Η επιλογή παρουσίασε τα διηγήματα του 8ου διεθνούς διαγωνισμού διηγήματος eyelands (ελληνικό τμήμα) που επιλέχτηκαν για δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό eyelands. Η δημοσίευση αρχίζει κάθε χρόνο τον Οκτώβριο και ολοκληρώνεται λίγο πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα του επόμενου διαγωνισμού. Αυτή είναι η τελευταία δημοσίευση από την Επιλογή. Ραντεβού με τα επόμενα διηγήματα από τον 9ο διαγωνισμό, το Νοέμβριο!
Το θέμα του 8ου διαγωνισμού ήταν: «Αποσκευές». Το διήγημα το οποίο κλείνει τη σειρά είναι:
Αποχαιρετισμός στην παιδική χαρά
Γιώργος Γιώτσας
Ήμουν στο περιφραγμένο μέρος του πάρκου, δίπλα από το χώρο στάθμευσης.
Ένας μακρύς χώρος όλο τσιμέντο και ζέστη, με κίτρινες ράμπες για να κάνουν τα μεγαλύτερα παιδιά skate και κόλπα με τα ποδήλατα. Δεν μου πήρε πολύ να καταλάβω ότι ο μικρός Νικόλας κοιτούσε εμένα.
“Μπα-μπαααα!” φώναξε μελωδικά, γεμάτος χαρά και τράβηξε το τελευταίο “ά” όπως έκανε συνήθως, με έναν χαριτωμένο και τελείως παιδιάστικο τρόπο που τον έκανε να μοιάζει όχι έξι χρονών που ήταν, αλλά τριών, ίσως ακόμα και δύο.
Του χαμογέλασα -ένα αυθόρμητο, αυθεντικό χαμόγελο, από εκείνα που κάποιοι άνθρωποι δεν θα χαρίσουν ή δεν θα αντικρίσουν ποτέ στη ζωή τους. Ο Νικόλας με κοίταζε κάτω από τις σταχένιες του μπούκλες, με αυτά τα μεγάλα καστανά μάτια (λαμπερά και ακτινοβόλα, με τον ήλιο του Αυγούστου να αστράφτει μέσα τους), έκανε να σηκώσει τα χέρια, σαν σε κάποια μυστική κίνηση που μόνο οι δύο μας γνωρίζαμε, και αμέσως μου γύρισε την πλάτη. Έτρεξε σε μια από τις κίτρινες ράμπες που το ανηφορικό και το κατηφορικό κομμάτι σχημάτιζαν ένα τρίγωνο πάνω στο ζεστό τσιμέντο, την ανεβοκατέβηκε με γρήγορα, γερά πατήματα και συνέχισε να τρέχει στις μεγαλύτερες ράμπες πιο πέρα. Γύρω γύρω άλλα παιδιά φώναζαν και έπαιζαν με πολύχρωμες μπάλες, άλλα πιο μεγάλα που δοκίμαζαν τα bmx τους και η ιδρωτίλα είχε ποτίσει τα ρούχα τους, κάποια κορίτσια που έκοβαν βόλτες με τα πατίνια τους και μερικοί ανέμελοι μπόμπιρες αγοράκια και κοριτσάκια που έτρεχαν, τσίριζαν ή γέλαγαν και φυσικά οι άλλοι γονείς που παρακολουθούσαν διακριτικά όπως και εγώ, από κάποια απόσταση -εμείς ήμασταν στα “πιτς” της πίστας των παιδιών.
