//Μια άδικη κρίση ανατέμνεται//
του Αντώνη Περδικούλη*
Υπήρξε ο Καρυωτάκης (1896-1928) ηγετική μορφή μιας κρίσιμης φάσης στην ιστορία της Νεοελληνικής Ποίησης, ο οποίος με την τεχνοτροπία του διέλυσε τα στερεότυπα της ηθικολογίας , πού εμπνεόταν ως τότε από αβαθείς τόπους με «ωραία χρώματα του δειλινού», με «εύμορφα άνθη στους αιθέρες», ή από «χίλια αρνάκια σκορπισμένα που βόσκουν χόρτα και δροσιά». Είναι ο τρίτος μείζων ποιητής έπειτα από τους Σολωμό και Παλαμά που φέρνει όραμα στην Τέχνη. Το ανανεωτικό στοιχείο που έφερε στην Ποίηση μετά από αυτούς και πριν από τους Σαραντάρη και Ρίτσο είναι η μεταμόρφωση της λέξης σε γρονθοκόπημα στο αραχνοΰφαντο πέπλο της παλαιοαστικής κοινωνίας και της ιδέας σε συνεπή διαμαρτυρία, την οποία πολλοί προγάστορες κοσμοπολίτες«διανοούμενοι» την εξέλαβαν ως ύβρι.
Είναι πρωτοποριακός γιατί η Ποιητική του ξεπερνά τη συνήθη πειθαρχία της ρίμας. Συνενώνει τις γραμμές της ιδέας και του τρόπου ζωής σεμία πράξη. Είναι τραγικός, αλλά και λυρικός μαζί, έστω και αν αρκετοί λειτουργοί της κριτικής τού αποδίδουν ελλειμματικά μόνο την πρώτη ιδιότητα.
Σοβαροί επικριτές του υπήρξαν οι Κ. Δημαράς, Γ. Θεοτοκάς, Μ.Μ.Παπαϊωάννου, Τ. Βουρνάς και Β. Λεοντάρης. Θα σταθώ στον τελευταίο τον Βύρωνα Λεοντάρη (1932-2014), ποιητή, κριτικό και φιλόλογο. Στο βιβλίο του λοιπόν με τα κριτικά δοκίμια , που τιτλοφορείται« Σημειώσεις»1973 και στις σελίδες 71-73 κατηγορεί τον Καρυωτάκη με τις εξής κατηγορίες:
- « Ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής που απωθούμε..»
- « Ο Κ. δεν ορίζεται ως προσωπικότητα, αλλά μόνο ως προσωπικότητα»
- « ..Υπήρξε ένας εντελώς ασήμαντος άνθρωπος».
- « Γίνεται ο πρώτος βλάσφημος στην ελληνική ποίηση..».
- «Του έδωσαν θέση στις ανθολογίες, μα οι σελίδες φωνάζουν σα να θέλουν να ξεκολλήσουν και να φύγουν.»
- «Υπήρξε ψυχρός ποιητής, χωρίς ανάπτυξη έκφρασης.»
- «Κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλαδή κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών.»
Μια πρώτη εντύπωση που μας δίνεται, χωρίς προσπάθειες για βαθύτερες αιτιολογήσεις είναι ότι, ο κ. Β. Λεοντάρης είναι «αντικαρυωτακικός» εκ προοιμίου και ότι ακόμα αντιφάσκει ο ίδιος ως ποιητής , ειδικά με τα λεγόμενά του στην έβδομη κατηγορία..
