Γουόλτερ Λάσαλι: μια συνέντευξη

Με αφορμή τη δυσάρεστη είδηση για το θάνατο του Γουόλτερ Λάσαλι, του διευθυντή φωτογραφίας του »Ζορμπά» που ζούσε εδώ και χρόνια στην Κρήτη, δημοσιεύουμε μια συνέντευξη από το περιοδικό Fortezza* από το 2009 ως ένα μικρό φόρο τιμής στον εξαιρετικό κινηματογραφιστή. Την συνέντευξη πήρε  η Ελένη Πολυχρονάκη.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

   ΓΟΥΟΛΤΕΡ ΛΑΣΑΛΙ

 

lassaly_oscar-e1507619111726

Ο φωτογράφος του Ζορμπά έγινε Κρητικός!

Ο Γουόλτερ Λάσαλι δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ο νεαρός οπερατέρ που ξεκίνησε από τα ντοκιμαντέρ και ξεχώρισε την εποχή του αγγλικού free-cinema έφτασε γρήγορα στην κορυφή με το Όσκαρ για τον «Ζορμπά». Όταν έφτασε όμως εκεί με μια αποκοτιά που μόνο σε κρητικούς θα ταίριαζε αποφάσισε να διαλέγει πλέον ο ίδιος τις ταινίες που θα γύριζε. Η σχέση του με την Ελλάδα γινόταν όλο και πιο στενή ώσπου έφτασε τελικά να γίνει μόνιμος κάτοικος της Κρήτης! Εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια ζει στο Σταυρό του νομού Χανίων, το χωριό στο οποίο έγιναν τα γυρίσματα της μυθικής πια ταινίας. Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Γουόλτερ Λάσαλι τιμήθηκε με μια σειρά από εκδηλώσεις του Πανεπιστημίου Κρήτης για το έργο του. Έτσι είχαμε την ευκαιρία να τον συναντήσουμε και να μιλήσουμε μαζί του για τη ζωή του, την καριέρα του και την Κρήτη. Από εκεί άλλωστε ξεκινήσαμε την συνέντευξη που έδωσε, σε άπταιστα ελληνικά με …κρητική προφορά.

«Μου αρέσει πολύ η Ελλάδα», λέει ο Γουόλτερ Λάσαλι, και αμέσως διευκρινίζει: «Δεν μου αρέσουν όμως οι μεγάλες πόλεις. Γι΄αυτό άλλωστε μένω σε χωριό. Μου αρέσει η ησυχία».

Η αγάπη του λοιπόν για την Ελλάδα και ιδιαίτερα την Κρήτη ήταν δεδομένη. «Γνώρισα την Ελλάδα από την εποχή που συνεργάστηκα για πρώτη φορά με τον Μιχάλη Κακογιάννη στην ταινία «Το κορίτσι με τα μαύρα». Από ένα σημείο και μετά επέλεγα ταινίες που γυρίζονταν εδώ. Ε, όταν πριν από δέκα χρόνια πήρα τη σύνταξή μου ήρθα να μείνω στο Σταυρό».

Μέσα σε όλα αυτά που μας είπε πάντως, υπάρχει κάτι που ελάχιστοι ξέρουν. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ήταν ο ίδιος που πρότεινε το βιβλίο του Καζαντζάκη στον σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:

 

Συνέντευξη στην Ελένη Πολυχρονάκη

 Πώς αντιμετωπίζετε την διαδικασία δημιουργίας μιας ταινίας και πως νιώθετε για αυτές έπειτα από τόσα χρόνια;

Οι ταινίες μου είναι τα παιδιά μου. Πάντα ήμουν συγκεντρωμένος στη δουλειά μου από την αρχή που ξεκίνησα. Από τον τελευταίο χρόνο που πήγα σχολείο στην Αγγλία ήξερα πολύ καλά τι δουλειά ήθελα να κάνω. Ήθελα να γίνω οπερατέρ. Και «φταίει» λίγο ο πατέρας που ήταν ένας από τους πρώτους στην Γερμανία που έκανε ντοκιμαντέρ. Ο πατέρας μου όμως υποχρεώθηκε να σταματήσει την δουλειά του όταν ήρθαν οι Ναζί καθώς πίστευαν πως ήμασταν Εβραίοι, παρόλο που δεν ήμασταν. Οι προ- παππούδες μας ήταν. Όμως οι Ναζί δεν το σκέφτηκαν αυτό. Πήγαν πίσω στις προηγούμενες γενιές. Υπήρχε μια κατηγορία «Νon arean», που σήμαινε: δεν είσαι χριστιανός ούτε Εβραίος, είσαι ανάμεσα. Και έτσι φύγαμε από την Γερμανία, δύο μήνες πριν από τον πόλεμο. Ήμουν 12 ετών. Έτσι στα 15 μου, στην Αγγλία, πια ήξερα πως θα κάνω αυτή την δουλειά. Ξεκίνησα ως βοηθός σε ντοκιμαντέρ. Στα 27 μου γύρισα την πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους και ένα χρόνο μετά το «Κορίτσι με τα μαύρα». Ούτε η μια ούτε η άλλη ταινία έκαναν εντύπωση στους Άγγλους. Όταν είπα πως έχω κάνει μια ταινία στην Ελλάδα μου είπαν: «και τι ξέρουν εκεί στην Ελλάδα;»

