Συνεχίζουμε τη δημοσίευση των διηγημάτων που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό του 2017 με θέμα «παράξενοι έρωτες». Σειρά έχει το διήγημα της Μαίρης Πίσια…
«Για μια Ελίζα»
Το φως στο δωμάτιο ήταν χαμηλό. Ίσα να ξεχωρίζει τα πλήκτρα στη γραφομηχανή. Δίπλα ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα κι ένα ποτήρι του ουίσκι σχεδόν άδειο. Μέρες τον βασάνιζε αυτή η ιστορία. Ήθελε να γράψει για έναν έρωτα ανατρεπτικό και βαθύ, τώρα που στη δύση της ζωής του δεν μπορούσε πια να τον ζήσει. Πόσο ζήλευε τη νεότητα που είχε ακόμα ευκαιρίες να κλοτσήσει.
Ο Μάριος Λασκαράτος, ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας ζούσε τη ζωή και τον έρωτα εδώ και χρόνια μέσα από τα συγγράμματά του. Υπήρξε δάσκαλος μουσικής, συνταξιούχος πια. Μαθημένος στη μοναξιά, αλλά πιο μόνος από ποτέ. Δεν παντρεύτηκε, ήταν περίεργος τύπος, σχέσεις είχε, αλλά τους έθετε όρια, γι’ αυτό και τον εγκατέλειπαν. Κάποτε τον διευκόλυναν, να πετάξει ελεύθερος και να τρυγήσει άλλους χυμούς, τώρα όμως τα φτερά του καψαλισμένα από τον καιρό δεν τον πήγαιναν πουθενά. Ερωτευμένος με τον έρωτα. Αγαπούσε κάθε ξεχωριστή γυναίκα, αλλά αρκούνταν σε σχέσεις ονειρικές. Περνούσε τις μορφές τους στα βιβλία του, για να υπάρχει μέσα από αυτές και εκείνες μέσα από αυτόν. Σαν μια ερωτική διείσδυση, αέρινη, ιδεατή, άσπιλη και αμόλυντη. Το πάθος του μεταφερόταν στις λέξεις, στα σημεία στίξης, στη μουσική και τα αρώματα που ανέδιδαν τα παράξενα σμιξίματα ανθρώπων τόσο ανόμοιων μεταξύ τους.
Δούλευε το καινούργιο του μυθιστόρημα. Έκλεινε τα μάτια και ονειρευόταν την ηρωίδα του. Σαν τον γλύπτη που με επιμονή αποκαλύπτει σταδιακά μέσα από την ψυχρή πέτρα το δημιούργημά του. Αργά, πολύ αργά ξεπηδούσε μέσα από τις λέξεις κι η πρωταγωνίστριά του, η Ελίζα. Την ήθελε χορεύτρια, να λικνίζει το κορμί της στους ήχους του Βιβάλντι ή του Τσαϊκόφσκι και να σταλάζει βάλσαμο στα μάτια και την ψυχή κάθε πεινασμένου για ομορφιά. Μια μπαλαρίνα, εγκλωβισμένη σε μια σχέση στέρησης και ζήλιας. Ζευγάρι με έναν νεαρό, πρώην αθλητή, ανάπηρο μετά από ατύχημα. Η ζωή της κόλαση. Να έχει τα πόδια της κι εκείνος να μην μπορεί να περπατήσει, να τρέξει, να παραβγεί με τη ζωή όπως πριν… Τη ζήλευε την Ελίζα ο αγαπημένος της-ακόμα έψαχνε όνομα να του ταιριάζει, δυσκολευόταν με τους ήρωες που δεν συμπαθούσε. Τα έβλεπε όλα αυτά ο μεσήλικας συγγραφέας, μένοντας απέναντι από τη σχολή χορού της Ελίζας. Τους καβγάδες, τις εκρήξεις ζήλιας του νεαρού άντρα, τη βία που της ασκούσε. Κι έλιωνε από την επιθυμία να νικήσει την απόσταση, να γίνει ένας σουπερήρωας σαν αυτούς που απεχθανόταν στις αμερικάνικες ταινίες και να την κλέψει από αυτόν το βέβηλο, να τη σώσει και να σωθεί. Γιατί ήταν παράφορα ερωτευμένος μαζί της και δεν άντεχε να τη βλέπει στα δίχτυα ενός ανθρώπου-αράχνης, να της ρουφά κάθε λαμπερή υφή της νιότης, που εκείνον τον μεθούσε και μόνο σαν σκέψη στα πιο τρελά όνειρά του. Του άρεσε να δίνει πάντα έναν ρόλο στον εαυτό του. Ήθελε να μετέχει, να ζει από μέσα την ιστορία και να την κατευθύνει όχι μόνο ως παντογνώστης συγγραφέας αλλά και ως ήρωας. Αυτό θα ήταν το θέμα του. Ο έρωτας, ο ανομολόγητος, ο αταίριαστος, ο απελπισμένος και ανένδοτος. Αυτός που ελπίζει στο παράδοξο, στην ανατροπή ή απλώς… στη μοίρα.
