Το eyelands όπως κάθε χρόνο από το Νοέμβριο μέχρι το καλοκαίρι δημοσιεύει τα διηγήματα του διεθνούς διαγωνισμού (ελληνικό τμήμα) που διακρίθηκαν στην κατηγορία Επιλογή Eyelands. Διηγήματα από τον 9ο διαγωνισμό που είχε θέμα «Γύρω στα Μεσάνυχτα». -Η δημοσίευση θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2020. Τα διηγήματα αυτά είναι τα μόνο από τον διαγωνισμό που θα δημοσιευθούν στο περιοδικό με εξαίρεση τα πρώτα βραβεία που θα αναρτηθούν το επόμενο καλοκαίρι. Τα διηγήματα δημοσιεύονται με τη σειρά υποβολής του κειμένου στον διαγωνισμό. Σειρά έχει το:
Vicolo del Divino Amore Amor vincit omnia
του Μπάμπη Καββαδία
Όμως στον Καραβάτζο δεν αρκούσε η ενασχόληση με τη ζωγραφική για να διώξει μακριά τις ανήσυχες κλίσεις του. Κι αφού ζωγράφιζε μερικές ώρες τη μέρα, εμφανιζόταν στην πόλη με το ξίφος στο πλευρό του και παρίστανε τον επαγγελματία των όπλων, δείχνοντας ότι επιζητούσε κι άλλα πράγματα πέρα από τη ζωγραφική. Giovanni Pietro Bellori, “Vite de’ pittori, scultori ed architetti moderni”, Ρώμη, 1672
… συνήθιζε να τριγυρνάει με τη συντροφιά των νεαρών του φίλων, κατά κύριο λόγο νταήδες και φωνακλάδες, ζωγράφοι και ξιφομάχοι, που ζούσαν με το μότο «necspec, necmetu», «χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο». Joachim von Sandrart, “TeutscheAcademie der EdlenBau-Bild- und Mahlerey-Künste”, Νυρεμβέργη, 1675
«Είδα κάποιον με όπλο στο χέρι, το οποίο μου φάνηκε να είναι ξίφος ή δίκοπο μαχαίρι, ο οποίος αμέσως κάνοντας μεταβολή, έκανε τρία σάλτα. Φορούσε έναν μαύρο μανδύα στον ένα ώμο. Άκουσα μόνο τον τραυματισθέντα να λέει πως δεν μπορούσε να είναι άλλος από τον Μικελάντζελο ντα Καραβάτζο.» Κατάθεση Γκαλεάτσο Ροκασέτσα, γραφέα, 29/07/1605, Archivio di Stato di Roma
«Τη σημάδεψε, ο αχρείος! Τη σημάδεψε!»
Περπατούσε βιαστικά, με το πρόσωπο συσπασμένο σε έκφραση ανείπωτης οργής. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες στο σκοτάδι.
«Τη χαράκωσε! Την κατέστρεψε! Για να χτυπήσει εμένα! Δε σημάδεψε τη Λένα, εμένα ήθελε να κηλιδώσει! Το λευκό της δέρμα, το μαλακό της μάγουλο, τώρα μια ανοιχτή πορφυρή πληγή!»μονολογούσε.
Νευρικός, τυλιγμένος στη μαύρη του κάπα -παρόλο που ήταν καλοκαίρι και δεν έφτανε μέχρις εκεί η υγρασία του Τίβερη που σου τρυπάει τα κόκαλα- προχώραγε κολλητά σχεδόν στους τοίχους.Όχι μόνο για να μην πατάει στα αυλάκια με τις βραδινές ακαθαρσίες που κυλούσαν στο κέντρο των δρόμων της Ρώμης, αλλά και για να γίνεται ένα με τις σκιές.
