Συνεχίζουμε τη δημοσίευση των διηγημάτων που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό διηγήματος του eyelands το 2017 (με θέμα «Παράξενοι έρωτες») με Επιλογή για δημοσίευση στην ιστοσελίδα. Σειρά έχει το διήγημα της Μαγδαληνής Ματσούκα
14 Φεβρουαρίου
Ποτέ δεν περίμενε ότι θα έπινε τσάι με τη γυναίκα του άντρα που ερωτεύτηκε, αλλά και καθηγητή της στη σχολή όπου έκανε το μεταπτυχιακό της. Πώς είχε καταλήξει στο σαλόνι του σπιτιού του, να τρώει κερασόπιτα και να την κοιτάει με ένα περίεργο χαμόγελο η σύζυγος του; Πού βρισκόταν εκείνος και άραγε γνώριζε για τη συνάντηση αυτή; Η κοπέλα χαμογέλασε νευρικά και έφαγε μια ακόμη μπουκιά από την πίτα. Η οποία ήταν η καλύτερη που είχε φάει ποτέ στη ζωή της, αλλά και η τελευταία.
Η Μαντλίν Στιούαρτ ήταν σύζυγος του Άρθουρ Χάρισον, καθηγητή στη σχολή Καλών Τεχνών. Ήταν παντρεμένοι τουλάχιστον 12 χρόνια. Γνωρίστηκαν στην ίδια σχολή, όταν εκείνος ήταν 32 και εκείνη 24. Ο Άρθουρ ήταν καινούργιος καθηγητής και η Μαντλίν βρισκόταν ένα βήμα πριν πάρει το πτυχίο της. Στην αρχή η Μαντλίν θεώρησε ότι ήταν λάθος να ερωτευτεί έναν καθηγητή και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ήταν απλός ενθουσιασμός. Όταν όμως άρχισε να παίρνει ανταπόκριση στα έντονα και διεισδυτικά βλέμματα που του έριχνε, κατάλαβε ότι δεν ήταν μονόπλευρο.
Ύστερα από αρκετό καιρό, γεμάτο γοητευτικών χαμόγελων και πονηρών ματιών, η αμοιβαία τους έλξη αποκαλύφθηκε.
Ήταν 14 Φεβρουαρίου, η πιο ρομαντική μέρα του χρόνου, όταν η Μαντλίν αποφάσισε να του μιλήσει. Πήγε στο γραφείο του, την ώρα που εκείνος βρισκόταν σε μάθημα, για να του αφήσει έναν φάκελο που περιείχε το γράμμα με τα συναισθήματά της. Δεν είχε το θάρρος να του τα πει με λόγια, καθώς θα ένιωθε άβολα και θα την έπιανε τρέμουλο, που την έκανε να τραυλίζει όταν αγχωνόταν. Ψαχούλεψε λίγο τα χαρτιά στο γραφείο του για να αποφασίσει που θα το έκρυβε, ώστε να το έβρισκε εύκολα. Τη στιγμή που έψαχνε το συρτάρι κάτω από το γραφείο του, άνοιξε η πόρτα. Πανικοβλήθηκε και την έλουσε κρύος ιδρώτας. Γύρισε και αντίκρισε τον Άρθουρ να στέκεται και να την κοιτάει ξαφνιασμένος και απορημένος.
«Δεσποινίς Στιούαρτ τι κάνετε στο γραφείο μου;» την ρώτησε με μια δόση περιέργειας. Στο βλέμμα του άστραψε ο ενθουσιασμός όταν την είδε.
«Εε.. εγώ… εεμ.., ήθελα να…» την έπιασε το τρέμουλο και δεν ήξερε τι να απαντήσει.
Ο Άρθουρ την πλησίασε και σχεδόν κόλλησε πάνω της. Εκείνη ένιωσε το πρόσωπό της να φλέγεται.
«Μαντλίν το ξέρεις ότι είσαι πολύ χαριτωμένη όταν τραυλίζεις έτσι; » της είπε και κράτησε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια του. Τα χείλη του άγγιξαν απαλά τα δικά της. Στη συνέχεια τα πίεσε λίγο περισσότερο μέχρι που την ένιωσε να ανταποκρίνεται με πάθος. Την έσφιξε πάνω του και εκείνη γρατζούνισε το πίσω μέρος του λαιμού του. Το φιλί τους ήταν τόσο έντονο που έμειναν και οι δύο χωρίς ανάσα.