Την είχε αγαπήσει την ηρωίδα του, την φανταζόταν κάθε στιγμή, τη γεννούσε, την έφερνε στον κόσμο σαν εμμονή, σαν ανάγκη, σαν σωσίβιο στη μοναξιά και την ανέραστη ρουτίνα του. Φούσκωνε το πέος του σαν ονειρευόταν να του δίνεται, φούσκωνε η καρδιά και οι αρρυθμίες του τρελαίνονταν, η πίεσή του κάλπαζε στα ύψη του πυρετού του και τότε έγραφε ασταμάτητα.
Είχε σκηνοθετήσει τα πάντα. Τον κρίσιμο καβγά, τη φυγή της, την συνάντησή τους, το σκίρτημα, αλλά…., ΄΄σκατά΄΄, ψιθύριζε ξανά και ξανά. Κόλλησε, στέρεψε.
Ένα βράδυ από αυτά που δεν κατέβαζε λέξη, κατρακύλησε στο γνωστό μπαρ, όπου συναντιόταν με δυο τρεις φίλους. Είχαν κι αυτοί ξωμείνει σε μιαν άκρια της ζωής κι όταν ο Μάριος γύρευε συντροφιά ξεμύτιζε από το καβούκι του, για να βουτηχτεί μαζί τους στην πρόσκαιρη παρηγοριά του ποτού και των αιθέριων υπάρξεων που προσέβλεπαν στο πορτοφόλι τους περισσότερο παρά στον έρωτά τους. Κι ο Μάριος κέρδιζε τα γυναικεία βλέμματα, διότι παρέμενε ιδιαίτερα αρρενωπός και γοητευτικός. Πρόσεχε το ντύσιμό του-το επιμελώς ατημέλητο-, το άρωμά του, τα λόγια του. Ήταν καλλιτέχνης κι έτσι έβλεπε ακόμα και τον αγοραίο έρωτα, ηδονικά, σαν πινελιά της άνοιξης σε πίνακα με θέμα το φθινόπωρο. Αυτό τις τρέλαινε τις γυναίκες, γι’ αυτό οι φίλοι του τον ήθελαν για κράχτη, αλλά του θύμωναν κιόλας.
Κι εκείνο το βράδυ ξημερώθηκε μαζί τους, καταλήγοντας με τη μυρωδιά μιας λολίτας στα σεντόνια του ως το πρωί που έμεινε πάλι μόνος. Καθώς έφευγε το κορίτσι, έμεινε στο κρεβάτι να την κοιτά καπνίζοντας ένα τσιγάρο.
-Είσαι περίεργος άνθρωπος, του είπε.
-Απλώς, άνθρωπος.
-Δε μοιάζεις με τους φίλους σου, αυτούς που ήσουν μαζί.
-Κανείς δε μοιάζει με κάποιον άλλον. Όλοι είμαστε διαφορετικοί.
-Γιατί με κοιτάζεις; Θέλεις να το κάνουμε πάλι;
-Όχι, θέλω να κρατήσω την εικόνα σου, χαμογέλασε.