 

Ποιες ήταν οι επιρροές σας εκείνη την εποχή;

Τότε είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση σε όλους οι ασπρόμαυρες ταινίες από τις σκανδιναβικές χώρες. Εγώ είχα στο μυαλό μου την «Persona» του Μπέργκμαν. Οι περισσότερες καλές ταινίες είναι από τότε. Σήμερα δεν υπάρχουν τόσο καλές ταινίες.

 

Ο «Ζορμπάς» τι παραγωγή ήταν;

Ήταν παραγωγή του Κακογιάννη. Ο Κακογιάννης βρήκε χρήματα από την Αμερική. Τα κεφάλαια ήταν της «Fox» αλλά η παραγωγή ήταν ελληνική. Είχε σχέση όμως και με την Αγγλία. Ο Άλαν Μπέιτς και εγώ ήρθαμε από εκεί. Το συνεργείο ήρθε από την Γαλλία και την Ιταλία. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής έγινε από τον Κακογιάννη όπως και σε όλες τις άλλες του ταινίες. Αυτή χρειάστηκε βέβαια πιο πολλά χρήματα κατά τα άλλα όμως έμοιαζε και με τις άλλες ταινίες που κάναμε μαζί και αφορούσαν την Ελλάδα.

 

Πώς ήταν το γύρισμα της ταινίας;

Ήταν χαρούμενο γύρισμα. Είχε δύσκολα πράγματα, αλλά όταν το σκέφτομαι τώρα πια ήταν καλό γύρισμα, αν εξαιρέσουμε το ζήτημα με την Σιμόν Σινιορέ που επρόκειτο να παίξει τη Μαντάμ Ορτάνς. Από την πρώτη σκηνή όλοι παρατηρήσαμε πως ήταν πολύ δυναμική και δεν ταίριαζε για τον ρόλο. Έτσι η Σινιορέ έφυγε δίχως να δημιουργηθεί ένταση και σταματήσαμε για τρεις μέρες. Ο Κακογιάννης πήγε στο Παρίσι και βρήκε την Κέντροβα, η οποία όμως δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά! Έμαθε τον ρόλο της και ξεκίνησε την επόμενη ημέρα. Ήταν πολύ καλή. Και πήρε και το Όσκαρ... (στο σημείο αυτό είναι έντονη η συγκίνησή του).

 

Ο Άντονι Κουίν πως ήταν;

Ήταν ένας σταρ. Είχε μανίες. Μετά από τις πρώτες μέρες πήγε πολύ καλά. Ήταν αυθόρμητος και γι’ αυτό μπήκε και γρήγορα στο ρόλο. Του ταίριαζε πολύ αυτός ο ρόλος.

 

Ποια ταινία θεωρείτε πως είναι η καλύτερη που έχετε κάνει;

Η καλύτερη ταινία για μένα είναι η «Ηλέκτρα». Για μένα είναι 100%  τέλεια. Δεν έχει σφάλματα αυτή η ταινία αν και ήταν δύσκολη. Για παράδειγμα στην «Ηλέκτρα» υπάρχει μια σκηνή που γυρίζει ο Ορέστης από την ξενιτιά και συναντά την αδερφή του. Σε αυτά τα τρία λεπτά της σκηνής φαίνονται όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στον κινηματογράφο. Έχει παίξιμο, σκηνοθεσία, φωτισμό, κάδρο, μοντάζ, μουσική. Εγώ κάθε φορά που βλέπω αυτή την σκηνή κλαίω. Γι’ αυτό είναι και θαυμάσια ταινία.

 

Μου κάνει εντύπωση η επιλογή της «Ηλέκτρας» ως η καλύτερη σας ταινία, γιατί ο «Ζορμπάς» σας έφερε το Όσκαρ…

Τότε δεν έδωσα πολύ σημασία για το Όσκαρ. Δεν πήγα να το πάρω. Ήρθε ταχυδρομικώς.(γέλια) Μετά τον «Ζορμπά» ήθελα πάρα πολύ να κάνω ένα μεγάλο ντοκιμαντέρ για τους Καναδούς και μέσα σε 9 μήνες κάναμε τον γύρο του κόσμου! Δεν μου είχαν πει πως ήμουν υποψήφιος! Αφενός το Όσκαρ θα μου έδινε την ευκαιρία να κάνω μεγαλύτερες ταινίες στην Αμερική, αλλά δεν ήθελα διότι δεν με ενδιέφεραν τα θέματα που διάλεγαν. Προτιμούσα ταινίες με προσωπικές ιστορίες.

