Επιλογή eyelands: Μια μικρή ιστορία αγάπης

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση των διηγημάτων που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό του 2017 με θέμα «παράξενοι έρωτες». Ο διαγωνισμός ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2017 και από τότε ξεκίνησε η δημοσίευση των διηγημάτων που διακρίθηκαν στην κατηγορία «Επιλογή». Η δημοσίευση θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο. Σειρά έχει το διήγημα της Στέλλας Τσίγγου

αφισα διαγωνισμού

Μια μικρή ιστορία αγάπης

Την έφερε η βροχή. Αστέρια δεν είχε γύρω της, ούτε λουλούδια να πιαστεί. Γλιστρούσε∙ μια εκκρεμότητα στο σύμπαν.

Ο κάμπος όλος υγρός και το χώμα ανάστατο. Δεν ήθελε να πέσει. Δεν ήξερε πώς. Ήξερε μονάχα πως έπρεπε να κρατηθεί κι αυτό ήταν όλο. Προχώρησε προς τη νύχτα…

Ο ύπνος του ήταν συμπαγής. Αδιάρρηκτος. Νόμιζε πως δεν είχε ονειρευτεί ποτέ. Μέχρι τη στιγμή εκείνη που μια αστραπή καρφώθηκε βαθειά στο χώμα. Ήταν τότε σαν να τραβήχτηκε ο πέπλος και να του αποκαλύφθηκε η ίδια η ομορφιά. Έβρεχε! Κι ήταν αβάσταχτο συναίσθημα∙ όπως το ποίημα.

Ξημέρωνε φως, φθινόπωρο και μουσκεμένη γη.

Για μια στιγμή μόνο άνοιξε τα μάτια της. Τη θάμπωνε το τόσο φως. Τεντώθηκε. Μια μικρή ψιχάλα που αποσπάστηκε απ’ το σύννεφο. Κρύωνε – κι ας ήταν αδελφή της πάχνης. Βυθίστηκε βαθειά μέσα στον ύπνο, μέσα σε κάτι απαλό και γαργαλιστικό σαν ανατριχίλα στην πλάτη.

Αυτή κοιμήθηκε την ώρα που αυτός ξυπνούσε.

Πολλές φορές είχε ξαναδεί τη βροχή, μα τούτη ήταν διαφορετική από τις άλλες. Κλέφτη τον έλεγαν στο βασίλειο της φύσης∙ κι ήταν πραγματικά η πρώτη φορά που δικαιωνόταν τ’ όνομά του: ένιωθε σαν κάτι απροσδιόριστο να είχε από την ομορφιά υποκλέψει. Αθέλητα, σαν να του χάρισαν κάτι που από πάντα ήταν δικό του.

Στην αρχή δεν την κατάλαβε. Έκανε να τεντωθεί κι ένιωσε τότε την κίνησή της πάνω του. Ανατρίχιασε. Κι έτσι όπως σάλεψε το χνούδι του, ένιωσε κι αυτή ένα γαργαλητό και ξύπνησε.

-Καλημέρα, είπε ο κλέφτης.

-Καλημέρα, είπε η ψιχάλα.

Μύριζε ξημέρωμα, φως και κυκλάμινα.

-Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, είπε ο κλέφτης, την ώρα που καθρεφτιζόταν μέσα της.

-Δεν ήθελα να συνεχίσω να κοιμάμαι, είπε η ψιχάλα, την ώρα που ανάσαινε στην αγκαλιά του.

Δεν μιλιούνται όλες οι λέξεις. Απόμειναν να κοιτάζονται βουβοί. Ίσως το μόνο που θα μπορούσαν να εκφράσουν ήταν ευγνωμοσύνη που συναντήθηκαν.

Ακόμη κι ο ήλιος στάθηκε στον ουρανό και τους χάζευε. Τους χάρισε μάλιστα τις πιο γλυκές ακτίνες του εκείνο το φθινοπωριάτικο πρωινό.

