Συνεχίζουμε τη δημοσίευση των διηγημάτων που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό του 2017 με θέμα «παράξενοι έρωτες». Ο διαγωνισμός ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2017 και από τότε ξεκίνησε η δημοσίευση των διηγημάτων που διακρίθηκαν στην κατηγορία «Επιλογή». Η δημοσίευση θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο.Σειρά έχει το διήγημα του Κώστα Τζικόπουλου…
Τ’ ΑΓΡΙΜΙ
Το παραμύθι που θα πω
μου το ‘πε ένας γέρος
φαινόταν σ ’όλα λογικός
μα ήταν σαλεμένος!!!
« Μια φορά πριν πολλά χρόνια-δεν θυμάμαι πόσα-βρέθηκα σε ένα ορεινό χωριό πάνω στα Τζουμέρκα. Τα χρόνια που μετρούσα στη ζωή ήταν τριάντα. Είχα πάει εκεί ως ξυλοκόπος, αλλά είχα μαζί μου και τουφέκι γιατί ήμουν κυνηγός, αλλά και για λόγους ασφαλείας. Εκεί λοιπόν που περπατούσα ένα μεσημέρι-Σεπτέμβρης μήνας ήτανε θαρρώ- άκουσα ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων ένα σύρσιμο και μια κραυγή. Πλησίασα αργά-αργά κρατώντας στα χέρια το ντουφέκι μου. Και τότε το είδα…
Ένα πλάσμα που όμοιο του δεν συνάντησα πουθενά σ ανατολή και δύση. Είχε όψη γυναίκας και σώμα ελαφιού! Φαινόταν λαβωμένο κι έβγαζε σπαραχτικές κραυγές με συνεχείς παύσεις. Μόλις με είδε, δεν φοβήθηκε καθόλου, απλά μου χαμογέλασε και τα μάτια του έλαμψαν στο φως του ήλιου. Προσπάθησα να το πλησιάσω, να το βοηθήσω αν μπορούσα. Μάταια όμως. Όσο εγώ το πλησίαζα τόσο αυτό, με έναν μυστήριο τρόπο, απομακρυνόταν κρατώντας από εμένα μία απόσταση ασφαλείας.
Δεν φαινόταν όμως χτυπημένο. Αίματα δεν υπήρχαν πουθενά. Ούτε κάποια πληγή είδα. Και τότε κατάλαβα. Το χτύπημά του ήταν εσωτερικό. Ήταν χτύπημα στην καρδιά, από αγάπη!
Πιάσαμε κουβέντα. Ναι .Όσο κι αν σου φαίνεται απίστευτο, μιλούσε. Μιλούσε και η φωνή του σε μάγευε. Έτσι μάγεψε κι εμένα. Δεν σου κρύβω πως το ερωτεύτηκα. Το λάτρεψα κι ακόμα στη θύμησή σου, το λατρεύω. Ήταν περήφανο. Δεν ήθελε βοήθεια. Μου ζήτησε μόνο όταν ανεβαίνω στο βουνό να του κάνω λίγη συντροφιά και να μιλώ μαζί του. Δέχτηκα.
Ανέβαινα συχνά λοιπόν και συζητούσαμε. Μου «άνοιξε» την καρδιά του τ’ αγρίμι της καρδιάς μου. Μου είπε για τον έρωτα της ζωής του και για τον όρκο που είχε δώσει με τον καλό της. Πως αν κάποιος προδώσει τον άλλον θα αλλάξουν μορφή κι εικόνα. Θα πάψουν να είναι άνθρωποι αλλά ξωτικά του δάσους.
…Ήρθε χειμώνας βαρύς. Έπρεπε κάπου να μείνω. Νοίκιασα λοιπόν ένα μικρό σπίτι στο κοντινό χωριό. Η μοναδική διασκέδαση του μικρού αυτού χωριού ήταν το καφενείο. Έγινα κι εγώ θαμώνας. Τσίπουρο και κονιάκ τις κρύες νύχτες. Αν και μικρό το χωριό είχε πολλούς νέους ανθρώπους, κοντά στην ηλικία μου. Έγινα φίλος με πολλούς. Μιλούσαμε για το κυνήγι, για την υλοτομία, για τη ζωή στο χωριό…για γυναίκες. Κι εκεί που συζητούσαμε ,θες υπό τη επήρεια του ποτού θες από τον ενθουσιασμό μου τους μίλησα για αυτό το υπέροχο πλάσμα που συνάντησα πριν τρεις περίπου μήνες πάνω στο βουνό. Τότε έγινε κάτι το τρομερό. Κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω. Οι άνδρες του μικρού χωριού άρχισαν ν’ αλλάζουν όψη. Το σχήμα του κεφαλιού τους γίνηκε τεράστιο και μακρουλό. Τ’ αυτιά τους άρχισαν να μακραίνουν και τα δόντια τους να μεγαλώνουν. Έμοιαζαν με άνθρωποι-τσακάλια! Άρχισαν να ουρλιάζουν και να πλησιάζουν προς το μέρος μου με απειλητικές διαθέσεις. Ξεκίνησα να τρέχω μέσα στη νύχτα και στο χιόνι χωρίς να κοιτάω πίσω. ‘Έτρεχα, σκόνταφτα, έπεφτα, ξανασηκωνόμουν και πάλι από την αρχή. Έφτασα στο σπίτι μούσκεμα από το χιόνι κι από τον ιδρώτα. Έκλεισα με δύναμη την πόρτα πίσω μου, την κλείδωσα και τοποθέτησα ό,τι βαρύ αντικείμενο βρήκα μπροστά μου. Ξεκρέμασα το τουφέκι μου και περίμενα. Η πρώτη πέτρα έπεσε πάνω στο παντζούρι. Ακολούθησαν κι άλλες. Ουρλιαχτά και μουγκρητά αλλόκοτα έρχονταν στ’ αυτιά μου. Έδειξα μια ολύμπια ψυχραιμία. Περίμενα υπομονετικά το τι θα ακολουθήσει. Δύναμη έπαιρνα από το γεμάτο όπλο μου μα-θα σου φανεί απίστευτο- κι από το υπέροχο αγρίμι που είχα γνωρίσει στο δάσος. Έρχονταν στην σκέψη μου και δεν φοβόμουν τίποτα. Το χαμόγελο του με ηρεμούσε και με όπλιζε με ένα απίστευτο θάρρος. Δεν φοβόμουν τίποτα και κανέναν πια.
