Επιλογή eyelands: – Θυμάμαι

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση των διηγημάτων που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό διηγήματος  του eyelands το 2017  (με θέμα «Παράξενοι έρωτες»)  με Επιλογή για δημοσίευση στην ιστοσελίδα. Σειρά έχει το διήγημα της Ντόρας Παπαγεωργίου:

Θυμάμαι

αφισα διαγωνισμού
i.
Ήταν θυμάμαι Δεκέμβρης. Στην αυλή του σχολείου. Πήγαινα τότε στη Β΄ Λυκείου. Ήταν η χρονιά που όλα τα έκανα λιγότερο και περισσότερο. Λιγότερο ύπνο, περισσότερο διάβασμα, λιγότερο φαΐ, περισσότερος καφές, λιγότερες βόλτες, περισσότερο κινητό… Έτσι λοιπόν μ΄ ένα κινητό ξεκίνησαν όλα. Σε ώρα κενού, μια φωτογραφία, κάτω απ’ τη σημαία, εγώ και η κολλητή μου, η Κατερίνα. Συχνά μου άρεσε να τους πειράζω όλους και να τη συστήνω ως «το έτερόν μου ήμισυ». Και λίγο το θράσος της ηλικίας λίγο η διάθεση για πρόκληση, μας έκαναν να προσθέτουμε συχνά και μια πιπεράτη ατάκα δήθεν ριγμένη τυχαία… « ξέρετε τώρα….» Γουρλωμένα μάτια, αμηχανία. Είχε γίνει το αγαπημένο μας παιχνίδι. Και το υπηρετούσαμε πιστά και με μανία.
Ήταν θυμάμαι Δεκέμβρης. Καθισμένες και οι δύο στο γραφείο της Κατερίνας, στο δωμάτιό της. Μια μικρή ανάπαυλα ανάμεσα σε ασκήσεις αρχαίων. Ώσπου να ετοιμάσει καφέ, περνώ στον υπολογιστή τις φωτογραφίες από το κινητό. Η εικόνα μεγαλώνει σε μια οθόνη. Δυο πρόσωπα κολλημένα, χαμόγελα τεράστια, πονηρά, μάτια ναζιάρικα, μισόκλειστα, μαλλιά ανακατεμένα. Η ζωή πατούσε γκάζι και άφηνε πίσω της την αυλή του σχολείου…
«Καλέ τι είναι τούτο; Από πού ξεφύτρωσε;» η φωνή της Κατερίνας, δίπλα στο αυτί μου τσιριχτή, με κάνει να αναπηδήσω. Την κοιτώ με απορία και τότε με το δάχτυλό της μου δείχνει στη γωνία της φωτογραφίας, ακουμπισμένο πάνω στον τοίχο ένα αγόρι. Ένα μισό αγόρι. Ό,τι είχε προλάβει να αρπάξει η φωτογραφία.
«Ποιος είναι αυτός; Καινούριος; Τον ξέρεις;»
Η αλήθεια είναι πως πρώτη φορά τον έβλεπα. Μεγαλώσαμε κι άλλο την φωτογραφία και τώρα στην οθόνη έκανε κατάληψη ο μισός καινούριος.
«Μαθητής είναι; Δεν τον έχω ξαναδεί» σχολιάζω.
«Καλά , ίδιος με το γκράφιτι του τοίχου. Φοβερό έεεε. Ούτε διαλεγμένα να είχε τα ρούχα.». Η φωνή της Κατερίνας με ταράζει. Με ταράζει; Ναι, ο καινούριος με κάποιον τρόπο με ταράζει.
«Αύριο κιόλας θα μάθω ποιος είναι. Βασίσου επάνω μου», μου απαντά με μια δόση υπερηφάνειας. Και με μια γρήγορη κίνηση πετά από την οθόνη τον καινούριο και επιστρέφει στη σελίδα με τα αρχαία. Μα την ταραχή μου δεν την πέταξε. Μπα σε καλό μου!

ii.

