Επιλογή Eyelands:  Η νύχτα που η Χιονάτη νίκησε την Μόρα

Το eyelands όπως κάθε χρόνο από το Νοέμβριο μέχρι το καλοκαίρι δημοσιεύει τα διηγήματα του διεθνούς διαγωνισμού (ελληνικό τμήμα) που διακρίθηκαν στην κατηγορία Επιλογή Eyelands.  Διηγήματα από τον 9ο διαγωνισμό που είχε θέμα «Γύρω στα Μεσάνυχτα». -Η δημοσίευση θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2020. Τα διηγήματα αυτά είναι τα μόνο από τον διαγωνισμό που θα δημοσιευθούν στο περιοδικό με εξαίρεση τα πρώτα βραβεία που θα αναρτηθούν το επόμενο καλοκαίρι. Τα διηγήματα δημοσιεύονται με τη σειρά υποβολής του κειμένου στον διαγωνισμό. Σειρά έχει το:

 Η νύχτα που η Χιονάτη νίκησε την Μόρα – Γιάννα Χατζημιχαήλ

Γύρω στα ΜεσάνυχταΜεσάνυχτα, η ώρα που η χιονάτη γίνεται καπνός και η άμαξα κολοκύθα. Η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα και οι βρικόλακες με σερβίτσια και πορσελάνινα μαχαιροπίρουνα.  Η στιγμή όπου είσαι μόνος με τον εαυτό σου γυμνό και σε βολοδέρνουν έννοιες, θυμοί, σκοτούρες. Η δουλειά που έκανες λάθος, το τηλεφώνημα που προσμένεις, το νοίκι που χρωστάς, ο σπαστικός πελάτης που θα σε περιμένει απαιτώντας την δουλεία του στις οχτώ το πρωί.  Αναπάντητες ερωτήσεις μεταφυσικής κατά βάθος προεκτάσεως σε ταλανίζουν απρόσκλητες. «Τι να βάλω αύριο; Να πάρω τον δικηγόρο τηλέφωνο ή μήπως να περιμένω; Τα μέτρα τα πήρα σωστά για το αυτοκίνητο; Πως θα καταφέρω να τελειώσω την πινακίδα του Μάκη; Θα προλάβω  να μπουν τα αυτοκόλλητα στο εκλογικό κέντρο;»

«Αύριο κοπέλα μου, κοιμήσου έχεις χρόνο, είσαι ασφαλής εδώ κανείς δεν μπορεί να σε βρει.»

«Μα τι πατάτες λέω φυσικά και όλοι μπορούν να με βρουν, σε χωριό είμαι όχι στην Αμερική.»

«Μην σκέφτεσαι έτσι, ηρέμησε όλα θα πάνε καλά.»

«Το παντελόνι το μαύρο το βελούδινο θα βάλω, μα αυτό είναι καλό αν το χαλάσω;»

«Καλά βρε ηλίθιο κράτα το να το βάλεις όταν δεν θα σου κάνει. Ξέρεις πότε.»

«Θεέ μου, δεν ηρεμεί αυτό το μυαλό πως θα σηκωθώ το πρωί, έχω και αμάξι να ντύσω».

Μία, δύο, τρεiς ώρες που βολοδέρνεις στο κρεββάτι ωσάν τον αμνό ώσπου να έρθει ο πρίγκιπας στο άσπρο άλογο, η άμαξα δεν θα είναι πια κολοκύθα, θα σου πει «όλα καλά τώρα πολεμάω εγώ τους εχθρούς» και ο Μορφέας θα σε πάρει στην γλυκιά μυρωδάτη αγκαλιά του έως ότου το επόμενο αιμοδιψής καταραμένο bella ciao στο ξυπνητήρι να σε ξυπνήσει έξι η ώρα βάναυσα, βίαια και εσύ δεν είσαι πια πριγκίπισσα και ο ιππότης δεν υπάρχει, παρά μόνο το sprider  που περιμένει να το κολλήσεις με αυτοκόλλητα υδρορροές ο Μήτσος. Δεν μπορείς, σέρνεσαι πραγματικά, «α ρε Μήτσο τι όνειρο έβλεπες χθες». Καφές, τσιγάρα δύο τον αριθμό, τουαλέτα, δουλεία, χαμόγελο κολλημένο, «δεν μπορεί θα γυρίσει».