Ένα χρόνο αργότερα, αφού πήρε το πτυχίο της η Μαντλίν, αποφάσισαν να παντρευτούν. Όλοι θεώρησαν πως ήταν βιαστική κίνηση και πως έπρεπε να περιμένουν λίγο ακόμα, αλλά εκείνοι δεν λογάριαζαν τίποτα μπροστά στον τρελό έρωτα που τους είχε κυριεύσει. Έτσι έκαναν αυτό που λαχταρούσαν περισσότερο.
Τα χρόνια πέρασαν ήρεμα, γεμάτα όμορφες στιγμές και πάθος. Η Μαντλίν έγινε κριτικός έργων τέχνης και ταυτόχρονα εργαζόταν στο τμήμα συντήρησης βυζαντινών εικόνων. Ο Άρθουρ παρέμεινε καθηγητής στην σχολή Καλών τεχνών. Αρκετές φορές η Μαντλίν είχε παραδώσει εκεί σεμινάρια στους μεταπτυχιακούς φοιτητές. Φυσικά άφηναν τα προσωπικά τους έξω από την δουλειά και κανείς δεν γνώριζε πως ήταν παντρεμένοι.
Όλοι πίστευαν πως είχαν έναν ευτυχισμένο γάμο, δεν ήξεραν όμως τι έκρυβε ο καθένας.
Πλησίαζε η επέτειος του γάμου τους, που δεν ήταν άλλη από την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, και η Μαντλίν σκεφτόταν να κάνει ένα ξεχωριστό δώρο στον σύζυγό της. Ήθελε να θυμίζει την γνωριμία τους και την πρώτη φορά που φιλήθηκαν. Ξεκίνησε να πηγαίνει συχνότερα στη σχολή για να του αφήνει μικρά ανώνυμα σημειώματα ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του και να του θυμίσει τον τρόπο που τον είχε προσεγγίσει όταν ήταν νέα. Ακόμα και τώρα, παρέμενε αθεράπευτα ρομαντική.
Ο Άρθουρ δεν υποψιάστηκε πως ήταν η γυναίκα του που άφηνε τα σημειώματα και δεν το ανέφερε ποτέ μπροστά της για να μην ζηλέψει. Πίστευε πως τα έγραφε μία φοιτήτρια που πιθανόν τον είχε ερωτευτεί. Αυτή η ιδέα τον εξίταρε και ήθελε να μάθει ποια ήταν. Το αποτέλεσμα όμως θα ήταν το αντίθετο από αυτό που επιθυμούσαν.
Ένα βράδυ, όταν επέστρεψε ο Άρθουρ από τη σχολή, η Μαντλίν του είχε ετοιμάσει βραδινό. Όσο εκείνος έτρωγε μόνος του στην τραπεζαρία, καθώς προτιμούσε την ησυχία παρά την μουρμούρα της γυναίκας του, εκείνη τακτοποιούσε τα ρούχα του. Από την τσέπη του παντελονιού του έπεσε ένα λευκό χαρτάκι. Το σήκωσε και το διάβασε. Πάγωσε με αυτό που είδε. Ήταν ένα ερωτικό ραβασάκι αλλά δεν το είχε γράψει εκείνη. Κάποια άλλη του έστελνε μηνύματα και τον απομάκρυνε από κοντά της. Και η Μαντλίν άθελά της τον έσπρωχνε προς εκείνη. Ο Άρθουρ μπήκε στο δωμάτιο και την βρήκε να στέκεται μπροστά από την ντουλάπα.
«Μαντλίν όλα καλά;» τη ρώτησε και κάθισε στο κρεβάτι. «Είχα πολύ δουλειά σήμερα.» πρόσθεσε άτονα.
Η Μαντλίν γύρισε και τον κοίταξε σα να μην συνέβαινε τίποτα και κράτησε στην γροθιά της κρυμμένο το χαρτάκι.
«Όλα μια χαρά είναι. Ξεκουράσου καλέ μου. Εγώ θα πάω στο σαλόνι να διαβάσω για λίγο και θα έρθω.» του είπε χαμογελώντας και βγήκε από το δωμάτιο.
Το χαμόγελο μετατράπηκε σε έκφραση θυμού και ζήλιας μόλις έφυγε. Έπρεπε να μάθει ποια ήταν εκείνη που του άφηνε ερωτικά σημειώματα και σύντομα.