Ένας αγαπημένος συγγραφέας είχε διηγηθεί μια ιστορία για το πως η παιδική χαρά είναι ένα από τα πιο τρομακτικά μέρη για ένα παιδάκι. Παρομοίαζε όλα αυτά τα παιχνίδια που σκαρφίζονται τα παιδιά, όπως και την ένταξη στα σύνολα που είναι στον ίδιο χώρο, τις φωνές, τις σπρωξιές ακόμα και το ξύλο που έπεφτε μερικές φορές… σαν ένα μέρος γεμάτο ένταση, όπου τα παιδιά δοκίμαζαν συχνά τρομάρες, η αδρεναλίνη τους εκτοξευόταν -και ήταν η παιδική χαρά κάθε φορά, που τα προετοίμαζε για το μέλλον τους και την Κοινωνία Των Μεγάλων. Δε θυμάμαι το όνομα του συγγραφέα, δυστυχώς φταίω σε αυτό, γιατί μου άρεσε πολύ ολόκληρο το βιβλίο του -(ήταν διηγήματα, κάποια με αποστολές στον πλανήτη Άρη, άλλα με σπίτια που εγκλώβιζαν θανάσιμα τους ανθρώπους που έμεναν σε αυτά, και προς το τέλος του βιβλίου είχε εκείνο με την τρομακτική παιδική χαρά) αλλά θυμάμαι ότι είχα φοβηθεί όταν το διάβασα, γιατί σκεφτόμουν μετά τον μικρό Νικόλα και την πρώτη φορά που θα τον πηγαίναμε στο πάρκο με την παιδική χαρά του, που έσφυζε από ζωή και φασαρία.
Ίσως πάλι, ο τρόμος αυτός να μην προήλθε μόνο από εκείνο το τόσο εύστοχο διήγημα, αλλά και από το απλό γεγονός ότι αγαπάω το γιο μου με όλη μου την καρδιά.
Έχουμε περάσει πολλά με τον Νικόλα. Βλέπετε εκείνο το όμορφο μωράκι που μας πήρε τα αυτιά με το υπέροχο κλάμμα του, όταν ήρθε στον κόσμο, οι γιατροί διέγνωσαν ότι είναι αυτιστικό. Με τη ξύλινη γλώσσα τους μας εξήγησαν ότι δεν είναι αυτισμός βαριάς μορφής που θα τον επηρεάσει μόνιμα στην υπόλοιπη ζωή του, αλλά κάτι με το οποίο θα μάθει να ζεί και εν τέλει θα έχει μια φυσιολογική ζωή (“όσο γίνεται αυτό” πρόσθεσε ο ηλικιωμένος παιδίατρος με τα σκονισμένα πτυχία που έγλειφαν τον τοίχο του). Αλλά οι γιατροί είπαν επίσης ότι θέλει αγώνα, θυσίες, ανέφεραν αποτελέσματα και κινήσεις κατόπιν αυτών, μετά οι κρατικοί υπάλληλοι πρόσθεσαν πως χρειάζονται χαρτιά και έξοδα -κάποια θα καλυφθούν, κάποια όχι- μας μιλήσαν για ασφάλειες και γραφεία, οι συγγενείς μας υπενθύμισαν ότι θα χάσουμε την υγεία μας αν μας πάρει από κάτω και ότι πρέπει να είμαστε δυνατοί ενώ κάποιοι προοδευτικοί μας πρότειναν να προσπαθήσουμε και για δεύτερο παιδί, ενώ τέλος οι φίλοι είπαν ο καθένας τη γνώμη τους -όλοι είχαν να πουν και από κάτι. Και μετά μείναμε μονάχα οι δυό γονείς και το παιδί. Ο Νικόλας σε αντίθεση με όλους, δεν έλεγε τίποτα. Έκλεινε τα αυτιά με τα χεράκια του όποτε του μιλούσαμε και προχωρούσε. Και μαζί του προχωρούσαμε και εμείς. Γιατί μας χαμογελούσε. Και είχε μια πρωτόγνωρη αγάπη και μια διασκεδαστική σκανταλιά το χαμόγελο αυτό. Σαν να γνώριζε κάτι παραπάνω από τους γιατρούς, από τους υπαλλήλους των κρατικών ταμείων, από τους φίλους και συγγενείς, από όλους μας. Λες και ήξερε ότι όλο αυτό, είναι ένα πολύ αστείο παιχνίδι, και εκείνος μας αγαπάει όσα αστεία πράγματα και να κάνουμε καθώς του λέμε “κάνε το ένα, κάνε το άλλο” και του ζητάμε “να συνεργαστεί, να μιλήσει, να, να, να”… Και εμείς προχωρήσαμε μαζί του. Και ο καθημερινός αγώνας έγινε απλά μια συνήθεια ύστερα από τρία χρόνια -αλλά αυτό που δε θα συνηθίσω ποτέ είναι το πόσο αγαπάω το γιο μου. Είναι κάτι καθολικό μέσα στην καρδιά μου.
