Επιλογή Eyelands: Ταξίδι δίχως αποσκευές, της Αθανασίας Κακαλή

Η επιλογή παρουσιάζει τα διηγήματα του 8ου διεθνούς διαγωνισμού διηγήματος eyelands (ελληνικό τμήμα) που επιλέχτηκαν για δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό eyelands. Η δημοσίευση αρχίζει κάθε χρόνο τον Οκτώβριο και ολοκληρώνεται λίγο πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα του επόμενου διαγωνισμού.

Το θέμα του 8ου διαγωνισμού ήταν: «Αποσκευές». Το διήγημα το οποίο έχει σειρά είναι:

επιλογή αφίσαΤαξίδι δίχως αποσκευές
της
Αθανασίας Κακαλή

 

Ο ιμάντας έκοβε στροφές τη μία μετά την άλλη στην αίθουσα των αφίξεων. Η Ζωή δεν μπορούσε να διακρίνει τις δικές της. Όχι δεν είχε κουβαλήσει τα πάντα μαζί της. Άλλωστε ερχόταν στο νησί για να επισκεφτεί τη θεία της, που τα τελευταία χρόνια εγκατέλειψε το χωριό έξω από την πρωτεύουσα.

Δύο, λοιπόν,μόνο ήταν οι αποσκευές της. Μία σχετικά μεγάλη. Και μία άλλη συγκριτικά πολύ μικρότερη: το βαλιτσάκι με τα καλλυντικά που δεν ήθελε να σέρνει στην καμπίνα του αεροπλάνου. Και τελικά ήταν αυτό το τελευταίο που έσκασε μύτη πρώτο στον κινούμενο διάδρομο. Τόσο ο μικροσκοπικός του όγκος, όσο και η μεθυστική του απόχρωση – κόκκινο βουργουνδίας – έκανε αντίθεση με τις μουντές γκριζόμαυρες τεραστίων διαστάσεων βαλίτσες των υπόλοιπων ταξιδιωτών. Η Ζωή δεν άργησε να αντιληφθεί την παρουσία του και έσπευσε να το αρπάξει σκύβοντας άκομψα πάνω από τον κινούμενο διάδρομο.

«Πες μου ότι δεν περιμένεις κάτι άλλο και σου κάνω επί τόπου πρόταση γάμου», ακούστηκε από τα δεξιά μία φωνή με ζωηρό τόνο σχεδόν μέσα στα αυτιά της.

Σαστισμένη έστριψε αυτόματα το κεφάλι της. Δεν πρόλαβε να εστιάσει βλέμμα και σκέψη και ο γοητευτικός νεαρός δίπλα τής άπλωσε ένθερμα το χέρι για χειραψία.

«Διακρίνω πως είσαι ξεχωριστή.Τόσο όσο και το μέγεθος των αποσκευών σου!», ξεστόμισε με ένα μειδίαμα γεμάτο αυτοπεποίθηση.

«Είσαι διορατικός νομίζω, αν και θα σε απογοητεύσω όταν σου πω ότι περιμένω άλλη μία πιο μεγάλη…», αποκρίθηκε διστακτικά εκείνη.

«Το μέγεθος δεν είναι πάντα αυτό που μετράει», ανταπάντησε αυτός αφοπλιστικά και της έκλεισε το μάτι με νόημα χωρίς να της αφήσει περιθώριο διαφωνίας.

Το ένα χαμόγελο έφερε το άλλο, η μία κουβέντα την άλλη και μόλις έξι μήνες μετά ο ίδιος νεαρός κατάφτασε σπίτι της στο χωριό δίπλα στην πρωτεύουσα με μοναδική αποσκευή του ένα μικροσκοπικό βελούδινο βαλιτσάκι χρώματος μπλε του κοβαλτίου. Απόχρωση υπέροχη, φωτεινή και ιδανική για να αναδείξει το μονόπετρο με το οποίο ζήτησε το χέρι της επίσημα αυτή τη φορά.