Την επόμενη μέρα πήγε στη σχολή με την πρόφαση πως ήθελε να ψάξει κάτι στην βιβλιοθήκη για μία έρευνα. Με διακριτικό τρόπο, τρύπωσε στο γραφείο του Άρθουρ και έψαξε τα πράγματά του. Ανάμεσα στα δικά της ραβασάκια ήταν και της άλλης. Τα μάζεψε όλα και τα πέταξε στα σκουπίδια οργισμένη. Από τον θυμό της, δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της. Τώρα καταλάβαινε γιατί ο Άρθουρ είχε απομακρυνθεί τον τελευταίο καιρό από κοντά της. Αφού συνήλθε ύστερα από λίγα λεπτά, σηκώθηκε να φύγει.
Πήγαινε προς τις τουαλέτες του κτηρίου να φτιάξει το μακιγιάζ της, όταν πρόσεξε δύο φιγούρες να κρύβονται στην κορυφή της σκάλας. Πλησίασε αθόρυβα και τους άκουσε να μιλάνε.
«Θα μας δουν εδώ και θα βρούμε το μπελά μας. Μήπως να πηγαίναμε στο γραφείο σου;» ακούστηκε μία γυναικεία, απαλή φωνή.
«Δεν θα μας δει κανείς εδώ. Μην ανησυχείς. Εξάλλου δεν κάνουμε και τίποτα. Ένα φιλί θα σου δώσω μόνο.» απάντησε μια αντρική φωνή με πονηρό τόνο.
Ακολούθησαν ήχοι που πρόδιδαν ότι φιλιούνταν. Η Μαντλίν δεν χρειαζόταν να τους δει για να καταλάβει πως επρόκειτο για τον Άρθουρ. Η φωνή του ήταν χαρακτηριστική και την αναγνώρισε αμέσως. Κάλυψε το στόμα της με το χέρι και πάγωσε σοκαρισμένη. Έμεινε κρυμμένη μέχρι να τελειώσουν για να δει αυτή που της έκλεψε τον άνδρα. Πέρασε αρκετά βασανιστικά λεπτά στη σιωπή ώσπου άκουσε ομιλίες και βήματα.
«Θα σε δω αύριο. Σου έχω μία έκπληξη. Ελπίζω να έχεις χρόνο μετά το μάθημα.» είπε η γυναικεία φωνή ναζιάρικα.
«Για σένα πάντα θα έχω χρόνο. Δεν πρόκειται να σε αφήσω τώρα που σε βρήκα.» της είπε εκείνος και την ξαναφίλησε.
«Ναι αλλά η γυναίκα σου; Τι θα κάνεις με εκείνη;» τον ρώτησε.
«Εκείνη δεν έχει σημασία μπροστά σε εσένα.» είπε ο Άρθουρ.
Η Μαντλίν συγκράτησε με δυσκολία τα δάκρυά της. Είδε την κοπέλα να περνάει μπροστά από το σημείο που ήταν κρυμμένη και την παρατήρησε από πίσω. Ήταν ψηλή και τα προσόντα της ξεχείλιζαν από θηλυκότητα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της σκέπαζαν την πλάτη της και κυμάτιζαν σε κάθε βήμα. Ήταν εξαιρετικά όμορφη και ένιωσε μειονεκτικά. Ύστερα από λίγο κατέβηκε και ο Άρθουρ και πήρε άλλο δρόμο. Η ζήλια και ο θυμός την είχαν κυριεύσει ολοκληρωτικά. Η Μαντλίν έπρεπε να κάνει κάτι για να τελειώσει αυτή τη σχέση.
Ακολούθησε τη νεαρή φοιτήτρια και την είδε να μπαίνει στην βιβλιοθήκη. Προς δική της τύχη, πήγε στον τομέα που ειδικευόταν η ίδια. Πήρε μια βαθιά ανάσα, την πλησίασε και της έπιασε κουβέντα.
«Ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο; Μήπως μπορώ να σε βοηθήσω;» τη ρώτησε ευγενικά, με όση ψυχραιμία μπορούσε.
«Εε.. για την ακρίβεια ψάχνω τη διατριβή της Στιούαρτ για την βυζαντινή τέχνη. Βλέπετε θαυμάζω πολύ την δουλειά της.» απάντησε η κοπέλα.
Η Μαντλίν άστραψε από ενθουσιασμό. Αυτή ήταν η ευκαιρία της.
«Κοπέλα μου σήμερα είναι η τυχερή σου μέρα. Μιλάς με την ίδια, αυτοπροσώπως.» της είπε και της χαμογέλασε.