Το χέρι του πάντα στη λαβή του ξίφους, έτοιμο να τραβηχτεί αστραπιαία, κι ας τον ενοχλούσε μια πρόσφατη πληγή στο μπράτσο όποτε έκανε αυτή την απότομη κίνηση, δηλαδή συχνά. Δεν κοίταγε μονάχα μπροστά. Είχε το κεφάλι του ελαφρά στραμμένο πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά, για να πιάσει με την άκρη του ματιού του κάποια ύποπτη κι απειλητική κίνηση. Δε φοβόταν τους μπάτσους. Αυτοί ακούγονταν από μακριά, φωνακλάδες, θορυβώδεις, επιδειξιομανείς. Κι είχε πάνω του ένα πανίσχυρο χαρτί, που ακόμα κι αν τον σταμάταγαν και του ζήταγαν το λόγο για το ξίφος και το στιλέτο που κουβαλούσε παρά την απαγόρευση οπλοφορίας, θα τους έκανε να καταπιούν την καρδιναλική σφραγίδα που το στόλιζε και του ’δινε την άδεια να κάνει ό,τι γουστάρει στην Πόλη -ή έτσι το ερμήνευε αυτός. Όχι, δεν είχε το νου του στους μπάτσους.
«Ο δειλός! Δε μπόρεσε να μου την πάρει αλλιώς και μόνο έτσι νόμισε πως θα τη χάσω!».
Με το που έστριψε στο σκοτεινό στενό σοκάκι, κοκάλωσε. Απ’ την άλλη του πλευρά πλησίαζαν ομιλίες.
«Όταν μου ’πες, πάμε να πιούμε στον Καραβάτζο, νόμιζα ότι θα με πήγαινες σε κάποιο μπαράκι!» έκανε η κοπέλα γελαστά στο αγόρι,βλέποντάς τον να σταματάει στο πιο στενό σημείο του σοκακιού.
Το αγόρι δεν την κοίταξε. Έβγαλε από μια πλαστική σακούλα έναχαρτοκούτι με κρασί και δυο πλαστικά ποτηράκια και τ’ ακούμπησε σ’ ένα πεζουλάκι.
«Δεσποινίς μου», της έκανε θεατρικά,χώνοντας τη σακούλα στην τσέπη του, «να σου συστήσω τον μεγαλύτερο ζωγράφο όλων των εποχών, τον Μαέστρο Μικελάντζελο Μερίζι απ’το Καραβάτζο!». Έκανε μια υπόκλιση μπροστά στον τοίχο πάνω απ’ το πεζουλάκι, και μόνο τότε η κοπέλα πρόσεξε ότι εκεί ήταν ζωγραφισμένο το πρόσωπο του Καραβάτζο.
«Γουάτ δε φακ;» έκανε με έκπληξη αυτή. «Γιατί τον ζωγράφισαν εδώ; Πόσο κρίπι!»
Το αγόρι γέλασε με την αντίδρασή της.
«Έμενε εδώ πέρα, πριν τετρακόσα τόσα χρόνια!», της έκανε με στόμφο και της έδειξε μια κλειστή πόρτα δίπλα τους. Τίποτα, πέρα από την τοιχογραφία με το πρόσωπο του ζωγράφου, δεν επιβεβαίωνε τα λεγόμενά του. Καμία πινακίδα, καμία πλάκα, αλλά ήταν σίγουρη πως ίσχυε. Είχε εμπιστοσύνη στο ψώνιο του αγοριού κι αυτών που φτιάξανε την τοιχογραφία. Της σέρβιρε κρασί και της έδωσε το ποτήρι. Έβαλε και στον εαυτό του και τσουγκρίσανε.
«Στα ταξίδια μας», της είπε.
«Σ’ εμάς», του είπε αυτή. Έγειρε και τη φίλησε.Τυπικά; Ίσως.
Κάθισαν στο πεζούλι της πόρτας, σφιχτά κολλημένοι ο ένας στον άλλον, με τα χέρια να κρατάνε τα ποτήρια το κρασί ανάμεσα στα γόνατά τους.
