Δίπλα στο γλυκό μου μάρμαρο, του Σωτήρη Παυλέα

To eyelands δημοσιεύει κείμενα νέων, πρωτοεμφανιζόμενων αλλά και γνωστών συγγραφέων με μόνη προϋπόθεση τα γραπτά σας να μας αρέσουν και να μην έχουν δημοσιευθεί αλλού προηγουμένως. Πέρυσι, στο τέλος της χρονιάς παρουσιάσαμε ένα σύντομο διήγημα του πρωτοεμφανιζόμενου Σωτήρη Παυλέα και τώρα δημοσιεύουμε ένα ακόμη:

 

2693024-DAUTBQKH-6// Δίπλα στο γλυκό μου μάρμαρο //

Ο Στέφανος ανοίγει το πτυσσόμενο καρεκλάκι.

«Ωραία, κάθισα, το ισιώνω λίγο, ωραία, έτσι να σε βλέπω καλύτερα γλυκιά μου. Δεν ήρθα μια βδομάδα τώρα, το ξέρω, έχεις δίκιο, αλλά..σήμερα είναι τα γενέθλια σου, ήθελα λίγο χρόνο να ετοιμαστώ ψυχολογικά, καταλαβαίνεις, δεν είναι εύκολο, για όλους μας στο σπίτι, αλλά δεν με παρεξηγείς, έτσι δεν είναι; Ξέρεις πόσο σε αγαπάω. Και σήμερα σου έχω και συγκλονιστικά νέα, ο Νικόλας γνώρισε μια κοπέλα και είναι κατενθουσιασμένος, μάλλον ήδη ερωτευμένος. Βέβαια, περισσότερο αγχωμένος θα έλεγα ότι φαίνεται αλλά και αυτό μέρος της διαδικασίας δεν είναι γλυκιά μου; Θυμάσαι την αγωνία στο πρόσωπο μου στα πρώτα μας ραντεβού; Μην πω κάτι λάθος. Αλλά ευτυχώς με είχες καταλάβει και μάλλον το διασκέδαζες. Τι έλεγα; Α, την λένε Ελευθερία, πολλοί την φωνάζουν και Ρία μου είπε ο Νικόλας, αλλά ο γιος μας προτιμάει το Ελευθερία, του ακούγεται πιο αριστοκρατικό και ταιριάζει με το ροδαλό προσωπάκι της. Είναι σαν μια φινετσάτη γαλλιδούλα κυρία επί των τιμών. Χαχα έτσι μου την περιέγραψε, φαίνεται ότι του αρέσει πάρα πολύ. Την γνώρισε σε ένα συνέδριο, παρουσίαζαν λέει στην ίδια κατηγορία..στην ίδια αίθουσα, δεν θυμάμαι πώς μου το είπε, δεν τα καλοκαταλαβαίνω αυτά, και πήγε και της μίλησε. Της ζήτησε τάχα μου να τον βγάλει φωτογραφία όσο θα έκανε την παρουσίαση και άμα ήθελε να την έβγαζε και αυτός φωτογραφία, και αυτή συμφώνησε. Και με λίγη κουβεντούλα παραπάνω κανόνισαν να πάνε για κρασάκι το ίδιο βράδυ. Τον είδες τον γιόκα μας γλυκιά μου; να παρουσιάζει σε συνέδρια και να φλερτάρει και τις κοπέλες, ευτυχώς βγήκε θαρραλέος σαν και σένα, και όχι χαζομπουνταλάς σαν και μένα. Και στο μπαρ που πήγανε ήταν και οι δύο αμήχανοι στην αρχή, αλλά λίγο το κρασάκι, λίγο το ρομαντικό της καλοκαιρινής βραδιάς, άρχισαν να ξεκλειδώνονται τα παιδιά, και αρχίσανε και μιλάγανε και γελάγανε και μοιραζόντουσαν εμπειρίες και ο Νικόλας δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Ένιωθε όπως μου λεγε σαν να ήταν και οι δύο σε μια αόρατη γυάλα. Βόμβες να πέφτανε γύρω τους χαμπάρι δεν θα πέρνανε και η μοναδική του έγνοια εκείνη την ώρα ήταν να ξεκλέψει έστω και ένα δευτερόλεπτο παραπάνω από το βλέμμα της, έστω μια στιγμή παραπάνω από το χαμόγελο της. Προσπαθούσε να την κοιτάζει όσο πιο έντονα στα μάτια και εκείνη ανταποκρινόταν με ένα πονηρό μειδίαμα και μετά έσκυβε το κεφάλι σαν να λεγε ‘ξέρω τι πας να κάνεις, αλλά δεν θα σε αφήνω για πολύ’. Έπειτα σκέφθηκε να αναλάβει δράση. Η απόσταση έστω και του μισού μέτρου που τους χώριζε, του φαινόταν χιλιόμετρο μου λεγε, οπότε την τράβηξε απροειδοποίητα από την καρέκλα και την κόλλησε δίπλα του. Όλα ή τίποτα σκέφθηκε εκείνη την στιγμή. Εκείνη συνέχιζε να μιλάει και να κρυφοχαμογελάει και ο γιος μας απλά την κοίταζε και παίρνοντας και καλά το γλυκανάλατο ύφος του ταπεινού κατακτητή, την πλησίασε στο λαιμό και άρχισε να την μυρίζει. Σιγά σιγά ακούμπησε το μάγουλο απαλά στο μάγουλο της και στο τέλος την φίλησε. Ναι, φιληθήκανε καλή μου, τόσο απλά και τόσο ρομαντικά. Και καθόντουσαν συνέχεια αγκαλιά, πιασμένοι χέρι χέρι και ο δικός μας δεν της το άφηνε με τίποτα. Φοβόταν μην του φύγει μου λεγε. Μου πε την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια, την δάγκωσε για τα καλά την λαμαρίνα εε; Και η κοπέλα τον κάλεσε μάλιστα σε εκδρομή στην Αμοργό που θα πήγαινε σε δυο μέρες με την παρέα της.