Σήμερα όμως κάτι δεν πάει καλά. Ο ήλιος ζεσταίνει τη βρώμικη πόλη, τα αναριχώμενα φυτά προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους μέσα από μια ατμόσφαιρα γεμάτη καυσαέρια, αποπνικτική, τα παιδιά φωνάζουν και παίζουν, γύρω γύρω στο καυτό τσιμέντο, ενός μικρού χώρου, σε ένα μικρό πάρκο, και οι θόρυβοι από τ’ αυτοκίνητα λίγο πιο πέρα εισβάλουν στα αυτιά μου, κόρνες, φωνές, κάποια σκυλιά που γαβγίζουν στα μπαλκόνια, ζευγάρια που μαλώνουν με παράθυρα ανοιχτά, ζέστη, ιδρώτας, ό ήλιος με χτυπάει και νιώθω να θολώνει το οπτικό μου πεδίο και όλα γίνονται μια μεγάλη λαμπερή δίνη που γυρίζει και γυρίζει και γυρίζει
“Μπα-μπααα!” φωνάζει ο Νικόλας. Σηκώνω το χέρι και τον χαιρετάω ζωηρά -με την καρδιά μου. Συνέχισε να παίζεις! Λέω από μέσα μου, ζαλισμένος. Όχι κάτι δεν πάει καθόλου καλά… Πάντα πίστευα ότι η αγάπη είναι αληθινή και ότι τα τέρατα ανοίκουν στα παραμύθια. Τώρα -σε αυτό εδώ το τώρα- δεν είμαι καθόλου σίγουρος.
Ένα παιδί, λίγο μεγαλύτερο από τον Νικόλα, πέρασε σαν σίφουνας από μπροστά μου χωρίς να μου ρίξει ματιά και έτρεξε να ανεβοκατέβει τις ξεθωριασμένες κίτρινες ράμπες. Πιο πέρα τρεις άντρες, είχαν κάνει πηγαδάκι και συζητούσαν κάτι ζωηρά, ενώ μια όμορφη νεαρή μητέρα, στεκόταν κοντά στην πόρτα του χώρου παιχνιδιού και κοιτούσε μια ένα μικρό κοριτσάκι που έτρεχε και μετά έστρεφε πάλι το βλέμα της στο κινητό που κρατούσε -και έγραφε, με γρήγορες κινήσεις στο πληκτρολόγιο του. Ο Νικόλας πήγε και σκούντηκε ένα άλλο κοριτσάκι με μια χαριτωμένη ροζ φουστίτσα και ξανθά κοτσιδάκια, που γύρισε και τον κοίταξε με απορία. Δεν παρενέβησα. Αυτός είναι ο τρόπος του Νικόλα να κάνει φιλίες, δεν μιλάει σε άλλα παιδάκια αν και θα μπορούσε να πει κάποιες λέξεις, εκείνος όμως απλώνει το χεράκι του μόνο, και σε κοιτάει με τα μεγάλα αθώα μάτια του και το παιδικό, όμορφο χαμόγελο που σχηματίζει λακάκια. Μέσα σε τρία χρόνια από την αρχική διάγνωση, ο Νικόλας με μεγάλο αγώνα από τους λογοθεραπευτές του, από την μαμά του και από εμένα -και φυσικά μεγάλο αγώνα δικού του- μπορεί να μιλάει. Όχι όσο καλά μιλάνε βέβαια τα παιδιά άλλων μανάδων και πατεράδων. Ανθρώπων που από την πρώτη στιγμή κοιτούσαν τη συμπεριφορά του «κακομαθημένου» -όπως έλεγαν μεταξύ τους- Νικόλα, και κουνούσαν τα κεφάλια τους με αποδοκιμασία όταν το παιδί αποζητούσε με φωνές ή τσιρίδες πολλές φορές, την προσοχή και βοήθεια των γονιών του… Όχι δεν μιλάει τόσο καλά οσο τα παιδιά τους φυσικά… Αλλά μπορεί πια, ύστερα από όλα, να συνεννοείται, και να σχηματίζει προτάσεις… Κάτι που για εμάς που ξέρουμε τι σημαίνει να μεγαλώνεις με ένα παιδί τέτοιας φύσης, είναι απλά υπέροχο. Τις προάλλες είχε γυρίσει από το σχολείο της πρώτης δημοτικού και μας ανακοίνωσε όλο χαρά «Σήμερα… είπα στην κυρία! Είπα το όνομα μου!»