Ο κλέφτης κι η ψιχάλα έμειναν έτσι για πολύ καιρό. Δεν μιλούσαν παρά ελάχιστα∙ δεν χρειαζόταν άλλωστε. Ήταν τόσο αυτάρκεις στην ένωσή τους που δεν επιζητούσαν τίποτε άλλο παρά μονάχα την ανάσα ο ένας του άλλου. Και θα ‘μεναν έτσι για πάντα…

Χιόνιζε πόθο, μοναξιά και κρύο.

Ένα τρίξιμο ακούστηκε βαθειά μέσα στη γη.

-Κρυώνω, είπε ο κλέφτης

-Θα σε αγκαλιάσω, είπε η ψιχάλα.

Τυλίχτηκε γύρω από το κορμί του και βυθίστηκαν στον ύπνο. Ονειρεύτηκαν πεταλούδες, αστέρια και μια κόκκινη παπαρούνα. Πότε πότε άνοιγαν τα μάτια τους, κοιτάζονταν δίχως να μιλάνε και τα ξανάκλειναν.

Μια νιφάδα χιονιού τους χάιδεψε τρυφερά. Η ψιχάλα ξύπνησε πρώτη.

Θυμήθηκε τότε τη βροχή και τον άνεμο. Τα σύννεφα και τους μεγάλους ποταμούς. Κοίταξε με πόνο τον κλέφτη κι ένιωσε την ψυχή της να κόβεται στα δυο.

-Κρυώνω ακόμη, ακούστηκε η φωνή του κλέφτη, λίγο πριν βγει απ’ τον ύπνο.

Δεν βρήκε λόγια να μιλήσει η ψιχάλα κι απόμεινε έτσι∙ ένα μικρό κρυστάλλινο δάκρυ στο σύνορο του ύπνου.

Το χνούδι του κλέφτη πετάρισε κι ακούστηκε κάτι σαν αναστεναγμός∙ όπως κλείνει κανείς τα παραθυρόφυλλα δίχως να ξέρει πότε θα τα ξανανοίξει.

Το άσπρο είναι το πραγματικό χρώμα του πένθους. Και τόσο εκτυφλωτικό που φέρνει δάκρυα στα μάτια.

-Θα φύγω, είπε αυτή.

Αυτός δε σάλεψε. Μόνο ένιωσε να κρυώνει περισσότερο.

Η ψιχάλα κατρακύλησε αργά πάνω του∙ αυτός δεν ένιωσε το ρίγος.

Είχε κλειστά τα ματιά του την ώρα που εκείνη αφηνόταν να παρασυρθεί από τον άνεμο. Έτσι δεν την είδε να διστάζει…

Ο κλέφτης δεν άνοιξε τα μάτια του όλο το χειμώνα. Κουκουλωμένος την ανάμνηση του έρωτα αναζητούσε μάταια τη μυρωδιά που είχε αφήσει πίσω της η ψιχάλα. Για μήνες έμεινε ακίνητος, σαν να είχε πεθάνει. Δεν ήξερε πια ούτε φως ούτε σκοτάδι.

Η τρίλια ενός μικρού πουλιού ακούστηκε από μακριά.

Ξημέρωνε λουλούδια, ελπίδα και ηλιαχτίδες.

 

Η ψιχάλα βρισκόταν ήδη πολύ μακριά. Είχε γίνει σύννεφο, ποτάμι, καταιγίδα, παφλασμός. Τώρα ξεκουραζόταν, δροσοσταλίδα, στη μύτη ενός φύλλου. Τρεμόπαιζε∙ κι ήταν λες κι έκλαιγε…

Μια βίαιη κίνηση τον απέσπασε από τον ύπνο του. Ένα απότομο τράνταγμα κι ένας στιγμιαίος πόνος- ένα τσίμπημα εκεί που βρισκόταν η καρδιά του. Νόμισε πως η αγαπημένη του ξαναγύρισε κι άνοιξε τα μάτια του γεμάτος λαχτάρα. Τον τύφλωσε το τόσο φως. Κι αυτή η μυρωδιά που του μεθούσε τις αισθήσεις. Κοίταξε γύρω του σαστισμένος.

