Πέτρος Φούρναρης / Δωμάτιο 57

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση βραβευμένων διηγημάτων από τους πρόσφατους διαγωνισμούς του eyelands. Σειρά έχει το διήγημα Δωμάτιο 57 του Πέτρου Φούρναρη που πήρε βραβείο στον 7ο διεθνή διαγωνισμό διηγήματος (ελληνικό τμήμα) με θέμα »Παράξενοι Έρωτες».

 

αφισα διαγωνισμού

Βραβείο

Πέτρος Φούρναρης – Δωμάτιο 57

 

«Γιατί δεν έρχεσαι;  Όλοι οι συνάδελφοι φύγανε…»

«Μπορεί το βράδυ. Είναι καλά εκεί;»

Ο φίλος μου ανέβασε το μπανταρισμένο του πόδι στη βαλίτσα για να μου  το δείξει.

«Τουλάχιστον τα εμαγιέ στα μπάνια τους δεν είναι σάπια».

Μετά σοβαρεύτηκε.

«Ο παγετός έκαψε και τα παλούκια εκεί πέρα, βγήκε δουλειά για δυο μήνες τουλάχιστον…»

Τον βοήθησα χωρίς να μιλάμε μέχρι το αυτοκίνητο και πριν ξεκινήσει μου έριξε τη σπόντα: «Πρόσεχε! Έμαθα η κοκκινομάλλα σου πέρασε τα σύνορα με ένα μωρό φορτωμένο στο σβέρκο».

Καθώς  η παγωμένη ομίχλη του Φλεβάρη κατάπινε το αυτοκίνητο του, στο βάθος του δρόμου, αν και πολύ πρωί ακόμα, διακρίνονταν τα πρώτα μπουλούκια των Αλβανών που πλησίαζαν. Έτσι που περπάταγαν, με  τα χέρια στις τσέπες, για να ζεσταίνονται, μοιάζανε με ανθρώπους που έκαναν τον συνηθισμένο  πρωινό τους περίπατο. Σε λίγο το σαλόνι του ξενοδοχείου θα γέμιζε ασφυχτικά από τους νεοφερμένους …

«Μοναξιές, ε;» είπε ο ρεσεψιονίστας καθώς ανέβαινα.

«Τι να κάνουμε…»  είπα ανόρεχτα.

«Τι τους έπιασε όλους και φύγανε… Δεν αντέχανε τη φασαρία, ε;»

«Σίγουρα …»

«Εσύ πώς κι έμεινες;»

«Μου αρέσει η φασαρία…»

Τον άκουγα που μιλούσε μόνος του:

«Βέβαια… Ήταν μαθημένοι αλλιώς, με την ησυχία τους, με τα ποτάκια τους κάθε βράδυ, όλο το σαλόνι δικό τους…Ένα μήνα  οι μοναδικοί πελάτες… Και τώρα αυτό το κακό… Η κοσμοσυρροή… Οι μετανάστες… Ποιος το περίμενε…»

 

Με το που μπήκα στο δωμάτιο έκανα ένα ντους με κρύο νερό και χοροπήδησα τρεις φορές στο εμαγιέ της ντουζιέρας με όλο μου το βάρος.  Τηλεφώνησα στον Πάνο αργότερα και του είπα υπαινιχτικά :

«Το εμαγιέ άντεξε∙ αν ήταν σάπιο θα είχε καταρρεύσει κάτω απ’ το βάρος μου».

Τον άκουγα που γελούσε στην άλλη άκρη της γραμμής και τελικά  μου είπε βαριεστημένος:

«Όταν κατέβεις σήμερα στο σαλόνι πλησίασε την και ρώτησε την διακριτικά σε ποιο δωμάτιο μένει… Θα σου λυθεί η απορία… Για να τα βγάλει πέρα δέχεται στο 57…»

«“Τόσο το καλύτερο» του απάντησα. «Δε θα ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες».

Το 57 ήταν το δωμάτιο δίπλα στο δικό μου.

«Πάρε τη σακαράκα σου και πέρνα τη γέφυρα σήμερα κιόλας…» συνέχισε. «Είναι πολύ καλά εδώ… Τα παιδιά μου είπαν να σου πω πως σε περιμένουν».