Ναι μπορεί να μιλήσει… Και ας του αρέσει ακόμα να φωνάζει «Μπα-μπααα!» και «Μα-μαααα!» σαν νήπιο τόσες πολλές φορές.
Αγαπάς;
Nαι αγαπάω.
Kάποια στιγμή πιστεύω ότι ο Νικόλας θα συνειδητοποιήσει ότι οι αναμφισβήτιτες αλήθειες αυτής της ζωής αποκτούν μικρότερη ζωτική σημασία, όταν της βλέπεις μέσα από το πρίσμα του θανάτου ή της απώλειας κάποιου αγαπημένου σου ανθρώπου. Ακόμα και παιδί που είναι, είναι έξυπνος παρά το φάσμα του αυτισμού, και από την αρχή κατανοούσε τα πάντα. Πίστευω όχι μόνο σαν πατέρας του αλλά και σαν άνθρωπος, ότι ο Νικόλας θα τα συνειδητοποιήσει όλα με ψυχραιμία ενήλικα και θα τα αποδεχτεί ίσως και με ανακούφιση ενήλικα, παρότι είναι μόλις έξι χρονών. Έρχεται πάντα αυτή η ώρα της αποδοχής, αργά ή γρήγορα. Ένα φευγαλέο αποτύπωμα στην παιδική ηλικία, είναι μια ανάλαφρη πατημασιά μέσα στην καρδιά και το μυαλό του, κάτι που μόνο μετά από καιρό το παιδί θα αντιληφθεί ότι υπάρχει, οτι έχει γίνει, ότι έχει διαμορφωθεί μέσα του… Και από αυτό θα μείνει μόνο μια στιγμή, ένα χαμόγελο αποτυπωμένο σε κάποιο σημείο βαθιά, κοντά στο κέντρο της καρδιάς του -και ένα φιλί γεμάτο γλυκειά μυρωδιά και πικρή αίσθηση απώλειας, χαραμένο κάπου στα βάθη του μυαλού του. Θα είναι η ιδέα μιας ακόμα μεγαλύτερης ιδέας, που αυτή τη στιγμή το παιδικό μυαλό δεν μπορεί να συλλάβει αλλά μόνο να αγκαλιάσει μπορεί.
«Νικόλα» του είπα -και ας ήξερα ότι δεν με άκουγε αυτή τη στιγμή, αλλά εγώ το είπα: «Δεν θα πάψω ποτέ να σε αγαπώ Νικόλα. Ότι και αν γίνει».
Τον είδα να τρέχει, να σκοντάφτει, να πέφτει, να σηκώνεται, να σκουπίζει τους αγκώνες και τα γόνατα του και να τρέχει ξανά. Είναι εκπληκτικό, πως σε έναν χώρο μόνο με τσιμέντο και τέσσερις ράμπες για ποδήλατα, τα παιδιά παίζουν τόσες ώρες και σκαρφίζονται παιχνίδια που εμείς δεν μπορούμε ούτε να φαντασούμε. Με μπάλες, με σκοινάκια, μόνο με το τρέξιμο τους, καμιά φορά απλά πάνε και κάθονται πάνω στο πλάτωμα που κάνουν οι μπάρες και κοιτάνε γεμάτα από μια εσωτερική ένταση. Καλά λένε, τα παιδιά βρίσκουν μαγεία ακόμα και στο τίποτα ενώ οι μεγάλοι δεν βρίσκουν με τίποτα την μαγεία.