Η νεαρή φοιτήτρια ξαφνιάστηκε ευχάριστα που μιλούσε με την γυναίκα που θαύμαζε. Έχασε τα λόγια της και φαινόταν νευρική. Η Μαντλίν την καθησύχασε και προθυμοποιήθηκε να την βοηθήσει σε ότι χρειαζόταν.
«Αυτό είναι το τηλέφωνό μου. Μπορείς να με πάρεις ότι ώρα θέλεις. Μην διστάσεις.» είπε η Μαντλίν και την χαιρέτησε.
Έφυγε από τη σχολή με ένα χαμόγελο θριάμβου. Το παιχνίδι της τώρα ξεκινούσε.
Αργά το απόγευμα, κάθονταν με τον Άρθουρ σιωπηλοί στο σαλόνι. Εκείνη διάβαζε ένα βιβλίο κι εκείνος έγραφε κάτι στον υπολογιστή του. Το τηλέφωνο της Μαντλίν χτύπησε.
«Παρακαλώ; Ω καλησπέρα καλή μου… Όχι δεν ενοχλείς. Εξάλλου εγώ σου είχα πει πως μπορείς να μου τηλεφωνήσεις ότι ώρα θέλεις. Πες μου… Φυσικά και μπορώ να σε βοηθήσω. Θα είναι χαρά μου. Μπορείς να περάσεις αύριο το πρωί από το σπίτι μου; Θα σου πω την διεύθυνση… Δεν πιστεύω να είναι κόπος;… Τέλεια θα σε περιμένω αύριο στις 11. Καλό σου βράδυ.» είπε και συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο της.
«Ποιός ήταν και τον κάλεσες και στο σπίτι;» ρώτησε ο Άρθουρ δήθεν αδιάφορα.
«Μια φοιτήτρια. Μόνικα Μπλακ την λένε. Χρειάζεται βοήθεια με το μεταπτυχιακό της και προσφέρθηκα να την βοηθήσω, μιας και ασχολείται πάνω στον τομέα μου.» είπε και τον κοίταξε.
Ο Άρθουρ αναστατώθηκε μόλις άκουσε το όνομα της κοπέλας αλλά προσπάθησε να φανεί ψύχραιμος.
«Από πότε σε έπιασαν οι καλοσύνες, ειδικά με φοιτητές μου;» την ρώτησε απαθής.
Η Μαντλίν του χαμογέλασε και σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα χωρίς να του απαντήσει. Πήρε το μεγάλο μαχαίρι που έκοβε το ψωμί και το κοίταξε.
«Αύριο ξέρεις τι μέρα είναι; 14 Φεβρουαρίου. Λέω να κάνω κερασόπιτα για να το γιορτάσουμε. Τι λες;» του φώναξε. Δεν πήρε απάντηση.
Τον πλησίασε σιωπηλά από πίσω και είδε πως έγραφε ένα κείμενο στο μέιλ. Του χάιδεψε τους ώμους και τον λαιμό και τοποθέτησε το μαχαίρι στην καρωτίδα του.
«Χρόνια μας πολλά αγάπη μου.» του ψιθύρισε και τράβηξε το μαχαίρι με δύναμη.
Πηχτό, ζεστό αίμα ανέβλυσε από την πληγή και ο Άρθουρ άρχισε να τρέμει, κρατώντας τον λαιμό του. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει και έβγαζε πνιχτούς ήχους. Ύστερα από λίγη ώρα έπεσε στο πλάι της καρέκλας. Το αίμα είχε γεμίσει το γραφείο και το πάτωμα. Η Μαντλίν στεκόταν από πάνω του με το μαχαίρι στο χέρι και κοιτούσε πότε την οθόνη του υπολογιστή, πότε το άψυχο σώμα του άντρα της, ανασαίνοντας βαριά. Το μυαλό της είχε θολώσει.
Πέρασαν σχεδόν δέκα λεπτά που στεκόταν έτσι. Όταν συνήλθε, κατάλαβε τι είχε κάνει. Έτρεξε και πέταξε το μαχαίρι στο νεροχύτη και με δυσκολία έσυρε το σώμα του Άρθουρ μέχρι το υπόγειο. Προσπάθησε να αποτρέψει τον εαυτό της από το να πανικοβληθεί και σκεφτόταν τρόπους να κρύψει το πτώμα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του, το οποίο βρισκόταν στην τσέπη του. Το έβγαλε και είδε μήνυμα από την Μόνικα. Το άνοιξε και είδε μια φωτογραφία της με προκλητικά ρούχα με λεζάντα: «Πού πρέπει να ψάξω να βρω την καρδιά σου;» Άρχισε να τρέμει από τα νεύρα της και ούρλιαξε δυνατά. Ανέβηκε επάνω και πήρε το μαχαίρι που είχε πριν πετάξει στον νεροχύτη. Πήγε στο πτώμα του Άρθουρ και κλαίγοντας από τα νεύρα το έχωσε στο σημείο της καρδιάς του.
