Το eyelands παρουσιάζει για πρώτη φορά ένα απόσπασμα του βιβλίου
«ΤΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙΑ ΤΩΝ ΗΤΤΗΜΕΝΩΝ», μια νουβέλα του Νίκου Δ. Λευκαδίτη που θα εκδοθεί σε λίγες μέρες από τις Παράξενες Μέρες. Το εξώφυλλο είναι σχεδιασμένο ειδικά για το βιβλίο από τον Γιάννη Παντικάκη.
Την είχε χάσει για πάντα. Ήταν βέβαιος πια. Βλέπεις όταν χάνεις κάποιον από συμφέρον ή λογική ο χωρισμός είναι σίγουρος. Αηδίασε. Μαζεύτηκε μέσα του τότε τόση θλίψη που θα πέθαινε αν δεν έφευγε μακριά. Άρχισε να κάνει οτοστόπ τη νύχτα, κάποιος σταματούσε και τον έπαιρνε, πάντα βρίσκεται κάποιος να μαζέψει ένα ρεμάλι, πήγαινε όπου πήγαινε ο οδηγός του αυτοκινήτου, κατέβαινε και επέστρεφε πάλι με ανάλογο τρόπο. Άλλοτε έπαιρνε κάποιο υπεραστικό λεωφορείο, πάντα νυχτερινό, ώσπου ξαφνικά στη μέση του πουθενά χτυπούσε το κουδούνι και παρακαλούσε τον απορημένο οδηγό να τον κατεβάσει.
Τότε ίσως η τύχη του λειτούργησε ξανά. Ίσως μόνο και μόνο για να υπάρξει αυτή η ιστορία. Φαίνεται ότι υπάρχει τύχη και στον πόνο, όχι μόνο στη χαρά. Σε μια από τις περιπλανήσεις του σταμάτησε ένα ταξί. Ο ταξιτζής τον ρώτησε πού θα ήθελε να τον πάει. Ο Λαγοπόδαρος απάντησε: «Πήγαινέ με όπου θέλεις». Ο ταξιτζής χαμογέλασε. Για μια στιγμή νόμισε πως ο πελάτης αστειευόταν, χρησιμοποιώντας τον στίχο ενός δημοφιλούς λαϊκού τραγουδιού. Αμέσως μετά σώπασε γιατί ο βουβός πόνος έχει βάρος, ήχο και τεράστια ενέργεια. Ο βουβός πόνος είναι αφόρητος και απλώνεται σαν τεράστιο χταπόδι. Ο ταξιτζής σώπασε. Μπορεί και να φοβήθηκε ότι δεν θα χωρέσει τόσος πόνος σε ένα αυτοκίνητο.
Οδηγούσαν για ώρα. Κάποτε πέρασαν από ένα ισόγειο μαγαζί ακριβώς τη στιγμή που στο εσωτερικό του έκλειναν τα φώτα. Τότε το πεζοδρόμιο κι οι καρέκλες που βρίσκονταν μπροστά από τη βιτρίνα του μαγαζιού φάνηκαν ακόμα πιο σκοτεινά απ’ ό,τι πριν. Το σκοτάδι φαίνεται ότι τυλίγει τα πάντα στο πέρασμά του. Ο Λαγοπόδαρος είχε βρει για την ώρα ακριβώς αυτό που γύρευε. Να χωθεί στο πιο βαθύ σκοτάδι, να εξαφανιστεί. «Εδώ αφήστε με» είπε στον ταξιτζή. «Πόσα σας χρωστάω;». «Τίποτε» του απάντησε ο ταξιτζής. «Καλή τύχη φίλε».
Ο Λαγοπόδαρος έμενε κοντά στο σταθμό των τρένων. Και τώρα μετά από τόση περιπλάνηση με το ταξί βρισκόταν και πάλι δυο βήματα από το σπίτι του. Γιατί εκεί τον είχε αφήσει ο ταξιτζής. Μπροστά από μια καφετέρια του σιδηροδρομικού σταθμού.
Όρθωσε το ταλαιπωρημένο του κορμί. Κοίταξε τη φωτεινή επιγραφή της εισόδου, κοντοστάθηκε και έπειτα στράφηκε σε μια παράπλευρη σιδερένια πόρτα με κάγκελα. Σκαρφάλωσε, η πόρτα όμως ήταν ανοικτή κι όπως βρέθηκε καβαλημένος επάνω της, αυτή άρχισε να τρίζει κι άνοιξε διάπλατα μέχρι τον τοίχο που στήριζε τη μεταλλική της κάσα. Χτύπησε το κεφάλι του μα δεν πόνεσε, ούτε συνήλθε.