Την επόμενη μέρα, μπαίνω στο σχολείο και με το βλέμμα μου τον αναζητώ. Πουθενά. Άφαντος. Σε κάθε διάλλειμα εγώ αναζητώ. Τίποτα. Λες και ήταν φάντασμα…. Λες;;;
Δυο μέρες μετά, μια ξαφνική αδιαθεσία, με βγάζει έξω από την τάξη για να συνέλθω. Πηγαίνω στο παγκάκι, κάτω από τη σημαία, κρατώντας ένα ποτήρι νερό. Απέναντί μου ο τοίχος με το γκράφιτι. Και ο καινούριος. Στο ίδιο σημείο, στην ίδια στάση.
Λοιπόν, σκέφτηκα, η ιστορία έχει πολύ πλάκα. Άφαντος στα διαλείμματα, εμφανίζεται τις ώρες των μαθημάτων στην αυλή. Φορώ τα γυαλιά ηλίου και τον παρατηρώ κρυφά με το πρόσωπο στραμμένο αλλού. Τον έκανες δεν τον έκανες δεκααεπτά. Με χέρια και πόδια σκελετού, με μαλλιά μαύρα, πάνω σ΄ ένα δέρμα τρομακτικά κίτρινο. Ένα πλάσμα διάφανο, σχεδόν εξαϋλωμένο με μάγουλα βαθουλωτά και κατάμαυρα μάτια.
Και η ζαλάδα μου μεγαλώνει.
«Λοιπόν, έμαθα νέα. Κρατήσου». Το πρακτορείο Ρόιτερς εν δράσει, πάνω από το ζαλισμένο μου κεφάλι. «Πηγαίνει Τρίτη Λυκείου, ήρθε πριν ένα μήνα, άλλαξε γειτονιά, τα πρωινά αργεί πάντα γιατί πηγαίνει στο δημοτικό την μικρή του αδελφή, δεν κάνει παρέα με κανέναν , κανείς δεν ξέρει πού μένει, στα μαθήματα… είναι αστέρι… από την ανάποδη. Ούτε να μιλήσει δεν ξέρει. Όλοι λένε πως είναι τρομακτικός, σαν τον Κουασιμόδο ένα πράγμα. Τον έχουν δει τα βράδια να περπατάει στη γειτονιά, πολύ αργά».
«Και πώς τον λένε;», τη ρωτώ.
«Ντάνιελ. Ξέρεις, είναι Αλβανός», σκύβει και μου ψιθυρίζει.

iii.