Του έκλεισα το τηλέφωνο κατάμουτρα. Αν κι ο καλύτερος μου φίλος, η τόση επιμονή του με εκνεύριζε…

 

Συνηθίζαμε να κατεβαίνουμε στο μπαρ μαζί, τον τελευταίο καιρό,  όταν οι άλλοι είχαν ήδη φύγει. Καθαρογράφαμε τη ζημιά που βλέπαμε το πρωί στα χωράφια και κατά τις οχτώ παίρναμε θέση στο βάθος του σαλονιού. Σχολιάζαμε τα καθέκαστα της μέρας και παρακολουθούσαμε μαζί  με τους «νεοφερμένους»τους βομβαρ-δισμούς στο Ιράκ. Απευθείας μετάδοση.

Εκεί την είχαμε πρωτοδεί την κοκκινομάλλα. Ήταν γύρω στα 25 αλλά δεν θα παίρναμε και όρκο για την ηλικία της. Καθότανε σε ένα σκαμπό του μπαρ μόνη, κι ακούγαμε τη φωνή της όταν παράγγελνε στο σερβιτόρο το ποτό της. Μια άσπρη τσάντα κρεμόταν στον ώμο της. Έδινε την εντύπωση μιας γυναίκας που περιμένει κάποιον που δεν έρχεται ποτέ∙ που είναι ντυμένη για  νυχτερινή έξοδο που πάντα ματαιώνεται… Αναρωτιόμαστε τι έκανε εκεί και τι θα μπορούσε να κρύβει αυτή η έμμονη τσάντα…

Κάθε φορά που κατέβαινε τη σκάλα δημιουργούσε σύγχυση στο σαλόνι. Όλοι γυρίζανε να την κοιτάξουν. Οι φωταγωγημένοι ουρανοί της Βαγδάτης χάνανε τη λάμψη τους, τα μαχητικά αεροπλάνα πάγωναν πάνω στην απογείωση τους. Για λίγες στιγμές ο ορατός στόχος πάνω στα ηλεκτρονικά συστήματα ήταν εκείνη, αλλά ίσως τελικά να ήμαστε εμείς ο δικός της στόχος.

Αυτό που με εντυπωσίαζε σε αυτήν ήταν το πρόσωπό της. Όχι τα κοντά μαλλιά που τυλίγονταν σαν φιδάκια στα αυτιά της, ούτε το σκοτεινό πράσινο των ματιών, αλλά μια αβαθής οριζόντια ουλή που ξεκινούσε από τη δεξιά γωνιά των χειλιών, διέσχιζε το μάγουλο κι έσβηνε μαλακά λίγα εκατοστά πιο πέρα. Όποτε την κοιτούσα συνειδητοποιούσα πώς όλη η ομορφιά του προσώπου  ήταν περιττή μπροστά σε αυτό το σημάδι.

«Πώς γίνεται να σε ομορφαίνει τόσο ένα ψεγάδι», ρώτησα τον Πάνο.

Η άποψή του ήταν διαφορετική:

«Μου προκαλεί φόβο», είπε, «Δεν την έχω δει ούτε μια φορά να χαμογελάει, κι αυτό το παγωμένο βλέμμα δεν το έχω ξαναδεί σε άνθρωπο».

Είχε δίκιο. Το σαλόνι πλημμύριζε από μια διάχυτη μελαγχολία αλλά και στις πιο σκυθρωπές φάτσες μπορούσε ξαφνικά να φανεί ένα  στιγμιαίο χαμόγελο. Ακόμα και οι βομβαρδισμοί προκαλούσαν χαμόγελα που έκρυβαν τις μύχιες σκέψεις όσων βαυκαλίζονταν στην ιδέα ότι υπήρχαν και χειρότερα. Μόνο το δικό της πρόσωπο ήταν ανέκφραστο, το στόμα της σφραγισμένο.

Την πλησίασα να της πιάσω κουβέντα μα απώθησε σθεναρά την προσπάθεια μου.

Της έριχνα βλέμματα  και της χαμογελούσα, μου ανταπόδιδε τα  βλέμματα  αλλά όχι τα χαμόγελα.

Τότε  σκέφτηκα πόσο θα το θελα να δω αυτό το μουτράκι να χαμογελάει κι αυτό μου έγινε εμμονή.

Άρχισα να κάνω σχέδια, να πιάνω συζητήσεις με τους ενοίκους του ξενοδοχείου και, δήθεν τυχαία, να ζητώ πληροφορίες σχετικές με το άτομο της. Θα ΄λεγα πως όλοι απέφευγαν επιμελώς να με πληροφορήσουν, λες κι επρόκειτο για μια γυναίκα επικίνδυνη που δεν ήθελαν να την ξέρουν ή τους προκαλούσε φόβο.