-Τόσο πολύ σου άρεσα;
-Μου αρέσουν οι γυναίκες, τις αγαπώ.
-Φάνηκε. Λοιπόν;
-Λοιπόν…, αντίο.
-Αντίο.
-Είσαι πολύ όμορφη και πολύ νέα.
Όταν η πόρτα έκλεισε, ένιωσε την πικρή γεύση της τελευταίας του λέξης: νέα. Σε αντίθεση με κείνον. Σηκώθηκε και αφού πήρε ένα ντους βγήκε για εφημερίδα και καφέ στο απέναντι καφενείο. Δεν κάθισε πολύ, έφτανε το χθεσινό ξενύχτι. Σοκαρίστηκε διαβάζοντας για τη δολοφονία μιας νεαρής από το σύντροφό της. Θυμήθηκε το βιβλίο του, την ηρωίδα του. Το μυαλό του αφηνίασε, έπρεπε να γράψει, πάντα μια ερωτική νύχτα τού γεννούσε ιδέες. Γυρίζοντας, στάθηκε να μιλήσει στη Ρόζα την ανθοπώλισσα. Ήθελε λουλούδια σήμερα στο σπίτι.
-Καλώς τον, είπε εκείνη σκυμμένη πάνω από μια σύνθεση.
-Καλημέρα Ρόζα, θέλω κάτι φρέσκο με έντονο άρωμα, μου φτιάχνεις ένα μπουκέτο;
-Ό,τι θέλει ο φίλος μου, αλλά κι εσύ βάλε με σε κανένα βιβλίο σου, αστειεύτηκε.
-Θα σε βάλω, υποσχέθηκε.
-Η νέα μας γειτόνισσα, είπε η γυναίκα κι έδειξε ένα φορτηγό που ξεφόρτωνε. Δασκάλα χορού, νομίζω, συμπλήρωσε και ένα ρίγος τον διαπέρασε.
-Χορού είπες;
-Ναι, θα ανοίξει και σχολή εδώ απέναντι. Θα με πας να μάθουμε τάνγκο; Είναι της μόδας.
-Ναι, ναι, ψέλλισε εκείνος, ενώ ο νους του είχε ήδη φύγει.
Και τότε… την είδε. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν, κόμποι ιδρώτα χάραξαν το μέτωπό του. Δεν ήταν δυνατόν.
-Έτοιμα τα λουλούδια, είπε η Ρόζα. Καλέ, τι έπαθες εσύ και άσπρισες;
-Τίποτα, θα φταίει το ξενύχτι. Ευχαριστώ, της έδωσε τα χρήματα και έστριψε χωρίς να περιμένει τα ρέστα.
-Μάριε, τα ρέστα σου. Να προσέχεις, δεν είσαι παιδάκι πια, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και γύρισε στη δουλειά της.
Η κοπέλα κάτι περιεργαζόταν στην πρόσοψη του κτιρίου. Ο Μάριος πέρασε το δρόμο και την πλησίασε.
-Καλημέρα, αυτά για σας, της πρόσφερε τα λουλούδια.
-Καλημέρα, ανταποκρίθηκε εκείνη-η φωνή της θύμιζε μπαλάντα ερωτική- σας ξέρω από κάπου;
-Όχι, είμαι γείτονας, θέλησα να σας καλωσορίσω. Μάριος Λασκαράτος, συγγραφέας, συστήθηκε.
-Ω, είναι υπέροχο, συγγραφέας.
-Εσείς;
-Με λένε Έλλη, απάντησε.
-Έ-λι…; Ελισάβετ;
-Όχι, απλώς Έλλη, είμαι δασκάλα χορού.
-Απίθανο, της κράτησε το χέρι απαλά κι αμήχανα την περιεργάστηκε. Καλώς ορίσατε στην γειτονιά μας.
-Ευχαριστώ, απόρησε η κοπέλα, καθώς έτοιμος να εκραγεί από την ένταση τράπηκε σχεδόν σε φυγή.