Τώρα τα διαλείμματά μου απέκτησαν ενδιαφέρον. Άρχισα να τον παρατηρώ. Όπου κι αν ήμουν, το βλέμμα μου τον ακουμπούσε. Έπιανε πάντα γωνίες, μόνος, ακουμπισμένος στον τοίχο. Τοίχος και ο ίδιος. Κάποιοι άνθρωποι μοιάζουν να θέλουν να γίνουν αόρατοι. Τα παιδιά περνούσαν δίπλα του και έκαναν πως δεν τον έβλεπαν. Ίσως και να μην τον έβλεπαν. Εκείνος παρακολουθούσε τα πάντα με μια ματιά αργή και νωθρή, μα συνάμα και ερευνητική. Μια ματιά που κοιτούσε σχεδόν πάντα χαμηλά και ποτέ του τον ουρανό.
Είχε αρχίσει να μου γίνεται έμμονη ιδέα. Με απασχολούσε συνέχεια. Δεν με τραβούσε τίποτα επάνω του κι όμως είχε κάτι μαγικό. Σκέφτηκα να τον πλησιάσω και να του μιλήσω. Μα τι να του πω; Άσε που η Κατερίνα θα με δούλευε. «Τον λυπάσαι; Ή μήπως η καρδούλα μας τσιμπήθηκε για τον αλβανό Κουασιμόδο;» Ίσως αν έβρισκα κάτι άλλο; Μα τι;
Μα βέβαια! Το λατρεμένο μου κινητό. Μια «τυχαία» φωτογραφία. Και ο Ντάνιελ στη δεξιά γωνία. Πολλές «τυχαίες» φωτογραφίες. Και λίγο λίγο το πρόσωπό μου να τραβιέται πιο αριστερά, μόνο το μισό πρόσωπο φαίνεται πια και ο Ντάνιελ μπαίνει για τα καλά στο κάδρο. Στο κέντρο. Κι ύστερα, ώρες στον υπολογιστή, όταν όλοι έχουν πάει για ύπνο, να τον κοιτώ… να τον κοιτώ… και να μην ξέρω πώς να τον πλησιάσω. Ρώταγα παντού να μάθω όσα μπορώ. Όμως μάταια. Κανείς από το σχολείο δεν τον έκανε παρέα. Και η ζωή μου αρχίζει να αλλάζει. Τώρα όλα γίνονται στο πολύ. Πολύ ξενύχτι στον υπολογιστή, πολλή απομόνωση, πολλά νεύρα. Η Κατερίνα παρατηρεί την αλλαγή, μα καταφέρνω να την πείσω πως φταίνε τα μαθήματα, το φροντιστήριο, τα σπυράκια μου. Δεν είμαι σίγουρη πως με πιστεύει, συχνά με παρατηρεί επίμονα, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή της δεν μιλά. Απλά, μένει δίπλα μου και συχνά με κρατά στην αγκαλιά της.
Θυμάμαι τους μήνες να κυλούν. Ματιές στον τοίχο με τα γκράφιτι. Φωτογραφίες. Άπειρες. Στον υπολογιστή. Μοναξιά. Κλάματα. Όνειρα. Ντροπή. Άλλος κόσμος μέσα μου. Σαν να μην με γνωρίζω. Τι νιώθω; Τι θέλω;
Μοναχά θυμάμαι. Δεν τόλμησα ποτέ να ξεστομίσω αυτό που ένιωθα. Δεν τόλμησα ποτέ να το σκεφτώ. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι.
Μόνο να θυμάμαι.

iv.

