Επιλογή eyelands – Εαρινή ισημερία

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση των διηγημάτων που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό διηγήματος  του eyelands το 2017  (με θέμα «Παράξενοι έρωτες»)  με Επιλογή για δημοσίευση στην ιστοσελίδα. Κάθε μήνα το eyelands φιλοξενεί δύο διηγήματα. Σειρά έχει το διήγημα της Κυριακής Ξυναριανού:

αφισα διαγωνισμού

«Εαρινή ισημερία»

 Ο ηλικιωμένος ήταν ιδιαιτέρως λακωνικός.  Η συνεννόηση πραγματοποιείτο περισσότερο με βλέμματα, νεύματα, χειρονομίες και ελάχιστες κουβέντες. Ελαφρύ ανασήκωμα της κεφαλής και των φρυδιών ως καλωσόρισμα, άρση της παλάμης της δεξιάς χείρας ως ένδειξη επιθυμίας για ολιγόλεπτη διακοπή της ανάγνωσης και πάλι άρση της δεξιάς παλάμης αλλά σε υψηλότερο επίπεδο και παρατεταμένα ως χειρονομία αποχαιρετισμού.  «Αξιοποιείται η εξωγλωσσική επικοινωνία» σκεφτόταν ο νεαρός. Είχαν ανταλλάξει λίγες κουβέντες. Τυπικές. Αυτές της γνωριμίας. Ζούσε μόνος σ΄ ένα κάθετο στενό που έβγαζε στο λιμάνι,  σ’ ένα διαμέρισμα που έβλεπε στον δρόμο. Τρόπος του λέγειν, βέβαια, γιατί από μέσα δεν έβλεπες τον δρόμο αλλά ένα κομμάτι θάλασσας και  στην απέναντι πλευρά του δρόμου τον τοίχο ενός σπιτιού.

Ο νεαρός ήταν εθελοντής στον δήμο αρκετό καιρό. Όχι τόσο από καλοσύνη όσο από μοναξιά. Πέρναγε τα απογεύματά του, κάπως, απασχολιόταν, ξεχνιόταν. Ξένος στην πόλη. Φοιτητής. Εσωστρεφής  τύπος  και ολιγομίλητος.   Δυο χρόνια στη φιλοσοφική, ελάχιστες επαφές, σχεδόν ούτε μια φιλία, εφήμερες συντροφιές και περιστασιακές βραδιές. Και κάτι στην τσέπη του παντελονιού, στο βάθος, που το ένιωθε στην εξωτερική πλευρά του μηρού διαρκώς.  Ίσως δεν το ένιωθε πια από τη συνήθεια αλλά ήξερε πως είναι μαζί του.

Το πρώτο εξάμηνο του έτους το εθελοντικό πρόγραμμα περιελάμβανε «συντροφιά σε ηλικιωμένους». Του έλαχε, λοιπόν, αυτός.  Για την ακρίβεια του έλαχε υποχρεωτικά διότι μόνο αυτός από τους υποψήφιους εθελοντές μπορούσε να ανταποκριθεί στις «πνευματικές αξιώσεις» του ηλικιωμένου.  Δυο φορές την εβδομάδα «συγκεκριμένα από τις 20  Μαρτίου κι ύστερα. Η ιστορία θα πήγαινε έως την 21η  Ιουνίου ούτε μέρα παραπάνω.»   Αυτό τού είπανε από τον δήμο και επίσης ότι «αυτό γινόταν κάθε χρόνο». Κανείς δεν ήξερε λεπτομέρειες.   «Ο ηλικιωμένος κύριος επιθυμούσε ανάγνωση κειμένων». Πεζών και ποιητικών: εναλλάξ.  Τα πεζά, όμως, ταξιδιωτικού περιεχομένου και τα ποιητικά ανοιχτής επιλογής.  Οτιδήποτε, αρκεί να εμπεριέχει ταξίδια: κείμενα επιστημονικής φαντασίας και περιηγήσεις στο διάστημα, ιστορία της εποχής των μεγάλων ανακαλύψεων, ταξιδιωτική λογοτεχνία βέβαια, ακόμη κι έντυπα από πρακτορεία που παρουσίαζαν αναλυτικά τα προσεχή προγράμματά τους στα πέρατα της οικουμένης. Οτιδήποτε αρκεί να διαθέτει ονόματα τόπων, μετακίνηση, αφετηρία και κυρίως προορισμό. Του το είχε τονίσει αυτό στην πρώτη συνάντηση: όχι άσκοπη περιήγηση· άφιξη.  Από ποίηση ελεύθερα. Ωστόσο, όλα έπρεπε να τα επιλέγει, να τα φέρνει και να τα διαβάζει, βέβαια, ο εθελοντής.

