Βραβευμένα διηγήματα: Eyelands Book Awards

Ολοκληρώνουμε τον κύκλο των βραβευμένων διηγημάτων γι’ αυτό το καλοκαίρι με το διήγημα «Αντίο γλυκιά μου ακτή» της Κάθριν ΜακΝαμάρα. Το διήγημα ανήκει στη συλλογή «The Cartogpraphy of others» που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο των Eyelands Book Awards για το 2018. Η απονομή του βραβείου με καλεσμένη τη συγγραφέα έγινε τον περασμένο Μάιο στην Αθήνα.

ΕΒΑ

Αντίο γλυκιά  μου ακτή*

 

Είμαστε τέσσερις στο σκάφος. Ο Ζαν Λυκ,  εγώ,  ο Βέλγος διευθυντής ορχήστρας Ραούλ Βιντάλ και η γιαπωνέζα σύζυγός του, η σοπράνο Μιέκο Ινούε. Ο Ραούλ, μεγάλος σαν ντουλάπα, στέκεται στο κατάστρωμα με τα χέρια διπλωμένα, κοιτώντας πίσω στην ακτή. Μετά από λίγες μέρες ταξιδιού έχει αφήσει στην άκρη το πουκάμισό του.

Όταν η Μιέκο έρχεται στο κατάστρωμα, ορμάει πάνω της  σαν  φουσκωμένο κύμα, όμως ό, τι κι αν λένε, τίποτε δεν ακούγεται. Ο Ζαν-Λύκ έχει διαβάσει κάπου ότι εκείνη έχει εμφανιστεί δύο φορές στο Covent Garden, αλλά είναι αρκετά σίγουρος ότι η καριέρα της έχει πάρει τον κατήφορο.

Ο Ζαν Λυκ έχει μύτη για αυτά τα πράγματα. Ήταν ο ντράμερ στο συγκρότημα  που είχαμε παλιά στη Μασσαλία.

Έχουν κλείσει  για  κρουαζιέρα γύρω από την Κορσική για μια εβδομάδα, μέσω ίντερνετ και μου έχουν στείλει αυστηρές οδηγίες για την διατροφή τους (όχι γλουτένη, όχι ζάχαρη ή τυρί, και το ψάρι κατά προτίμηση ψημένο στο γκριλ). Κοιτάζοντας τον Ραούλ, θα έλεγα ότι μεγάλωσε τρώγοντας μύδια με τηγανιτές πατάτες και βαρέλια με μπύρα. Κάποτε έκανα ένα τουρ στο Βέλγιο με ένα γκρουπ που είχε μόνο γυναίκες και θα σας πω την αλήθεια: είδα να τηγανίζουν χοιρινά λουκάνικα νωπά με το αίμα τους μέσα στο βούτυρο.

Ο Ραούλ  απαιτεί μια εξήγηση για κάτι.  Αφού με αναζήτησε δύο φορές την ώρα που ήμουν στην πρύμνη και τραβούσα μερικές βιαστικές ρουφηξιές.

Έχει να μου απαγγείλει μια σειρά από ήπιες επικρίσεις και να μου πει πράγματα που χρειάζεται.

Έχετε σερβιέτες ; Μπορείτε να κόβετε το λάχανο στη σαλάτα λίγο λεπτότερο για να βοηθήσει την πέψη της Μιέκο;  Και πάει λέγοντας.  Το δέρμα του σε όλο το σώμα του, έχει

αφεθεί στον καυτό καλοκαιρινό ήλιο και τώρα είναι γεμάτο φουσκάλες που θα θελαν κάποιος να τις σκάσει. Η μύτη του έχει ξεφλουδίσει και δεν τον νοιάζει, το οποίο

σημαίνει ότι ούτε και την  Μιέκο νοιάζει.

Ρωτάει: «Έχετε μήπως τεύχη του The New Yorker;»

Κουνάω το κεφάλι μου. Φαντάζομαι ότι είναι συνηθισμένος στα μακρόσυρτα γεύματα.

Η σουίτα τους στην πλώρη του σκάφους πρέπει να αρέσει στη Μιέκο. Αυτή μένει εκεί πολλές ώρες. Στο δρόμο μου για το πλυντήριο  νομίζω ότι ακούω  έναν ήχο – μια φωνή που μεγαλώνει – αλλά σταματά καθώς συνεχίζω την πορεία του. Το σκάφος προχωράει σταθερά με ένα ανεπαίσθητο λίκνισμα. Όταν επιστρέφω σε αυτήν με προς  στο μαγειρείο, ακούω μια λέξη που κυκλοφορεί στο σκάφος ελάχιστα αντιληπτή αλλά που έχει πάντα μεγάλο κόστος: «Συγγνώμη». Με κοιτάζει με το σωρό μου καθαρές  πετσέτες και τα σεντόνια.  Φαίνεται σαν να θέλει να πάρει αυτή τη λέξη πίσω. Εγώ θα πρέπει να ρωτήσω αν θέλει κάτι  ή να της υπενθυμίσω ότι έχω χαπάκια για τη ναυτία σε δισκία αν αισθάνεται αδιαθεσία.

Φοράει ένα μεγάλο καπέλο και κρατάει ένα γιαπωνέζικο μυθιστόρημα, φορώντας χαλαρά παντελόνια στο χρώμα του ελεφαντόδοντου και ένα βαμβακερό πουκάμισο. Πιθανότατα γιατί τα ανοιχτά μπλε-ζωγραφισμένα νύχια μου είναι σε ανοιχτή θέα, και ο Ζαν Λυκ λέει ότι τα πόδια μου μοιάζουν σαν να  είμαι πλατύποδας  κι  έτσι έχω βάλει σκοπό να δω τα δαχτυλάκια της κυρίας που τραγουδάει στην όπερα. Η Μιέκο φορά ένα ζευγάρι κλειστές μαύρες εσπαντρίγιες  και τα πόδια  της πιέζονται από τα σφιχτοδεμένα δεσίματά τους.