Δε ξέρω για άλλους, “πολυάσχολους” γονείς, δεν με πειράζει όση ώρα και να κάτσω εδώ με τον Νικόλα. Μαζί του νιώθω ορεξάτος και ανανεωμένος, με τις αισθήσεις μου οξυμένες, αμόλυντες. Όπως τα πρωϊνα του Σαββάτου που ο μικρός ξυπνάει νωρίς και ξέρει και ο ίδιος και ξέρουμε και εμείς, ότι ολόκληρο το Σαββατοκύριακο απλώνεται μπροστά μας σαν ένα ονειρικό λουνα πάρκ. Γιατί τρέχουμε και εμείς μαζί του. Ελεύθεροι. Σαν παιδιά.
Ανακάλυψα και κάτι ακόμα. Ο γιος μου αποτέλεσε από την πρώτη κιόλας μέρα, την τομή μεταξύ των ευτυχισμένων παιδικών μου χρόνων και της δυστυχίας, της μοναξιάς και της έλλειψης αγάπης στη ζωή του ενήλικα -όλα αυτά τα γέμιζε το παιδί, και μόνο με ένα βλέμα και μόνο με ένα γέλιο του. Κάποιος γνωστός μου, με είχε χαρακτηρίσει ερασιτέχνη μπαμπά, γιατί έκανα όλα τα χατήρια του μικρού Νικόλα. “Ερασιτέχνης Μπαμπάς”. Το δέχθηκα• γιατί ότι έκανα το έκανα από αγνή αγάπη.
Κάτι δεν πάει καλά. Νιώθω να σκοτεινιάζει, στρέφω το κεφάλι μου ψηλά, μα ο ήλιος καίει σε έναν ξεθωριασμένο ουρανό που δεν έχει ούτε ένα τόσο δα συνεφάκι. Γύριζω το βλέμα. Ο Νικόλας με κοιτάει. Χαμογελάει. Τρέχει και πάλι.
Αναρρωτιέμαι τι θα του φέρει η ζωή. Είναι δύσκολο να αφήσεις να σβήσει ένα πρόσωπο, όταν αγαπάς αληθινά, αλλά ξέρω ότι αυτό θα γίνει και με το γιο μου. Ότι και να αντιμετωπίσει… Θα το αφήσει κάποια στιγμή πίσω του. Όπως και η γυναίκα μου -ο αγαπημένος μου παντογνώστης. Θα τα καταφέρει και εκείνη. Σκέφτομαι την γλυκειά μου Αγγελίνα, που μέσα σε όλες μας τις δυσκολίες, προχωράει με γενναιότητα αλλά ταυτόχρονα μοιάζει τόσο εύθραυστη. Ένας μεγάλος συγγραφέας έλεγε ότι γυναίκες είναι φτιαγμένες για να υποφέρουν (η εγγυμοσύνη είναι ένα δυνατό παράδειγμα), δεν είναι περίεργο λοιπόν που ζητούν συνέχεια διαβεβαιώσεις αγάπης. Το ίδιο πιστεύω ότι ισχύει και για τα παιδιά. Αλλά δεν με φόβισε ποτέ μου αυτό. Ήμουν πάντα δίπλα τους. Είχα και έχω τόση αγάπη να δώσω. Άλλοι τρομάζουν στην ιδέα και ψάχνουν διαφυγές, αλλά εγώ ζω τόσα χρόνια με αυτό τον όμορφο, λαστιχένιο ιμάντα. Γιατί πως αλλιώς να ονομάσεις τον λαστιχένιο ιμάντα που σε κρατάει δέσμιο, αν όχι αγάπη;
Αγαπάς;
Nαι αγαπώ.