Ένα βράδυ, πριν φύγει ο Πάνος, την ακολούθησα καθώς ανέβαινε τη σκάλα αλλά η μοκέτα έπνιξε τον ήχο των τακουνιών της και την έχασα πίσω από τις πολυάριθμες πόρτες του ορόφου. Ένας άνδρας βγήκε από κάποιο δωμάτιο και του είπα ότι έψαχνα την κοκκινομάλλα. Φαίνεται πως δεν κατάλαβε, στηρίχτηκε στον ώμο μου για να μην πέσει και μου είπε ασθμαίνοντας βαριά: «Πες μου, πες μου, γιατί να μου λάχει εμένα αυτό. Πες μου… Πες μου…» κι άφησε το διάδρομο τρέχοντας…

 

Όταν ο Πάνος έκλεισε το τηλέφωνο, πήρα την απόφασή μου να μην κατέβω στο μπαρ το βράδυ. Θα περίμενα να νυχτώσει και θα την παραφύλαγα στο διπλανό δωμάτιο. Αν ο Πάνος είχε δίκιο θα έφευγα την επομένη το πρωί, αν όχι θα έμενα άλλη μια νύχτα στο ξενοδοχείο για να λύσω το μυστήριο.

Το μεσημέρι παρήγγειλλα φαγητό πάνω  και ρώτησα τον υπάλληλο αν το πλαϊνό δωμάτιο ήταν κατειλημμένο. Στράβωσε το μούτρο του δύσθυμα  και μου είπε πως ήταν κατειλημμένος μέχρι κι ο περιστερώνας στην ταράτσα. Ντράπηκα να τον ρωτήσω περισσότερα, αλλά θυμήθηκα πως ποτέ δεν είχα συναντηθεί με κάποιον ένοικο από  το συγκεκριμένο δωμάτιο όσο καιρό  μπαινόβγαινα στο δικό μου.

Έφαγα κι έκατσα πολύ ώρα μπρος το παράθυρο παρατηρώντας τους εργάτες που δουλεύανε για την επέκταση του λιμανιού να συζητούν μεταξύ τους πολλή ώρα. Τώρα που το σκεφτόμουν αυτοί οι άνθρωποι εργαζόντουσαν τόσο αθόρυβα σαν να μην υπήρχαν. Όταν μπάζωναν και οι γερανοί δούλευαν, λείπαμε στα χωράφια, όταν ερχόμασταν είχαν ήδη σχολάσει. Κάθε μέρα που επέστρεφα έβλεπα την άκρη του μόλου όλο και πιο μακριά. Λες και προχωρούσε από μόνος του προς την ανοιχτή θάλασσα. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις…

Αργά μετά τα μεσάνυχτα κόντευε να με πάρει ο ύπνος, όταν  άκουσα θόρυβο κλειδιού από τη διπλανή πόρτα και κάποιους που μπαίνανε στο δωμάτιο. Πετάχτηκα επάνω και κόλλησα το αυτί μου στη μεσοτοιχία, αλλά οι τοίχοι ήτανε καλά μονωμένοι. Έκανα υπομονή κάμποση ώρα και μετά βγήκα στο διάδρομο κι έβαλα αυτί στην πόρτα τους.

Ακουγόντουσαν ανδρικά βογγητά, ένας άνδρας που ξεστόμιζε βρωμιές, αλλά καμιά γυναικεία φωνή δεν έφτασε στα αυτιά μου. Προσηλώθηκα περισσότερο αλλά τίποτα. Κάποια στιγμή ο άνδρας άρχισε να γελάει κι είπε για τους Αμερικανούς ότι κάνανε χειρουργικές επιθέσεις στο Ιράκ.

Αισθάνθηκα ότι μου τραβούσαν το χαλί κάτω από τα πόδια. Δεν υπήρχε περίπτωση μια τέτοια γυναίκα να εκδίδεται. Θα ήταν πολύ λυπηρό, ο κόσμος θα ήταν πολύ οδυνηρός για μένα από δω και πέρα αν αυτό συνέβαινε. Εννοώ αν συνέβαινε σε οποιαδήποτε γυναίκα του επιπέδου της..