Ο Ζαν Λυκ έδωσε στον Ραούλ ένα μυθιστόρημα του Michel Houellebecq στα γαλλικά,

εκείνο όπου έχει μια σφαγή τουριστών. Ο Ραούλ κάθεται σε ένα παγκάκι και

το διαβάζει όπως  ένας άντρας σε ένα τρένο, με την πλάτη του να καίγεται σε λωρίδες. Η Μιέκο είναι χωμένη σε μια ξαπλώστρα,  ντυμένη στην τρίχα. Για ένα μεγάλο διάστημα δεν διαβάζει απολύτως τίποτα. Κάθονται μακριά ο ένας από τον άλλο, χωρίς να επικοινωνούν καθόλου. Έχω λίγη ώρα ακόμη  για να προετοιμάσω το γεύμα Κάθομαι με τον Ζαν Λυκ στην πρύμνη. Έχουμε μόλις περάσει μια δύσκολη φάση.  Ο Ζαν Λυκ νοσταλγεί την εποχή με το συγκρότημα. Έχει έρθει κάπως αργά στη ζωή στη θάλασσα και δεν τρελαίνεται με το νερό. Δεν του αρέσει να του κάνω ερωτήσεις και είναι πάντα τσιτωμένος όταν φεύγουμε από ένα λιμάνι ή αγκυροβολούμε σε ένα άλλο.  Βάζει το χέρι στο μηρό μου. Καθώς τα δάχτυλά του με αγγίζουν, βλέπω τον ξεθωριασμένο  σκορπιό στο δέρμα του. Τα νύχια του είναι σπασμένα και μαύρα. Ο άνεμος είναι δυνατός, δυνατότερος από όσο θα ήθελε, και έχει κατεβάσει και τα δύο πανιά καθώς κόβουμε ταχύτητα αφού πλέουμε όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ακτή. Μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά τη Νόνζα τώρα, το χωριό  ορθώνεται ψηλά πάνω από τη γκρίζα βοτσαλωτή παραλία που μοιάζει σαν να την έχει μόλις ξεπλύνει μια καταιγίδα. Μόλις ρίξουμε άγκυρα στον κόλπο θα σερβίρω το μεσημεριανό γεύμα στο κατάστρωμα, το μοναδικό μενού με θαλασσινά που η Μιέκο  ανέχεται, μαζί με μια σαλάτα αβοκάντο που μάλλον δε θα αγγίξει  καθόλου. Αν και αρχικά είπε ότι θα φάει θαλασσινά, συνοφρυώθηκε χτες όταν έκανα ψητό αστακό.  Ο Ραούλ έφερε πίσω την πιατέλα. «Υπήρξε μια παρανόηση», είπε. «Η Μιέκο δεν τρώει θαλασσινά».

Αν το ζευγάρι πάρει έναν υπνάκο μετά το μεσημεριανό γεύμα, και ίσως έχουν τη διάθεση  να κολυμπήσουν στην παραλία μέχρι το απόγευμα, θα έχω χρόνο να δανειστώ το σκούτερ της Μαριάν στο χωριό και να κάνω  κάποια βιαστικά ψώνια σε ενα κατάστημα στο Σεν Φλοράν που είναι μεγαλύτερη πόλη.

Οι προμήθειές μας μειώνονται. Ο Ζαν-Λυκ παίρνει το χέρι του, πηγαίνει να χαλαρώσει τα πανιά, προετοιμάζεται για να δέσει το σκάφος  προς την ακτή. Εγώ κοιτάω  τα τατουάζ του, μερικά από αυτά παριστάνουν κάτι βυζαρούδες  που μοιάζουν να το γλεντάνε πολύ πάνω στο σώμα του. Δεν μιλάμε πολύ όταν είμαστε στη δουλειά, ακόμη και όταν είμαστε αγκυροβολημένοι για τη νύχτα σε έναν κόλπο  με τον ουρανό γεμάτο αστέρια. Όποτε  το βαρύ μπράτσο του απλωθεί πάνω μου το νιώθω  σχεδόν άψυχο, όπως το δροσερό δέρμα ενός ξένου.

Παρόλο που ο Ζαν Λυκ δεν  έχει κάνει τίποτε μαζί μου εδώ και ένα μήνα, έχουμε βάλει στοιχήματα σχετικά με το ποιος θα ακούσει πρώτα τη Μιέκο και τον Ραούλ να κάνουν έρωτα. Οι άνθρωποι συνήθως φτιάχνονται όταν είναι σε σκάφος και γενικά σε περιορισμένους χώρους. Το βλέπω να συμβαίνει συνέχεια. Είχαμε πετύχει ένα ζευγάρι που τους ακούγαμε να μουγκρίζουν και να βογγάνε για ώρες στο κατάστρωμα μέσα στη νύχτα.  Το πρωί ήταν αρνάκια, διάβαζαν όλη την ώρα βιβλία και εφημερίδες. Η γυναίκα είχε

ένα πρόβλημα με τα δόντια της και το ταξίδι τέλειωσε νωρίτερα από το προβλεπόμενο.

 

Η Μιέκο τεντώνει το ένα χέρι και το βάζει στο μέτωπο για να προστατευτεί  από τη λάμψη του πανιού. Ο Ραούλ της ρίχνει μια ματιά και μετά στρέφει την προσοχή του στις κινήσεις τους σκάφους καθώς παίρνει στροφή.  το σκάφος γυρίζει. Ο Ζαν Λυκ διευθύνει την δουλειά με πολύ διακριτικό τρόπο. Τα πανιά αφήνουν ένα θρόισμα και ανοίγουν όπως οι κουρτίνες ενός θεάτρου πάνω από την μικροσκοπική σοπράνο, κι έπειτα ο άνεμος αναλαμβάνει να ους δώσει σχήμα. Το καπέλο της Μιέκο πέφτει πίσω καθώς κοιτάζει προς τα μεγαλόπρεπα ιστία. Δεν βρισκόμαστε πλέον απέναντι στην ανοιχτή θάλασσα, μπαίνουμε ανάμεσα στις

κοιλιές μεγάλων  σμαραγδένιων κυμάτων που δεν έχουν κορφές. Αυτά πάλι  κάνουν έναν ήχο που μοιάζει με το νανούρισμα του πλυντηρίου. Η Μιέκο αφήνει το χέρι της να πέσει πάλι και σηκώνει  το βιβλίο της κόντρα στο έντονο φως. Ο Ραούλ ξαναγυρνάει  στο μυθιστόρημά του.