«Θα σου δώσω εγώ στην καρδιά του. Δεν θα χρειαστεί να ψάξεις πολύ!» φώναξε και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.
Πέντε λεπτά αργότερα ήταν στην κουζίνα και ετοίμαζε την εορταστική κερασόπιτα με ένα μακάβριο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.
Το επόμενο πρωί, στις 11 ακριβώς, το κουδούνι χτύπησε. Ήταν η Μόνικα. Μπήκε στο σπίτι σχεδόν ευλαβικά, λες και ο χώρος ήταν ιερός. Η Μαντλίν την υποδέχτηκε με ένα μεγάλο χαμόγελο και την οδήγησε στο σαλόνι. Η κοπέλα παρατήρησε τον χώρο. Ήταν πεντακάθαρος και περιποιημένος και μύριζε λεβάντα και κεράσι.
«Κάθισε και έρχομαι σε λίγο. Θέλεις μήπως λίγη κερασόπιτα; Την έψησα χθες το βράδυ.» την ρώτησε με υποκριτική ευγένεια.
«Ναι, ευχαριστώ πολύ.» απάντησε θετικά για να μη την προσβάλει.
Μετά από λίγα λεπτά εμφανίστηκε η Μαντλίν με ένα δίσκο που περιείχε ένα ποτήρι νερό και το πιάτο με την πίτα. Στην αρχή συζήτησαν γενικά για την σχολή και τις αποδόσεις της κοπέλας στα μαθήματα και σιγά σιγά η Μαντλίν κατεύθυνε στην συζήτηση εκεί που ήθελε.
«Για πες μου Μόνικα, ποιον καθηγητή βρίσκεις πιο αποδοτικό στη σχολή;» την ρώτησε. «Θα έλεγα ο κύριος Χάρισον είναι περισσότερο μεταδοτικός και δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον για το μάθημα και τους φοιτητές του.» απάντησε η κοπέλα. «Θα μπορούσα μήπως να έχω ένα ακόμη κομμάτι από την κερασόπιτά σας; Ήταν πραγματικά καλή.» πρόσθεσε με ένα λιγωτικό βλέμμα.
«Μα φυσικά καλή μου. Χαίρομαι που σου άρεσε. Χρησιμοποίησα ένα μυστικό υλικό που την έκανε τόσο νόστιμη.» είπε κλείνοντας της το μάτι.
Όταν γύρισε, στο ένα χέρι κρατούσε το πιάτο με το δεύτερο κομμάτι από την πίτα και στο άλλο μία κορνίζα.
«Μα πως την ξέχασα αυτή. Καθάρισα χθες το σπίτι και αφηρημένη όπως είμαι δεν τα έβαλα όλα στη θέση τους.» είπε και άφησε την κορνίζα σε ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα από την πολυθρόνα του Άρθουρ. Ήταν η φωτογραφία από τον γάμο τους.
Η Μόνικα έριξε μια ματιά στη φωτογραφία και πάγωσε. Αναγνώρισε τον Άρθουρ, στην φωτογραφία βέβαια ήταν νεότερος. Δεν ήξερε πως ήταν παντρεμένος με την Μαντλίν. Δεν μίλησε και έφαγε μια μπουκιά από την πίτα. Η Μαντλίν την κοιτούσε με σαδιστικό ενδιαφέρον. Ήθελε να την ρωτήσει για τον Άρθουρ αλλά θα πρόδιδε τη θέση της. Ευχαρίστησε την γυναίκα για την βοήθειά της και σηκώθηκε να φύγει.
Βγήκε από το σπίτι σχεδόν τρομαγμένη. Έπρεπε να μιλήσει στον Άρθουρ. Του έστειλε μήνυμα στο κινητό και περίμενε απάντηση. Φοβήθηκε πως η γυναίκα του γνώριζε για τη σχέση τους και ήθελε να την κάνει να μιλήσει. Ίσως πάλι δεν ήξερε τίποτα και όλο αυτό ήταν τυχαία σύμπτωση.
