Επιλογή: Οι πλεξούδες της Αφροδίτης – Ευγενία Ασλανίδου

Η επιλογή παρουσιάζει τα διηγήματα του 8ου διεθνούς διαγωνισμού διηγήματος eyelands (ελληνικό τμήμα) που επιλέχτηκαν για δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό eyelands. Η δημοσίευση αρχίζει κάθε χρόνο τον Οκτώβριο και ολοκληρώνεται λίγο πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα του επόμενου διαγωνισμού.
Το θέμα του 8ου διαγωνισμού ήταν: «Αποσκευές». Το διήγημα το οποίο έχει σειρά είναι:

επιλογή αφίσα

Οι πλεξούδες της Αφροδίτης
της Ευγενίας Ασλανίδου

 «Έλα λεωφορείο να φέρεις το καλάθι»,  φώναξε η Αφροδίτη την ώρα που, απογευματάκι πια, άφησαν το παιχνίδι κι έτρεξαν  να  προϋπαντήσουν   το λεωφορείο. Από τα άλλα παιδιά, ένας φώναξε «έλα λεωφορείο να φέρεις το μπαμπά μου» κι ένας  άλλος «έλα λεωφορείο να φέρεις το θείο μου το Μιχάλη». Τα υπόλοιπα δεν τα συγκράτησε η Μαρκέλλα,  που έσπευσε να τα προλάβει στη γριά Βαγγελινή.«Ακούς εκεί η εγγόνα σου. Αντί να λαχταρά για τη μάνα της, το καλάθι έχει στο νου της».  Η Βαγγελινή μουρμούρισε ένα «παιδί είναι» και βγήκε να την  περιλάβει. Την είδε, μαζί με άλλα παιδιά  μέσα στο λεωφορείο που περνούσε εκείνη την ώρα μπρος από το σπίτι τους, να της κουνά το χέρι.            Έτσι γινόταν κάθε απόγευμα από τότε που έγινε ο αμαξωτός κι άρχισε να ‘ρχεται λεωφορείο στο χωριό. Η «μαρίδα»  άφηνε ο,τι κι αν έκανε κι έτρεχε να διανύσει όσο γίνεται περισσότερο δρόμο.  Καμιά φορά το λεωφορείο αργούσε και τότε κάποιος έβαζε το αυτί του πάνω στο σημάδι που άφηναν οι ρόδες του αυτοκινήτου, να ακούσει αν έρχεται.  Και πάλι συνέχιζαν να τρέχουν.  Ο οδηγός, που και να ‘θελε, δε μπορούσε  να αναπτύξει ταχύτηταστονγεμάτο λακκούβες χωματόδρομο, είχε πάντα το νου του. Όταν  έβλεπε τα παιδιά, σταματούσε και άνοιγε την πόρτα. Ε, ρε χαρές που  κάνανε εκείνα καθώς σπρωχνότανε ποιο θα μπει πρώτο!

Μόλις φτάνανε στην πλατεία που ήταν η στάση,  πεταγόταν έξω με την ίδια φούρια, σπρώχνοντας τους επιβάτες –ας  τους φοβέριζε κάθε φορά ο οδηγός πως δε θα τους ξαναβάλει μέσα άμα κάνουν φασαρία –και ξανάπιαναν το παιχνίδι.

Αργά το βράδυ, σκοτεινά πια μαζεύτηκε  η Αφροδίτη στο σπίτι. Από τότε που ‘φυγε η μαμά  της  για τη χώρα, να ‘χει  τον αδελφό της, που πήγαινε στο γυμνάσιο,ήταν η τελευταία από όλα τα παιδιά που άφηνε το παιχνίδι. Ο πατέρας της νυχτωνόταν στο χωράφι κι η γιαγιά δεν είχε αντοχές να την κυνηγά. Έτσι νόμιζε δηλαδή γιατί με το που μπήκε, την άρπαζε από το αυτίμε τόση δύναμη,  που κόντεψε να της το ξεκολλήσει.

«Για λέγε τώρα; Για ποιο καλάθι έλεγες,  να σου φέρει το λεωφορείο;»

«Ποιο καλάθι;» Κλαψούρισε η μικρή.

«Το καλάθι που περιμένεις να σου φέρει το λεωφορείο. Και σ’ ακούνε κι οι αθρώποι».

«Γι αυτό», είπε η Αφροδίτηκι έδειξε το καλαμένιο καλάθι που κρεμόταν από ένα καρφί πάνω στο δοκάρι του ξύλινου ταβανιού.