«Ξέρεις, τούτος ο δρόμος, το όνομά του, είναι μια ιστορική αδικία». Την κοίταξε με την άκρη του ματιού του, μήπως διακρίνει κάποια δυσφορία. Δεν διέκρινε κάτι. Δε γινόταν να δει το «Ωχ, άρχισε πάλι…» που αναδύθηκε μέσα της. Είχε στηρίξει το κορμί της πάνω του κι είχε ακουμπισμένο το κεφάλι της στον ώμο του. Το πρόσωπό της δεν φαινόταν. Της χάιδεψε το χέρι και συνέχισε.
«Κάποια στιγμή ο Καραβάτζο φτιάχνει έναν εκπληκτικό πίνακα για την αγάπη. Είχε για μοντέλο τον νεαρό βοηθό του, τον Τσέκο.»
Στο άκουσμα τουονόματος, ο μαυροντυμένος άντρας στη σκιά της γωνιάς του δρόμου τινάχθηκε. Ο νους του πήγε στο παλικάρι που σίγουρα θα κοιμόταν εκείνη την ώρα στο αχυρένιο του στρώμα, μέσα στο σπίτι που τον εμπόδιζαν τούτοι οι δυο να μπει.
«Ο πίνακας έδειχνε έναν Έρωτα ανάμεσα σε μουσικά όργανα και μ’ έναν στρατιωτικό θώρακα στα πόδια του, να έχει σκάσει ένα υπέροχο χαμόγελο.»
Τον ήξερε τον πίνακα η κοπέλα.
«Αχ, το χαμόγελο του Τσέκο…» αναπόλησε ο μαυροντυμένος άντρας… «Πόσο όμορφα το κράταγε, παρόλο που τον είχα στήσει σε τόσο άβολη στάση! Συγγνώμη, γλυκέ μου, αλλά πρέπει να φανούν τα σκέλια σου ορθάνοιχτα! Έρωτας είσαι! Αχ… Τα ξεφτισμένα φτερά που του φόρεσα τον γαργαλούσαν στην πλάτη! Λες να χαμογέλαγε έτσι εξαιτίας τους; Χα! Το γέλιο του όταν προσπάθησε να σταθεί λίγο καλύτερα και για να αποφύγει το σιδερένιο θώρακα πάτησε τα κλειδιά του λαγούτου πού‘χα ρίξει στο πάτωμα!»
«Τον πίνακα τον είπαν ‘AmorVincitOmnia’. Η Αγάπη νικάει τα πάντα.»
«Έρως ανίκατεμάχαν…» άρχισε να απαγγέλλει κοροϊδευτικά η κοπέλα, που της έφερε στο νου εκείνη την παλιά ελληνική ταινία.
Το αγόρι γέλασε δυνατά.«Ο πίνακαςήταν παραγγελία ενός τραπεζίτη, ο οποίος όχι μόνο αντάμειψε πλουσιοπάροχα τον ζωγράφο,αλλά και τον τοποθέτησε στο καλύτερο σημείο της πινακοθήκης του, καλυμμένο συνέχεια μ’ένα πράσινο ύφασμα. Όταν έκανε περιήγηση στη συλλογή του τους ελίτ καλεσμένους του, στο τέλος, αποκάλυπτε με θεατρικότητα και τον Έρωτα του Καραβάτζο. Σα να τους έλεγε, είδατε τους άλλους πίνακες, τούτος εδώ όμως είναι κλάσεις ανώτερος!»
Ο μαυροντυμένος άντρας απ’τη γωνία χαμογέλασε πικρά. Θυμήθηκε πόσο είχε γελάσει με τα καμώματα του αφεντικού τους, όταν του τό’ παν απ’το προσωπικό του Τζουστινιάνι.