Ο ηλικιωμένος κύριος καθόταν πάντα δίπλα στο παράθυρο του σαλονιού. Παράλληλα μ’ αυτό. Στην ίδια θέση κάθε φορά. Η κουρτίνα ήταν τραβηγμένη προς τη δεξιά μεριά του παραθυρόφυλλου, έτσι που επέτρεπε να ατενίζει κάποιος τη θάλασσα και να παρατηρεί ένα τμήμα της κίνησης του λιμανιού: πλοία που προσάραζαν, πλοία που απέπλεαν, ταξιδιώτες, μπαγκάζια, φορτηγά. Όταν ζέστανε ο καιρός το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο αφήνοντας τον απόηχο από τη βοή της προβλήτας να παίζει ρόλο ακουστικής σκηνογραφίας. Μια βουή προετοιμασίας για αναχώρηση.  Στο γραφείο που ήταν ανάμεσά τους υπήρχε τοποθετημένη μια κορνίζα με μια φωτογραφία. Η φωτογραφία προς την πλευρά του κυρίου.  Μπροστά στην κορνίζα ένα διακοσμητικό αντικείμενο. Ακριβώς μπροστά της. Προσηλωμένο σ’ αυτήν. Αλλόκοτο αντικείμενο. Δεν το καλόβλεπε ο νεαρός από το σημείο που καθόταν. Σαν πέτρωμα, σαν απολίθωμα. Πάντως κορνίζα και αντικείμενο βρίσκονταν στο ίδιο σημείο σταθερά και αμετακίνητα κάθε φορά, ζευγάρι που πορεύεται αχώριστο στο διηνεκές.

Όσο διαρκούσε η ανάγνωση για χώρες, θάλασσες, στεριές, πολιτείες, γαλαξίες – και από τις κλεφτές ματιές που έριχνε ο νεαρός – ο κύριος έμοιαζε να έχει καρφωμένο το βλέμμα στο παράθυρο. Το χέρι του άγγιζε την επιφάνεια του απολιθώματος και τη χάιδευε απαλά με μικρές κινήσεις. Φαινόταν πως κοιτούσε το πέλαγος και με τον νου του έκανε τα ταξίδια που παρακολουθούσε εξ αφηγήσεως και μόνο. Ποιος ξέρει, σκεφτόταν ο νεαρός, δεν θα κατάφερε ο φουκαράς να ταξιδέψει ποτέ και το απολαμβάνει να ακούει για τόπους αλλαργινούς και περιπέτειες άλλων. Στα ποιήματα, όμως, έστρεφε το κεφάλι προς τη φωτογραφία, βυθιζόταν μέσα της με ηδονή, ακολουθούσε μετά από λίγο συνήθως άρση χειρός, παύση δηλ, τσιγάρο για κείνον, νερό για τον εθελοντή και χειρονομία επανέναρξης ανάγνωσης σε λίγα λεπτά.  Και ξανά.  Στις παύσεις το χέρι του εθελοντή στην τσέπη. Το μυαλό πάντα εκεί. Η ώρα περνούσε σχετικά γρήγορα. Οι συναντήσεις τους είχαν ξεκινήσει τον Μάρτη, στις 20, και θα σταματούσανε τον Ιούνιο, στις 21, όπως ζητήθηκε. Έτσι ήταν η συμφωνία. Όλοι έχουν τις ιδιορρυθμίες τους. Πάντως, κουβέντα δεν μπόρεσε να πάρει του κυρίου ποτέ  – όχι ότι ήθελε – αλλά και ο κύριος  δε ρώτησε τίποτα.  Ούτε και αυτό θα το ήθελε. Υπήρχε το απόμακρο εκατέρωθεν.