Για να τελειώσει η αγωνία που με βασάνιζε έβαλα κάτι επάνω μου και χτύπησα διακριτικά την πόρτα με το πρόσχημα να ρωτήσω τους «γείτονες» αν τα καλοριφέρ τους λειτουργούσαν.Θα παραπονιόμουν ότι είχα ξεπαγιάσει και ότι κάτω στη ρεσεψιόν δεν είχα βρει κανέναν να με εξυπηρετήσει. Για καλή μου τύχη μου άνοιξε ο ίδιος ο ρεσεψιονίστας στον οποίο εξήγησα τους λόγους που τον γύρευα.

Ο κοντόσωμος άνδρας με το σγουρό, πυκνό μαλλί με κοίταξε αιφνιδιασμένος. Είπε πως και βέβαια λειτουργούσαν τα καλοριφέρ, φιλοτιμήθηκε μάλιστα να πάει ο ίδιος να δει αν τυχόν υπήρχε κάποια βλάβη. Του είπα πως ήταν ευγενικό εκ μέρους του και, κλείνοντας την πόρτα με πάταγο, κατέβηκε την σκάλα. Δεν είχα προλάβει να ρίξω ούτε μια ματιά μέσα στο δωμάτιο και τώρα περίμενα τον άνθρωπο να ανέβει. Θα δικαιολογιόμουν πως είχα κλείσει το θερμοστάτη κι είχα ξεχάσει να τον ξανανοίξω, θα του ζητούσα συγνώμη κι έτσι θα μπάλωνα την αδιακρισία μου. Μα τότε άκουσα μια φωνή να μιλάει στο τηλέφωνο, μια γνώριμη γυναικεία φωνή, τη φωνή της Αλβανίδας που ευχόταν σε κάποιον καλή τύχη στη γλώσσα της, μια ευχή πολύ συνηθισμένη κάτω στο σαλόνι.

Έκλεισα αγανακτισμένος την πόρτα μου και προσπάθησα να ηρεμήσω. Στο κάτω κάτω ούτε γνωστή μου ήτανε ούτε συγγενής μου. Ποιος ο λόγος για τέτοιες στενοχώριες; Όσο περνούσε η ώρα ένιωθα καλύτερα. Από το παράθυρο φαινόντουσαν τα κίτρινα φωτάκια των απέναντι κέντρων και  τέσσερα ακίνητα λευκά φώτα στη σειρά από τα καΐκια  που ψαρεύανε στη μέση του κόλπου. Υπήρχε μια απόμακρη ησυχία, κάποιος στο δρόμο άρχισε να τραγουδάει με βραχνή, σκοτωμένη φωνή:  “We all live in a yellow submarine, yellow submarine, yellow submarine…”

Χτύπησε η πόρτα μου δυο φορές, κι αναρωτήθηκα ποιος να ήταν ο πιθανός επισκέπτης, αφού δεν υπήρχε κανείς από τους δικούς μου στο μέρος και με τον ρεσεψιονίστα είχα ξεμπερδέψει. Δεν υπήρχε ψυχή στο διάδρομο, όμως ή πόρτα του δωματίου 57 ήταν ορθάνοιχτη.

Πρόβαλλα στο άνοιγμα και την είδα. Ήταν όρθια, ντυμένη  μια μπλε λαμέ νυχτικιά που έκανε τα πόδια της ακόμα πιο ελκυστικά. Το ένα στήθος της ήταν ακάλυπτο, θήλαζε ένα μωρό που το βάσταζε και με τα δυο χέρια. Με κοιτούσε, σιωπηλή, στα μάτια. Το στόμα της σφραγισμένο όπως πάντα, η μικρή ουλή στα χείλη τελείως  οριζόντια.

Γύρισα  στο δωμάτιο, ξεκρέμασα το σακάκι κι έβγαλα μερικά χαρτονομίσματα μεγάλης αξίας. Της τα άφησα στο κρεβάτι και επέστρεψα. Μπορούσα να δω τώρα τη σκιά του ανθρώπου, που τραγουδούσε ακόμα, να προχωράει πέρα στο μώλο που φτιάχνανε οι εργάτες και να απομακρύνεται∙ μέχρι που  χάθηκε, και το τραγούδι έσβησε. Πόση ώρα κάνει ένας άνθρωπος με αργό βηματισμό για να χαθεί στο σκοτάδι ενός μόλου ώστε να μην ακούγεται πια το τραγούδι του; Τόση ώρα περίμενα μπρος στο παράθυρο και τότε η πόρτα ξαναχτύπησε.