«Οι ανταγωνιστές του Καραβάτζο είχαν αρρωστήσει από τη ζήλεια τους. Ένας απ’ αυτούς τότε προχώρησε ένα βήμα παραπέρα! Έφτιαξε έναν πίνακα που τον ονόμασε ‘Amore Divino’, ΘεϊκήΑγάπη! Έβαλε, σε μια σύνθεση που θυμίζει φαλλό,όρθιο έναν θριαμβευτή άγγελονα χωρίζει ένα ανήθικο ζευγάρι, έναν έφηβο Έρωτα κι ένα Διάβολο, στον οποίο είχε δώσει τη μορφή του ίδιου του Καραβάτζο!»
Η κοπέλα τον θυμόταν τον πίνακα, αλλά δεν του το είπε. Δεν ήθελε να τον κόψει. Την ηρεμούσε η φωνή του, χαιρόταν να τον βλέπει έτσι παθιασμένο κι ενθουσιασμένο, έστω και γι’αυτά. Ήξερε πως τό’χε ανάγκη να αφηγείται τέτοιες ιστορίες, δεν ήξερε όμως το γιατί. Τον πίνακα τον είχαν δει την προηγούμενη μέρα στο παλάτσο Μπαρμπερίνι. Τον θυμόταν, γιατί από μακριά νόμισε ότι ήταν του Καραβάτζο. Όταν πλησίασε όμως και είδε τις ζωγραφισμένες μορφές, κατάλαβε πως ήταν μια προσπάθεια του ζωγράφου να αντιγράψει τον μαέστρο. Τι απογοήτευση κι αυτή, σκέφτηκε. Να σε θυμούνται μόνο σαν κακιασμένο ανταγωνιστή και άτεχνο αντιγραφέα. Γύρισε και τον κοίταξε. Ή να σε θυμούνται μόνο σαν αφηγητή ιστοριών άλλων, που δε συγκινούν σχεδόν κανέναν. Δαγκώθηκε. Το αγόρι δεν είχε καταλάβει τίποτα και συνέχιζε να μιλάει.
«Κι έτσι η πόλη της Ρώμης, δίνοντας στο δρομάκι που κάποτε έμενε ο Καραβάτζο το όνομα που είχε ένας πίνακας ανταγωνιστή του, και που μάλιστα του δημιούργησε πολλούς μπελάδεςστη συνέχεια, διέπραξε μια ιστορική αδικία. Δε νομίζω όμως να το κάνανε επίτηδες, μου φαίνεται ότι εκεί πέρα -και της έδειξε στην άλλη άκρη του δρόμου- υπάρχει ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στη Θεϊκή Αγάπη.»
Τον κοίταξε και την κοίταξε στα μάτια. Τι σκεφτόταν πραγματικά, αναρωτήθηκε η κοπέλα. Τι έκρυβε πίσω από τις ιστορίες; Της ήρθε η παρόρμηση να τον ταρακουνήσει, να του ουρλιάξει, μίλα για εμάς, πες μου τι νιώθεις, πες μου τι σε φοβίζει και τι σε ανησυχεί, σε τι ελπίζεις; Παράτα τους πεθαμένους!
Ένιωσε να της πιάνει το χέρι απαλά και να το σηκώνει στο πρόσωπό του. Ήπιε απ΄ το ποτήρι της, κοιτώντας τη στα μάτια. Έκανε κι αυτή το ίδιο. «Δε χρειάζεται να μιλήσει», σκέφτηκε ανακουφισμένη όταν σμίξανε τα χείλια τους σε φιλί.
«Τι μπελάδες έφερε στον Καραβάτζο αυτή η Θεία Αγάπη;» τον ρώτησε μετά από ώρα και κρασί, για να διώξει τη σιωπή.
Το αγόρι άδειασε στα ποτήρια τους ό,τι απόμεινε στο χάρτινο κουτί.
«Δε θα το πιστέψεις!» της έκανε με δασκαλίστικο ενθουσιασμό.«Αυτός και η παρέα του έγραψαν με οίστρο Αριστοφανικό κάτι ποιήματα, γεμάτα βωμολοχίες και προσβολές για τον ζωγράφο του πίνακα!»
