όταν βρήκαμε άκρη με τον άερα, και τα κύματα και τα δρομολόγια και τα υπόλοιπα και ξεκινήσαμε για το νησάκι, άλλο άγχος: θα είναι καλά εδώ; Καλά ήταν, μαγικά ήταν. Αλλά θα μας αρέσει πραγματικά; Θα έχουμε διάθεση; Θα περάσουμε καλά; Θα ευχαριστηθούν όλοι; Θα νιώσουν ότι άξιζε τον κόπο να έρθουν τόσο δρόμο και τόσα κύματα για να φτιάξουμε το φεστιβάλ της άμμου;  Το ένα άγχος διαδέχεται το άλλο και ησυχάζω κάπως μόνο στο πλοίο της επιστροφής για Πειραιά. Εκεί καταλαβαίνω ότι δεν το ευχαριστήθηκα. Δεν τραγούδησα αρκετά (δεν διαλέξανε και τραγούδια του ρεπερτορίου μου) δεν χόρεψα καθόλου (καλά δεν υπήρχε περίπτωση έχω να χορέψω από τον περασμένο αιώνα) δεν μίλησα αρκετά με τους ανθρώπους, δεν ήμουν όσο πρέπει φιλικός, δεν τους βοήθησα να νιώσουν καλύτερα. Θα μπορούσε να λέγεται και υπευθυνότητα. Αλλά στην πραγματικότητα λέγεται αγγχώδης νεύρωση.

Δεν το ευχαριστήθηκα πάλι, πέρασα τις ώρες μου προσπαθώντας να σκεφτώ αν οι άλλοι θα ήταν ευχαριστημένοι. Τώρα που κοιτάω το βίντεο, ευχαριστημένοι μου φαίνονται. Σκέφτομαι πραγματάκια που γίνανε, βλέπω τις στιγμές, ακούω τις φωνές τους, τα γέλια τους, λέω μέσα μου, βρε για κοίτα, τα καταφέραμε και φέτος. Το δημιουργήσαμε αυτό το παράξενο πράγμα, περάσαμε καλά, διασκεδάσαμε, φτιάξαμε μια παρέα, φτιάξαμε κάτι από το τίποτα. Αλλά δεν είναι από το τίποτα. Είναι αυτή η χαρά που φυλάμε μέσα μας και περιμένουμε πως και πως κάτι, κάτι μικρό, κάτι ασήμαντο για να την μοιραστούμε. Αυτό μπορεί να είναι όλο το νόημα. Αυτή η αμηχανία, αυτό το περίεργο συναίσθημα όταν πλησιάζεις τον άλλο και τελικά η χαρά όταν καταλάβεις ότι κάπου βρεθήκατε, κάπου μοιραστήκατε τα ίδια πράγματα. Αυτή η χαρά που μας την πολεμάνε από χίλιες μεριές και που μας μαθαίνουνε και τους ίδιους να την πολεμάμε μόνοι μας. Αυτό πρέπει να είναι το νόημα.

Και πάλι δεν το λέω καλά, το ξέρω. Χρόνια τώρα προσπαθώ να περιγράψω τι είναι αυτό το φεστιβάλ της άμμου, έχω μιλήσει από δω κι από κει, έχω γράψει πράγματα, έχω κάνει διάφορα, αλλά τι ακριβώς είναι αυτή η ιστορία της άμμου δεν μπορώ να πω.  Κάθε φορά που μιλάω για το φεστιβάλ, μου λένε «μπράβο, πολύ ωραία ιδέα, αυτό το φεστιβάλ της άμμου» και μένω ν’ αναρωτιέμαι τι ακριβώς έχουν καταλάβει, αφού εγώ έχω την αίσθηση ότι καταλαβαίνω λιγότερα από όσα ήξερα πριν. Άσε που νομίζω ότι κάθε φορά λέω και διαφορετικά πράγματα.

Αλλά τώρα που έφυγε το καλοκαίρι, πάει το φεστιβάλ, πάει η άμμος, τώρα που βλέπω τις φωτογραφίες  και τα κακοφτιαγμένα μου φιλμάκια, τώρα κάτι με πιάνει μέσα μου, κάτι λιώνει μέσα μου… κάτι που το λες λυτρωτικό δεν μπορείς να το πεις αλλιώς. Αυτό, αν μπορούσα να σας περιγράψω αυτό, τότε θα ησύχαζα πραγματικά. Αν μπορούσα να σας το μεταδώσω αυτό θα καταλαβαίναμε επιτέλους τι είναι το φεστιβάλ της άμμου. Αλλά δεν μπορώ, ποτέ δεν μπορώ να το γράψω ακριβώς όπως είναι.

Γι’ αυτό δεν μ’ αρέσουν τα κείμενα μου.

 

 

Advertisement