Ήταν η σειρά της ποίησης στα μέσα Απριλίου. Ο νεαρός προσήλθε, όπως πάντα, κατάλληλα εφοδιασμένος. Διάβασε με κάποια ανακούφιση, ίσως απήγγειλε, τους τελευταίους στίχους:

-« … μια διαδρομή και μόνη/ πίσω η ζωή, μπροστά ο θάνατος / το κάθετο πέρασμα που τέμνει τον χρόνο/» και ακατανόητη, βίαιη μάλλον άρση χειρός από τον γέρο. Αφού έτσι ή αλλιώς και ο χρόνος είχε τελειώσει και το ποίημα. Οριστική και αναγκαστική παύση λοιπόν. Τότε γιατί η χειρονομία; Ο γέρος άναψε τσιγάρο. Ο εθελοντής ήπιε το νερό. Στο διάστημα αυτό, το μάτι του νεαρού συνάντησε ξανά το περίεργο αντικείμενο μπροστά απ’ την κορνίζα, το χέρι του στο μεταξύ στην τσέπη,  και το παρατήρησε πιο προσεχτικά: μια πορτοκαλόχρωμη μάζα με κίτρινες ανταύγειες και μέσα μια μικρή πεταλούδα με γαλαζοπράσινα φτερά έτοιμη να τα ανοιγοκλείσει.  Το χέρι στην τσέπη έσφιξε σε γροθιά και έκλεισε μέσα το κάτι. Δε βαριέσαι, σκέφτηκε, μισή ντροπή δική μου, μισή δική του. Αναθάρρησε.

-Τι μπορεί να ’ναι αυτό; ρώτησε ευγενικά δείχνοντάς το με το δάχτυλο.

-Κεχριμπάρι. Για την ακρίβεια, τεμάχιο κεχριμπαριού. Ορισμένα, φέρουν έγκλειστα έντομα στο εσωτερικό τους. Όπως τούτο που εγ-κλω-βί-στη-κε, απάντησε, συλλαβίζοντας το ρήμα.

-Πού το βρήκατε; συνέχισε αυθόρμητα

-Το έφερα απ’ τη Βαλτική, απάντησε και ο νεαρός αποσβολώθηκε.

-Έχετε πάει στη Βαλτική; ρώτησε στο καπάκι χωρίς να το σκεφτεί.

Καταφατικό νεύμα.

-Πότε;

-Σ΄ ένα απ’ τα ταξίδια μου, απάντησε και ο νεαρός αποσβολώθηκε για δεύτερη φορά. Ετοιμαζόταν να ρωτήσει πάλι αλλά ο γέρος τον έκοψε.

-Ναυτικός ήμουν, συμπλήρωσε,  και ο άλλος έμοιαζε πλέον να μην καταλαβαίνει τίποτε.

-Επομένως, έχετε ταξιδέψει πολύ, έτσι δεν είναι;

Καταφατικό νεύμα πάλι.

-Έχετε γυρίσει όλον τον κόσμο;

-Σχεδόν.

-Σχεδόν! Ο νεαρός ήταν εκστασιασμένος.

-Και ποιο είναι το ταξίδι που θα θέλατε να κάνετε αλλά δεν μπορέσατε; ρώτησε με δημοσιογραφική περιέργεια.

-Αυτό, είπε απλώνοντας το χέρι και στρέφοντας την κορνίζα του τραπεζιού προς το μέρος του.

Μια γυναίκα καθισμένη στο περβάζι ενός παραθύρου. Η αριστερή πλευρά της φωτογραφίας καλυπτόταν κάθετα, σχεδόν κατά το ήμισυ, από ένα ανοιχτόχρωμο κομμάτι υφάσματος.  Η λήψη ήταν μακρινή και η εικόνα ελαφρώς θολή. Απ’ την πολυκαιρία ίσως.

-Ζούσε πολύ μακριά; δεν κρατήθηκε πια ο νεαρός.

Ο γέρος γύρισε προς το παράθυρο έπιασε την κουρτίνα και την τράβηξε αργά προς την κατεύθυνση του λιμανιού. Αποκαλύφθηκε το σπίτι στην απέναντι πλευρά του δρόμου και μαζί του το παράθυρο της φωτογραφίας αλλά χωρίς τη γυναίκα.

-Απέναντι, είπε. Ήρθε έναν Μάρτιο. Ήταν η εαρινή ισημερία, συνέχισε ο κύριος. Παρέδιδε μαθήματα σηροτροφίας στο Πανεπιστήμιο, το εαρινό εξάμηνο. Ήμουν ξέμπαρκος τότε. Όταν την είδα απέναντι, ξαφνικά, σταμάτησε ο χρόνος. Σε ένα δευτερόλεπτο, σταμάτησε ο χρόνος. Όλος ο χρόνος.  Κάθε απόγευμα έβγαινε και καθόταν στο παράθυρο, όπως τη βλέπεις εδώ. Όμορφη, αέρινη, εύθραυστη. Κι εγώ από δω.