Το κινητό της χτύπησε και είδε μήνυμα από τον Άρθουρ. Το πρόσωπό της φωτίστηκε από ελπίδα, η οποία έσβησε αμέσως μόλις το άνοιξε. Ήταν μια φωτογραφία με την κερασόπιτα που είχε φάει πριν λίγο, με τη λεζάντα ΄΄Δεν χρειάζεται να ψάξεις να βρεις την καρδιά μου. Την πήρες ήδη με τον πιο εύκολο τρόπο΄΄. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει το μήνυμα. Άφησε ένα σπαρακτικό ουρλιαχτό και κάλυψε το στόμα της. Ένιωσε σπασμούς στο στομάχι της και έτρεξε σε μία γωνία και άδειασε το περιεχόμενο του. Έβαλε τα κλάματα και οι οδυρμοί της έκαναν μερικούς περαστικούς να σταματήσουν να την βοηθήσουν. Εκείνη βρισκόταν σε κατάσταση κλονισμού και δεν μπορούσε να μιλήσει. Άρχισε να τρέχει χωρίς να βλέπει που πηγαίνει. Η όρασή της ήταν θολή από τα δάκρυα και στο στόμα της είχε μια άσχημη γεύση.
Έτρεχε για αρκετή ώρα. Περνούσε ανάμεσα από κόσμο και τους έσπρωχνε, ακούγοντας διαμαρτυρίες. Βγήκε σε κεντρικό δρόμο και δεν πρόσεξε τα αυτοκίνητα που έτρεχαν κατά πάνω της. Την προσοχή της δεν απέσπασαν ούτε τα κορναρίσματα από θυμωμένους οδηγούς. Ο οδηγός ενός ασημί βαν δεν την πρόσεξε όπως πετάχτηκε μπροστά από το αμάξι. Το χτύπημα ήταν μοιραίο.
Η Μαντλίν καθόταν μπροστά από τον καθρέφτη της και έβαζε ανενόχλητη κραγιόν. Όλα είχαν τελειώσει. Είχε κερδίσει.
**
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Μαγδαληνή Ματσούκα
Σπουδάζω στο τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχω παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής στο εργαστήρι συγγραφής από τον εκδοτικό οίκο iWrite (Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή) και συμμετείχα σε ανθολογία διηγημάτων από τις ίδιες εκδόσεις. Μου αρέσει να γράφω περισσότερο ιστορίες τρόμου και μυστηρίου, αν και δεν δυσκολεύομαι να δουλέψω και σε άλλα θέματα. Αντλώ την έμπνευση και τις ιδέες των ιστοριών κυρίως από εικόνες και όνειρα. Είμαι λάτρης της ποίησης, της καλής μουσικής και του παράξενου και ασυνήθιστου∙ οτιδήποτε που αποκλίνει από την νόρμα. Αγαπάω κάθε τι παλιό, που έχει μια ιστορία κρυμμένη από πίσω και κάθε τι που σχετίζεται με τον χώρο των τεχνών. Στον ελεύθερο μου χρόνο, πέρα από τη συγγραφή, ασχολούμαι με την ερασιτεχνική φωτογραφία και την ζωγραφική και προτιμώ την συντροφιά ενός καλού βιβλίου. Αγαπημένη συνήθεια είναι να εξαφανίζομαι μέσα σε βιβλιοπωλεία και να ψάχνω καινούργια πράγματα. Στο μέλλον θα ήθελα να ασχοληθώ με την φωτογραφία σε πιο επαγγελματικό επίπεδο και να πειραματιστώ στον χώρο της αρθρογραφίας. Όνειρο μου είναι να ταξιδέψω στην Ασία και να γνωρίσω καινούργιους πολιτισμούς.
ΕΠΙΛΟΓΗ eyelands – επόμενες δημοσιεύσεις ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ Ιγνάτιος Μηλιόρδος – Η Γέφυρα ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ Κυριακή Ξυναριανού– Εαρινή ισημερία Ντόρα Παπαγεωργίου- Θυμάμαι ΜΑΡΤΙΟΣ Έλλη Παπαδοπούλου –Ένας ήρωας Ιωάννα Παρπούλα – Είκοσι χρόνια μετά ΑΠΡΙΛΙΟΣ Μαίρη Πίσια – Για μια Ελίζα Μαριλένα Ραπανάκη – Τασούλα ΜΑΙΟΣ Κώστας Τζικόπουλος – Τ’ αγρίμι Στέλλα Τσίγγου – Μια μικρή ιστορία αγάπης ΙΟΥΝΙΟΣ Ρηνιώ Χρυσαδάκου – Των Φώτων