Ξετρελάθηκε ο Νικόλας. Οι επόμενες μέρες ήταν διαφορετικές όμως γλυκιά μου. Της

έστελνε μηνύματα, την πήρε τηλέφωνα να ξαναβρεθούν να μιλήσουν για την εκδρομή,

πουθενά η κοπέλα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Μάλλον…»

-Καλησπέρα Στέφανε, πως είσαι; Χαρούμενο σε βλέπω σήμερα…

-Καλησπέρα κυρ Παντελή, ναι όντως, της φέρνω ευχάριστα νέα για το γιο μας,

καταλαβαίνετε…

-Καταλαβαίνω αγόρι μου, χαίρομαι.

-Εσείς; Ήρθατε για την κόρη ή την εγγόνα;

-Το θυμάσαι ότι τις επισκέπτομαι ξεχωριστά ε; Σήμερα και για τις δύο, κλείνει ένας

χρόνος από…

-Μάλιστα, τι να πω…

-Μην τα συζητάς, καταραμένοι δρόμοι, ούτε στον εχθρό σου, άντε σε αφήνω στην ηρεμία

σου να τα πείτε.

-Να είστε πάντα καλά κυρ Παντελή.

Λοιπόν, τι έλεγα, α ναι, τα έχει αυτά ο έρωτας ε γλυκιά μου; Εξαφανίστηκε η δεσποινίς που λες και ράκος ο δικός μας. Ερχόταν και μου ‘λεγε και μου ξανάλεγε ‘μα δεν καταλαβαίνω βρε πατέρα, τι έγινε; Είπα κάτι λάθος; Βιάστηκα; Κατάλαβα εγώ αλλιώς; Τόσο στον κόσμο μου είμαι; Ήμασταν αγκαλιά και στα μέλια μέχρι να πούμε καληνύχτα. Μα να εξαφανιστεί εντελώς;’. Και τι να του πω του γιου μας γλυκιά μου για να τον ανακουφίσω; Ότι έτσι είναι οι γνωριμίες; Ότι έτσι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις; Απρόβλεπτες; Ότι και να του έλεγα δεν φαινόταν να ανακουφίζεται.

«Τον έπαιρναν και τα κλάματα και συνέχιζε «μα δεν καταλαβαίνω βρε πατέρα, δεν καταλαβαίνω». Βλέπεις δεν είχε ξανανιώσει λέει έτσι για άλλη κοπέλα, αλλά άντε να του πεις ότι αυτά έχουν οι ενθουσιασμοί και ότι θα γνωρίσει κι άλλες, όμως αυτός εκεί, να μην την βγάζει από το μυαλό του. Αχ αυτή η νεολαία ε καλή μου; Ώσπου πέρασαν οι μέρες και μου ‘ρχεται ο Νικόλας και μου λέει ‘ πατέρα, θα πάω να την βρω, δεν αντέχω, δεν θα ηρεμήσω αλλιώς, θέλω να την ξαναδώ’, και πού θα την βρεις αγόρι μου του ‘λεγα εγώ, δεν πειράζει άστο, αλλά ο γιος μας αποφασισμένος, ‘έχω τον τρόπο μου, θα δεις’.