Μήνες  τώρα πάει κι έρχεταιμε το λεωφορείο, πάντα σκεπασμένο μ’ ένα πανί και ραμμένο γύρω –γύρω. Γεμίζει από το χωριό, ο,τι παράγει η γης: λάδι, ελιές, τυρί, όσπρια, αλεύρι,  αμύγδαλα,  πάει στη χώρα, κι από εκεί επιστρέφει πίσω  γεμάτο καλούδια της πόλης: φραντζόλα, κασέρι, σαλάμι, κάλτσες για όλους, ρούχα παιχνίδια και σοκολάτες  για τη μικρήκι απαραιτήτως ένα γράμμα της Μαρίας  με τα νέα για τις επιδόσεις του γιου. «Ο Κωστής πήρε άριστα στο διαγώνισμα της  ιστορίας, ο Κωστής θα είναι παραστάτης στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου…»

Μια φορά έστειλε και κοτόσουπες. Στο γράμμα εξηγούσε τι ήτανε,  αλλά ώσπου να γυρίσει ο Νικόλας απ’ τη δουλειά να το διαβάσει, η Βαγγελινή, που της πέρασε για σοκολατάκια, είχε κεράσει τις μισές στο παιδομάνι που βοηθούσε  κάθε φορά την Αφροδίτηνα μεταφέρει το καλάθι από το λεωφορείο στο σπίτι.

Βούκινο είχε γίνει στο χωριό. Ανέκδοτο την έκαναν.

«Και προτιμάς το καλάθι από τη μάνα σου;» Φώναξε πιο δυνατά, καθώς θυμήθηκε πάλι εκείνο της το πάθημα και συγχύστηκε.

«Όχι. Μα το λεωφορείο δε φέρνει τη μαμά. Το καλάθι φέρνει», είπε η μικρήκι έβαλε τα κλάματα.

Της Βαγγελινής πόνεσε η ψυχή της και σταμάτησε, πριν την πάρουν κι εκείνη τα ζουμιά.

«Το παιδί στερείται τη μάνα του», είπε το βράδυστο γαμπρό της.«Να της το γράψεις. Να τελειώσει τη χρονιά ο μικρός και το ερχόμενο να τον πάει κάπου οικότροφο και να ΄ρθει στο σπίτι της. Τόσα παιδιά σπουδάζουν μοναχά. Δε θα χαλάσομε ένα δεσπότη, να φτιάξομε έναν καλόγερο».

«Θα της το γράψω», απάντησε ξερά ο Νικόλας και συνέχισε να ρουφά τη σούπα του.

«Και να πας και στο δάσκαλο να τον ρωτήσεις πως πάει». Σχολά, κάθεται μισή ώρα πάνω απ’ τα  βιβλία κι ύστερα, τέλειωσα λέει, κι όξω την πόρτα».

«Θα πάω»

«Να πεις και της ξαδέλφης σου της Δέσποινας, να περάσει όποτε μπορεί να κουρέψει τα μαλλιά της, γέμισαν ουρέςτα σβέρκα της».

«Θα της το πω».

«Τα μαλλιά της!»  ΗΑφροδίτη, που χωμένη κάτω απ’ τις κουβέρτες,τους άκουγε, έπιασε ασυναίσθητα τις άκρες των μαλλιών της και τις χάιδεψε, όπως κάποτε   χάιδευε τις  χοντρές της πλεξούδες.  Μακριές ίσαμε κάτω απ’ την πλάτη της. Της άρεσε να τις φέρνει μπροστά και καθώς έτρεχενα ανεμίζουν,μαζί και τα φιογκάκια που κρατούσαν τις άκρες τους.

Φιογκάκια κόκκινα, πράσινα, γαλάζια, εμπριμέ, ανάλογαμε τα ρούχα που φορούσε. Πάντα εξοικονομούσε ένα κομμάτι πανί η μαμά της, είτε καινούριο ήταν το ρούχο, είτε αποφόρι, να της ράψει ασορτί φιόγκους για τα μαλλιά. Κάθε βράδυ της τα ‘λυνε, της τα χτένιζε καλά να «πάρουν αέρα» και κάθε πρωί της τα ξανάπλεκε. Τη γύριζε με την πλάτη προς το μέρος της και τη  χτένιζε απαλά για να μην την πονέσει. Καμιά φορά σκάλωνε κάπου η τσατσάρα και έβγαινε ένα «ωχ» από τα χειλάκια της.  Τότε η Μαρία  έσκυβε και της φιλούσε το κεφαλάκι.

Οι στιγμές που περνούσαν οι δυο τους, τόσο κοντά η μια στην άλλη, την ώρα που τις έπλεκε τα μαλλιά,ήτανε τόσο όμορφες, που έκαναν την Αφροδίτη να αγαπά ακόμα πιο πολύ τις πλεξούδες της. Να μη θέλει να τις αποχωριστεί ποτέ.