Ο Ζαν-Λυκ παλεύει πέρα ​​στη γέφυρα με το φλόκο  και εγώ κρατάω το τιμόνι

και τον παρακολουθώ.  Κοιτάζω το σώμα του . Ήταν με μια άλλη γυναίκα πιο παλιά. Έχω δει τις φωτογραφίες της, είχε πολύ πυκνά μαλλιά, λαμπερά δόντια και φορούσε δερμάτινα τζάκετ. Ο Ζαν Λυκ έκανε τη διαδρομή ως τα νότια από τη Λίλ με μοτοσικλέτα.

Μετά το μεσημεριανό γεύμα με άφησε το σκάφος και έτρεξε στην ξηρά.

Η Μιέκο και ο Ραούλ αποσύρονται στις κουκέτες τους κάτω από το κατάστρωμα – το γεύμα έχει περάσει ομαλά.

Υπάρχουν δύο άλλα σκάφη στο αγκυροβόλιο, αλλά η τεράστια παραλία είναι άδεια.

Είναι η πιο ζεστή ώρα της ημέρας και το νησί φαίνεται σαν να σφυρηλατηθεί  και

ξεθωριάσει από τον ήλιο, δείχνει  πιο μικρό από την απόσταση που είμαστε ακόμα και καθώς  το τυλίγει το λαμπερό φως.

 

Μικρές φωτιές στους θάμνους θα λάμψουν ξανά σ’ όλο το μήκος αυτών των λόφων. Κάτω από μας, ο βυθός της θάλασσας στρωμένος με μαυροπράσινα βότσαλα σε παγερούς τόνους και σκοτεινά, απότομα κύματα.  Είναι ένα απόμακρο, απομονωμένο μέρος που  αρέσει πολύ στον Ζαν Λυκ. Οι επισκέπτες απολαμβάνουν  την φοβερή  θέα της βραχώδους, γης αλλά λίγοι κάνουν τον κόπο να ανεβούν στη Νόνζα για να πάρουν ένα παγωτό ή να δουν τη θάλασσα από ψηλά να απλώνεται σ’ όλο το μήκος της σχιστολιθικής παραλίας.  Οι περισσότεροι θέλουν να πάνε στο lλ – Ρους  ή στην Κάλβι όπου υπάρχει μια μαρίνα και νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Οι πελάτες μας θέλουν να ντυθούν με τα βραδινά τους επίσημα ενδύματα.

Ο Ζαν-Λυκ οδηγεί τη βάρκα ανάμεσα στις πέτρες και όταν δίνουμε το φιλί του αποχαιρετισμού η γλώσσα μου χώνεται στο στόμα του. Διασχίζουν το νερό αφήνοντας πίσω τους υγρές μαύρες ρυτίδες. Βγαίνω από το σκάφος ξυπόλυτη και σπρώχνω τη βάρκα μακριά, κρατώντας στα χέρια σανδάλια και την τσάντα για ψώνια μου. Υπάρχουν μερικοί που κάνουν ηλιοθεραπεία στη λωρίδα κάτω από τον απόκρημνο βράχο που κρατάει το χωριό στον αέρα. Ανταύγειες  τρεμοπαίζουν στα βότσαλα σ’ όλη τη διαδρομή  μέχρι εκεί που αρχίζει το μονοπάτι. Κάποια βότσαλα είναι γλιστερά, κάποια μοιάζουν σαν μικρά δαχτυλάκια από τα  πόδια των παιδιών. Αφήνω τα πράγματα μου. Με τον Ζαν-Λυκ να με κοιτάζει, καθώς κωπηλατεί σταθερά αφήνομαι να βυθιστώ στο νερό, και να χωθώ κάτω από τα πεισματάρικα κύματα.

 

 

Δύο ώρες αργότερα επιστρέφω στην παραλία με την τσάντα μου γεμάτη ψώνια, χρωστώντας χάρη στον αδελφό της Μαριάννας, τον Πιέτρο, που με πήγε μέχρι το Σεν  Φλοράν με το φορτηγάκι του. Ήπιαμε δύο μπύρες στην κορυφή του βράχου – κόκκινη Κορσικάνικη μπύρα που φτιάχνεται με κάστανα – και τώρα τις νιώθω μέσα από το κεφάλι μου.  Έτρεχα σαν τρελή στο μονοπάτι για να μην χαλάσουν τα τρόφιμα , και τα πόδια μου μάτωσαν από τα καυτά βότσαλα στην παραλία. Βλέπω τον Ζαν-Λυκ  στο κατάστρωμα και του κάνω νεύμα να έρθει με τη βάρκα για να με φέρει στο σκάφος. Υπάρχει ένα ανθρώπινο κεφάλι στο νερό που θα πρέπει να είναι του Ραούλ. Ο βυθός  φεύγει γρήγορα κάτω από τα πόδια μου ενώ ο Ραούλ παλεύει αδέξια με τα κύματα, αφήνοντάς τα να περάσουν πάνω από το κεφάλι του που ξαναβγαίνει μετά στον αφρό με τα ξανθά μαλλιά του να στροβιλίζονται γύρω από το κρανίο του. Το κόκκινο πρόσωπο του βγάζει περίεργους ήχους καθώς  φτύνει  νερό από το στόμα του, και συνεχίζει να παλεύει όσο τα κύματα έρχονται πάνω του. Για μια στιγμή ανησυχώ ότι έχει πρόβλημα και θα πρέπει να αφήσω την τσάντα μου στην άκρη και να βουτήξω τον σώσω. Αλλά τότε το σώμα του αναδύεται  πάνω από το σερφ. Είναι γυμνός. Αφήνει τον εαυτό του να πέσει μπρούμυτα προς τα ρηχά με το νερό να κυλάει πάνω από την λαμπερή πλάτη του. Ο λευκός πισινός του έχει ένα εκπληκτικά στρογγυλό σχήμα.

Κοιτάζω πίσω στη βάρκα για να δω αν ο Ζαν-Λυκ έχει πάρει είδηση το νεύμα.

