Ξεκινάμε τη δημοσίευση βραβευμένων διηγημάτων από τους πρόσφατους διαγωνισμούς μας. Οι ιστορίες αυτές θα σας κρατήσουν συντροφιά όλο το καλοκαίρι. Κάθε εβδομάδα ένα βραβευμένο διήγημα στο eyelands!
7ος Διεθνής Διαγωνισμός Διηγήματος/
Ελληνικό τμήμα/
Βραβείο/
Πάρης Πέτρου – Αμφίπτερες
Ο κόσμος δεν ξέρει τι σκέφτομαι. Νομίζει ότι κάνω λιγότερες ή πιο απλές σκέψεις από αυτές που κατοικούν στο μυαλό μου. Δεν τους αδικώ. Αφού κι εγώ η ίδια δεν κατέχω απόλυτα τις σκέψεις μου. Οπότε δεν έχω τρόπο να τους βγάλω λάθος.
Ούτε τα όνειρά μου κατέχω. Σήμερα το πρωί είδα κάτι που με αφορά. Όμορφο και άγριο και τρομακτικό. Αλλά χάθηκε στην άβυσσο καθώς ξυπνούσα. Καλύτερα έτσι.
Κοιμήθηκα λίγο. Γενικά δεν γνωρίζω αυτό που λέμε άγχος, αλλά σήμερα φοβάμαι. Φοβάμαι να συναντήσω την Λέλα μετά από είκοσι χρόνια. Φοβάμαι ότι συναντώντας την θα περάσει από την σφαίρα της φαντασίωσης, όπου κατοικεί από τα παιδικά μου χρόνια, στην σφαίρα της πραγματικότητας. Και όπως όλοι έχουμε μάθει, η πραγματικότητα αποδεικνύεται πάντα κατώτερη της φαντασίωσης. Φοβάμαι πως αν την χάσω από φαντασίωση, δεν θα χάσω απλώς μια σύντροφο, αλλά μπορεί και να ξεκινήσει ένα ντόμινο εξελίξεων που θα με φέρουν στο μηδέν. Γιατί ποιος μπορεί να μου αρνηθεί ότι μέχρι σήμερα κατάφερα να επιβιώσω χάρη και μόνο σε αυτήν την φαντασίωση; Αν κανείς δεν μπορεί να μου αποδείξει το αντίθετο, γιατί πάω σήμερα να συναντήσω την Λέλα, την γυναίκα θάλασσα; Και αν φοβάμαι από τώρα, τι θα κάνω τέσσερεις ώρες μέσα στο ΚΤΕΛ; Αν μπω βέβαια, πάει, έφτασα, δεν υπάρχει επιστροφή. Εκτός και αν αποδράσω στην στάση για τουαλέτα. Και τρέχω σαν την τρελή στην Εθνική. Να θυμηθώ να φορέσω σπορτέξ.
Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα μέσα σε μεγάλα εξοχικά σπίτια και λόγω της θάλασσας όλες μου οι αναμνήσεις είναι καλοκαιριάτικες, ακόμα κι αν έκανε κρύο. Ξυπόλητα πόδια σε μαρμάρινες πλάκες, δροσερές αν και μέσα στην κάψα του μεσημεριού. Θαλασσινά λουλούδια που ξεραίνονται στον ήλιο για να φτιάξουν διακοσμητικά που η μάνα μου θα πετάξει μετά από μερικές μέρες. Άμμος παντού μέσα στο σπίτι που χώνεται στα ρούχα μας, στο φαγητό, στα στόματά μας. Μεγάλα τραπέζια με φαγητά και ανθρώπους που τρώνε, γελάνε, τραγουδούν μέσα στη νύχτα σα λύκοι, φωνάζουν και για μια στιγμή το βλέμμα τους χάνεται στο ποτήρι τους. Τζιτζίκια. Τριζόνια. Φεγγάρι. Ήλιος. Αστερίας. Θαλάσσια σπηλιά. Μυστικό. Μεσημεριάτικος ύπνος. Έρωτας. Λίγωμα. Βανίλια υποβρύχιο.