Τώρα πια είμαι στο τρίτο έτος της νοσηλευτικής στην Αθήνα. Δεν ήταν αυτό που ήθελα. Γιατρός ήθελα να σπουδάσω. Αλλά μια αποτυχία στην έκθεση με σημάδεψε. Ακριβές κι οι σπουδές στην επαρχία. Έτσι συμβιβάστηκα. Έκανα δυο μήνες να πατήσω το πόδι μου στη σχολή. Αλλά σιγά σιγά το χώνεψα. Ξεκίνησα δειλά να πηγαίνω. Και πράγμα παράξενο άρχισε και να μου αρέσει. Εύρισκα τρομερό ενδιαφέρον στη σκέψη πως κάνω κάτι για να βοηθώ ανθρώπους. Να τους πλησιάζω και να τους προσεγγίζω. Στον πόνο τους, στην αγωνία τους. Να τους φροντίζω και να χαίρομαι με τη χαρά τους.
«Αχ! μωρέ Νεφέλη», μου έλεγε συχνά η Κατερίνα, «ψυχούλα είσαι. Να βοηθάς μάτια μου τον κόσμο. Να τον βοηθάς. Και κοίτα… μην γίνεις από αυτούς που ζητάν φακελάκι. Μη γεμίσεις τις τσέπες σου με φακελάκια. Γιατί όταν έρθει η ώρα σου, θα σφηνώσεις στην πόρτα του παράδεισου και δεν θα χωρέσεις. Και τι θα κάνω εγώ χωρίς εσένα. Γιατί εγώ τσέπες δεν θα ράψω!». Εκείνη πέρασε στη Φιλοσοφική. Αυτό ήθελε. Τώρα θα ήταν στο τρίτο έτος. Θα ήταν.
Την πρώτη χρονιά, όλα στο πάρα πολύ. Ξενύχτια, κάθε μέρα κι άλλες παρέες, τσιγάρα, αλκοόλ, μεθύσια. Ένα βράδυ σηκωτές μας άφησαν έξω από την πόρτα του σπιτιού μου. Ούτε το κλειδί στην πόρτα δεν καταφέρναμε να βάλουμε. Γελούσαμε σαν ανόητα δεκαεξάχρονα στο πρώτο ραντεβού. Να ΄ναι καλά το παλικάρι που μας ξεκλείδωσε την πόρτα και μας κουβάλησε ως τον πρώτο όροφο. Δε βλέπαμε μπροστά μας. Ξερές πέσαμε για ύπνο μέχρι το άλλο μεσημέρι.
Η πρώτη εξεταστική; Το πρώτο σοκ. Αποτυχία. Και αποφασίσαμε να επαναπροσδιορίσουμε. Λιγότερες έξοδοι και περισσότερο διάβασμα. Στην βιβλιοθήκη της ιατρικής ήταν που η Κατερίνα γνώρισε τον Γρηγόρη. Φοιτητής της οδοντιατρικής από τη Σπάρτη. Ο τύπος, που εύκολα αποκαλούσε κανείς σπασίκλα. Οι δύο μας γίναμε τρεις. Και σιγά σιγά πάλι δύο. Με πρόφαση το διάβασμα, απομακρύνθηκα. «Τι;», σκεφτόμουν, «το φανάρι θα τους κρατώ; Θέλουν το χρόνο τους».
Όμως ο χρόνος δεν τους ήθελε μαζί. Ένα βράδυ, τρεις τα ξημερώματα, ο ήχος του κινητού, ταράζει τον ύπνο μου. Ανάσες κοφτές, λέξεις σκόρπιες, κλάμα. Μεθυσμένοι, μηχανάκι, εντατική. Η Κατερίνα στην εντατική. Χωρίς τσέπες, στη γειτονιά των αγγέλων. Εγώ, στην κόλαση.
Τους πρώτους δύο μήνες πήγαινα κάθε μέρα στο νεκροταφείο. Αγκάλιαζα το σταυρό στο μνήμα της και την κράταγα αγκαλιά. Μετά έπαψα να πηγαίνω. Ήταν που και η μάνα μου αγρίεψε. Φοβήθηκε για μένα. Με παρακολουθούσε. Με έπαιρνε από πίσω. Έτρεμε μη με χάσει. Α!! ρε μάνα. Τι να χάσεις; Χαμένη ήμουν. Της έκανα όμως το χατίρι. Τι έφταιγε κι αυτή να της φορτώνω το σταυρό μου. Από τότε πήγαινα μια φορά την εβδομάδα. Κάθε φορά και με μία φωτογραφία. Άναβα το καντήλι και άφηνα δίπλα μία φωτογραφία. Από αυτές που βγάζαμε στη δευτέρα λυκείου. Εγώ, η Κατερίνα και ο Ντάνιελ στη γωνία. Πάντα ο Ντάνιελ στη γωνία. Και κάθε εβδομάδα η φωτογραφία έλειπε. Ο αέρας, σκεφτόμουν. Ή ο καθαριστής. Ενάμιση χρόνο τώρα φορώ τα μαύρα και την πενθώ. Κλαίω τα βράδια. Μου λείπει. Μου λείπει όλη μου η ζωή. Τα γέλια μας. Οι αγκαλιές μας. Οι πόζες μας στο κινητό. Αποφάσισα να μην τις ξανακοιτάξω. Δεν ξαναπήγα φωτογραφία στο μνήμα.
«Ψυχούλα είσαι. Να βοηθάς τους ανθρώπους… να βοηθάς…» Αχ! μωρέ Κατερινάκι. Εμένα ποιος θα με βοηθήσει;

v.