Στρώθηκε στη γραφομηχανή, διόρθωσε κάποιες μικρολεπτομέρειες στην περιγραφή της, κάπνιζε, έγραφε, κολλούσε στο τζάμι για να κλέψει κάποια στιγμή της και ξανά από την αρχή. Μετέφερε το γραφείο κοντά στο παράθυρο, για να νιώθει κομμάτι της ζωής της. Παρατήρησε έναν άντρα, ίσως είχαν σχέση. Το σήμα στο αυτοκίνητό του έδειχνε πως ήταν γιατρός. Έβγαιναν, συχνά ανέβαινε μαζί της κι ο Μάριος σκύλιαζε. Μια μέρα τον είδε να κατευθύνεται τρέχοντας στο αυτοκίνητο. Η κοπέλα ξοπίσω του. Έδειχνε έξαλλος. Εκείνη έκλαιγε, κάτι στο ύφος της άλλαξε και …θεέ μου, τη χτύπησε. ΄΄Όχι, όχι αυτό!΄΄ Πετάχτηκε ηλεκτρισμένος, αλλά μέχρι να κατέβει, ο γιατρός είχε φύγει κι η Έλλη είχε κλειστεί στο σπίτι της.
-Τι έπαθες; Ρώτησε η Ρόζα.
-Τίποτα, κάτι είδα…
-Το… γιατρό; Την έχει σούζα τη χορευτριούλα, του πέταξε.
Σούζα; Αυτός σούζες έκανε με τις μηχανές του, όταν ήταν νεαρός. Η γυναίκα δεν είναι μηχανή, είναι ανθρώπινο πλάσμα. Θεά την είχε τη γυναίκα ο Μάριος, ειδώλιο μινωίτισσας θεότητας, μάνα γη και μήτρα της αρχής και του παντός. Όχι, δε θα το επέτρεπε. Αλλά πώς μπορούσε να ανακατευτεί; Ήταν όμως η ηρωίδα του, ο έρωτάς του, ο καμωμένος από λέξεις και πόθο. Έρωτας χωρίς σωματική ηδονή, αλλά γεμάτος ψυχή και όνειρα, απαγορευμένα, απατηλά.
Όχι, την ήθελε πιο δυνατή την ηρωίδα του. Μα μήπως η άνευ όρων αγάπη δεν είναι δύναμη; Ποιος είναι πιο δυνατός, αυτός που πολιορκεί με τη βία ή αυτός που δίνεται εκούσια χωρίς κανόνες;
Οι μέρες περνούσαν. Το μυθιστόρημα αριθμούσε ολοένα νέες σελίδες, μα δεν έλεγε να τελειώσει. Να μπορούσε να ζήσει αυτό το πάθος, να την άγγιζε, με τις λέξεις του έστω. Τι θα έλεγε αν γνώριζε πως είναι η ηρωίδα του; Μα μια ΄΄καλημέρα΄΄ έλεγαν μόνο. Μέρες χάζευε στο παραθύρι, την έβλεπε να μπαινοβγαίνει, να διδάσκει χορό και τη φανταζόταν σαν Σαλώμη να χορεύει μόνο για κείνον. Χαιρόταν να τη βλέπει ευτυχισμένη, έστω στο πλάι ενός άλλου. Οι φίλοι τον είχαν χάσει. Έβγαινε μόνο για τσιγάρα κι εφημερίδα. Τη Ρόζα τη χαιρετούσε βιαστικός κοιτώντας απέναντι κι εκείνη κουνούσε το κεφάλι, γιατί ήξερε την παλαβομάρα του. ΄΄Καλλιτέχνες΄΄, μουρμούραγε, ΄΄το ένα πόδι στην πραγματικότητα και το άλλο στον κόσμο τους΄΄.