Η αλμύρα μου γάνωσε το μυαλό και με έκανε θαλασσινή. Κατά βάθος πιστεύω ότι γι’ αυτό είχε μεγάλο μερίδιο ευθύνης και η Λέλα. Αυτή, ως η πρωταρχική γυναίκα θάλασσα, μου έκανε θαλάσσια μάγια. Ξόρκια του αρμυρού νερού. Μικρή πίστευα ότι η Λέλα ήταν κρυφά γοργόνα που στα νιάτα της εξορίστηκε από τις υπόλοιπες γοργόνες όταν κατάλαβαν ότι είχε μαγικές δυνάμεις και ότι διάβαζε τις σκέψεις των άλλων. Έτσι αναγκάστηκε να ζει στην στεριά, να κατοικεί μέσα στο σπίτι μας με διάφορα ανόητα προσχήματα και να κρύβει την αληθινή της φύση. Πάλεψα πολύ στην ζωή μου για να γίνω ξανά γήινη. Να νιώσω ότι πατάω και ανήκω στην γη. Και τα κατάφερα. Νομίζω.
Η Λέλα ήταν ένα πρόσωπο ακαθόριστης συγγένειας, δεν ήταν ούτε νονά μου, ούτε θεία μου. Μάλλον κάτι μεταξύ παραμάνας και οικειοθελούς επιστάτριας. Ήταν πάντα έναν βουβό πρόσωπο, κάπου στο βάθος. Σε μια κουζίνα. Έπλενε ή έκοβε άνηθο. Τσούγκριζε τα ποτήρια με το δαχτυλίδι της, σιγοτραγουδούσε και όταν δεν την έβλεπε κανείς κάπνιζε. Ήταν βαριά, αργή, μάλλον θα έλεγες κουρασμένη. Μπορεί και από την ζωή. Όμως τραγουδούσε. Σιγανά. Δεν της άρεσαν τα πολλά λόγια και η φασαρία. Όταν καθόμασταν τα μεσημέρια στην βεράντα και πίναμε παγωμένο τσάι, ψιθυρίζαμε ζαβλακωμένα και ερωτικά. Ήταν από εκείνα τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια που ψιθυρίζεις χωρίς λόγο και νιώθεις πως αν μιλήσεις δυνατά, κάτι θα χαθεί. Ο μόνος ήχος που επικρατούσε ήταν αυτός που έκαναν οι χοντρές μπίλιες από το κολιέ της καθώς το έπαιζε με το χέρι της. Ακούγονταν σαν να έρχονται από το βάθος της θάλασσας ή από έναν μακρινό παράλληλο κόσμο. Σαν κάτι να προσπαθούσαν να μου πουν αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τι. Ίσως με προειδοποιούσαν ότι η Λέλα μια μέρα θα φύγει. Θα χαθεί. Μια μέρα πολύ σύντομα.
Όταν έφυγε δεν βρήκαμε τα πράγματά της οπότε καταλάβαμε ότι ήτανε προσχεδιασμένη η φυγή της. Δεν είχε δώσει κανένα σήμα, τίποτα που να μας είχε προειδοποιήσει. Ίσως μόνο το κολιέ της όταν μου μίλαγε αλλά εις μάτην. Επειδή η Λέλα ήταν αναπόσπαστο –αν και αθόρυβο- εξάρτημα του εξοχικού σπιτιού μας, το σπίτι διαλύθηκε σταδιακά. Όλα έγιναν πιο μουντά, πιο βαρετά. Το σπίτι από θαλασσινό και καλοκαιριάτικο έγινε ένα φυσιολογικό σπίτι με τοίχους και ντουβάρια. Δεν είχε την προηγούμενη χάρη του. Πηγαίναμε όλο και λιγότερο και τελικά το παρατήσαμε σε κάτι μακρινούς συγγενείς. Η πόλη έγινε η νέα μας πραγματικότητα, όπου θα έπρεπε να επιβιώσουμε όπως όλοι γύρω μας. Όπως ίσως έπρεπε να κάνουμε εξ’ αρχής αλλά με έναν εγωκεντρικό τρόπο το είχαμε ξεχάσει ηθελημένα. Δεν υπάρχει καμία εξήγηση για αυτήν την μεταστροφή. Απλά συνέβη. Εγώ βέβαια υποψιαζόμουν πάλι θαλάσσια μάγια. Ξόρκια με ψαροκόκαλά και λέπια από γοργόνες.