Ο Ευτύχης, που ήταν ιπτάμενος στα μαχητικά αεροσκάφη της πολεμικής αεροπορίας, υποσχέθηκε στον εαυτό του και στην ίδια τη Ζωή να την ανεβάσει στα σύννεφα, να την κάνει ευτυχισμένη.Για την ώρα την ανέβασε στο ίδιο αεροσκάφος από το οποίο εκείνη είχε κατέβει όταν την πρωτογνώρισε και την πήρε μαζί του στο νησί. Αυτήν και όλες τις αποσκευές της. Μικρές, μεγάλες και μεγαλύτερες. Με όλα τα προσωπικά της αντικείμενα επιμελώς στοιβαγμένα.

Η ζωή με τον Ευτύχη τον πρώτο καιρό ήταν πρωτόγνωρα ειδυλλιακή. Με μια βαλίτσα στο χέρι είχαν οργώσει όλα τα γύρω νησιά πετώντας με το ιδιωτικό διθέσιο υδροπλάνο. Κάθε φορά που ο Ευτύχης είχε υπηρεσία, η Ζωή φρόντιζε τον κήπο. Στη συνέχεια έπαιρνε τον κατηφορικό δρόμο ανάμεσα στις λυγαριές για να αράξει στην προκυμαία.Πότε αφουγκραζόταν το κύμα και πότε βυθιζόταν στον μικρόκοσμο των βιβλίων της χάνοντας επαφή με το περιβάλλον τριγύρω της.

Ένα πρωινό η Ζωή γνώρισε τη Χρυσαυγή. Το κορίτσι που εγκαταστάθηκε στο δώμα του απέναντι σπιτιού, όταν ήρθε στο νησί για να κάνει το αγροτικό της. Η Ζωή ξόδευε αρκετές ώρες μαζί της τα απογεύματα, όταν το καθήκον- πιθανότατα – κρατούσε τον Ευτύχη μακριά. Τα δυο κορίτσια κατηφόριζαν και σύχναζαν σε ένα από τα παραδοσιακά καφενεία της παραλιακής. Ο Ευτύχης συμπαθούσε τη Χρυσαυγή καθώς βοήθησε τη Ζωή να γίνει ανεξάρτητη.Η Χρυσαυγή ήταν αυτή που έπεισε τη Ζωή να καταθέσει τα χαρτιά της στον Δήμο για να εργαστεί πάνω στο αντικείμενό που είχε σπουδάσει. Και η σύμβαση ως κοινωνική λειτουργός δεν άργησε να υπογραφεί.  Ήταν τότε που η Ζωή άρχισε να βλέπει τον Ευτύχη λιγότερο, καθώς η ίδια δούλευε με βάρδιες πότε πρωί και πότε απόγευμα.

Τον τελευταίο χρόνο η σύμβαση της Ζωής δεν είχε ανανεωθεί. Όχι γιατί έγιναν περικοπές θέσεων λόγω κρίσης ή αιτήσεις από νέο προσωπικό. Απλά εκείνη δεν ήταν σε θέση να εργαστεί. Αισθανόταν ατονία.Αδυναμία στα χέρια και τα κάτω της άκρα βαριά και μουδιασμένα. Δεν άργησε να έρθει και η διάγνωση. Μία σπάνια νευρολογική πάθηση που οδηγούσε προοδευτικάόλα τα ζωτικά όργανασε παράλυση. Ο Ευτύχης στάθηκε στο πλευρό της ώσπου προσωρινά η κατάσταση της υγείας της σταθεροποιήθηκε. Τότε άρχισαν και πάλι να περνούν περισσότερο χρόνο μαζί.Μα η Ζωή είχε ένα κακό προαίσθημα.