«Νάντια άργησες το θέλω τώρα», «Νάντια σώσε με έχουμε αγώνα», «Νάντια δεν μου έστειλες τις κάρτες», «καλά γιατί αργείτε αν δεν μπορείτε να πάω σε άλλο μαγαζί», «Νάντια βασιζόμαστε πάνω σου, αν φύγει έστω και ένας πελάτης καταστρεφόμαστε». Παραπαίεις, χαμογελάς. Τρελαίνεσαι, χαμογελάς. Καταρρέεις, χαμογελάς. Πάλι έχεις αγρυπνία το βράδυ, το ξέρεις ήδη. Που ζουν άραγε οι κούκλοι βρικόλακες; Θες μια αγκαλιά, θες να κοιμηθείς, θες απλά να ζήσεις.

«Μια βόλτα στη θάλασσα με τον μαυρούλι θα έλυνε όλα τα προβλήματα».

«Εκτός από το πώς θα ζήσουμε».

«Μην μου το χαλάς ρε μυαλό δώσε μου δύο λεπτά να πιπιλήσω μια όμορφη καραμέλα να αναθαρρήσω λιγουλάκι, ένα όνειρο χρειάζομαι, ένα θαύμα που θα μπορούσε να βγει αληθινό, μια μικρή χαρά να πιαστώ λίγο από την ονειρόσκονή της, έστω έναν βάτραχο και δεν πειράζει αν δεν γίνει πρίγκιπας εγώ Λουδοβίκο θα τον ονομάσω».

 

Η ημέρα τελειώνει, το σπίτι περιμένει. Μαγείρεμα, διάβασμα το παιδί, καθάρισμα, λογαριασμοί του μήνα, ξεχνιέσαι για λίγο στο fb, μπάνιο, στέγνωμα μαλλιών διότι «σε γραφείο δουλεύεις πρέπει να είσαι πάντα προσεγμένη, είσαι η βιτρίνα μας». Ώσπου εκεί κατά τις δέκα όπου πια καταρρέεις θυμάσαι πως πρέπει και να φας. «Μα γιατί;» θα αναρωτηθείς και το γιατί είναι τόσο βαθύ που περιλαμβάνει μια ολόκληρη ζωή, είναι η ίδια ημέρα εδώ και εικοσιπέντε κοντά χρόνια, ψέματα είναι η ίδια ημέρα εδώ και σαράντα χρόνια απλά σε δυο διαφορετικές φάσεις της ζωής σου, σαν τις μέρες της  Μαρμότας. Όταν είσαι μικρός η ζωή είναι σχολείο, διάβασμα, ύπνος, σχολείο «για να προοδεύσεις». Μετά γίνετε σπίτι, δουλειά – δουλειά, σπίτι , «πρέπει να παράγεις». Αλήθεια όμως τι και γιατί και κυρίως για ποιόν!

 

Η ώρα έχει πάει δώδεκα. «Μακάρι να κοιμηθώ εύκολα, να ξεφύγω, πνίγομαι».

«Ηρέμησε, θα αντέξουμε».  Ώρα έξι, η ημέρα της Μαρμότας ξεκινάει για άλλη μια φορά. Ξύπνημα, τσιγάρα, τουαλέτα, μακιγιάζ έστω και με την ψυχή στο στόμα, ποδαρόδρομος, λεωφορείο, άγχος, έπαρση σημαίας, τηλέφωνα, άγχος, ευθύνες και άγχος, σπίτι, μαγείρεμα, δουλειά, ύπνος και ο κύκλος από την αρχή. Είσαι τυχερός που δουλεύεις λένε, έστω για εξακόσια ευρώ. Είσαι τυχερός που είσαι υγιείς λένε, έστω και αν σε σκοτώνεις κάθε ημέρα για να τελειώσει των άλλων το δήθεν σημαντικό αλλά πραγματικά ασήμαντο κάτι.