«Και λίγοτου ήταν», σκέφτηκε ο μαυροντυμένος άντρας. «Όποιος τα βάζει μαζί μου πληρώνεται με το ίδιο νόμισμα!»
Το μυαλό του έτρεξε λίγες ώρες νωρίτερα. Η Λένα του ήταν στο πόστο της, στην Πιάτσα Ναβόνα, κι αυτός έπαιζε χαρτιά έξω απ’το καπηλειό του Μόρο. Είχε το νου του στην όμορφη κοπέλα, κι εκείνη, ξέροντας ότι την κοίταζε, έσκυβε πότε πότε προς το μέρος του, για να φανεί στο φως των πυρσών του γειτονικού παλάτσο το βαθύ φαράγγι στο πλούσιο μπούστο της. Ήξερε πως είχε φέρει μπελάδες τούτο το μπούστο στο ζωγράφο και τη διασκέδαζε να του το υπενθυμίζει:σε μια παραγγελία για την Βασιλική του Αγίου Πέτρου την είχε παραστήσει σαν Παναγία, να σκύβει πάνω από τον μικρό Ιησού. Της φαινόταν ασύλληπτο το θράσος του να την κρεμάσει στην καρδιά του Βατικανού για να την προσκυνάνε, αυτήν, μια πουτάνα της Ρώμης, και είχε ξεκαρδιστεί όταν οι παπάδες τον ανάγκασαν να πάρει τον «χυδαίο» πίνακα πίσω.
Όταν την πλησίασε ένας γραφέας του Βατικανού, ονόματι Πασκουαλόνε,μαζί με κάποιο φίλο του, ο Καραβάτζο συσπειρώθηκε, σαν ατσάλινο ελατήριο, έτοιμο να τιναχθεί. Δεν έκανε έτσι όταν κάποιος επίδοξος πελάτης διερευνούσε το κόστος των υπηρεσιών της Λένας. Τούτος εδώ ο νοτάριος δεν ήταν ένας ακόμα πελάτης. Γύρναγε παντού κι έλεγε πόσο πολύ αγαπάει τη Λένα και πόσο άσχημα κάνει η κοπέλα που μένει με τον Καραβάτζο, πως σίγουρα ήταν ο προαγωγός της και τη ζωγράφιζε μόνο και μόνο για να διαφημίζει τα κάλλη της σε πλούσιους πελάτες και να κερδίζει έτσι περισσότερα. Κάθε βράδυ πλησίαζε την κοπέλα και την ενοχλούσε, έδιωχνε κανονικούς πελάτες, φώναζε μέσα στον κόσμο πως ήταν πουτάνα -κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει την κοπέλα μέχρι και στην αγχόνη. Ο απορριφθείς αλλά πεισματάρης Πασκουαλόνε απειλούσε να βάλει την κοπέλα σε μπελάδες, ανασηκώνοντας το πέπλο της υποκρισίας που την ανεχόταν να ασκεί ένα απαγορευμένο για την Εκκλησία επάγγελμα.
«Το ζωγράφο που έκανε τον πίνακα Θεία Αγάπη τον έλεγαν Τζοβάνι Μπαλιόνε. Στα ποιήματα που έγραψε ο Καραβάτζο και η παρέα του έπαιζαν με το όνομα και τον έλεγαν Τζοβάνι Κολιόνε, δηλαδή Αρχίδη!»
Η κοπέλα έβαλε τα γέλια.
«Εκείνοι οι στίχοι ίσως είναι το μόνο γραπτό που έχουμε από τον Καραβάτζο! Το διανοείσαι; Ό,τι μας έχει μείνει απ’ αυτόν είναι οι πίνακές του, μερικοί σκωπτικοί στίχοι και τέσσερις πέντε καταθέσεις του στον ανακριτή, όπου τον τραβάγανε όταν τον πιάνανε να κουβαλάει όπλα χωρίς άδεια ή μετά από συμπλοκές!» μονολόγησε το αγόρι.