Τυχαία βρέθηκα σε μια εθελοντική οργάνωση. -«Ο εθελοντής της γειτονιάς» Νέοι βοηθούν ηλικιωμένους, αρρώστους, μικρά παιδιά. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά την ιστορία της μικρής Κατερίνας. 11 χρονών σε αναπηρικό καροτσάκι, ενάμιση χρόνο τώρα, από τροχαίο. Η μάνα της έτρεξε να την σώσει και δεν στάθηκε τυχερή. Έφυγε ακαριαία. Εκείνη σακατεύτηκε. Έξυπνο παιδί. Θέλει να διαβάζει βιβλία συνέχεια. Μα δεν φτάνουν τα χρήματα για να τα αγοράζει. Η Μαρία, φοιτήτρια θεολογίας, πηγαίνει για 2 ώρες κάθε Τρίτη και την βοηθά στα μαθήματα και της διαβάζει βιβλία. Μα σήμερα πρέπει να διαβάσει η ίδια , γιατί έχει εξεταστική αύριο και με παρακάλεσε να πάω εγώ.
«Ένα παιδί ακίνητο», μου είπε. «Παρεούλα θέλει» και μου έδειξε το σπίτι.
Ένα σπίτι σχεδόν υπόγειο, με σκάλες κάθετες και παράθυρα φεγγίτες, ένα κλειστό μουντόσπιτο. Πάντα περνούσα μπροστά του για να πάω στη στάση να πάρω το λεωφορείο , για τη σχολή μου, για το νεκροταφείο. Τρία χρόνια, κάθε μέρα.
Κατεβαίνω τα σκαλιά, που ανέδυαν υγρασία και μούχλα. Το χέρι μου σηκώνεται κι ένας ήχος ξερός ακούγεται. Η πόρτα ανοίγει. Ένα δειλό χαμόγελο ξεπροβάλλει. Μένω ακίνητη. Τα πόδια μου αρχίζουν να τρέμουν. Μπροστά μου αντικρίζω τον Ντάνιελ. Άλλαξε.
«Νεφέλη; Εσύ;». Η καρδιά μου χοροπηδά.
«Με γνωρίζεις;». Μα τι ρωτώ; Πόσο ανόητη φαίνομαι.
Χαμογελά και σχεδόν κοκκινίζει. «Πολύ καλά. Κάποτε πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Μα ποτέ δεν είχαμε γνωριστεί. Λοιπόν ποτέ δεν είναι αργά. Έλα πέρνα»
Περνώ το κατώφλι και βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο μικρό και σκοτεινό. Η μούχλα και οι ετοιμόρροποι σοβάδες, τα μόνα στολίδια των έρημων τοίχων. Και κάτω από το παράθυρο, η Κατερίνα. «Θεέ μου τι όμορφη», σκέφτηκα. Καθισμένη στο αναπηρικό της καρότσι, με μαζεμένα τα καστανά της μαλλιά σε αλογοουρά κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Τον δικό της ορίζοντα. Τα παπούτσια των περαστικών.
« Έλα Νεφέλη. Κάτσε. Άλλαξες. Μόνο εσένα δεν περίμενα να δω».
Πόσο αλλιώτικο ηχεί το όνομά μου. Και ξαφνικά γίνομαι 16. Πηγαίνω Β΄ λυκείου, καρδιοχτυπώ για το αγόρι του τοίχου. Και δεν ξέρω τι να πω. Στέκομαι στον τοίχο και τον βλέπω. Τα μάτια του… Βυθίζομαι και χάνομαι. Νιώθω να πνίγομαι. Θέλω να φύγω. Ξεστομίζω χαζά κάτι σαν… «Ναι , εγώ…»
« Έχεις αδυνατίσει. Φοράς ακόμα μαύρα. Για τη φίλη σου;»
«Ναι»
«Τη σκέφτεσαι ακόμη;»
«Ναι. Εσύ;»
Γελάει κάπως αμήχανα. «Εγώ την Κατερίνα δεν την σκεφτόμουν ποτέ».
«Εννοώ… εσύ τι κάνεις; Δεν τελείωσες τότε το σχολείο; Έτσι δεν είναι; Η μητέρα σου δεν……» κομπιάζω. Μα τι λέω; Αισθάνομαι γελοία. Αφού με προειδοποίησαν να μην κάνω συζήτηση μπροστά στο κορίτσι. Τα μάτια μου τσούζουν. Θέλω να βάλω τα κλάματα. Αρχίζω να τρέμω.
«Και εσύ κι εγώ περάσαμε πολλά. Αλλά η ζωή συνεχίζεται. Έτσι δεν λένε;» Με το βλέμμα του αγκαλιάζει την άλλη Κατερίνα. Την αδελφή του. Το χέρι του σκεπάζει το δικό μου που στέκει σχεδόν ανάπηρο πάνω στο τραπέζι.
Όχι, να χαρείς, μην μου το κάνεις αυτό. Ουρλιάζω μέσα μου.