Έσυρε τα βήματά του στο σκοτεινό σταθμό. Πήδηξε από την προβλήτα, σκόνταψε στα χαλίκια, κι άρχισε να περπατάει πάνω σε μια ράγα. Όταν κόντεψε να χάσει την ισορροπία του πήδηξε στην παράλληλή της ράγα· έπειτα κατέβηκε κι άρχισε να κλωτσάει χαλίκια σαν κι αυτά που τον είχαν κάνει να σκοντάψει, βρήκε άλλες ράγες σαν τις προηγούμενες κι επανέλαβε την ίδια άσκηση ισορροπίας.
Δεν είχε πού να πάει· ακόμα και στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό οι αφίξεις και οι αναχωρήσεις δεν είναι αναρίθμητες, συνεπώς ούτε και οι ράγες. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση για τον προορισμό του, μα το σκοτάδι μπορούσε να τον κρύψει αλλά όχι να τον πάει κάπου. Κουρασμένος και απελπισμένος αφέθηκε σ’ αυτό· δεν του έφερνε βέβαια τη λύτρωση, του πρόσφερε όμως παρηγοριά ότι οι άλλοι αφού δεν μπορούσαν να τον αγαπήσουν θα τον άφηναν τουλάχιστον ήσυχο.
Βρήκε ένα βαγόνι μιας σταθμευμένης εμπορικής αμαξοστοιχίας που είχε ανοικτή την πλαϊνή ξύλινη συρόμενη πόρτα. Κάθισε με τα πόδια του να κρέμονται στο έδαφος, έγειρε κατόπιν την πλάτη του στο πάτωμα και σύρθηκε σιγά-σιγά στο βάθος του βαγονιού, γυρεύοντας όλο και πιότερο σκοτάδι. Τα χέρια του άγγιξαν κάτι τραχύ, αγριωπό, του θύμισε κανναβένιο σακί κι αργά, ψηλαφητά χώθηκε μέσα του, πρώτα με τα πόδια, ύστερα με τον κορμό.
Το χείλος του σάκου άγγιξε το μάγουλό του. Τότε για μια στιγμή το βράδυ του Νοεμβρίου γλύκανε και μια μόλις αντιληπτή θέρμη κύλισε μέσα του· ακόμα περισσότερο, ήταν τόση η ανάγκη του γι αγάπη και τόσος ο πόνος του για την απώλειά της, ώστε η αδρή αίσθηση στο πρόσωπό του της κάνναβης, του φάνηκε σαν ένα γνώριμο, γυναικείο χάδι κι απρόσμενα μετά από τόσες μέρες περιπλάνησης αποκοιμήθηκε βαθιά.
ΝΙΚΟΣ Δ. ΛΕΥΚΑΔΙΤΗΣ για το βιβλίο
Τα καραβάνια των ηττημένων είναι πρωτίστως η ιστορία του Λαγοπόδαρου και της Ευωδιαστής, της απόλυτης αγάπης τους και των δοκιμασιών τους. Αλλά και η ιστορία προσφύγων και ανθρώπων κατατρεγμένων. Είναι ακόμα η ιστορία ανθρώπων απλών και φιλότιμων, κι ανθρώπων διάφανων · ανθρώπων με άδοξο τέλος κι ανθρώπων λαμπερών και δοτικών. Είναι μια ιστορία για τον έρωτα και την απώλειά του, για την ελπίδα και την απελπισία, για την ήττα και τη νίκη, για τον θάνατο και την ανάσταση. Είναι μια ιστορία για τους ηττημένους του έρωτα και της ζωής, μια ιστορία για τη δύναμη και τη νίκη της αγάπης.
ΤΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙΑ ΤΩΝ ΗΤΤΗΜΕΝΩΝ κυκλοφορούν σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες και παρουσιάζονται την Κυριακή 24 Νοεμβρίου, στις 13:30 το μεσημέρι στο Polis Art Cafe στην Αθήνα.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1963. Απόφοιτος του Βαρβακείου, σπούδασε στην Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών. Ζει με τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά στην Αθήνα, όπου και εργάζεται ως οδοντίατρος. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή (Αίνιγμα, 1981, εκδόσεις Φιλιππότη), και δυο μυθιστορήματα (Ποιος Άγγελος; 2005 και Αία η ψυχή 2010- και τα δυο από τις εκδόσεις Ηλέκτρα). Υπό έκδοση βρίσκονται μια συλλογή διηγημάτων του και ένα μυθιστόρημα. Έχει βραβευτεί με το πρώτο βραβείο σε πανελλήνιο ποιητικό διαγωνισμό του Εθνικού Ιδρύματος Β. Παύλος και βραβείο μυθιστορήματος σε πανελλήνιο διαγωνισμό της Π.Ε.Λ.