Ο Πασκουαλόνε πλησίασε την κοπέλα κι άρχισε πάλι τις φωνές. Στα αυτιά του μαυροντυμένου άντρα έφταναν οι λέξεις κολλημένες μεταξύ τους, κουβέντες πιωμένου. Η θέα του χεριού του νοτάριου, που στηριζόταν στη λαβή του ξιφιδίου που κρεμόταν στη ζώνη του, τον έκανε νευρικό. Έφερε κι αυτός το χέρι στη λαβή του δικού του ξίφους και κάθισε στην άκρη της καρέκλας του, έτοιμος να πεταχτεί και να τρέξει μέχρι το σημείο που στεκόταν η Λένα.
Η κοπέλα από μακριά του έριχνε βλέμματα που φανέρωναν πως δεν ανησυχούσε. Ένας ακόμα μεθυσμένος, ένας ακόμα πελάτης της μιας γρήγορης φοράς, που νόμιζε πως μπορούσε να σώσει την κοπέλα από τη δυστυχία του δρόμου. Ιστορία παλιά όσο και το επάγγελμά της.
Ο Καραβάτζο πιο πολύ διαισθάνθηκε, παρά είδε τον Πασκουαλόνε να βγάζει το ξιφίδιό του και να σχίζει μ’αυτό το μάγουλο της Λένας. Στη θέα της κοπέλας να φέρνει τα χέρια στο πρόσωπό της πισοπατώντας και ουρλιάζοντας, τινάχτηκε όρθιος.
Με πέντε σάλτα ήταν στο σημείο που ο συνοδός του Πασκουαλόνε προσπαθούσε να τον τραβήξει μακριά από την κοπέλα, για να το σκάσουν. Η ατσάλινη λάμα του ξίφους του γυάλιζε στο σκοτάδι, αλλά δεν ήταν τόσο απειλητική όσο η φωνή του καθώς όρμαγε στον νοτάριο φωνάζοντας τ’ όνομά του. Εκείνος γύρισε ξαφνιασμένος, και πριν προλάβουν να αντιδράσουν, αυτός ή ο φίλος του, ο Καραβάτζο του είχε σουβλίσει με το ξίφος του τ’ αρχίδια.
«Γιάννη Αρχίδη, πόσο άθλιος ζωγράφος είσαι! Δεν αξίζεις ούτε τα χρώματα να μου ετοιμάζεις, έλεγαν τα ποιήματα του Καραβάτζο. Τα κόλλαγαν στα αγάλματα που βρίσκονταν στις γωνίες των δρόμων, που τότε λειτουργούσαν σαν πίνακες ανακοινώσεων, τα διέδιδαν χέρι με χέρι σε γνωστούς κι αγνώστους, τα λέγανε από μνήμης στην αγορά! Είχαν φτάσει παντού κι είχαν εξοργίσει τόσο πολύ τον Μπαλιόνε, που έκανε μήνυση κατά του Καραβάτζο, με αποτέλεσμα να τον πάνε φυλακή! Κι ο ζωγράφος την είχε άσχημα, αν δεν παρέμβαιναν οι προστάτες του, και δεν υποχρέωναν τον δικαστή να τον αθωώσει.»
Στη θύμηση της ανάκρισης για τους λίβελους, ο Καραβάτζο σκέφτηκε πως το αποψινό δε θα το γλίτωνε τόσο εύκολα, παρόλο που ήταν σίγουρος ότι ο Πασκουαλόνε θα επιβίωνε από το τραύμα που του προκάλεσε. Ήξερε πως το χτύπημα σε εκείνο το σημείο είναι ανεπανόρθωτα μοιραίο για την αξιοπρέπεια κάποιου, όχι πάντα και για τη ζωή του.