Μέχρι που ξημέρωσε μία μέρα, διαφορετική από όλες τις άλλες. Σιγόβρεχε με τον ήλιο να κρύβεται νωχελικά πίσω από τα συνοφρυωμένα σύννεφα. Η Ζωή ένιωθε πολύ καταπονημένη για να βγει να φροντίσει τον κήπο της ή να κάνει την καθιερωμένη κυριακάτικη βόλτα στη λιθόστρωτη προκυμαία. Ο Ευτύχης έπρεπε να απουσιάσει για τρεις ολόκληρες εβδομάδες στα πλαίσια μιας πολυεθνικής άσκησης. Η συμμετοχή θα ήταν ευρεία από όλη την Ευρώπη, μέχρι και την Ανατολική Μεσόγειο κιη παρουσία του κρινόταν αναγκαία. Ή έτσι τουλάχιστον προφασίστηκε ο ίδιος. Έστω κι αν την έβδομη επέτειο της γνωριμίας τους δεν θα μπορούσαν να την περάσουν μαζί.  Της πρότεινε, λοιπόν, να την αφήσει στο χωριό της, ώστε να έχει την ευκαιρία να δει τους δικούς της και να ξεκουραστεί. Και με την επιστροφή του σκόπευε να την γυρίσει πίσω στο νησί μαζί του.

Έτσι κι έγινε. Αρχικά τουλάχιστον όλα πήγαν κατά γράμμα σύμφωνα με το πλάνο.Η Ζωή στο χωριό περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας βυθισμένη στις σελίδες της σκέψης της. Φαινόταν προβληματισμένη. Για τον Ευτύχη, την υγεία της, τη ζωή της στο νησί και την αδρανή εργασιακή της κατάσταση. Για το μέλλον της γενικότερα. Ωστόσο, ήταν ήρεμη. Τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Η νηνεμία πριν την καταιγίδα.

Το ξύλινο ρολόι του τοίχου χτύπησε έξι φορές. Μετά και πάλι σιωπή. Ένας άλλος ήχος έσπασε τη μονοτονία της ησυχίας. Ήταν το επίμονο κουδούνισμα από το τηλέφωνο της Ζωής. Νούμερο άγνωστο. Να το σηκώσει άραγε; Η περιέργεια της έλυσε την απορία.

«Παρακαλώ;», αναφώνησε με εμφανή προσμονή.

«Έχουμε κάποιες αποσκευές για εσάς», αν μπορείτε βγείτε για να τις παραλάβετε.

«Πόσο γλυκό εκ μέρους του», μονολόγησε ευσυγκίνητη η Ζωή αναλογιζόμενη ότι ο Ευτύχης αν και μακριά είχε φροντίσει για την επέτειο τους.

Έσπευσε να πάει προς την πόρτα και τι να δει. Μία πολιτεία ολόκληρη. Συννεφιασμένη και σκυθρωπή. Όλα είχαν ξεκινήσει από μία αποσκευή. Και ολοκληρώθηκαν με τον ίδιο περίπου τρόπο. Ο Ευτύχης είχε συσκευάσει όλα τα προσωπικά της αντικείμενα και φρόντισε να τα στείλει ταξίδι χωρίς επιστροφή. Ήταν ο ύστατος αποχαιρετισμός του σε κάτι που ενδεχομένως δεν μπορούσε να αντέξει. Έτσι ήθελε να πιστεύει εκείνη.

Έξι μήνες μετά ένας ακόμη χρόνος έφτανε στη λήξη του.Η Ζωή προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν τυχερή που ήταν ζωντανή. Ζωντανή νεκρή. Από τη στιγμή που εξαφανίστηκε εκείνος, η ζωή της έφευγε από τα χέρια της. Η υγεία της χειροτέρεψε. Τα πρωινά αδυνατούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Μέχρι που πήρε μια καθοριστική απόφαση. Να ξανασταθεί στα πόδια της.