«Ξέρεις Νεφέλη. Σε είχα ξεχωρίσει στο σχολείο. Μου είχες κάνει μεγάλη εντύπωση. Αν και δεν μιλήσαμε ποτέ, σε ένοιωθα ένα δικό μου άνθρωπο.»
Σφίγγω τα χείλια μου δυνατά. Δεν πρέπει να κλάψω.
« Ήσουν πολύ όμορφη… και τώρα είσαι … ίσως περισσότερο. Και ας μην γελάς πια.»
Μένω ακίνητη. Κλαίω. Απλώνει το χέρι και μου σκουπίζει τα δάκρυα. Μου φέρνει ένα ποτήρι νερό.
«Λοιπόν θα σου πω κάτι για να ξεχαστείς και να γελάσεις . Στο σχολείο πάντα ένοιωθα μόνος. Ποτέ δεν κατάφερα να βρίσκομαι σε μια παρέα. Κανείς δεν μου μιλούσε. Ντρεπόμουν. Κι έτσι αποφάσισα να αποκτήσω έναν φίλο. Και απέκτησα. Τη φιγούρα του τοίχου. Θυμάσαι; Εκείνο το βρόμικο γκράφιτι; Πάντα στεκόμουν δίπλα στο φίλο μου. Αλλά κι αυτός ήταν σαν κι εμένα. Δεν μιλούσε πολύ. Και έτσι είπα στον εαυτό μου πως πρέπει να αποκτήσω και μια φίλη. Και διάλεξα εσένα. Από όλο το σχολείο διάλεξα εσένα. Ερχόμουν στο σχολείο μόνο για σένα. Έβλεπα μόνο εσένα. Στα δεκάξι μου νόμιζα πως ήμουν ερωτευμένος μαζί σου Νεφέλη. Ίσως και να ήμουν. Δεν είναι αστείο;»
Κατεβάζω το κεφάλι και κλαίω με αναφιλητά. Κοκαλώνει.
«Δεν θέλω να στενοχωριέσαι. Για να γελάσεις λιγάκι το είπα. Ξέρω ότι αγαπούσες πολύ τη φίλη σου. Σχεδόν τη ζήλευα. Όταν σε κρατούσε αγκαλιά, όταν βγάζατε φωτογραφία , όταν χαμογελούσες μόνο σ΄ αυτή. Ξέρεις τώρα….. όλοι λέγανε πως ήταν το άλλο σου μισό. Δεν ήθελα να το σκέφτομαι… Πόσο ήθελα μια φορά να γελάσεις έτσι και σε μένα. Ήθελα να σου μιλήσω. Αλλά δεν ήξερα τι να πω. Θυμάμαι ένα βράδυ, που γυρνούσα σπίτι από τη βάρδια μου, σας είδα μεθυσμένες να μην μπορείτε να ξεκλειδώσετε την πόρτα. Ήσασταν ευτυχισμένες. Πήρα το θάρρος και σου μίλησα. Θυμάσαι; Σε άγγιξα. Σε άφησα έξω από την πόρτα του σπιτιού σου. Είχατε πιει πολύ. Δεν θα το θυμάσαι. Ήθελα να μείνω όλο το βράδυ μαζί σου να σε προσέχω.….»
Έχω σταματήσει να κλαίω. Τον κοιτώ. Ακούω. Μόνο ακούω.
« Μην με κοιτάς έτσι Νεφέλη. Ξέρω πόσο πόνεσες. Κι εγώ έχασα τη μάνα μου. Και τώρα η Κατερίνα….»
Ξαφνικά κι απότομα τραβά το χέρι του.
«Λοιπόν, όχι άλλο παρελθόν. Είπα πολλά. Έλα να σου συστήσω την αδερφούλα μου. Κατερίνα, η Νεφέλη. Σήμερα θα σου κάνει παρέα. Θα γνωριστείτε και θα διαβάσετε ιστορίες. Εγώ θα πάω στη δουλειά. Θα γυρίσω το βράδυ Κατερίνα. Θα σου φέρω και σουβλάκι. Εντάξει;», «Νεφέλη, σε χαιρετώ. Χαίρομαι που σε ξανασυνάντησα. Και μην στενοχωριέσαι. Να θυμάσαι αυτά που σου είπα και να γελάς»
Φεύγει. Αγγίζω το χέρι της Κατερίνας. Σακάτικο κι αυτό. Ανοίγω το βιβλίο που είχα μαζί μου. Απλώνει το χέρι και το ακουμπά πάνω στο δικό μου. Μισοτελειωμένη μένει η κίνηση. Μου ζητά να συνεχίσω από ένα δικό της. Αυτό που η Μαρία δεν είχε τελειώσει. Το παίρνω στα χέρια μου και το ανοίγω. Παγώνω. Σελιδοδείκτης μια παλιά από τη Β΄ Λυκείου φωτογραφία. Εγώ η Κατερίνα και ο Ντάνιελ στη δεξιά γωνία. Αυτή που άφησα την προηγούμενη εβδομάδα στο μνήμα.
Το σακάτικο χέρι με αγγίζει.
«Εσύ είσαι; Έτσι δεν είναι;»
Κουνώ το κεφάλι.
«Θέλεις σήμερα να σου διαβάσω εγώ;»
Κουνώ το κεφάλι. Η ώρα περνά. Βγαίνω και κλείνω πίσω μου απαλά την πόρτα. Φεύγω.