Φεύγοντας απ’ τη Ναβόνα είχε σταθεί λίγο πάνω από τη Λένα.Πήρε το χέρι της από το μάγουλο για να δει την πληγή. Την είχε ξαναδεί τούτη την πληγή σε πρόσωπα γυναικών. Το σημάδι που χαρακτήριζε για πάντα κάποια σαν πουτάνα, σαν μοιχαλίδα, σαν ενοχλητική:άνανδρη αντρική υπογραφή. Το είχε χαϊδέψει τούτο το σημάδι, το είχε φιλήσει σε άλλες. Πονούσε που θα το φιλούσε και στη Λένα. Πονούσε σα να της τό’χε κάνει ο ίδιος.
«Πήγε μεσάνυχτα», έκανε το αγόρι κοιτώντας το ρολόι του.
«Ίιιιιι! Πότε πέρασε η ώρα; Πάμε να φύγουμε μπας και προλάβουμε το μετρό!»
Έβαλε τα γέλια.
«Ηρέμησε! Η μέρα άλλαξε στην πατρίδα, όχι εδώ. Εδώ είναι ακόμα έντεκα. Εδώ… είμαστε ακόμα στο χτες.»
Έσκισε το άδειο από κρασί χαρτοκούτι κι έβγαλε απ’την τσάντα του μια τσίχλα,που άρχισε να τη μασάει, κι ένα δυνατό μαρκαδοράκι, που το χρησιμοποιούσε για να επισημαίνει σημεία ενδιαφέροντος στον πλαστικοποιημένο χάρτη του. Μ’ αυτό έγραψε στο χαρτόνι με χοντρά γράμματα μερικές λέξεις.
«Πάμε ν’ αφήσουμε το σημάδι μας», της είπε. «Να αποκαταστήσουμε μιαν αδικία».
Ο Καραβάτζο βρήκε την ευκαιρία όταν σηκώθηκαν τα παιδιά και πέρασε σβέλτα στο σκοτεινό άνοιγμα της πόρτας του σπιτιού του. Εκεί στάθηκε και τα ακολούθησε με το βλέμμα του.Στην άκρη του σοκακιού, στον πέτρινο οδοδείκτη με τις χαραγμένες λέξεις «Vicolo del Divino Amore»,το αγόρι κοντοστάθηκε. Έβγαλε την τσίχλα απ’το στόμα του και κόλλησε μ’ αυτήν στον οδοδείκτη το χαρτόνι.
Έπιασε το χέρι της κοπέλας κι άρχισαν να περπατούν κατά την Πιάτσα Μποργκέζε, κατά την επόμενη μέρα.Ο Καραβάτζο σήκωσε τους ώμους και χάθηκε στο σκοτάδι της πόρτας.
Πλέον το δρομάκι λεγόταν «VicoloAmorVincitOmnia».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Το διήγημά μου «Στο μυαλό» διακρίθηκε στον δεύτερο διαγωνισμό σύντομου διηγήματος του eyelands που διοργάνωσε η ιστοσελίδα eyelands και οι εκδόσεις Παράξενες Μέρες και δημοσιεύθηκε στη συλλογή «Ιστορίες του Χειμώνα».
ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Πέντε κύριοι με κοστούμι -Μαρία Κόνιαρη
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Η νύχτα που η Χιονάτη νίκησε την Μόρα – Γιάννα Χατζημιχαήλ
η τύχη του φτωχού – Χρήστος Αθανασόπουλος
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Άδειο δωμάτιο – Γιώτα Αναγνώστου
Ο κύριος Α. – Ελένη Καρφάκη
ΜΑΡΤΙΟΣ
Γυρω στα μεσάνυχτα – Ερμιόνη Γιαλύτη
Το πρώτο αστέρι – Αθανασία Ρόβα
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Αναλαμπή – Άννα Καρακατσάνη
Πρωταγωνιστές – Αναστασία Μπαμπούλα
ΜΑΙΟΣ
Ο ήχος της επιμονής – Κωνσταντίνος Αυγερινάκης
Αόρατος κλέφτης – Δημήτρης Πολίτης
ΙΟΥΝΙΟΣ
Το πείραμα – Αγγελική Μπομπούλα
Το βραβείο – Κάλι Κεχαγιά