Έχω ψάρια και λαχανικά στην τσάντα μου. Μιλάει στο Μιέκο, κάτι που δύσκολα μπορείς να το πιστέψεις. Η Μιέκο, ντυμένη με φαρδιά μαύρα παντελόνια και ένα μακρυμάνικο κρεμ τοπ, στέκεται παρακολουθώντας τον σύζυγό της στο νερό. Σύντομα, ο Ζαν-Λυκ έχει φτάσει μερικά μέτρα μόνο μακριά από μένα στο σκάφος και του δίνω τα ψώνια. Υπάρχει κρασί εκεί για να κρυώσει μέχρι το βράδυ. Είμαι βέβαιη ότι ο Ραούλ θα υποκύψει στο παγωμένο Sancerre. Ρίχνω το φόρεμα και τα σανδάλια μου στην τσάντα και σπρώχνω τον Ζαν-Λυκ μακριά. Όταν τα σώματά μας πλησιάζουν το δικό του μοιάζει σαν περίγραμμα για το τοπίο. Η Μιέκο εμφανίζεται για το δείπνο με ένα λουλουδάτο φόρεμα που δεν της πάει καθόλου. Ίσως το κάνει για τον Ραούλ, ο οποίος μπορεί και να έχει ρίζες από το Βέλγιο. Μπορεί να θέλει  να προσκαλέσει τα χέρια του να ταξιδέψουν επάνω σ’ αυτό το φόρεμα.

Την προτιμώ με τα μαύρα και λευκά θεατράλε ρούχα που αποκαλύπτουν τα χαρακτηριστικά της. Η Μιέκο βαδίζει στο κατάστρωμα πάνω σε ένα ζευγάρι χαμηλών χρυσών τακουνιών, ένα πανάκριβό κάλυμμα για το πέλμα και τα δάχτυλα των ποδιών. Υπάρχουν αντιθέσεις του χαλκού και του λευκού στα χειροποίητα νήματα που διακοσμούν τα παπούτσια. Βλέπω τη λάμψη από βερνίκι νυχιών, αλλά δεν υπάρχει καμία αίσθηση του σχήματος ή μεγέθους. Κι όμως προτού κλείσει η εβδομάδα, εγώ θα καταφέρω να δω τα δάχτυλα της Μιέκο.

Η Μιέκο αρνείται ένα ποτήρι κρασί και περπατά το μήκος του καταστρώματος. Αναρωτιέμαι πότε θα την πιάσει ο πυρετός της καμπίνας. Μετά από λίγες μέρες το παθαίνουν  όλοι, πρέπει να βάλουν το πόδι τους στο έδαφος. Σήμερα δεν ήθελε να πάει

στην παραλία. Υποψιάζομαι ότι θα έρθει στο σκάφος με ένα σωρό τσάντες από τα ψώνια της όταν θα πάμε στο Κάλβι. Στη σοπράνο αρέσει να ψωνίζει.

Ο Ζαν-Λυκ  ρίχνει την άγκυρα κοντά στην ακτή για τη νύχτα και πηγαίνει κάτω για να κάνει ένα ντους. Τα φώτα της Νόνζα απλώνονται  πάνω μας. Μακάρι να ήμουν εκεί ψηλά με τον Πιέτρο και τον Μαριάννα μέσα στη μπυραρία της πλατείας. ‘Ήχοι ντόπιας μουσικής  ακούγονται από ένα μπαρ που  ένας άντρας από την Αζαξιό  έχει χτίσει πάνω στα βράχια. Φέρνει μια τζαζ μπάντα τα Σαββατοκύριακα αλλά απόψε  στον κόλπο δεν ακούγεται σχεδόν τίποτε.. Τα κύματα ίσα που αναδεύουν τη θάλασσα.  Η πρόβλεψη του καιρού ήταν για πολύ πιο δυνατό άνεμο. Ο Ζαν-Λυκ έρχεται να με βρει μετά το ντους του και ξέρω ότι δεν είναι χαλαρός. Και αυτός θα ήθελε να πάει στην στεριά, αλλά θα κοιμόταν μόνος του στους αμμόλοφους. Με φιλάει στο μάγουλο και πηγαίνει ένα ποτήρι στη Μιέκο. Το δέχεται από αυτόν και τους βλέπω να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Τους παρακολουθώ, τον άνθρωπο που αγαπώ και τη μικροσκοπική λουλουδάτη σοπράνο.

 

Δεν έχω ρωτήσει  τον Ζαν-Λυκ ποιους ρόλους έπαιξε στο Covent Garden, και αν της επιτράπηκε να ξεφύγει  από τα όρια της φυλής της. Εγώ φαντάζομαι τη Μιέκο με ένα κιμονό με λεπτεπίλεπτη όψη. Τη βλέπω να καταρρέει μέσα στα υφάσματα στη σκηνή με έναν πίδακα ψεύτικου αίματος. Ο Ραούλ σκαρφαλώνει τα σκαλιά. Φοράει ένα πολύ έντονο κόκκινο  πουκάμισο και είναι πιο κόκκινος και περισσότερο ερεθισμένος στο δέρμα από χθες, τα πλυμένα μαλλιά του ανοίγουν σαν φτερά. Είναι εξαντλημένος. Το πρόσωπό του στάζει και αρπάζει ένα ποτήρι κρασί. Ο Ραούλ με ρωτάει τι θα έχουμε για δείπνο, αλλά δεν ακούει  την απάντησή μου. Μου λέει ότι έχει τελειώσει το βιβλίο του. Λέει, «Σας ρώτησα ήδη αν έχετε τεύχη του The New Yorker;

Του λέω ότι με έχει ρωτήσει, και λυπάμαι που δεν έχουμε. Τον ρωτάω αν του άρεσε το

Μυθιστόρημα του Ουελμπέκ.

«Όχι πολύ», λέει.

Σπρώχνει το ποτήρι του για να το ξαναγεμίσω, κοιτάζει γύρω στο κατάστρωμα και προσέχει

Το φόρεμα της Μιέκο. Για μια στιγμή, τα μάτια του γλυκαίνουν.

Τον ρωτώ τι διαβάζει συνήθως. «Δεν έχω χρόνο να διαβάσω», λέει.

Στο τραπέζι το ίδιο βράδυ, βλέπω το πρόσωπο της Μιέκο από κοντά για άλλη μια φορά.