Τώρα πια δεν θέλω να θυμάμαι…

**

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Θεοδώρα Παπαγεωργίου: Γεννήθηκα   στα Γιάννενα   και ζω στην Αθήνα, με τον σύζυγό μου και τα δύο μου παιδιά.    Σπούδασα ελληνική φιλολογία και είμαι εν ενεργεία εκπαιδευτικός (φιλόλογος) στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Προσπαθώ να μυήσω τους μαθητές μου στην αγάπη για το βιβλίο μέσα από εργαστήρια δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής και ομάδες θεάτρου που οργανώνω στο σχολείο μου. Αγαπώ ιδιαιτέρως τα χαϊκού και ασχολούμαι με αυτά τον ελεύθερό μου χρόνο.  Δείγματα της δουλειάς μου έχουν δημοσιευθεί στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό  Diasporic literature 2017 « Η ποίηση χαϊκοποιείται», καθώς και στο «Ανθολόγιο χαϊκού 2014» και  «Ανθολόγιο χαϊκού 2016» του Ελληνο-ιαπωνικού συνδέσμου και του Ελληνικού κύκλου χαϊκού (ΕΛ.ΚΥ.ΧΑ)

 

**

ΕΠΙΛΟΓΗ eyelands

Επόμενα διηγήματα (με αλφαβητική σειρά )

ΜΑΡΤΙΟΣ

Έλλη Παπαδοπούλου –Ένας ήρωας

Ιωάννα Παρπούλα – Είκοσι χρόνια μετά

ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Μαίρη Πίσια – Για μια Ελίζα

Μαριλένα Ραπανάκη – Τασούλα

ΜΑΙΟΣ

Κώστας Τζικόπουλος – Τ’ αγρίμι

Στέλλα Τσίγγου – Μια μικρή ιστορία αγάπης

ΙΟΥΝΙΟΣ

Μαίρη Φιλιππίδου Κατσανίδου – Θρησκευτικοί φραγμοί

Ρηνιώ Χρυσαδάκου – Των Φώτων

Advertisement