Κατέβηκε βιαστικά τα φαγωμένα από την υγρασία πέτρινα σκαλοπάτια στο σκοτεινό υπόγειο. Στάθηκε για λίγο προβληματισμένη. Έπειτα σταθερά και αποφασιστικά έσυρε εκεί όλες τις αποσκευές της, ελαφριές, βαριές και βαρύτερες.Καθάρισε την καθημερινότητά της από καθετί που δεν χρειαζόταν: σκέψεις που την κρατούσαν πίσω, φόβους από το παρελθόν που στοίχειωναν το παρόν, συναισθήματα που είχαν ξεθωριάσει, πάθη αξόδευτα. Άδειασε όλες τις κατακόμβες. Έκανε χώρο στα ντουλάπια, στην ψυχή και στην καρδιά της για να μπορεί να κρατήσει μαζί της ό,τι χρειαζόταν προκειμένου να νιώθει πλήρης. Την ευτυχία μπορούσε να τη βρει πλέον μέσα της. Λίγες είναι οι αποσκευές που κρίνονται απαραίτητες στο μονοπάτι προς την αθανασία.

Νιώθοντας πιο ανάλαφρη από ποτέ ρυμούλκησε το σώμα της στο καταφύγιο των παιδικών της χρόνων.Στην παλιά ξεφτισμένη αιώρα που κρεμόταν κάτω από τους ξύλινους μισοσαπισμένους πασσάλους στη γερασμένη βεράντα του πατρικού της. Βούλιαξε μέσα της κι έμεινε να ατενίζει για ώρα την πανδαισία των πορφυρών τόνων με τους οποίους το ηλιοβασίλεμα έβαφε το ουράνιο στερέωμα. Τώρα μπορούσε να αντιληφθεί γιατί η δύση φαντάζει πάντα πιο πλούσια από την ανατολή.  Αντικαθρεφτίζει τη γλυκόπικρη ειρωνεία της ζωής. Είναι απλά επειδή κάποιες φορές οι αποχαιρετισμοί οδηγούν σε νέες καταστάσεις, διαφορετικές και πιο όμορφες. Κι επειδή η ίδια η ζωή έχει πιο γλυκιά γεύσηπρος τη δύση της. Εξάλλου, εκείνη ήξερε καλά ότι το μέγεθος δεν είναι αυτό που μετράει. Ό,τι πολύτιμο έχει μικρή διάρκεια, ακριβώς επειδή είναι ξεχωριστό. Έτσι ξεχωριστή και πολύτιμη ήταν και η Ζωή.

Το ίδιο ξεχωριστή και πολύτιμη είναι και η ζωή. Ταξίδι δίχως αποσκευές. Αν και μικρή, είναι αρκετή αν τη ζήσει κανείς με πάθος.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Αθανασία Κακαλή μεγάλωσε στην Αλεξανδρούπολη. Είναι απόφοιτος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διδακτική της Αγγλικής ως Ξένης Γλώσσας στο ΕΑΠ. Έχει επίσης αποφοιτήσει από το τμήμα του Ελληνικού Πολιτισμού του ΑΠΚΥ επιλέγοντας ως κατεύθυνση την Κλασική Ελληνική Φιλολογία. Λατρεύει να επικοινωνεί σε διάφορους κώδικες. Ένας από αυτούς είναι οι ξένες γλώσσες. Εκτός από την Αγγλική γλώσσα έχει πτυχία στη Γερμανική, την Ιταλική και τη Σλοβάκικη. Έχει διδαχθεί περισσότερες.

 

Ζει προσωρινά στη Λιβαδειά, όπου και εργάζεται ως καθηγήτρια σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αγαπά την τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις. Όταν δεν διδάσκει, ταξιδεύει και  φωτογραφίζει,  οραματίζεται, αιχμαλωτίζει και παράγει.

Το παρόν διήγημα γράφηκε τις μικρές ώρες μίας ξάστερης νύχτας και σηματοδοτεί το παρθενικό της ταξίδι στον κόσμο της συγγραφής

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τα διηγήματα της Επιλογής που θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες θα δημοσιευθούν με αυτή τη σειρά στις 15 και 30 κάθε μήνα:

 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Αποχαιρετισμός στην παιδική χαρά – Γιώργος Γιώτσας

Advertisement