Έχουμε περάσει το τριήμερο, είναι το κρίσιμο διάστημα, μετά από αυτό οι αντιστάσεις των ανθρώπων μαλακώνουν και θυμούνται πλέον τα ονόματά μας. Ο Ραούλ είναι ικανοποιημένος που η μαγειρική μου είναι αρκετά φινετσάτη για την δύσκολη πέψη της Μιέκο και ο Μιέκο δεν κοιτάει πλέον με απέχθεια το πιάτο της. Παρακολουθώ το φαγητό που μπαίνει στο στόμα της Μιέκο.  Οι ρυτίδες έχουν μόλις αρχίσει να φαίνονται γύρω από τα μάτια της αν και έχει ένα νεανικό γυναικείο τσιτωμένο δέρμα, καλά ενυδατωμένο και λαμπερό. Το πρόσωπό της είναι μια μεγάλη παλέτα όπου μπορώ να δω πως μεταμορφώνεται στο φως, με το τραγούδι. Τα μάτια της μοιάζουν φτιαγμένα από ακριβό μάρμαρο και αναδίνουν μια καλοσύνη στο βάθος τους. Όταν η Μιέκο χαμογελάει στον Ραούλ, μοιάζει καλύτερος άνθρωπος. Ένα τρίτο μπουκάλι κρασί ανοίγει, είναι αυτό το τοπικό ροζέ από τους λουσμένους στον ήλιο λόφους. Ο Ραούλ σηκώνει το ποτήρι και κάνει μια πρόποση στη γυναίκα του.

Το χέρι του Ζαν-Λυκ χαϊδεύει  το μηρό μου.

Προσπαθώ να θυμηθώ το στοίχημα μου με τον Ζαν-Λυκ,  ποιος στοιχημάτισε αν Η τρίτη μέρα θα είναι Η νύχτα. Βλέπω ότι τα μάτια του Ραούλ γλιστρούν πάνω  στην Μιέκο, πάνω από τα ανυψωμένα στήθη της, στις πτυχές των λουλουδιών. Αναμαλλιασμένοι, τελειώνουν

με σεβασμό.

Πηγαίνω κάτω για τα επιδόρπια μας, κρεμ καραμελέ με γάλα αμυγδάλου. Φροντίζω το δίσκο μου, βάζοντας ένα μπουκάλι Muscat κάτω από το μπράτσο μου. Στέκομαι εκεί, μυρίζοντας βερνίκι ξύλου και τη χλωρίνη στα ντουλάπια, το άρωμα του ντίζελ σε αυτή την άκρη του σκάφους. Ακούω τις φωνές τους από πάνω. Αναρωτιέμαι αν αυτό που θα ανακαλύψουν ξανά απόψε η Μιέκο και Ραούλ είναι διαφορετικό από την αδέξια απόλαυση που έχουμε δει πολλές φορές να συμβαίνει, κάθε ζευγάρι τόσο θανατερό κάτω από το νυχτερινό ουρανό, τόσο θλιμμένο από την παράξενη απλότητα του ύπνου σε ένα δυνατό σκάφος. Όταν φτάνω στο κατάστρωμα χορεύουν. Η παραδοσιακή μουσική έρχεται ως εμάς με τον αέρα και η Μιέκο είναι εγκλωβισμένη στην τεράστια αγκαλιά του Ραούλ. Ο Ζαν-Λυκ κρατάει το ποτήρι του.

Μοιράζω τα επιδόρπια και να γλιστράω κάτω από τον ώμο του. Νιώθω ότι το σώμα του είναι κουρασμένο.  Ανησυχώ ότι αυτή η ζωή θα τον αρρωστήσει μια μέρα. Τρίβομαι στο τραχύ μάγουλο του, το λαιμό του.

Ο Ραούλ ξαπλώνει πίσω στη θέση του με τη γυναίκα του να χώνεται δίπλα του. Το πρόσωπο της  Μιέκο είναι λαμπερό,  στα μάγουλα της εμφανίζονται λακκάκια. Παίρνει μια δυο κουταλιές από το επιδόρπιό της, και στη συνέχεια πλαταγίζει τα χείλη της. Είναι φανερό ότι έχει ακόμη αμφιβολίες για το μαγείρεμά μου. Ο Ραούλ αδειάζει το πιάτο του,

πηγαίνει στην πρύμνη όπου κατουράει στο ακίνητο νερό και η Μιέκο δεν μπορεί να συγκρατήσει τα γέλια της. Ο Ραούλ φέρνει ένα μπουκάλι Calvados από τη σουίτα τους και γεμίζει τα ποτήρια  όλων μας. Η σύζυγός του ξαπλώνει κατά μήκος του καθίσματος, φωλιάζει στην αγκαλιά του με τα μάτια ανοιχτά. Νομίζω  ότι πάει πολύς καιρός που έχουν να κάνουν έρωτα.

Το συγκρότημά μας είχε αρκετά μεγάλη ιστορία.  Για ένα χρόνο η φωνή μου ήταν καλή και είχαμε πάρει μια σειρά από τραγούδια της Κασάντρα Γουίλσον και  τα  παίζαμε σε ψηλότερο τόνο. Ο Ζαν-Λυκ και εγώ ήμασταν οι μόνοι που είχαμε κάνει θεωρητικά μαθήματα μουσικής, κι έτσι δουλέψαμε μαζί τα τραγούδια.  Εκείνος μπορούσε να παίξει  πιάνο αλλά και ντραμς, θεϊκά.  Μπορούσε επίσης να χορεύει. Όταν τελειώναμε, πηγαίναμε σε διάφορα κλαμπ  στη Μασσαλία, τα πιο σκοτεινά και επικίνδυνα, με αλγερινούς  πορτιέρηδες που μπορούσαν να σου δώσουν μια στο στήθος και να σε πετάξουν ξερό στο δρόμο. Σέρβιραν κοκτέιλ με αψέντι  σε βρώμικα ποτήρια και ο Ζαν-Λυκ ξετύλιγε τα μαγικά του χάπια μέσα από το στρίφωμα του παντελονιού. Ύστερα  χορεύαμε μέχρι που γινόμασταν λιώμα και το πρωί πέφταμε ξεροί στο λιμάνι.

Οι κρουαζιέρες με σκάφος, ήταν δική μου ιδέα. Πίστευα ότι δεν είχαμε να δώσουμε κάτι άλλο. Πίστευα ότι μια μέρα θα ξυπνούσε ο Ζαν-Λυκ και θα έφευγε, θυμόμουν ότι είχε αφήσει  γυναίκα και παιδιά στο βορρά. Πίστευα ότι το γκρουπ είχε ξεφτίσει πια και ότι είχαμε γίνει ένα με τον σωρό.

Υπήρχε μια φασαρία ανάμεσα στα τραγούδια και ξέραμε ότι περίμεναν κάτι καλύτερο. Άρχισα να φοβάμαι. Στο τέλος η Σόνια και η Μπεάτα έφεραν ένα κορίτσι που είχε καταγωγή εν μέρει από την Τυνησία και αυτό τους έθρεφε.