Οι εμμονές μου, που ξεχνούσα όταν ήμουνα στην εξοχή, άρχισαν πάλι να φουντώνουν. Από παιδί είχα εθισμό σε ό,τι είχε την δυνατότητα να κάνει την μέρα μου ξεχωριστή. Καλύτερη από την μέρα των άλλων ή από την προηγούμενή μου μέρα. Βαριόμουνα εύκολα αλλά αυτή μου την βαρεμάρα την βίωνα σαν αδικία, σαν προσβολή και τελικά σαν κατάθλιψη. Σιχαινόμουνα το ότι οι μέρες μου μπορεί να ήταν οι ίδιες, ότι δεν είχανε εξαιρετικά νέα. Κοίταζα τα γράμματα που ερχόντουσαν από τον ταχυδρόμο και αν και σχεδόν πάντα ήταν τετριμμένα και άχρηστα, έψαχνα τους φακέλους με άπληστο βλέμμα για οτιδήποτε που να παρεκκλίνει από το φυσιολογικό. Χειρόγραφα αντί για τυπωμένα γράμματα. Γραμματόσημα αντί για σφραγίδες. Κάποιον αποστολέα που γράφει προσωπικά σε μένα για να μου ικανοποιήσει κρυφές επιθυμίες και ανομολόγητες ελπίδες.
Δεν ήρθαν ποτέ τέτοια γράμματα.
Μια συνηθισμένη μου ασχολία ήταν να κόβω κουπόνια από παιδικά περιοδικά που ήμουνα συνδρομήτρια και να τα ταχυδρομώ με μανία για να λάβω μέρος σε διαγωνισμούς κάθε είδους. Ήταν όλοι παράλογοι διαγωνισμοί γιατί δεν διαγωνιζόσουνα σε τίποτα απολύτως. Μυστήριες βουλές αόρατων προσώπων και άκρως ασαφείς διαδικασίες αποφάσιζαν ότι είσαι καλύτερη από κάποιον άλλον που επίσης έστειλε το κουπόνι του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Αυτό μάλλον ήθελα κι εγώ. Να νικήσω τους άλλους και να στεφτώ καλύτερη. Όχι από λατρεία για τον εαυτό μου. Μόνο και μόνο από φόβο. Φόβο για το κενό. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να γράψω τα στοιχεία μου στο κουπόνι, να τα στείλω και αν ήμουν τυχερή θα κέρδιζα έναν δώρο σε μια από τις κατηγορίες. Από τρελά δώρα για τους υπερτυχερούς της πρώτης κατηγορίας μέχρι την τελευταία κατηγορία, που είχε συνήθως συμβολικά δώρα, δώρα που μάλλον δεν περίμεναν ούτε καν οι διοργανωτές ότι θα πάει κάποιος να τα παραλάβει.
Μετά από εκατοντάδες απόπειρες και ολόκληρες περιουσίες που είχαμε ρίξει στα ΕΛΤΑ –η μάνα μου υπέμενε καρτερικά και νομίζω πως έβλεπε κρυφά ψυχολόγο- η τύχη μου γύρισε. Έκπληκτη, καθώς γύριζα από το περίπτερο που είχα πάει να αγοράσω ένα τεύχος, είδα το όνομά μου στους νικητές του διαγωνισμού του προηγούμενου τεύχους. Το δώρο ήταν ένα πουγκί με βώλους, δώρο της τελευταίας κατηγορίας αλλά αυτό λίγο με ενδιέφερε. Με γουρλωμένα άπληστα μάτια θαύμαζα την επιτυχία μου με κίνδυνο να με πατήσουν τα περαστικά αμάξια. Ρουφούσα αυτή τη μικρή νίκη που ήρθε να με παρηγορήσει, να μου πει ότι όπως πάντα πίστευα, άξιζα κάτι καλύτερο. Έτρεξα στην μάνα μου και ξεκίνησα προπαγάνδα για να με πάει στα γραφεία του περιοδικού. Επειδή το δώρο ήταν της τελευταίας κατηγορίας, δεν είχα το δικαίωμα να μου αποσταλεί στο σπίτι, αλλά σιγά μην άφηνα τις μπίλιες μου και τρόπαιό μου σε ξένα χέρια που δεν νοιάζονταν τίποτα. Η μάνα μου με κοίταξε με ένα βλέμμα μεταξύ απελπισίας και αγανάκτησης, κάτι σκέφτηκε, μετά είπε το όνομά μου – Μαριλού με λένε παρεμπιπτόντως- αλλά δεν ολοκλήρωσε την φράση της και σηκώθηκε να με πάει. Τα γραφεία ήταν στον τρίτο όροφο μιας παμπάλαιας και βρώμικης πολυκατοικίας στην 3η Σεπτεμβρίου, στην Ομόνοια. Καθίσαμε σε έναν διάδρομο και περιμέναμε το πουγκί μου. Στο βάθος χτυπάγανε τηλέφωνα και μου φέρανε ένα χυμό σε χάρτινο κουτί για να πιώ όσο περιμέναμε. Μάλλον τους πιάσαμε απροετοίμαστους αφού δεν περιμένανε να δείξω τέτοιο ζήλο – ή μάλλον συνείδηση καθήκοντος.