Θα επιχειρήσω να αποκαταστήσω την αλήθεια, πού επιπόλαια ο Β.Λ. βάλλει από παντού, απαντώντας κατά το δυνατόν με διάφανη και δικαιοκριτική ματιά:
1ον: Εάν ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής που ο Λεοντάρης τον απωθεί, τότε άς χρησιμοποιούσε το α΄ενικό πρόσωπο και άς μην ομιλούσε σε γ΄πληθυντικό, εκ μέρους των πολλών. Ο σοβαρός κριτικός πρέπει να εκφράζει προσωπική άποψη και να μην κρίνει για λογαριασμό τρίτων. Είναι αντιδεοντολογικό, αλλά δηλώνει και έπαρση. Το «απωθώ έναν ποιητή», δηλαδή τον σπρώχνω μακρυά ως μίασμα, φανερώνει κακοβουλία και βεβαίως προκατάληψη. Έσκυψε όμως ο Λ. στον πόνο του Ποιητή , να ψηλαφίσει προσεκτικά την πληγή της ψυχής του; Θα ήταν τιμητικότερο για τον ίδιο να έλεγε, φερ’ ειπείν, «δεν τον προτιμούμε», γιατί δεν μας ταιριάζει η ιδιοσυγκρασία ή η τεχνοτροπία του, παρά αυτό το αγενές « τον απωθούμε».
2ον: Η προσωπικότητα ενός ατόμου ορίζεται από σκοπό, αυτοτέλεια και βούληση. Είχε σκοπό ο ποιητής μας, να αντιτάξει στις ασχήμιες των ανθρώπινων πράξεων την δική του Τέχνη, φτιαγμένη από αιώνια υλικά. Είχε αυτοτέλεια μέσα στην αυθυπαρξία της ζωής του και την δυναμική της σκέψης του. Είχε και βούληση να πλάσει μέσα από την ποιητική φαντασία έναν κόσμο πιο αγγελοκαμωμένο, να τον προβάλλει ως αντίβαρο σε εκείνον της παχυδερμίας της ψυχής ορισμένων . Στο βάθος λοιπόν ήταν ρομαντικός, ένα στοιχείο που άλλωστε εμφιλοχωρεί σε όλους τους γνήσιους ποιητές.
Ένας ρομαντικός της καλής πίστης. Στην κόψη όμως του μεγάλου σκοπού να γίνει «στοιχείο απλό, ελεύθερο, γενναίο», ο ρομαντισμός αυτός διαλύεται στη σύγκρουση με την αναισθησία του πραγματικού κόσμου,του σκληρού για«μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει». Ο Κ. είναι από τις ελάχιστες ποιητικές προσωπικότητες πού συνάρμοσε την ιδέα με την πράξη, την πίστη με το πεπραγμένο ( βλέπε και Λ.Μαβίλης). Την ιδέα του τραγικού πνεύματος λεπτής ειρωνείας , με μια βίαιη αναχώρηση εκεί, «στο απόλυτο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη.»
3ον: Υπήρξε ο εκφραστής μιάς ποιητικής γενιάς, αυτής του 1920. Ένας πραγματικός Πρωτεσίλαος πού άνοιξε καινούργιο δρόμο μαχόμενος την συμβατικότητα στην ποιητική Τέχνη. Ταξίδεψε στο εξωτερικό, έζησε κάμποσο καιρό εκεί, γνώρισε από κοντά την πνευματική κίνηση της λογοτεχνικής Ευρώπης. Συνεργάστηκε με σπουδαία περιοδικά Λόγου και Τέχνης Νουμάς, Έσπερος, Παρνασσός, Λόγος, Νέα Ζωή, ο ίδιος εξέδωσε – με τη συνεργασία φίλων και ομοϊδεατών του το βραχύβιο σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα». Υπήρξε σημαντικότατο στέλεχος του Υπουργείου Προνοίας- υπήρξε και Νομαρχεύων για ένα διάστημα-ευυπόληπτος πολίτης, από τους πλέον πειθαρχημένους και ενσυνείδητους εργαζόμενους, πέραν του μεγάλου ποιητικού βεληνεκούς του- ενόσω ακόμα ζούσε- της μεταφραστικής του δεινότητας από την Γαλλική και Γερμανική γλώσσα και άλλα ακόμα.