Ήξερα ότι ο Ζαν-Λυκ θα τα παρατούσε στο τέλος της σεζόν. Και θα έλεγα ναι, μόνο και μόνο για να μαλακώσει η ψυχή του,  θα έκανα οτιδήποτε για να αλλάξει η έκφραση των ματιών του.

Ξυπνάω στο χείλος της αυγής. Ο Ζαν-Λυκ έχει τραβήξει πάνω του το σεντόνι και είναι βαριά έχοντας μείνει ξαπλωμένη τόσες ώρες στην υγρασία. Σηκώνω το σεντόνι και περνάω το  δάχτυλο στον ώμο του, κάτω κατά μήκος των πτυχώσεων της πλάτης του, στη σχισμή  του κώλου του, στους τριχωτούς μηρούς του. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Τον σκεπάζω και σηκώνομαι. Δεν θα κάνω θόρυβο τώρα, αλλά έχω να πλύνω  τα πιάτα από χτες τη νύχτα. Δεν άκουσα τον Ραούλ και τη Μιέκο να κατεβαίνουν κάτω έπειτα από τα ψιθυρίσματά τους στον καναπέ μετά το δείπνο, οπότε είμαι πολύ σίγουρος ότι ο Ζαν-Λυκ έχει κερδίσει το στοίχημά μας.

Ανεβαίνω στο κατάστρωμα. Αυτή είναι η στιγμή που το νερό μοιάζει σαν μεταξένια μάζα θα μπορούσες να γλιστρήσεις μέσα του, χωρίς να χρειαστείς ξανά οξυγόνο. Έχω πάντα στο νου ότι θα τελειώσω τη ζωή μου στο νερό. Φυσικά είναι εδώ, κάτω από μια κουβέρτα που δεν προέρχεται από το σκάφος. Δεν μπορώ να δω σε τι στάση είναι τα σώματα τους είτε ο Ραούλ απλώς την αγκαλιάζει από πίσω ή αν τα πρόσωπά τους κοιτάζονται, μοιράζοντας την ανάσα τους. Όταν είσαι σε ένα συγκρότημα έχεις την ευκαιρία να δεις τον τρόπο που οι άνθρωποι κοιμούνται. Ανάβω  ένα τσιγάρο και υποθέτω ότι ο καπνός ταξιδεύει πάνω τους. Δεν υπάρχει οσμή, ούτε ακούγεται ο παραμικρός ήχος αυτό το πρωί. Η Μιέκο βγάζει το σκέπασμα και τα μάτια της τρεμοπαίζουν, το τραβάει ξανά. Καθίζω και εισπνέω. Ο ύπνος εδώ δεν μπορεί να κάνει καλό στη φωνή μιας σοπράνο.

Πηγαίνω στο μαγειρείο για να ξεκινήσω τα πιάτα. Από πάνω ακούω κινήσεις των σωμάτων, ομιλίες. Τίποτα δεν μένει κρυφό σε ένα σκάφος. Μιλάνε τόσο ψιθυριστά που εξακολουθώ να μην ξέρω ποια γλώσσα χρησιμοποιούν για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Τους ακούω να κατεβαίνουν στην καμπίνα τους και την πόρτα να κλείνει. Ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να φτάσουμε σήμερα στο Ιλ Ρους. Υπάρχουν φίλοι που θα ήθελα να δω στην πόλη. Ο Ζερόμ, ο που έχει ένα μπαρ τώρα. Η Μέλανι, που πουλάει μεταχειρισμένα βιβλία στην πλατεία. Δε νομίζω ότι η Μιέκο και ο Ραούλ είναι τύποι που τους αρέσουν οι βόλτες, αλλά υπάρχει μια μεγάλη  υπαίθρια αγορά τροφίμων λίγο έξω από την πλατεία.

Έχει χοντρές κολόνες από ασβεστόλιθο και τη χάρη ενός ναού. Σκέφτομαι να ξαναγυρίσω για να ξεκουνήσω λίγο τον Ζαν-Λυκ αλλά αντί γι’ αυτό ψεκάζω τις επιφάνειες. Ένα σκάφος είναι πάντα βρώμικο, έτσι ακόμα και αυτό δεν βοηθάει πολύ. Όλα τα μέταλλα αναπτύσσουν πράσινη μούχλα, όλο το ξύλο πρήζεται κάτω από το χοντρό βερνίκι του. Φέρνω ένα δοχείο καφέ στον επάνω όροφο, μαζί με τις τάρτες που αγόρασα στο Σεν Φλοράν και ένα καλαθάκι με χτεσινά κρουασάν. Ακούγεται ο παφλασμός από μια βουτιά από ένα από τα άλλα αγκυροβολημένα σκάφη. Ένας άντρας έχει βουτήξει μέσα. Πίνω καφέ, βγάζω το πουκάμισό μου και απομακρύνομαι από τη σκάλα, προσπαθώ να χαλαρώσω. Τα ξεροβούνια έχουν πάρει μια μοβ απόχρωση, με τη Νόνζα καθισμένη στην άκρη τους. Ακούω τα αυτοκίνητα στο χωριό που ανεβαίνουν τις στενές στροφές για να φτάσουν στην εκκλησία της Αγίας Ιουλίας που έχει το χρώμα της σκουριάς,  τόσο όμορφη ώστε μια από τις βαθύτερες ευχές μου ήταν πάντα να αποκτήσω αυτό το όνομα, αλλά δεν το αποφασίζω.  Ίσως η ζωή μου να μην ήταν τελικά τόσο διαφορετική αν το έκανα. Μέσα στην εκκλησία υπάρχει ένα ζωγραφισμένο άγαλμα της νεαρής γυναίκας, της οποίας η σύντομη ζωή τελείωσε με βασανιστήρια σε αυτές τις ακτές. Η Αγία Ιουλία είναι η πολιούχος του νησιού. Κολυμπάω ύπτιο ως την παραλία και ξαπλώνω στα μικρά βότσαλα, ένα χαλί από χάντρες.

Βλέπω τη Μιέκο στο κατάστρωμα ντυμένη στα μπεζ, και μετά  τον Ζαν-Λυκ, που κάθεται κάτω  για να μιλήσει μαζί της.