Τις αποχωρίστηκε όμως με τον πιο οδυνηρό τρόπο κάποιο Σάββατο απόγευμα. Η μαμά ετοίμαζε τη σκάφη να τη μπανιάρει κι εκείνηείχε βγάλει τα ρουχαλάκια της και περίμενε γδυτή να της ξεπλέξει τα μαλλιά. Η καθιερωμένη ιεροτελεστία πριν από κάθε σχόλη. Μόνο που απόψε η ατμόσφαιρα ήτανε βαριά. Την Κυριακή το απόγευμα  με το λεωφορείο, μάνα και γιος θα ‘φευγαν για την πόλη και θα ‘μεναν πίσω,  η Αφροδίτη με το μπαμπά  και τη γιαγιά της. Η Βαγγελινή, βρίζοντας την τύχη τους που τους έριξε σε τούτο τον ξερότοπο, προσπάθησε  για πολλοστή φορά να μεταπείσει την κόρη της.

«Δεν κάνεις καθόλου καλά που αφήνεις τον άνδρα σου τόσο πολύ καιρό μονάχο. Και τα μεροκάματα που λες πως θα κάνεις εκεί για να τον ξαλαφρώνεις εγώ τ’  ακούω βερεσέ. Εδώ είναι το μεροκάματο. Στα χωράφια και στ’ αμπέλια. Να προσέχεις και το σπιτικό σου».  Έλεγε, έλεγε, μα απάντηση δεν έπαιρνε. «Δε θα της κάνω το χατίρι να τσακωθούμε κι απόψε τελευταία βραδιά», σκεφτόταν η Μαρία, που προσπαθούσε να τα προλάβει όλα, να τους αφήσει πλυμένους, καθαρούς, μαγειρευμένους, να μην τους έρθει δύσκολο από την πρώτη μέρα.

Έτσι  κι αλλιώς η μάνα της δεν εννοούσε να καταλάβει, αυτό που της έλεγε ένα ολόκληρο καλοκαίρι. «Το αγόρι δε γίνεται να μείνει μοναχό του, τουλάχιστον στην αρχή,  θα ξεστρατίσει. Δεν είναι κορίτσι που τα καταφέρνει καλύτερα. Κι ένα αυγό θα βράσει, κι ένα ρούχο θα πλύνει,  θα κάτσει και μοναχό του να διαβάσει ένα βιβλίο. Το αγόρι θα σχολάσει, θα πετάξει τη τσάντα και θα τρέξει να βρει τους φίλους».

Η Βαγγελινή, που ήξερε τι σήμαινε η σιωπή της κόρης της, έπαιξε το τελευταίο της χαρτί. «Τη μικρή, που όλο μέσα στις φούστες σου είναι χωμένη, δεν τη σκέφτεσαι;  Και το μαλλί; Ποιος θα τη λούζει με τόσο μαλλί;»

Ξαφνικά, σα να τη τσίμπησε μύγα, η Μαρία, παράτησε ο,τι έκανε κι έπιασε το κεφάλι της κόρης της. Έτσι  όπως ήταν δεμένες οι πλεξούδες, πήρε το ψαλίδι που πάντα το ‘χε πρόχειρο και με δυο επανωτά «κρατς», «κρατς», τις έκοψε μια –μια και τις  ακούμπησε στο τραπέζι.

Η Αφροδίτηένιωσε σαν να της ξεκολλήσανε τα μέλη της. Πονούσε λες και οι τρίχες είχαν αίμα σαν τα δάκτυλα.  Ήθελε να κλάψει, να φωνάξει,να ουρλιάξει. Της πέρασε από τη σκέψη ναανοίξει την πόρτα και να εξαφανιστεί Να κρυφτεί κάπου να την ψάχνουν, να μην τη βρίσκουν, «να τους δείξει εκείνη».

Μα μόλις πέρασε το πρώτο σοκ ήρθε αντιμέτωπη με την πραγματικότητα που ακολούθησε.  Η  μαμά της έκλαιγε με λυγμούς κρατώντας αγκαλιά το κουρεμένο της κεφαλάκι και από πάνω τους η γιαγιά έκλαιγε κι αυτή και φώναζε με όση φωνή είχε: «τι έκαμες μωρή σκύλα του παιδιού!»

Μ’ όση δύναμη είχε η οκτάχρονη ψυχούλα της, κατάπιε τον πόνο, καθάρισε απ’ το κλάμα το λαιμουδάκιτης, απελευθερώθηκε απ’ την αγκαλιά της μαμάς της, σηκώθηκε όρθια και σαν να μην έγινε τίποτα, είπε: «δεν πειράζει γιαγιά, τις είχα βαρεθεί πια!»