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι κλείστηκα στο δωμάτιό μου και έπαιξα για ώρες. Λίγο πριν κρύψω τους βόλους και πάω για ύπνο αποφάσισα να πιπιλήσω έναν από περιέργεια. Ήταν κάτασπρος με πολύχρωμες πιτσιλιές, έμοιαζε σαν ζαχαρωτό. Τον έβαλα στο στόμα μου αλλά γλίστρησε ακαριαία στον οισοφάγο. Άρχισα να πνίγομαι, να βήχω και να φωνάζω. Η μάνα μου έτρεξε μέσα και μόλις κατάλαβε τι είχε γίνει άρχισε να με χτυπάει στην πλάτη και με αναποδογύρισε κατακόρυφα. Παράλληλα έσπασε την σιωπή της και άρχισε να βρίζει Θεούς και δαίμονες –γιατί τι να σου κάνει και ο ψυχολόγος- και να πετάει τους βόλους έναν-έναν έξω από το παράθυρο, στον δρόμο και ίσως και σε ανυποψίαστους περαστικούς. Τελικά ο βόλος μετακινήθηκε αλλά επειδή συνέχισα να βήχω και με ενοχλούσε ακόμα, αποφάσισε να με πάει στο νοσοκομείο. Όταν φτάσαμε, αν και τυπικά ήμασταν στα επείγοντα περιστατικά –δεν θέλω να υπερβάλω αλλά μόλις είχα γλιτώσει από βέβαιο θάνατο- διαπιστώσαμε ότι έπρεπε να περιμένουμε υπομονετικά την σειρά μας. Όταν κάποια στιγμή βαρέθηκα και πήγα να πιώ νερό από έναν ψύκτη, ρεύτηκα όπως ήμουνα σκυμμένη και ο βόλος εξαφανίστηκε. Βυθίστηκε απότομα στα τοξικά υγρά του στομαχιού μου. Το επόμενο πρωί, η μάνα μου έλειπε. Όταν έκανα την ανάγκη μου, άκουσα τον κρυστάλλινο ήχο του βόλου να χτυπάει στα μαρμάρινα τοιχώματα της λεκάνης – ήχος που δεν σου ξεφεύγει εύκολα- και μετά να βουτάει στο νερό. Γονάτισα και κοίταξα και πριν το καταλάβω άρχισα να κλαίω. Και κάπως έτσι, με περιττώματα και δάκρυα, είπα αντίο στο τελευταίο απομεινάρι ακόμα μιας από τις φιλοδοξίες μου.
Με τα χρόνια ηρέμησα. Ξέχασα την πραγματική Λέλα. Μόνο σαν σκιά έμεινε στην φαντασία μου. Δηλαδή σκιά σκιάς, αφού και στην πραγματικότητα σκιά ήτανε. Χωρίς να το βάλω σκοπό, απομακρύνθηκα από την αλμύρα και την θάλασσα. Έφυγα μακριά από την οικογένειά μου για να ξεκινήσω την δική μου ζωή και η πρώτη μου προτεραιότητα ήταν το σπίτι μου να έχει ένα μικρό κήπο. Διάλεξα αυτό που η γη ήταν αφράτη και το χώμα μύριζε. Ήθελα αυτή η μυρωδιά να γίνει δική μου. Με τα χρόνια ο ιδρώτας μου άρχισε να μυρίζει αλεύρι και χώμα.