Απόψε ξεκίνησε από νωρίς να βρέχει. Άνοιξαν οι ουρανοί. Βαρέθηκε να χαζεύει, κουράστηκε. Κάποια στιγμή έγειρε στην πολυθρόνα και ο ύπνος τον τύλιξε. Δυνατοί κεραυνοί κι ένας μανιασμένος αέρας τον ξύπνησαν. Πετάχτηκε κι έτρεξε να ρίξει νερό στο πρόσωπό του. Κρατώντας την πετσέτα πλησίασε στο παράθυρο. Παρατήρησε το ζευγάρι. Τι γινόταν; Τους είδε να χειρονομούν, αυτός χτυπούσε τα χέρια στο τιμόνι και ξάφνου γύρισε προς το μέρος της. Σαν να ένιωσε το χαστούκι στο μάγουλό της. Ο αλήτης! πέταξε έξαλλος την πετσέτα. Βγες, κορίτσι μου, φύγε, φώναξε. Επιτέλους, σαν να τον άκουσε. Αλλά εκείνος έτρεξε, την άρπαξε βίαια και τη γύρισε με την πλάτη στο πρόσωπό του. Δεν έβλεπε, η βροχή έπεφτε δυνατή. Το αυτοκίνητο κουνιόταν άτακτα και μετά ρυθμικά. Ο πόνος της έγινε κραυγή του. Ασελγούσε πάνω της κι αυτός; Τι έκανε; Φόρεσε το πανωφόρι του, μα ήταν αργά. Η Έλλη σύρθηκε μέχρι την πόρτα της. Έμεινε με το πανωφόρι πάνω του βαρύ. Δεν άντεχε. Πήρε τους δρόμους.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε γκρίζα κι όμως η Έλλη τον καλημέρισε σκυφτή φορώντας σκούρα γυαλιά ηλίου. ΄΄Το κτήνος΄΄, έλεγε όλη μέρα, ΄΄θα τον σκοτώσω, μα πώς, αυτός ήταν νέος και δυνατός… Θα τον απειλήσω, ναι, θα του γράψω να μην την ξαναγγίξει΄΄. Του έγραψε. ΄΄Όχι, δεν μπορώ, θα της κάνει κακό. Να μπορούσα να την προστατεύσω΄΄. Ένιωσε το αίμα να βράζει μέσα του. ΄΄Το βρήκα, θα της δώσω την ιστορία μου, της ανήκει, της ανήκω΄΄, αποφάσισε και έβαλε τις σελίδες που εκτύπωσε σε έναν φάκελο. Της το έστειλε, γράφοντας : ΄΄Πείτε μου πως ο έρωτας και η τέχνη δεν είναι μια αναγκαιότητα… ΄΄ Μάριος.
Δυο μέρες τα πλήκτρα σιώπησαν, όπως κι εκείνος. Έκλεισε το παράθυρο. Την τρίτη μέρα το άνοιξε δειλά. Ήταν εκεί και τον κοιτούσε. ΄΄Θεέ μου, το πήρε΄΄, τον έκοψε κρύος ιδρώτας. ΄΄Κι αν προσβληθεί; Αν με παρεξηγήσει; Τότε… δε θα είναι η ηρωίδα μου΄΄.
Δεν την άντεχε αυτή τη σιωπή. Μα είχε κάνει την κίνησή του. Αρκετά απογεύματα μετά την είδε να βγαίνει φουριόζα με το φάκελο στα χέρια. Του χτυπούσε. Κοιτάχτηκε φευγαλέα στον καθρέφτη. Πόσο γέρος φαινόταν. Θα πουλούσε την ψυχή του και τις λέξεις του, αρκεί να στεκόταν δίπλα της νέος ξανά. Μπήκε και τον κοίταξε διστακτική.
-Ποιος είστε; Πώς ξέρετε τόσα για μένα; Με παρακολουθείτε; Πέστε μου, πείτε κάτι λοιπόν. Τι θέλετε από μένα;
-Είστε η ηρωίδα μου, η έμπνευσή μου.
-Πώς είναι δυνατόν; Είστε ένας άγνωστος.
-Κι όμως…
-Δεν έχουμε τίποτα κοινό, κύριε…
-Μου φτάνει που υπάρχετε, ξεπέρασε τη σουβλιά που του κατέφερε ο τρόπος που τον αποκάλεσε.