Και τον βρήκε τον τρόπο αγάπη μου, το πιστεύεις; Ούτε πού έμενε η κοπέλα ήξερε, ούτε πού δούλευε ακριβώς, μόνο θυμόταν περίπου το όνομα της εταιρείας που δούλευε και ότι ήταν δίπλα στο πανεπιστήμιο που έγινε το συνέδριο. Και ξεκίνησε το άλλο πρωί ο Νικόλας, λίγο αναθαρρεμένος λίγο φοβισμένος μην δεν την βρει και πήρε σβάρνα όλα τα στενά γύρω από το πανεπιστήμιο και έψαχνε τα κουδούνια να βρει την εταιρεία. Με έπαιρνε κάθε τόσο τηλέφωνο στεναχωρημένος που δεν την έβρισκε και εγώ του λεγα συνέχισε ποτέ δεν ξέρεις, τι να κανα, μέχρι που ήρθε το τηλεφώνημα που ούρλιαζε στο αυτί μου ‘πατέρα το βρήκα το κτίριο, έχω πάρει λουλούδια και περιμένω στην είσοδο μην μπει κανείς τυχαία να μου ανοίξει να ανέβω να την ψάξω’. Αχ έπρεπε να ήσουν από μια μεριά γλυκιά μου, να τον ακούσεις να απολαύσεις την προσμονή του. Και αφού ανεβοκατέβαινε τους ορόφους και έψαξε σε κάθε ένα από τα γραφεία, τελικά την βρήκε την πόρτα με το όνομα της. Κοντοστάθηκε, έτρεμε μου ‘λεγε, δείλιασε, αλλά το πήρε απόφαση. Μπήκε και την βρήκε να μιλάει στο τηλέφωνο. Η κοπέλα τα ‘χασε, γούρλωσε τα μάτια, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, έκλεισε άρον άρον το τηλέφωνο και από ότι μου έλεγε ο Νικόλας μάλλον προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Έβλεπε ξαφνικά εκεί μπροστά της τον γιόκα μας μισοβουρκωμένο να κρατάει ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα και να ψάχνει πέντε λέξεις να της πει. Η καρδιά του μου ‘λεγε χτυπούσε τόσο δυνατά που ήταν σίγουρος ότι ακουγόταν σε όλο το δωμάτιο. Και τελικά δεν μίλησε, μόνο στεκόταν και αγαλλίαζε που έστω την ξανάβλεπε. Και η κοπέλα σηκώθηκε τον πλησίασε και τον αγκάλιασε βάζοντας το αυτί της πάνω στην καρδιά του. Και άκουγε τον χτύπο της, απλά άκουγε τον χτύπο της καρδιάς του μου ‘λεγε. Φοβήθηκε βλέπεις η κοπέλα του εξήγησε, φοβήθηκε το ξαφνικό της γνωριμίας και τον κεραυνοβόλο έρωτα και την ένταση των στιγμών και του είπε ότι τον σκεφτόταν συνέχεια, και τον κουβέντιαζε με τις φίλες της και ότι όλο σκεφτόταν να τον πάρει τηλέφωνο αλλά όσο περνούσαν οι μέρες γινόταν και πιο δύσκολο και φοβόταν γενικά γιατί και αυτή δεν είχε ξανανιώσει έτσι. Πολύ δεν φοβούνται οι νέοι σήμερα καλή μου; Ποιος ξέρει, ίσως είναι η εποχή έτσι, ελπίζω κάποια στιγμή να καταλάβουν ότι το πιο σημαντικό είναι να βρουν τον άνθρωπο τους και να ζήσουν πράγματα μαζί, πολλά, όσο πιο πολλά και άλλα πιο πολλά και όσα δεν προλάβαμε εμείς».

-Στέφανε, με συγχωρείς, απλά να σε ενημερώσω ότι σε πέντε λεπτά θα κλείσουμε την πύλη, με συγχωρείς, σε διέκοψα.

-Όχι πάτερ μου, κανένα πρόβλημα, καταλαβαίνω, τα είπαμε εδώ, σας ευχαριστώ. Πρέπει να φύγω, σε αγαπάω πολύ, θα σου ξανάρθω και το Σάββατο, να σου πω κι άλλα νέα από τον έρωτα του γιου μας. Τον βλέπω μια χαρούμενο, μια προβληματισμένο, αλλά τουλάχιστον το ζει έντονα, αυτό δεν είναι το σημαντικό γλυκιά μου; Θα σου ξανάρθω να βάλω καινούρια λουλούδια να τα μυρίζεις τα πρωινά και θα σου αλλάξω και το καντηλάκι, θα φέρω μεγαλύτερο να βλέπεις καλύτερα το βράδυ.

 


Βιογραφικό: Ο Σωτήρης Παυλέας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι διδάκτωρ αστικής ανάπτυξης και εργάζεται ως σύμβουλος στη δημόσια διοίκηση. Πρόσφατα διερευνά τη δημιουργική γραφή σε πείσμα της τεχνοκρατικής καθημερινότητας. Οι συγγραφικές του ανησυχίες αντλούνται κυρίως από την παρατήρηση της ζωής των ανθρώπων στην πόλη.

 

εικόνα: πίνακας της Kelly Foster

Advertisement