Το όνειρο… Τώρα το θυμάμαι καθαρά… Συνάντησα, λέει, την Λέλα τυχαία μέσα σε μια αίθουσα αναμονής, για πλοία, για τραίνα, δεν ξέρω. Ήμασταν συνομήλικες, είχαμε και οι δύο την ηλικία που θα έχει τώρα. Με γκρίζα μαλλιά και κάτι το αναρχικό και αυτάρκες πάνω μας. Η Λέλα επέστρεφε από ταξίδι και εγώ έφευγα. Ειδωθήκαμε, αναγνωρίσαμε η μία την άλλη αλλά χωρίς δραματικότητες. Μόνο σκύψαμε να φιληθούμε. Όχι στο μάγουλο αλλά στο στόμα. Ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα για δύο μάγκισσες σαν και εμάς. Και καθώς ξεμακραίναμε η μία από την άλλη, γλείφοντας τα χείλη μου, διαπίστωσα πως είχαν μια ανάμεικτη γεύση: γεύση από χώμα, που ήταν η δική μου γεύση, και γεύση από αρμύρα, που ήταν η γεύση της Λέλας.
Η Μαριλού περιμένει στο καφέ των παιδικών της χρόνων που η Λέλα της έχει δώσει ραντεβού, αυτό με τις περικοκλάδες και τα τραπεζάκια. Το εξοχικό σπίτι υπάρχει ακόμα αλλά καμιά τους δεν έχει τα κλειδιά. Σκέφτεται ξανά το όνειρό της και περιπλανιέται σε σκέψεις που θα ξεχάσει. Σκέφτεται πως με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο είναι δεμένη με την Λέλα σαν δύο αρχαία όντα. Φέρνουνε γη, η μια, και νερό, η άλλη, και τα ανακατεύουνε σαν δύο αμφίβιες ερωμένες. Η Μαριλού και η Λέλα. Η Λέλα των παιδικών της χρόνων. Των αναστεναγμών και των λυγμών της, των παθών, των μυστικών και των γελώτων της. Η Λέλα, η πελώρια γυναίκα μικροσκοπικών διαστάσεων που κατοικεί σε κάθε γωνία του μυαλού και του σώματός της. Που ο βραχνός αναστεναγμός της γίνεται τραγούδι και ποδοβολητό και μετά ανεπαίσθητος ψίθυρος που μπαίνει στα αυτιά της Μαριλούς, τα ζεσταίνει με το χνώτο του και τους μαρτυράει ότι η ζωή είναι ωραία και αξίζει να την ζεις όπως είναι, χωρίς να την ονομάζεις. Με παγωμένο τσάι στη βεράντα και χωρίς παπούτσια. Με κλειστά μάτια κάτω από έναν γλυκό τύραννο ήλιο. Απροετοίμαστη και άβουλη αλλά ανυπότακτη. Νωχελική και νηφάλια αλλά πάντα με μαγιό κάτω απ’ τα ρούχα για παν ενδεχόμενο.
Όταν η Λέλα καταφτάνει με το μαύρο της φόρεμα, όμορφα παράταιρο μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, και το γελοίο ψάθινο καπέλο της, ο χρόνος σταματάει για λίγο. Οι θόρυβοι γίνονται πάλι υπόκωφοι και έρχονται απ’ το παράλληλο σύμπαν όπως στα παιδικά της μεσημέρια στη βεράντα. Φιλιούνται με υγρά μάτια και κάθονται αντικριστά. Κοιτιούνται για ώρα. Μετά αρχίζουν να ζωντανεύουν και να μιλάνε ζωηρά, αναψοκοκκινισμένες, σε μια απελπιστική και ηττοπαθή προσπάθεια να ζήσουν μαζί είκοσι χρόνια. Τι να φαντάζονται άραγε οι άλλοι θαμώνες για την σχέση τους; Κάνουν υποθέσεις; Η δεν νοιάζονται καν; Τις κοιτάζει κανένας; Ή είναι όλες οι φωνές και οι ήχοι από πιατελάκια και μαχαιροπίρουνα γύρω τους απλώς μια μουσική υπόκρουση για την σκηνή του σμιξίματός τους; Και όλοι οι περαστικοί και θαμώνες είναι κομπάρσοι που κανένας δεν νοιάστηκε να τους δει σαν ρόλους; Κομπάρσοι χωρίς λόγια, σκέψεις και ύπαρξη.