Παύση μεγάλη. Ο νεαρός τον κοίταζε καρφωτά στα μάτια και περίμενε.

-Καθόμουν όπως τώρα. Τη χάζευα. Πώς να πιάσεις την πεταλούδα; Την πιάνεις και την κρατάς με τα μάτια. Μέσα σου.  Την εικόνα της δηλαδή κρατάς και μαζί την αίσθησή της, συμπλήρωσε κι ο νεαρός έσφιξε τη γροθιά στην τσέπη.

-Φοβόμουν. Τόσα ταξίδια, σ’ όλον τον κόσμο, και δε μπορούσα να περάσω τον δρόμο. Χάος μου φαινόταν. Τον Μάιο μπάρκαρα. Την παραμονή του ταξιδιού, τέτοια ώρα, απόγευμα, τράβηξα κρυφά τη φωτογραφία, να την έχω μαζί κι έφυγα. Δεν άντεξα και γύρισα. Το έφερα μαζί, είπε δείχνοντας με τα μάτια το κεχριμπάρι με την πεταλούδα, να της το χαρίσω.

Κάτι πήγε να ρωτήσει ο εθελοντής, τελικά δε μίλησε γιατί σηκώθηκε το χέρι αποφασιστικά και η όποια κουβέντα έληξε για πάντα. Κανείς από τους δυο δεν επανήλθε στο θέμα.

 

Τελευταία συνάντηση. 21 Ιουνίου. Θα τελειώνανε με ποίηση. Έτσι το ΄φερε η  τύχη. Ο νεαρός διάβασε την τελευταία στροφή: Στον λεπτοδείκτη/του χρόνου κρεμασμένο/… Σταμάτησε από μόνος του. Ο ηλικιωμένος ξαφνιάστηκε και έμεινε να τον κοιτάζει με απορία. Του έκανε νόημα να συνεχίσει. Ο νεαρός έγνευσε αρνητικά, τράβηξε κάτι από την τσέπη του και το άφησε πάνω στο γραφείο.  Μια κλειδοθήκη που στην άκρη της κρεμόταν μια διακοσμητική πεταλούδα.

-Είναι δυο χρόνια που έφυγε για σπουδές έξω,  είπε. «Κράτα το να με θυμάσαι» ήταν η τελευταία φράση της. Δεν της το είπα ποτέ. Δεν ξέρει τίποτα. Δυο χρόνια δεν έχει κυλήσει καθόλου ο χρόνος. Όλο θυμάμαι τη στιγμή που μου χαρίζει την κλειδοθήκη και κλειδώνει ο τόπος, ο χρόνος, το μυαλό μου, όλα κλειστά και κλειδωμένα. Αγαπάει τις πεταλούδες. Ζουν λίγο αλλά τα ζουν όλα και πολύ μέσα στο λίγο, έλεγε. Παγιδεύουν τον χρόνο.

–Τι έγινε τελικά; τον ρώτησε αλλάζοντας θέμα. Το δώσατε το κεχριμπάρι;

-Επέστρεψα σαν σήμερα το απόγευμα, στο θερινό ηλιοστάσιο, ψιθύρισε ο κύριος. Δεν τη βρήκα εδώ.
-Και; επέμεινε ο εθελοντής.
-Κι από τότε η άνοιξη δεν έγινε ποτέ καλοκαίρι.

Στον λεπτοδείχτη/του χρόνου κρεμασμένο/θα στάζει για πάντα το φιλί, συμπλήρωσε ο κύριος.
Χαράματα της επομένης ο νεαρός επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο. Με την κλειδοθήκη στην τσέπη.

***

ΕΠΙΛΟΓΗ eyelands

Επόμενα διηγήματα (με αλφαβητική σειρά )

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Ντόρα Παπαγεωργίου- Θυμάμαι

ΜΑΡΤΙΟΣ

Έλλη Παπαδοπούλου –Ένας ήρωας

Ιωάννα Παρπούλα – Είκοσι χρόνια μετά

ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Μαίρη Πίσια – Για μια Ελίζα

Μαριλένα Ραπανάκη – Τασούλα

ΜΑΙΟΣ

Κώστας Τζικόπουλος – Τ’ αγρίμι

Στέλλα Τσίγγου – Μια μικρή ιστορία αγάπης

ΙΟΥΝΙΟΣ

Μαίρη Φιλιππίδου Κατσανίδου – Θρησκευτικοί φραγμοί

Ρηνιώ Χρυσαδάκου – Των Φώτων

 

Advertisement