Ο Λεοντάρης τον υβρίζει αποκαλώντας τον «ασήμαντο άνθρωπο», ίσως από μικροψυχία, ίσως γιατί δεν εμβάθυνε όπως θα όφειλε στο καθαρά φιλολογικό του έργο, ίσως γιατί είναι αντίθετος με την μποέμικη ζωή του ποιητή, ίσως τέλος γιατί δεν συμφωνεί με την ιδεολογική του κοσμοθεωρία! Κατά βάση, σε όλα αυτά τα παραπάνω «στηρίχθηκε» για να δημιουργήσει το «ευφυές» και χθαμαλού κριτικού ήθους ιδεολόγημά του..
4ον: Ο χαρακτηρισμός «βλάσφημος» είναι τουλάχιστον ανεδαφικός, εκτός εάν ο Λεοντάρης τον χρησιμοποιεί ως κατά …δυσφημισμόν σχήμα (αντιθέτου του «κατ’ ευφημισμόν»), παραπέμποντας μάλλον στους «καταραμένους» μείζονες ποιητές της Γαλλίας Βερλαίν, Μπωντλαίρ και Ρεμπώ. Τον ενοχλεί ο ευθύβολος λόγος του ποιητή, όταν κατακεραυνώνει την υποκρισία και όλους όσοι εξαγοράζουν όλες τις αξίες και τα ιδανικά:
« Λευτεριά, Λευτεριά, πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει το υπερούσιο μέταλλό σου..»
ή όταν ξεστομίζει αλήθειες στο σαγηνευτικό κάλβειο ύφος:
« Αλλά, τι λέγω, θρήνησε, θρήνησε την πατρίδα
νεκρά όπου σκυλεύουν, αλλοφρονούντα τέκνα της..»
5ον: Εάν ο Κ.Κ. υπήρξε «ψυχρός» ποιητής, τότε ο Β.Λ. φαίνεται ολοκληρωτικά αδύναμος να εμβαθύνει στην πεμπτουσία της καθαρής ποίησής του και να την προσεγγίσει με θέρμη. Είναι, φερ’ ειπείν’, οι παρακάτω στίχοι ψυχροί ή μήπως αντιθέτως είναι εκφραστικότατοι, μελιχρότατοι, ρωμαλέοι, θεσπέσιοι, πλημμυρισμένοι από ακαταμάχητο λυρικό φως;
« Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι, απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει..»
« Μέρα τα’ Απρίλη, πράσινο λάμπος
γελούσε ο κάμπος με το τριφύλλι..»
« Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στού απείρου
και στής νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!.»
6ον: Όλες οι Ανθολογίες και Βιογραφίες Ποιητών γράφουν για εκείνον ότι καθιερώθηκε ως ένας εκ των αξιολογότερων εκπροσώπων της ελληνικής ποίησης. Ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του 1978 σημειώνει: « Οποιοδήποτε ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού, φιλαρέσκειας, που μπορεί να υπήρχε σε προηγούμενους ποιητές, έχουν εξαφανιστεί στον Καρυωτάκη». Ο Κλέων Παράσχος σε άρθρο του το 1938:
« Η πίστη του στην Τέχνη είναι τόσο ισχυρή, που έλεγε πώς μόνο με αυτήν θα νικηθεί η ύλη, το εφήμερον, ο θάνατος». Ο δε φιλόλογος και μελετητής λογοτεχνίας Γ.Π.Σαββίδης έγραφε στα 1972: « Ο Καρυωτάκης άσκησε ισχυρή επίδραση σε ριζικά διάφορες ποιητικές ιδιοσυγκρασίες (Σεφέρη, Ρίτσο, Πεντζίκη), που εμφανίστηκαν σχεδόν αμέσως ύστερα απ’ αυτόν.. Μια επίδραση έξω από τα όρια της ποιητικής συντεχνίας.»
7ον: Σύμφωνα με τον Λεοντάρη, η απελπισία ισοδυναμεί με την ποίηση, ίσως η πιο νοσηρή θεωρία που γράφτηκε ποτέ! Γιατί εάν, όπως ισχυρίζεται, η ελληνική ποίηση είναι ποίηση μόνο σε στιγμές απόγνωσης, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι η Ποίηση είναι –αλί!- Τέχνη μηδενιστική, αχρείαστη και αυτοκαταστροφική!.. (θεωρία Λεοντάρη).