Ήταν άνοιξη! Κι αυτός βρισκόταν μέσα στη μικροσκοπική φούχτα ενός παιδιού.

«Κοίτα, μαμά. Ένας κλέφτης!» «Κοίτα πώς θα τον κάνω να πετάξει…»

Ένιωσε τη ζεστή ανάσα του παιδιού στο πρόσωπό του κι ήταν σαν να είχε λουστεί μέσα στο φως. Έπειτα, ένας ακόμη μικρός πόνος κι έπειτα… τίποτε απ’ όσα του ήσαν ως τότε γνώριμα.

Ήταν ελαφρύς. Και πετούσε…

Η ψιχάλα ζυγιαζόταν κι ήταν λίγο πριν αφεθεί να πέσει στο χώμα, όταν τον είδε. Ήταν λευκός, το χνούδι του γυάλιζε και προχωρούσε προς τη μέρα. Την είδε κι εκείνος. Πλησίασε και την άγγιξε. Ένα γνώριμο ρίγος έκανε την ψιχάλα να τρεμοπαίξει ξανά. Έχασε την ισορροπία της κι έπεσε. Όχι επάνω του – μέσα του. Κι ήταν σαν να ΄χε μπει πια μες στην καρδιά του.

Στροβιλίστηκαν για λίγο στ’ ανοιξιάτικο αεράκι. Ύστερα ακούμπησαν απαλά στη γη∙ δεν άντεχαν άλλο φως. Γύρευαν πια να κρυφτούν από τη μέρα. Κι από τη νύχτα, ακόμη. Κι από τον ίδιο το χρόνο. Απ’ όλα όσα τους είχαν κρατήσει χώρια.

Έπιασε να βρέχει. Μια ανοιξιάτικη βροχή, από εκείνες που είναι σαν σιγανό μουρμουρητό. Δύο μικρά πόδια που έτρεχαν πάνω στη λάσπη έκαναν πιο βαθειά την ένωσή τους.

**

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Στέλλα Τσίγγου: αφηγήτρια, συγγραφέας, θεατροπαιδαγωγός. Πτυχιούχος του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών με μεταπτυχιακές σπουδές στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία-πολιτισμό και τη δημιουργική γραφή. Είναι μέλος της Ομάδας Καλλιτεχνών SourLiBooM. Ιδρυτικό μέλος του «Λόγου Παραμυθίας». Εκδοτικό έργο: Η γάτα του Αϊ-Βασίλη, εκδόσεις Οσελότος, Αθήνα 2010.
Η ώρα που το ’σκασε, (πρώτο βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών τον  Φεβρουάριο του 2012), εκδόσεις Ars Poetica, Βέροια 2013.
Συμμετοχή στο συλλογικό τόμο «Μικρές Επαναστάσεις» που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Παράξενες Μέρες τον Νοέμβριο του 2017. Το 2017 αναδείχθηκε νικήτρια του διαγωνισμού συγγραφής παραμυθιού του Πολιτιστικού Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς με θέμα εμπνευσμένο από την παγκόσμια ημέρα μουσείων 2017 –το έργο της «Το κρυφτό» θα εκδοθεί από τον Όμιλο.

Τον Μάιο του 2017 υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του 1ου Πανελλήνιου Μαθητικού Διαγωνισμού Συγγραφής Παραμυθιού 2017 που διοργάνωσε η Δ/νση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Θεσσαλονίκης.

Διδάσκει δημιουργική γραφή σε ενήλικες και παιδιά. Αφηγείται επαγγελματικά με παραστάσεις για παιδιά και ενήλικες σε διάφορους χώρους, όπως βιβλιοπωλεία, βιβλιοθήκες, μπαρ, θέατρα κ.α. Πραγματοποιεί εργαστήρια δημιουργικής γραφής και αφήγησης για μικρούς και μεγάλους.

***

Επόμενα διηγήματα / ΕΠΙΛΟΓΗ eyelands

 

ΙΟΥΝΙΟΣ

Ρηνιώ Χρυσαδάκου – Των Φώτων

 

 

Advertisement