-Τέλος πάντων, πάρτε το έργο σας και πάψτε να παρακολουθείτε τη ζωή μου.
-Κρατήστε το. Δεν μπορώ να γράψω το τέλος χωρίς εσάς, τίναξε τα χέρια του σαν να παραιτούνταν. Όλη η ιστορία μιλάει για σας, δεν υπάρχει χωρίς εσάς.
-Είναι όμορφη η ιστορία σας, μα δεν μου ταιριάζει. Σας παρακαλώ πάρτε το, δεν μπορώ να συνεχίσω αυτή την παράνοια, φώναξε και εξαφανίστηκε.
Έτρεξε πίσω της, με το φάκελο στο χέρι. Την πρόλαβε ίσα που είχε μπει στο σπίτι. Χτύπησε, σιγά στην αρχή, φώναξε το όνομά της. Τίποτα. Ξαναχτύπησε, πιο δυνατά κι ακόμα πιο δυνατά, μέχρι που τα χέρια του μάτωσαν. Δε σταμάτησε να τη φωνάζει. Η πόρτα άνοιξε δειλά. Την είδε να κλαίει.
-Σας παρακαλώ, ακούστε με.
-Έχω ακούσει τόσα αυτές τις μέρες, τι πιο ενδιαφέρον έχετε να μου πείτε;
-Υπάρχω για σας, εδώ και μήνες.
-Θέλετε να με πείσετε πως όλα αυτά τα γράψατε πριν με γνωρίσετε;
-Ακριβώς, η ζωή ξεπερνά και την πιο τολμηρή φαντασία.
-Ζείτε μόνος. Έτσι δεν είναι;
-Ναι, δεν παντρεύτηκα ποτέ, αν αυτό με ρωτάτε.
-Και τι ξέρετε από έρωτα λοιπόν, από αγάπη αληθινή; βούρκωσε.
-Αυτός είναι το μελάνι μου, ο ήχος των γραμμάτων μου, κάθε σημείο στίξης μου. Χωρίς αυτόν δεν θα ήμουν τίποτα. Όλα είναι έρωτας στον κόσμο, δε νομίζετε;
-…, δεν του απαντά, κλαίει βουβά ακουμπώντας στον ψυχρό τοίχο.
-Μα…, την πλησιάζει κι εκείνη γλιστρά στο πάτωμα.
-Σας παρακαλώ, φύγετε.
-Πόσα σας αξίζουν και δεν το ξέρετε! Θα φύγω, αλλά θέλω να κρατήσετε το σύγγραμμά μου και ακόμα… να διώξετε αυτόν τον άνθρωπο που σας υποτιμά…
Τον κοίταξε έντρομη.
-Πώς μπορείτε να ξέρετε;
-Ξέρω πως είστε όμορφη, ένα λουλούδι, της έδωσε το χέρι και τη σήκωσε απαλά. Είστε νέα, ταλαντούχα, μυρίζετε ζωή και πάθος. Είστε η ανατολή, ενώ εγώ βαδίζω στη δύση μου. Έχω ζήσει την ανατολή και ξέρω να την ξεχωρίζω.
Η Έλλη περπάτησε νευρικά κι άναψε ένα τσιγάρο. Στάθηκε στο παράθυρο που έβλεπε απέναντι στο σπίτι του.
-Τα λόγια σας κάνουν καλό στην ψυχή μου, πρέπει να έχετε φανατικούς αναγνώστες.
-Ο πρώτος που γιατρεύομαι είμαι εγώ, δεν αντέχω να ζω χωρίς τις λέξεις μου, χωρίς αυτή την τρέλα, χωρίς το ταξίδι…
-Χωρίς τον έρωτα;
-Χωρίς τον έρωτα, ποτέ, χαμογέλασε κι έστρεψε να φύγει.
-Γιατί εγώ;
-Τον έρωτα ρωτήστε, που είναι πάντα τόσο παράξενος. Αλλά αυτή είναι η μαγεία του, γι’ αυτό δεν του αντιστέκομαι ποτέ.