Μέχρι να φτάσω κοντά τους στο κατάστρωμα εμφανίζεται και ο Ραούλ. Φοράει ένα φθαρμένο πουκάμισο της δουλειάς. Φαίνεται ανήσυχος. Το χέρι του τρέμει καθώς σηκώνει ένα ποτήρι. Χώνει ένα κρουασάν στο καφέ του και τρώει πιο αργά από ότι χθες. Η Μιέκο πίνει από το τσάι που έφερε η ίδια.

Κανένας τους δεν φοράει γυαλιά ηλίου. Τα γόνατά της μόλις που διακρίνονται, είναι λεπτότερα από όσο νόμιζα, και με κάνουν  να φανταστώ τα πόδια της σαν ελικοειδή γλυπτά. Βλέπω λεπτές λωρίδες στα σχεδόν άτριχα πόδια της. Φοράει τις ίδιες εσπαντρίγιες όπως πριν. Καθώς κοιτάζει σε ένα κομμάτι τάρτα στο πιάτο του, ο Ραούλ ανακοινώνει ότι αυτός και η Μιέκο θα ήθελαν να πάνε στην στεριά. Στην πραγματικότητα, λέει, αυτή η παραλία τους αρέσει πολύ. Κοιταζόμαστε με τον Ζαν-Λυκ. Ο ήλιος δέσμιος της πορείας του, σαρώνει τώρα πια όλο τον κόλπο. Η θάλασσα είναι γαλήνια και δεν υπάρχει σκιά στο κατάστρωμα. Ο Ραούλ λέει ότι θα ήθελαν να ξοδέψουν λιγότερο χρόνο στα άλλα λιμάνια της διαδρομής μας για να χαλαρώσουν εδώ σ’ αυτή την ατελείωτη γκρίζα παραλία που δείχνει τώρα ενώ η Μιέκο συγκατανεύει. Θέλουν να εξερευνήσουν τους πρόποδες των βράχων. Σχεδιάζουν να φτάσουν μέχρι το χωριό. Ο Ραούλ λέει ότι έχει ακούσει για αυτό το μέρος. Ίσως διάβασε κάτι σε κάποιο άρθρο των εφημερίδων.

Σκέφτομαι ήδη τα μακρινά ταξίδια στο Σεν Φλοράν για προμήθειες αντί για εύκολο περίπατο στα σούπερ μάρκετ στο Ιλ Ρους και το Κάλβι. Ο Ζαν-Λυκ, όμως, φαίνεται να ενθουσιάζεται από την ιδέα. Τον βλέπω να χαλαρώνει. Του αρέσει να αγκυροβολήσει εδώ επειδή δεν θα χρειάζεται να κάνει τίποτα.

Η Μιέκο επανεμφανίζεται με παντελόνια και ένα ναυτικό μακρυμάνικο πουκάμισο, φοράει ένα καπέλο και κουβαλάει μια μεγάλη λεπτοϋφασμένη ψάθινη τσάντα. Ο Ζαν-Λυκ

την βοηθά να μπει στο σκάφος. Ο Ραούλ, φοράει ένα ξεκούμπωτο καθημερινό πουκάμισο και ένα ζευγάρι φαρδιά σορτς, έχει πρόβλημα να χωρέσει το βαρύ του σώμα στο μικρό

σκάφος και η Μιέκο κρατιέται γερά από τις λαβές καθώς το σκάφος ξεχύνεται προς τους βράχους. Απομακρύνονται. Ανάβω ένα τσιγάρο καθώς τους κοιτάω, ενώ οι γλάροι ορμούν στα ψίχουλα που έριξα στη θάλασσα. Ο Ραούλ την βοηθάει να βγει στην στεριά, την βάζει να καθίσει κάτω και την καθοδηγεί.  Με προσοχή εκείνη κάνει μερικά βήματα σαν μια γάτα που βγήκε έξω από ένα κλουβί, στη συνέχεια προχωρά στους βράχους, ακολουθώντας τον Ραούλ.  Πηγαίνω να πάρω τα πράγματα για το πρωινό κάτω από το κατάστρωμα. Όταν έρχομαι βλέπω  ότι ο Ζαν-Λυκ άφησε το σκάφος στην παραλία και περπάτησε μερικές εκατοντάδες μέτρα προς την άλλη κατεύθυνση. Βλέπω τις σιλουέτες της Μιέκο και του Ραούλ να περπατούν κάτω από τους από τους απότομους βράχους  και να πηγαίνουν σε μια ήρεμη παραλία που βρίσκεται πιο μακριά. Μοιάζουν με ένα ζευγάρι δραπέτες.

Όταν ο Ζαν-Λυκ επιστρέφει, χουζουρεύω στη αιώρα που έχω βάλει κάτω από το κατάρτι. Το χέρι του χαϊδεύει  το μηρό μου αλλά στη συνέχεια σταματά μόλις ξυπνάω. Σκαρφαλώνει πάνω μου, γυμνός, γυρίζοντας με ανάσκελα. Είναι ερεθισμένος. Βγάζει το κάτω μέρος του μπικίνι και ανασαίνει βαριά γραπώνοντας το σώμα μου. Γονατίζει, τα γεννητικά του όργανα σε μια σκοτεινή, υγρή σχισμή. Σκύβει και φιλάει ένα από τα πλατιά πόδια μου.

Η Μιέκο είπε στο Ζαν-Λυκ ότι έχασε τη φωνή της σε μια παράσταση στο Παρίσι ένα χρόνο πριν. Ήταν στη σκηνή τραγουδώντας όταν ένιωσε τις φωνητικές της χορδές να γίνονται  δύο

βέλη και να τοξεύουν το λαιμό της. Ήρθε ένα ασθενοφόρο και την πήρε . Πιστεύει ότι το βίντεο υπάρχει στο YouTube. Ζήτησε από τον Ζαν-Λυκ να μην το δει.

Δεν έχουμε καθόλου σήμα εδώ, αλλά ξέρω ότι ποτέ δεν θα το  έκανε ο Ζαν-Λυκ. Η Μιέκο είπε ότι εκείνη και ο Ραούλ είναι παντρεμένοι εδώ και οκτώ χρόνια.