Όνειρο είναι το διάλειμμα της ζωής λέει ο ποιητής.  Ψέματα, όνειρο είναι η στιγμιαία εκκένωση των νεύρων λέει ο ψυχίατρος. Ψέματα, όνειρο είναι η μόνη διέξοδος για να μπορέσεις να επιβιώσεις στον εφιάλτη της μάταιης καθημερινότητας λέω εγώ όμως ποια είμαι εγώ;

«Ώπα! Σταματήστε λίγο παρακαλώ, αλήθεια, μια στιγμή. Στοπ τώρα!  Ωραία μπήκαμε σε τάξη. Λοιπόν ποια είσαι εσύ κουκλίτσα μου;»

« Μια μορφωμένη κοπέλα».

« Παραμορφωμένη, χαμένη μέσα σε πλαστούς κόσμους, πάρε το αλλιώς.»

« Ένας άνθρωπος φύσει αισιόδοξος, ευγενική και πολύ εργατική.»

« Ναι δεν ψάχνουμε προσωπικό, πάρε το όλο δεξιά.»

« Μια προσωπικότητα δυνατή με πολλές δυνατότητες.»

« Καλά μεταξύ μας δουλευόμαστε; Last year babe. Ξανά προσπάθησε.»

« Τι θες ρε μυαλό; Ένας άνθρωπος απλά είμαστε, γεμίσαμε φοβίες, ξέφτισαν λίγο τα όνειρα, αλλά προσπαθώ, δείξε έλεος!»

« Ωραία συνέχισε όλο ευθεία και νομίζω ότι σε λίγο παρκάρουμε.»

« Εντάξει κέρδισες! Ένα τίποτα είμαι, ένας άνθρωπος με πολλές δυνατότητες που τις μείωσε στην απραγία, με πολλές γνώσεις που τις έθαψε για να βολευτεί, με πολλά κότσια που τα μετέτρεψα σε φοβίες, ένα δειλό ανδρείκελο στα χέρια του πρέπει και του φόβου, ένα τίποτα που για να ζήσει χρειάζεται λίγο όνειρο, λίγο αλκοόλ, καλά – καλά πολύ και την επόμενη ημέρα εκεί που είμαι έτοιμη για επανάσταση, βουτάω στον γνώριμο υπόνομο και μας βουλιάζω όλο και πιο πολύ. Ευχαριστημένη;»

Σιωπή.  Η ώρα είναι δώδεκα, ακόμα και το υποσυνείδητο φοβάται να ξεμυτίσει, η Νάντια έχει κλείσει άρον – άρον την τηλεόραση από τις δέκα, τον υπολογιστή από τις έντεκα, το τάμπλετ από τις εντεκάμιση, πρέπει να κοιμηθεί οπωσδήποτε, αύριο η δουλειά περιμένει, η ίδια δουλειά εδώ και είκοσι χρόνια.

Σηκώνετε από το κρεββάτι, δεν έχει πάλι ύπνο, σιχτιρίζει, βάζει ακόμα ένα ποτό, το τρίτο, ανάβει ακόμα ένα τσιγάρο το δωδέκατο για το απόγευμα ονειρεύεται ταξίδια και μια ζωή με περιπέτειες, προσπαθεί να ηρεμήσει την ψυχή της για να κοιμηθεί, όμως μάταια, πώς να ηρεμήσεις μια θάλασσα με βαλτώδη νερά τάζοντας της φουρτούνες; Αφού διψάει για φουρτούνες.

Πάλι δεν κοιμήθηκε το βράδυ, όμως το όνειρο ήταν γλυκό έστω και ως φαντασία. Ξύπνημα βίαιο, σαχλές ομιλίες, ανούσιες συναντήσεις, ειδεχθείς άνευροι άνθρωποι ίδιοι με ρομπότ, δουλειά χωρίς ζωή, δουλεία. Τηλέφωνο, επαναφορά στην πραγματικότητα, έπαρση εγωισμού κατά τις επτά. «Είσαι ένα τίποτα, ο δούλος μου, τρέχα, σε πληρώνω». Άνθρωποι αγενείς, μισεροί, απαιτητικοί, αιμοδιψείς και πεινασμένοι, άσχημος συνδυασμός. Μισάνθρωποι έτοιμοι να σκοτώσουν για ένα ευρώ ουρλιάζοντας «είναι δικό μού, εγώ θα ζήσω», λεφτά, πιο πολλά λεφτά, μηχανές παραγωγής χρημάτων που  κυνηγούν την προσφορά «εγώ δεν είμαι χαζός», μηχανές παραγωγής κοπράνων που καν φωνή δεν έχουν μόνο έναν ήχο σαν να συρίζουν,  σαν ερπετά έτοιμα να σε γλύψουν λίγο πριν σε σφίξουν σε θανατηφόρα αγκαλιά. Πότε άραγε γεννήθηκε ο homo serpensious;