Το άρωμα από τις μαργαρίτες στο πάρκο ήρθε να με τυλίξει. Και ξαφνικά στο νου έφθασαν -λες και τα έφερε το απαλό αεράκι που με χάιδεψε σαν ευχάριστη έκπληξη μέσα στο απομεσήμερο του Αυγούστου, λες και τα ψιθύρισε ο ίδιος ο μπαμπάς μου ξανά -λόγια καρδιάς ενός πατέρα δοκιμασμένου στη ζωή, στο αυτί του μικρού παιδιού που κλαμένο, τον έχει αγκαλιάσει:
“Πάντα θα σε αγαπώ. Πάντα. Αυτός είναι ο προορισμός μας σε ετούτο τον κόσμο: Να διατηρούμε την αγάπη μας και να προχωράμε, ότι και αν συμβαίνει” Εγώ θέλω να του πω ότι είμαι πολύ μικρός για τα καταλάβω αυτά. Θέλω να του φωνάξω οργισμένος, πικραμένος που μου λείπει τόσο πολύ και ο ίδιος, θέλω να τον αγκαλιάσω και να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ και να του δώσω ένα ζεστό φιλί και να μείνω μέσα σε αυτή την μεγάλη αγκαλιά. Αλλά ο μπαμπάς μου έχει “φύγει”. Δεν γλίτωσε από την επώδυνη μάχη με την Κακιά Αρρώστια, τον Μεγάλο κύριο Κ. Τα λόγια του όμως καίνε σαν αναμένος πυρσός στα σκοτάδια της καρδιάς μου. Η αγάπη του έχει συναντήσει τη δική μου αγάπη για τον Νικόλα και έχει γίνει μια φωτιά αναμένη που μας ζεσταίνει και μας προστατεύει.
Αυτό το άσχημο προαίσθημα… Ένας ανεπαίσθητος ήχος στο σκοτάδι, φτερά μικρής νυχτερίδας, στο πίσω μέρος του μυαλού μου…
Αγαπάς;
Nαι, ναι, με όλη μου την καρδιά.
Ο Νικόλας έτρεξε και με αγκάλιασε από τα πόδια. Έσκυψα, τον αγκάλιασα και εγώ. Σήκωσε το κεφάλι του με αυτά τα υπέροχα καστανά μάτια και μου χαμογέλασε με ένταση. “Η αγάπη είναι μια δίνη που ρουφάει τον ευατό της» -έγραφε ο αγαπημένος αυτός συγγραφέας. Βλέπω μπροστά το γιο μου να με κοιτάει με τόση αγάπη και νιώθω να τον λατρεύω -και όσο περισσότερο νιώθω την αγάπη να με κατακλύζει για εκείνον, τόσο περισσότερο φουντώνει μια απελπισία μέσα μου που δεν έχει σχήμα και μορφή, αλλά σαλεύει στα σκοτάδια μέσα μου και καθώς προσπαθώ να τη ψηλαφήσω, εκείνη ξεγλιστράει και χάνεται πάλι.
Ο Νικόλας με κοιτάει ακόμα, με τα γεμάτα ειλικρίνεια μάτια του. Μοιάζει να με περιεργάζεται με το ενδιαφέρον ενός αρχαιολόγου και τον πόνο ενός ανθρώπου που αντικρίζει κάτι αγαπημένο αλλά μακρινό. Το βλέμα του σε εμένα. Κοιτάει τον πατέρα του. Με το δείκτη και τον αντίχειρα μου, απαλά, δείχνω το πρόσωπο του -σχεδόν ακουμπάω την άκρη της μυτούλας του.
“Ποιος σ’ αγαπάει, ε;”
“Νικόλα!”
Σηκώνουμε τα κεφάλια.