Άρχιζε να χαράζει .Τα τέρατα που είχαν κυκλώσει το σπίτι μου, με την πρώτη ακτίνα του ήλιου, είχαν εξαφανιστεί. Αποφάσισα να μείνω για λίγες μέρες μέσα στο σπίτι για να δω τι να κάνω. Μετά από πολλές σκέψεις είχα πάρει την απόφαση μου…
Το χιόνι είχε λιώσει. Οι αλκυονίδες μέρες είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Πήρα το δρόμο για το βουνό. Οι λάσπες και ο κρύος αέρας έκαναν δύσκολη την ανάβασή μου. Τα κατάφερα όμως. Μετά από τρεις περίπου ώρες πεζοπορίας είχα φτάσει στη σπηλιά-φωλιά του αγριμιού μου. Χάρηκε μόλις με είδε. Αυθόρμητα το αγκάλιασα .Μου είχε λείψει. Με άφησε να αγγίξω για πρώτη φορά το πρόσωπό του. Να χαϊδέψω τα μαλλιά του…
Του τα είπα όλα. Δεν έπρεπε, μου είπε , να τους αναφέρω την συνάντηση μας. Κοιτώντας το μέσα στα μάτια –αχ αυτά τα μάτια ,ακόμα με συγκλονίζουν όταν τα σκέφτομαι- του είπα την απόφαση που είχα πάρει. Ήθελα να το πάρω από κει και να ζήσουμε την υπόλοιπη ζωή μας μαζί. Ναι του είχα κάνει πρόταση γάμου! Ναι εγώ ο αναίσθητος είχα αγαπήσει ένα παράξενο πλάσμα, ένα αγρίμι. Γέλασε πικρά. Με ευχαρίστησε, μα αρνήθηκε να με ακολουθήσει . Ήταν δύσκολο για εκείνο, μου είπε, να αλλάξει τόπο. Μου είπε κι άλλα ωραία, όπως ότι θα κρατούσε για φυλαχτό μέσα του αυτή την πρόταση. Απογοητεύτηκα. Πήρα τον δρόμο του γυρισμού. Το αγρίμι της καρδιάς μου αρνήθηκε τον έρωτα μου. Έκλαψα, πόνεσα. Κάθε βράδυ το αγρίμι ερχόταν στα όνειρα μου. Μέρες, μήνες, χρόνια ότι δεν είπαμε στον ξύπνιο μας τα λέγαμε στον ύπνο μου. Παρακαλούσα να μην ερχόταν ποτέ το ξημέρωμα. Ήταν κι αυτό ένα είδος παρηγοριάς.
Σήμερα είμαι μόνος. Η συνάντηση εκείνη έχει σημαδέψει για πάντα την ζωή μου. Δεν θέλησα να συμβιβαστώ με κάτι άλλο. Τον λόγο είχε και έχει η καρδιά . Μόνο εκείνη ορίζει την ευτυχία μας ή την δυστυχία μας.
Κάτι με «έτρωγε» όμως .Ήθελα να μάθω τι απέγινε το αγρίμι εκείνο που κάποτε γνώρισα.
Ταξίδεψα στα παλιά λημέρια. Έμαθα λοιπόν πως το αγρίμι μου κατέβηκε μετά από καιρό στον τόπο του. Τα μάγια λύθηκαν. Έκανε οικογένεια. Έφερε στον κόσμο όμορφα αγριμάκια!
Θέλω να πιστεύω πως το αγρίμι μου είναι ευτυχισμένο…το αξίζει άλλωστε η ελαφίνα μου…»
Καθώς μου έλεγε όλα αυτά δεν σταμάτησαν τα μάτια του να δακρύζουν …
Ήταν δάκρυα έρωτα, αγάπης μα και πόνος
Κι ας λένε πως γιατρός είναι μόνο ο χρόνος
Εκείνος δεν κατάφερε ποτέ να τον γιατρέψει
Το μόνο που κατάφερε ήταν να τον παιδέψει…
**
Κωνσταντινος Τζικοπουλος: Είμαι δάσκαλος στο 1ο δημοτικό σχολειο του Λιτοχώρου. Γεννηθηκα πριν 51 χρονια στα Φαρσαλα-Λαρισας. Απο το 2003 ειμαι μονιμος κατοικος Λιτοχωρου. Ειμαι παντρεμενος και εχω δυο παιδια.
**
Επόμενα διηγήματα
ΕΠΙΛΟΓΗ eyelands
ΜΑΙΟΣ
Στέλλα Τσίγγου – Μια μικρή ιστορία αγάπης
ΙΟΥΝΙΟΣ
Ρηνιώ Χρυσαδάκου – Των Φώτων