Αυτές οι κενόδοξα ακραίες θέσεις του μελετητή αρκούν για να προσβάλλουν ηθικά και αισθητικά το σώμα της κριτικής λογοτεχνίας και να θέσουν σε συναγερμό τα υγιή μέλη της απροσμέτρητης ποιητικής οικογένειας.
Τα λιγοστά ποιήματα του Καρυωτάκη-εκατόν δεκατρία δικά του και είκοσι τέσσερα μεταφρασμένα αριστοτεχνικά Γάλλων και Γερμανών ποιητών-έχουν μια θαυμαστή στιχουργική ροή και μετρική εντέλεια, που κανείς συνήγορός τους δεν χρειάζεται να τα υπερασπιστεί λέγοντας κάτι παραπάνω, αφού αυτά τα ίδια αποδεικνύουν την σημαντικότητα της εύψυχης τεχνικής τους. Για παράδειγμα:
« Για να ξεχάσω το άπειρο, τώρα θ’ αναπολώ
τη χρυσή μέθη του έαρος, το κύμα τ’ απαλό,
κι εκείνη που εβημάτιζε σε πάρκα ερημικά,
αγάπη, ώ, φύλλα κίτρινα, ώ, ρόδα νεκρικά!.» (Paul-JeanToulet)
Η απαισιοδοξία του Καρυωτάκη είναι εγγύτερα στον ρεαλισμό των πραγμάτων και της σκληρής ζωής, απ’ ότι η πεισματική αισιοδοξία μερικών που κάποτε συγγενεύει με τη μωρία και την ρηχή θεώρηση των πραγμάτων.
Η μελαγχολία του είναι το καταστάλαγμα μιάς ευγενικής ψυχής. Εκεί εδράζεται το χρυσάφι της γραφής του , αλλά και όλης της διανόησής του. Και μόνον η ακατάβλητη διάρκεια της ποιητικής του Τέχνης είναι η πληρέστερη απάντηση στους διώκτες και στους αρνητές του, « που όταν θέλουν να πονείς, μπορούν με χίλιους τρόπους».-
Α. Π.
« Τετράδια με μπλέ πανάρια»
–
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Αντώνη Περδικούλη
Γεννήθηκα στην Αγιά Λαρίσης στις 8 Απριλίου 1964. Πρωτοεμφανίστηκα στα Ελληνικά Γράμματα τον Φεβρουάριο του 1980, δημοσιεύοντας πρωτόλεια ποιήματα στην εφημερίδα ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ, στο ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ και στην ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΕΣΤΙΑ. Στη συνέχεια συνεργάστηκα επί χρόνο μακρό με έντυπα Λόγου και Τέχνης όπως: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, ΘΡΑΚΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΣΤΟΜΙΟ,ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΦΩΣ,ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΓΡΑΦΗ,ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ και ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΑΡΙΣΑ. Από το 1981 έως και σήμερα έχω εκδώσει τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: « Δέκα Φιλήματα για συναυλία», 1981 (σε ηλικία 17 ετών), « Αλισάχνη» 1982,
«Γράμμα στον άνθρωπο από σταφύλι»1984, « Ο Ξανθός Αύγουστος και η Ηλέκτρα» 1987, « Απόψε ο Αίολος κοιμήθηκε νωρίς» 1989, « Ο Αναχωρητής» 2003, « Αόρατος Ήλιος» 2006, «Θλίψης Τρόπαια»2015 και « Τα Φώτα στα Νερά» 2016. Εν πλώ βρίσκεται η συλλογή ποιημάτων μου « Θέρος Αλίμενο».
Στις χειρόγραφες εργασίες μου χρησιμοποιώ το πολυτονικό σύστημα γραφής, θερμός θιασώτης της εθνικής ιστορικής ορθογραφίας.