 

Στην Ελλάδα τότε είχαμε την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Μελίνα Μερκούρη. Τι έχετε να πείτε για εκείνες;

Η Αλίκη ήταν η μόνη στην Ελλάδα που ήταν σταρ! Ήξερε ακριβώς τι ήθελε, αλλά και πως θα γίνει. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Ήξερε πάρα πολύ καλά την δουλειά της. Ήταν μοναδική. Αλλά δεν είχε ιδιωτική ζωή. Είναι πολύ δύσκολο να ζεις έτσι. Είχα γνωρίσει τη Μερκούρη και τον Ντασέν. Και η Μελίνα ήταν σταρ, αλλά ήταν πιο πολύ ηθοποιός! Η Αλίκη αν και ήταν καλή ηθοποιός πάνω απ’ όλα ήταν σταρ.

 

Εκείνη την εποχή είχατε ξεχωρίσει άλλους ηθοποιούς ή σκηνοθέτες;

Ναι φυσικά. Αλλά για μένα την κορυφαία θέση είχε ο Κακογιάννης. Δεν υπήρχε άλλος τόσο καλός εκείνα τα χρόνια. Είχα ξεχωρίσει τον Κούνδουρο, τον γνώριζα και εκείνον καλά. Οι υπόλοιποι ήταν πιο εμπορικοί όπως ο Τζαβέλας. Εγώ εκτίμησα και τον Σταμπουλόπουλο που κάναμε μαζί την πρώτη του ταινία. Το λάθος όμως ήταν που τον συνέκριναν με τον Κακογιάννη.

 

Με τι ασχολείστε τώρα;

Έχω κάνει ένα website που λέγεται filmex για να βοηθάω όσο μπορώ στην εκμετάλλευση ταινιών από Βαλκάνια και Ανατολική Ευρώπη. Για παράδειγμα η ταινία «Πρώτη φορά νονός» θα είχε μεγάλη απήχηση ως ταινία αν προβαλλόταν στις γειτονικές χώρες. Όμως δεν είναι εύκολο να γίνει αυτό.

 

Πώς βλέπετε σήμερα τον κινηματογράφο;

Στην εποχή μας ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος έχει παραμεριστεί από τον αμερικάνικο. Ολόκληρη η Ευρώπη μαζί βγάζει δύο ποιοτικές ταινίες όλο τον χρόνο και η Αμερική το ίδιο. Οι περισσότερες ταινίες από εκεί είναι υπερπαραγωγές με special effects, και πολλή βία. Οι περισσότερες καλές ταινίες τα τελευταία χρόνια προέρχονται από την Ασία. Χονγκ Κονγκ, Tαϊβάν, Καζακστάν, Ιράν και λίγες από την Αφρική. Αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν το πώς βλέπω εγώ το σινεμά. Στην δύση υπάρχουν λίγα πράγματα. Ας πούμε στην Αμερική κινηματογραφιστές όπως ο Γούντι Άλεν ή οι αδερφοί Κοέν αποτελούν μια μικρή εξαίρεση.

 

Ο Καζαντζάκης είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες διεθνώς. Συνέβαλε αυτό στην επιλογή του Κακογιάννη να επιλέξει τον Ζορμπά;

Η επιλογή οφείλεται σε μένα και σε μια κοπέλα που ήταν my agent. Της άρεσε πολύ το βιβλίο και εμείς μιλήσαμε στον Κακογιάννη για αυτή την υπόθεση. Τότε ο Κακογιάννης αφού είχε κάνει μια ταινία με την Έλλη Λαμπέτη έψαχνε να βρει καινούργιο θέμα! Ε, λοιπόν εμείς του το προτείναμε, του άρεσε και έτσι έγινε ο «Ζορμπάς»!

 

*Ευχαριστούμε την Ελίζα-Άννα Δελβερούδη, καθηγήτρια θεατρολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης που μας βοήθησε στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης.

 

*το βραχύβιο περιοδικό Fortezza ήταν κατά κάποιο τρόπο ο πρόγονος του eyelands αφού ήταν (το τελευταίο ίσως) έντυπο λογοτεχνικό περιοδικό που εκδόθηκε στο Ρέθυμνο και κυκλοφόρησε για ένα χρόνο σε όλη την Κρήτη. Από την ομάδα του περιοδικού αυτού προέκυψαν και τα ιδρυτικά μέλη του eyelands το 2010
Advertisement