-Πού θα πάτε; ρώτησε κι εκείνος σήκωσε τους ώμους. Μη φεύγετε, όχι ακόμα, μείνετε.
-Μα…
-Θέλετε να με δείτε να χορεύω; η ράχη του ένιωσε τις λέξεις της μία μία.
-Θα πέθαινα για έναν σας χορό.
Και χόρεψε… Λικνίστηκε στους ήχους του ΄΄Romeo and Juliet’’. Πάθος και αγωνία ζωγραφίστηκαν στις κινήσεις της. Κόμποι ιδρώτα στο πρόσωπό του ακολουθούσαν το κορμί της που συγκλονιζόταν. Ένταση στο πρόσωπό της, πίκρα …και ξαφνικά ένα χαμόγελο, μια παράδοση και μετά το τέλος.
Δάκρυσε γοητευμένος. Τη σήκωσε και φίλησε το χέρι της, σαν να ‘πινε το αθάνατο νερό. Τα δάχτυλά της σκούπισαν έναν κόμπο από τον ιδρώτα του. Σάστισε.
-Θέλετε να γράψουμε μαζί το τέλος της ιστορίας;
-Μα, εσείς…
-Μείνετε, μέχρι την τελευταία σελίδα. Ακόμα και η δύση κάπου ενώνεται με την ανατολή.
-Είστε λοιπόν η ηρωίδα μου…
Εκείνη έσβησε τα φώτα κι άφησε μόνο τα νέον στις απέναντι ταμπέλες να φωτίζουν το παράξενο σμίξιμο της δύσης με την ανατολή. Νέον, σώματα, αρχή και τέλος, για δυο σταγόνες ζωής, για μια χούφτα ευτυχία, για μια στιγμή έρωτα, για μια Ελίζα.
Έναν μήνα μετά, οι εφημερίδες αποθέωναν το συγγραφέα Μάριο Λασκαράτο για το υπέροχο κύκνειο άσμα του ΄΄Για μια Ελίζα΄΄ τονίζοντας ότι μιλούσε για έναν παράξενο αλλά και μαγικό έρωτα, όπως άλλωστε είναι όλοι οι έρωτες.
**
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ονομάζομαι Μαίρη Πίσια και γεννήθηκα στην Αθήνα. Σπούδασα Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Από το 1990 εργάζομαι ως εκπαιδευτικός. Το 2009 έκανα την πρώτη μου εμφάνιση στο χώρο του βιβλίου με τη συμμετοχή μου στη συλλογή διηγημάτων »7ψυχές,7ζωές» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Χρ. Δαρδανός. Το 2011 και το 2012 δύο θεατρικά μου έργα παρουσιάστηκαν στο Διεθνές Φεστιβάλ Πέτρας και στα πολιτιστικά δρώμενα του δήμου Ιλίου. Η τριλογία παραμυθιών ΄΄Τρεις δράκοι, μα τι δράκοι!΄΄ είναι το πρώτο ατομικό μου έργο και εκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις Οσελότος, ενώ το 2014 ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων μου ΄΄Ζωή σε δέκα καρέ΄΄. Το 2016 κυκλοφόρησε το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο ΄΄Στη δίνη του ονείρου΄΄ από τις εκδόσεις Όστρια. Έχω συμμετάσχει πολλές φορές σε διαγωνισμούς σας και μάλιστα είναι η τρίτη φορά που ξεχωρίζετε το διήγημά μου. Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Ζω στην Αθήνα, είμαι παντρεμένη και έχω δύο παιδιά.
**
ΕΠΙΛΟΓΗ eyelands
επόμενα διηγήματα
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Μαριλένα Ραπανάκη – Τασούλα
ΜΑΙΟΣ
Κώστας Τζικόπουλος – Τ’ αγρίμι
Στέλλα Τσίγγου – Μια μικρή ιστορία αγάπης
ΙΟΥΝΙΟΣ
Ρηνιώ Χρυσαδάκου – Των Φώτων