Η ώρα περνάει και η συζήτηση δίνει σταδιακά ξανά την θέση της στο φυσικό χώρο που κατοικούσαν πάντα οι δύο τους. Στο αόριστο και άχρονο κενό. Οι κουβέντες γίνονται ψίθυροι. Ο ήχος γίνεται σιωπή. Οι διακυμάνσεις της φωνής γίνονται περιοδικές, σαν διαλογισμός. Η Μαριλού θέλει να κλάψει αλλά δεν μπορεί. Θέλει να φωνάξει από ευγνωμοσύνη που η Λέλα είναι αυτή που θυμάται. Που η φαντασίωσή της δεν είχε διαστρεβλώσει την πραγματικότητα. Νιώθει ξανά με μια γλυκιά ζέστη στο υπογάστριό της γιατί την ερωτεύτηκε. Και βλέπει γιατί αυτός ο έρωτας θα μείνει ανεκπλήρωτος. Γιατί η Λέλα και η Μαριλού δεν είναι όντα ούτε μόνο της θάλασσας ούτε μόνο της στεριάς. Δεν τους φτάνει μια αμφίβια ύπαρξη ή ένας αμφίβιος έρωτας αλλά θέλουν επιπλέον και φτερά. Δεν θέλουν μόνο η μια την άλλη αλλά θέλουνε και όλο τον κόσμο, την γη, την θάλασσα και τον αέρα. Δεν τους αρκεί τίποτα, ούτε μαζί να είναι, ούτε χώρια. Λατρεύουν την ζωή αλλά θέλουνε κι άλλη, διψάνε. Και το να ονομάσουνε κάτι, οτιδήποτε, αντικείμενο του πόθου τους θα ήταν προσβολή στο υπόλοιπο σύμπαν.
Η Μαριλού την κοιτάζει στα μάτια με λατρεία για όλα αυτά που της έμαθε χωρίς να μιλάει. Προσπαθεί να διαβάσει τις σκέψεις της και να καταλάβει αν συμφωνεί μαζί της, αν πιστεύει και αυτή πως έτσι είναι καλύτερα. Η Λέλα μόνο χαμογελά με μια αόριστη εγωπάθεια ενώ παίζει με το κολιέ της. Μάταια η Μαριλού προσπαθεί ξανά να καταλάβει τι τις λένε οι ήχοι του. Όπως όταν ήτανε μικρή.
«Όχι, δεν είναι καλύτερα έτσι», λέει η Λέλα κοφτά.
Η Μαριλού σαστίζει: «Τι;»
«Λέω. Όταν θέλουμε τα πάντα, δεν συμβιβαζόμαστε με το τίποτα.»
«Αλλά τότε; Τι κάνουμε;», ρωτάει η Μαριλού.
«Επιλέγουμε κάτι», απαντά και της πιάνει την παλάμη.
Η Μαριλού χαμογελά και νιώθει κάτι σαν έρωτα ή κάτι που, τέλος πάντων, δεν έχει όνομα.
Η Λέλα την κοιτάζει: «Πάμε για βουτιά στη θάλασσα;»
«Φοράς μαγιό;»
«Δεν το χρειάζομαι!», απαντάει η Λέλα και αρχίζουν να γελάνε καθώς απομακρύνονται από τον κόσμο, περπατώντας ανάμεσα στην γη, την θάλασσα και τον αέρα. Αμφίβιες με φτερά.
–
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Γεννημένος στην Αθήνα το 1983, ο Πάρης Πέτρου γράφει θεατρικά έργα, διηγήματα και σενάρια για ταινίες μικρού μήκους. Έχει ακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής και σκηνοθεσίας και έχει συμμετάσχει σε διαφορετικές θεατρικές παραγωγές. Το θεατρικό του έργο “Καμία ανάγκη Ή Πορσελάνινες βουκολικές φιγούρες βόσκουν αμέριμνες” έλαβε το Κρατικό Βραβείο θεατρικού έργου για νέους θεατρικούς συγγραφείς 2016. Ζει στην Ουτρέχτη και εργάζεται ως βοηθός καθηγητή Οργανωτικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ρόττερνταμ.