Σκέφτηκα πως η κίνηση που είχα κάνει ίσως να την είχε προσβάλλει… Με έπιασε μια παράξενη αγωνία. Άνοιξα με τρεμάμενο χέρι, δεν ήταν κανείς, η πόρτα της ήταν ακόμα ορθάνοιχτη. Το μωρό της, σε ένα μικρό κρεβατάκι σε μια κόχη του δωματίου, κοιμόταν γαληνεμένο∙ μια σταγόνα  γάλα κυλούσε από τα στριφτά χείλη. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη, το ένα πόδι λυγισμένο, το άλλο χαλαρό, λίγο πιο μακρυά από το άλλο, έτσι που να μπορώ να βλέπω τα απόκρυφα μέρη του κορμιού της. Στο πρόσωπό της υπήρχε ένταση, τα πυκνά πράσινα μάτια έσκαβαν στα δικά μου. Δεν ήταν βλοσυρά, δεν είχαν εκείνη την αοριστία στο βλέμμα· ήταν λαμπερά, γεμάτα από μια σκοτεινή αυτοπεποίθηση, σαν να υπήρχε μια διένεξη ανάμεσά μας,μια σκοτεινή αναμέτρηση για κάποιον λόγο που εγώ, τουλάχιστον, δεν γνώριζα …

Έτρεξα στο δωμάτιο, πέταξα στο κρεβάτι τη βαλίτσα κι άρχιζα να τοποθετώ τα ρούχα όπως όπως. Άφησα μόνο το σακάκι μου, το φόρεσα αφού έβγαλα πρώτα άλλη μια δεσμίδα  από  χαρτονομίσματα  μεγάλης αξίας. Κλείδωσα και σταμάτησα ξανά στο άνοιγμα. Κοιτούσε ακόμα προκλητικά, στην ίδια στάση. Συγκρατήθηκα… Με αργές κινήσεις, όσο πιο ευγενικά μπορούσα, άφησα τα χρήματα  στο κομοδίνο κάτω από το καθρέφτη και κοιταχτήκαμε για τελευταία φορά. Το βλέμμα της είχε μαλακώσει. Η ουλή στο στόμα  τρεμόπαιζε κάτω από το σκληρό φως της λάμπας∙ κινήθηκε  προς τα πάνω σχηματίζοντας ένα μικρό κύμα. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο μόνο για μια στιγμή, αρκετός χρόνος για δω ότι ακριβώς πίσω από το μικρό σημάδι  υπήρχαν άδεια ούλα- όπου ακριβώς θα πρεπε να υπάρχουν τουλάχιστον τρία δόντια. Το χαμόγελο που μου έστειλε, όσο λίγο κι αν κράτησε, όσο κι αν το είχα ευχηθεί, δεν μπορούσα να το ανταποδώσω.  Άφησα τη βαλίτσα μπροστά  στην πόρτα  και πάνω της το πορτοφόλι με τα τελευταία χρήματα από τη μισθοδοσία μου, χωρίς καν να σκεφτώ πως θα περνούσα  τους επόμενους δυο μήνες που θα έκανα να πληρωθώ. Κατέβηκα στη ρεσεψιόν να τακτοποιήσω τις εκκρεμότητες μου με το τελευταίο ποσόν που μου απόμενε.

«Πολύ βιαστικό σε βλέπω…»

«Όλα καλά…»

Ο ρεσεψιονίστας με κοιτούσε δύσπιστα.

«Η φασαρία που λέγαμε, ε;»

Μου ήρθε να τον χτυπήσω. Για να συγκρατηθώ, καθώς έγραφε την απόδειξη, κοίταξα μηχανικά γύρω μου. Τα μάτια μου σταμάτησαν  στους μεγάλους πολυέλαιους της άδειας σάλας.

«Μου αρέσει η φασαρία!» του φώναξα. «Μόνο το φως… Δεν είναι ανάγκη να ανοίγετε όλα τα φώτα…Το φως!»

«Το φως…» μουρμούρισε σαστισμένος. «Το φως… Τι σχέση έχει το φως;»

«Το φως! Το φως!» φώναξα ξανά κι ανέβηκα τρέχοντας τη σκάλα.