Σαν μια κακιά μπόρα που πέρασε και ήρθε καλοκαιρία, έτσι άλλαξαν στο σπίτι όλα μονομιάς.Θαρρείς κι αυτό χρειαζότανε για να καταλάβει η Βαγγελινή και να στηρίξει την κόρη της σ’ αυτή τη δύσκολη απόφαση. Λίγο αργότερα η Μαρία έδενε δυο ωραίους φιόγκους στις άκρες κάθε πλεξούδας «για να τις φυλάξει  στο μπουφέ».  Κι  η  γιαγιά,  έβαζε πάνω στη φωτιά την κατσαρόλα να ετοιμάσει τη σούπα για το βραδινό φαγητό.

 

Η Αφροδίτη δεν ξαναμάκρυνε τα μαλλιά της. Βαθιά μέσα της είχε μείνει αδιάλυτος ο φόβος, μην αναγκαστεί να τα ξανακόψει κάποια στιγμή. Κι όταν έφυγε να πάει στο γυμνάσιο, μοναχή,  χωρίς τη μαμά της, «γιατί τα κορίτσια τα καταφέρνουν καλύτερα», πήρε από το μπουφέ τις πλεξούδες και τις έβαλε στη τσάντα της με τα σχολικά είδη. Κι ύστερα, δεσποινίδα πια και αργότερα κυρία, στηνόποια τσάντα κρατούσε. Τις ένιωθε σαν τον αναγκαίο εξοπλισμό της όπου κι αν πήγαινε.

Πρόσφατα  διάβασε ένα άρθρο συλλόγου γυναικών με καρκίνο, που ζητούσε  από τις γυναίκες να μακρύνουν τα  μαλλιά τους, εφόσον είναι υγιή, να τα κόψουν, όταν φτάσουν πάνω από είκοσι πόντους –οι δικές της πλεξούδες ήταν  παραπάνω από διπλάσιες κι όταν τις έκοψε, έσφυζαν από υγεία –και να τα δωρίσουν για τις γυναίκες που είχαν ανάγκη.

Χωρίς δεύτερη σκέψη το αποφάσισε. Εκείνη πια δεν έχει ανάγκη τις πλεξούδες της. Τις κουβαλά στην ψυχή της, μόνιμη αποσκευή. Κι όταν η ζωή κάποιες φορές γίνεται σκληρή, ξέρει πως μέσα της έχει τη δύναμη να τη μαλακώνει.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ευγενία Ασλανίδου

Γεννήθηκε και ζει στη Χίο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος ,  μέχρι  τη συνταξιοδότησή της, σε  τοπικά μέσα ενημέρωσης. Ασχολείται ερασιτεχνικά ως ηθοποιός και σκηνοθέτης με το θέατρο. Έχει γράψει τους στίχους σε δεκάδες τραγούδια για το θέατρο. Στη  δισκογραφία  κυκλοφορούν τραγούδια σε στίχους δικούς της από τις συνεργασίες της με το Μάριο Τόκα, τον Παντελή Θαλασσινό και τον Τάσο Ιωαννίδη. Έχει λάβει το τρίτο βραβείο ποίησης στον πανελλήνιο διαγωνισμό  Λευκίμμης  Κερκύρας  το2001 και το τρίτο βραβείο στον διαγωνισμό έμμετρης σάτιρας στα Χανιά  Κρήτης, το 2010. Έχει διακριθεί στο διαγωνισμό διηγήματος «Λόγω Τέχνης» 2013 , αφιερωμένο στον Κ.Π. Καβάφη. Είναι απόφοιτος του ΕΑΠ στην ενότητα Ελληνικός Πολιτισμός.

Συμμετείχε στο 4ο εργαστήρι συλλογικής γραφής και είναι μία από τις πέντε συγγραφείς του μυθιστορήματος »Οι συγκάτοικοι»

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τα διηγήματα της Επιλογής που θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες θα δημοσιευθούν με αυτή τη σειρά στις 15 και 30 κάθε μήνα:

 ΜΑΙΟΣ

Αμετανόητος – Στέλλα Δέδε

Ο κόσμος τούτος ανήκει στα πουλιά – Παναγιώτα Φωτεινοπούλου

ΙΟΥΝΙΟΣ

Σκιά στο σκοτάδι – Ολυμπία Σφυρή

Αυτά που με κάνουν να είμαι ο εαυτός μου – Αγγελική Μανίτη

ΙΟΥΛΙΟΣ

Φωτογραφίες από εκδρομές – Απόστολος Τουρτούρης

Ταξίδι προς το φως – Μαριλή Πάτουχα

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Ταξίδι δίχως αποσκευές- Αθανασία Κακαλή

Αποχαιρετισμός στην παιδική χαρά – Γιώργος Γιώτσας

Advertisement