Κανονικά θα πήγαιναν στην Οσάκα αυτό το καλοκαίρι, αλλά οι γονείς της πέθαναν πρόσφατα. Ο Ραούλ δεν είχε κανέναν συγγενή στο Λουβέν, εκτός από μια αδελφή με την οποία δεν τα πήγαινε καλά με.  Δεν είχαν παιδιά. Ζούσαν στο Παρίσι, σ το 14ο διαμέρισμα. Η Μιέκο έκανε μαθήματα φωνητικής σε γιαπωνέζους φοιτητές στο διεθνές σχολείο και σε παιδιά διπλωματών. Ήλπιζε να ξαναβρεί τη φωνή της, αλλά η διαδικασία τραβούσε σε μάκρος και δεν είχε γίνει τίποτε ως τώρα.  Οι γιατροί δεν ήταν σε θέση να εντοπίσουν κάποιο  συγκεκριμένο πρόβλημα εκτός από το γεγονός ότι είχε δώσει πολλές παραστάσεις. Η ίδια η Μιέκο είπε ότι ήταν νευρολογικό θέμα και ένας  γιαπωνέζος γιατρός στο Παρίσι μπορούσε να την θεραπεύσει.  Ήταν εδώ επειδή την είχε συμβουλεύσει να περάσει μια εβδομάδα σε ένα σκάφος στη Μεσόγειο.

Ο Ζαν-Λυκ μου λέει ότι δεν θα επιστρέψουν μέχρι αργά. Αυτός τους έδειξε το απότομο μονοπάτι προς τη Νόνζα και τους είπε να παραγγείλουν πίτσα στο μπαρ και να διαλέξουν ένα δροσερό τραπέζι δίπλα στο σιντριβάνι. Είπε ότι ο Ραούλ θα πρέπει να τους πει ότι έρχονται  από ένα από τα ιστιοπλοϊκά σκάφη που είναι αγκυροβολημένα στην στεριά. Θα είχαν καλύτερη περιποίηση έτσι. Αλλά το πρωί περνάει και δεν τους βλέπουμε να διασχίζουν τα βράχια. Η σκιά έχει φύγει και βλέπω τα κεφάλια τους να βουτάνε στο νερό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Μιέκο βγαίνει τελικά. Φοράει ένα λευκό μαγιό. Καθίζει, ανοίγοντας μια μικρή ομπρέλα, και καλύπτει τα πόδια της με μια πετσέτα. Ο Ραούλ μένει  στην ήρεμη θάλασσα. Κολυμπάει προς τα έξω με αρκετά καλό ύπτιο, στη συνέχεια βγαίνει αναπηδώντας σαν το βάτραχο και κατευθύνεται στην ακτή με το κόκκινο στομάχι του να προεξέχει στον αέρα. Βγαίνει από το νερό και ξαπλώνει στα βότσαλα.

Πρέπει να βρήκαν κάποια σκιά μέσα στα βράχια και να χώθηκαν εκεί, δεν μπορώ να τους δω πλέον. Ανοίγω ένα μπουκάλι λευκό κρασί και ετοιμάζω μια σαλάτα. Ο Ζαν-Λυκ βάζει τη μάσκα και βουτάει στο νερό για να αφαιρέσει τα φύκια από την έλικα. Όταν επιστρέφει, τελειώνουμε το μπουκάλι και εκείνος ξαπλώνει στο κατάστρωμα. Αρχίζω ξανά την ανάγνωση του βιβλίου του Ουελμπέκ  που έχει αφήσει ο Ραούλ στο τραπέζι.

Είναι ήσυχο στην αρχή, ένα παιχνίδισμα περισσότερο παρά ένα τραγούδι. Η Μιέκο επέστρεψε στην ακτή,  με το λευκό μαγιό της, κι ένα σαρόνγκ γύρω από τη μέση της. Ο Ραούλ  είναι χωμένος ως τη μέση στο νερό, αφήνοντας τα κύματα να χτυπάνε στα πλευρά του. Η Μιέκο σκύβει και μένει έτσι για πολύ αρκετή ώρα. Σηκώνεται, ξεκινά πάλι να βγάζει αυτό τον ήχο ένα κρεσέντο που σου σπαράζει την καρδιά. Ο Ζαν-Λυκ κοιτάζει προς τα πάνω καθώς καταλαβαίνει τι είναι αυτός  ο ήχος.

Οι Ρωμαίοι στρατιώτες από τη φρουρά της Νόνζα έκοψαν τα στήθη της νεαρής Αγίας Ιουλίας όταν αρνήθηκε να προσκυνήσει  τους παγανιστικούς θεούς τους.  Οι Κορσικανοί

πιστεύουν ότι τα τεμαχισμένα στήθη της πετάχτηκαν πάνω σε ένα πέτρινο τείχος κάτω από το χωριό, και εκεί ξεπήδησε μια πηγή που ονομάζεται η Πηγή του Στήθους.

Μητέρες που περιμένουν να γεννήσουν έρχονται τώρα σε αυτό το μέρος ως ξυπόλυτοι προσκυνητές για να εξασφαλίσουν ότι θα έχουν το απαραίτητο γάλα, η πηγή είναι στο μονοπάτι που ανεβαίνει από την παραλία.

Το σώμα της Αγίας Ιουλίας κρεμάστηκε σε μια συκιά και σύμφωνα με όλες τις εκδοχές της ιστορίας ένα περιστέρι πέταξε από το στόμα της τη στιγμή του θανάτου της.

 

Catherine McNamara
KAtherine Macnamara.jpgΜεγάλωσε στο Σίδνεϊ, έφυγε στο Παρίσι και κατέληξε στη Δυτική Αφρική να διευθύνει ένα μπαρ. Η συλλογή της Pelt and Other Stories ήταν υποψήφια για το βραβείο Frank O’Connor ενώ ήταν ανάμεσα στους φιναλίστ για το βραβείο Hudson και τα διηγήματά της από τη συλλογή The Cartography of others ήταν υποψήφια για το βραβείο Pushcart  και εκδόθηκε στην Αγγλία. Η συλλογή αυτή (όπου ανήκει και η παραπάνω ιστορία) τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο των Eyelands Book Awards 2018. Η Κάθριν ζει στην Ιταλία και αυτή την εποχή γράφει το επόμενό της μυθιστόρημα.

 

 

*Adieu, Mon Doux Rivage: Όπερα γραμμένη από τον Γερμανό συνθέτη Giacomo Meyerbeer, τον 19ο αιώνα

Advertisement