Η πόρτα της ήταν κλειστή. Σήκωσα τη βαλίτσα και πήρα το πορτοφόλι που ήταν ακόμα εκεί∙ άδειο, γεμάτο δεν είχε σημασία. Σημασία  είχε να φύγω αμέσως. Μπήκα στο αυτοκίνητο την ώρα που ο ρεσεψιονίστας αναβόσβηνε τα φώτα της σάλας σαν να τα δοκίμαζε. Με νευρικές κινήσεις έβγαλα το αυτοκίνητο στον επαρχιακό δρόμο που οδηγούσε στο νησί.

Ήταν επικίνδυνος δρόμος, όλο απότομες στροφές, με γκρεμούς ή θάλασσα από κάτω, και επιπλέον κάτι τέτοιες αφέγγαρες νύχτες ήταν θεοσκότεινος. Όταν επέστρεφα στο ξενοδοχείο αυτός ο έρημος δρόμος με  φόβιζε. Οι προβολείς του αυτοκινήτου σάρωναν το σκοτάδι αλλά δεν το διέλυαν. Είχα προσαρμόσει ένα ενισχυτικό φώτων, δυο απλά ρελέ μέσα σε ένα κουτάκι, που δυνάμωναν και τις δύο σκάλες.

Στη μέση της διαδρομής αισθανόμουν καλύτερα, ελαφρύτερος, λες κι είχα ξεφορτωθεί ένα δυσβάσταχτο φορτίο. Η καλή μου διάθεση επανερχόταν γρηγορότερα από όσο νόμιζα, η εμμονή που θέριευε τη φαντασία μου υποχωρούσε ακόμη πιο γρήγορα. Τότε σκέφτηκα  τι θα ξόδευα εκεί που πήγαινα, αφού δεν είχα άλλα λεφτά…  Όμως θα τα κανόνιζα με τον Πάνο∙ σε δύσκολες περιόδους δανειζόμαστε μεταξύ μας.

Η σκέψη αυτή με έκανε να θυμηθώ το πορτοφόλι  στο σακάκι,  άραγε η κοκκινομάλλα  είχε πάρει και τα  υπόλοιπα χρήματα;  Πάρκαρα σε μια μεριά του δρόμου το έβγαλα από την τσέπη και το ξεφύλλισα. Μέτρησα τα χρήματα και κατάλαβα πως δεν έλειπαν άλλα. Σε ένα τυλιγμένο  χαρτί υπήρχαν επίσης, στο ακέραιο, όλα τα χρήματα που τις είχα αφήσει  και πάνω στην τσαλακωμένη σελίδα ένα σημείωμα που ταίριαζε σε γραφικό χαραχτήρα καλλιεργημένης γυναίκας. Έλεγε:

 57

fat i mirë

Δηλαδή: καλή τύχη.

Κοιτούσα πολλή ώρα εκείνη τη γραφή πάνω στη τσακισμένη σελίδα, τα κομψά γράμματα, τα συμμετρικά σχήματα, τις τελείες των διαλυτικών που έμοιαζαν με μάτια που κατασκοπεύουν. Τα κοιτούσα αιφνιδιασμένος μέχρι που ένα πνιχτό γέλιο ανέβηκε στο λαρύγγι μου, χωρίς να το θέλω… Το γέλιο ενός ξένου. Συνέχισα να γελάω και έβαλα μπρος τη μηχανή. Από τη μια μεριά της γέφυρας έβλεπα κιόλας τους συναδέλφους μου να πίνουν τον ζεστό  καφέ τους δίπλα στην αναμμένη φωτιά, από την άλλη τους φωτεινούς διαδρόμους και το άπλετο φως του ξενοδοχείου. Τι σημασία είχε ποιον δρόμο θα έπαιρνα;  Πάτησα κι άλλο το γκάζι κι έκλεισα τους προβολείς του αυτοκινήτου. Ήθελα να χαθώ μες την νύχτα. Έστω και για λίγο να με καταπιεί το απόλυτο σκοτάδι…

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Πέτρος Φούρναρης, Αθήνα,1963. Γεωπόνος. Ζει με την οικογένειά του στην Λέρο. Ασχολείται με το διήγημα, την μετάφραση και το θέατρο. Πεζά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά (Έκφραση Λόγου και Τέχνης, Πλανόδιο), σε συλλογές διηγημάτων και σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά (Πλανόδιο – Ιστορίες Μπονζάι, Frear κ.α).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Advertisement