Η μαμά! Η επανεμφάνιση ενός ενήλικα που επαναφέρει την “Τάξη” και την “Ασφάλεια” μέσα στην παιδική ψυχούλα, ο Γονιός που Αγαπάει, και ο Νικόλας τσιρίζει από χαρά γιατί ο κόσμος με τον Γονιό που Αγαπάει συνεχίζει να λειτουργεί, εξακολουθεί να έχει νόημα, ελπίδα και χαμόγελο.
Αγαπάς;
O Nικόλας κάνει να φύγει.
“Ε, περίμενε!” του λεω “Θα φύγουμε από τώρα;”
“Η μαμά” απαντάει. “Θα φτιάξουμε είπε απο-σκευ-ές”
“Αποσκευές…. Τι περίεργη λέξη!” λέω νευριασμένος, για πρώτη φορά. “Ποιος σου την έμαθε Νικόλα;”
Με κοιτάει με μάτια ορθάνοιχτα. Μαλακώνω.
“Ποιος σου έμαθε αυτή την λέξη αγάπη μου;”
“Η μαμά!” μου λέει με την παιδική φωνούλα του. “Θα φτιάξουμε απο-σκευ-ές… θα φύγουμε… Δεν μπορούμε είπε να μείνουμε… εκεί που πέ-θανε ο μπαμπάς μου”
“Μα εγώ δεν πέθανα” σκέφτομαι -και ο μικρός Νικόλας μου γελάει και φεύγει.
Και τότε παρατηρω απέναντι μου• τη φιγούρα που κανείς άλλος δεν βλέπει. Όπως κανείς άλλος, δεν βλέπει εμένα -εκτός από τη φιγούρα αυτή. Με παρατηρεί σχεδόν με αγάπη. Και με περιμένει.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Γιώργος Γιώτσας είναι μια σύγχρονη φωνή στη λογοτεχνία του φανταστικού. To νέο του βιβλίο «Κάτω από το Κρεβάτι» αναδείχθηκε μέσω πανελλήνιας ψηφοφορίας, στα 10 καλύτερα βιβλία στην κατηγορία «Διήγημα» στα Public Book Awards 2018.
Τα διηγήματα του έχουν διακριθεί σε πολλούς πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Diavasame.gr , Ars Nocturna, Συμπαντικές Διαδρομές, Esquire, Eyelands.gr, Μωραϊτης, Εντύποις) όπως και σε διεθνής (Writers Digest) και έχουν δημοσιευθεί σε συλλογές νέων λογοτεχνών.
Το 2012 ο εκδοτικός Momentum εξέδωσε το πρώτο του βιβλίου, με τίτλο «Εκείνος που ψιθυρίζει πάνω από τα βουνά», μια συλλογή διηγημάτων φαντασίας και τρόμου στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Το 2015, oι εκδόσεις Λυκόφως εκδίδουν το «Εκ Νεκρών» το οποίο είναι το δεύτερο προσωπικό του βιβλίο και πρώτο μυθιστόρημα του. Το «Εκ Νεκρών» βραβεύτηκε και σε Πανελλήνιο διαγωνισμό με τον Α’ Έπαινο καλύτερου μυθιστορήματος. Επίσης, ήταν υποψήφιο στα βραβεία βιβλίου Public, στις κατηγορίες «Καλύτερο Ελληνικό Μυθιστόρημα» και «Εξώφυλλο της χρονιάς».
Το 2017, στη δεύτερη συνεργασία του, με τις εκδόσεις Λυκόφως, εκδίδεται το «Κάτω από το κρεβάτι», η δεύτερη προσωπική του συλλογή, με βραβευμένα και καινούρια διηγήματα φαντασίας και τρόμου, στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. To «Κάτω από το Κρεβάτι» αναδείχθηκε μέσω πανελλήνιας ψηφοφορίας, στα 10 καλύτερα βιβλία στην κατηγορία «Διήγημα» στα Public Book Awards 2018.
Συνεχίζει να γράφει με συνέπεια, ενώ κατά καιρούς έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον περιοδικών όπως το Tv Zapping, το Mystery, η Athens Voice και το Esquire, όπου έχουν φιλοξενηθεί συνεντεύξεις και αφιερώματα.»