 

Πρέπει να επιβιώσεις, το ένστικτο αυτό είναι πιο δυνατό από την απόγνωση, πρέπει να ζήσεις. «Θεέ μου, δεν αντέχω άλλο ή θα φύγουμε ή θα πεθάνουμε» φωνάζει σχεδόν τσιρίζει αλλά κανείς δεν ακούει, ο κόσμος είναι όλος μια εικόνα ψεύτικη, δυσδιάστατα ανθρωπάκια περπατάνε γύρω της, τους φωνάζει αλλά είναι προγραμματισμένα να μην ακούν, να μην νιώθουν, είναι προγραμματισμένα σε μια μαύρη συχνότητα που ρουφάει όχι μόνο την αλήθεια αλλά τρέφεται με την ίδια την ψυχή τους.

 

Χαμογελάει, προσπαθεί να επιβιώσει γνωρίζοντας πως  ίσως ποτέ θα δεν καταφέρει να ζήσει, μα αναπνέει ακόμα με από ότι περίσσεψε από ένα σάπιο όνειρο. Πεινασμένα ανθρωποειδή περπατάνε υπνωτισμένα, αθάνατοι νομίζοντας τον εαυτό τους, μεμψιμοιρώντας, σιχτιρίζοντας, βρίζοντας. Όντα καταπιεσμένα, σεξουαλικά πεινασμένα, χαμένοι σε δρόμους με φανταχτερές διαφημίσεις και λερά μονοπάτια που οδηγούν σε υστερόβουλα τίποτα, καμώνονται τον άνθρωπο μέσα σε τενεκεδένια κουτιά με αξία το πιο μεγάλο. Κουτί, πορτοφόλι, πείνα, αγραμματοσύνη, αναίδεια, πιο μεγάλο να ναι μόνο και ότι να ναι!

Τα βράδια μόνο με αλκοόλ κοιμάται και ξυπνάει σαν ναυαγός βίαια πάνω σε κακοφορμισμένων ονείρων σάπια σχεδία, κάνει μπαϊράκι για μια επανάσταση γνωρίζοντα πως τίποτα δεν θα γίνει, όμως τι είναι η ζωή χωρίς πάθη και μικρές ενέσεις ελπίδας.

Όνειρο είναι το διάλειmμα στην ατελείωτη σκλαβιά του πρέπει της ζωής, η σανίδα σωτηρίας της ελπίδας όταν η  δεύτερη βρεθεί ξεψυχώντας σε δύσβατα απάτητα μονοπάτια απελπισίας, το χέρι που χαϊδεύει την ψυχή όταν αυτή σπαράζεται, η καραμέλα και η άμυνα της καρδιάς λίγο πριν πει δεν αντέχω άλλο, όταν η λογική έχει ήδη παραδώσει το πνεύμα και αντιλαμβάνεται πως λόγο δεν έχει να ζει, λάθος! Ο λόγος είναι ένας, το όνειρο και αν αυτό δεν πραγματοποιηθεί ποτέ πάλι το ταξίδι του είναι τόσο σημαντικό όσο η ίδια η ύπαρξη, όσο τα φτερά που σου έδωσε και πέταξες, έστω και για λίγο, έστω και χαμηλά, όμως πέταξες ρε άνθρωπε αναθάρρησες δεν είναι μηδαμινό αυτό. Υπήρξες έστω και για λίγο το όνειρο το ίδιο, θυμάσαι πόσο ευτυχισμένος ήσουν; Πόσο παντοδύναμος ένιωθες;

Μπορεί η ζωή να σε έριξε σε ξέρα αλλά επιβίωσες χάρη σε αυτή την δύναμη, την πίστη ότι θα γυρίσει δεν μπορεί και ξανά καβάλησες την βάρκα της ελπίδας και γνώρισες τόπους μαγικούς, θεϊκά όντα και παραμορφωμένα τέρατα. Δικό σου ήταν το ταξίδι, δική σου και η ήττα αλλά και η νίκη, όμως μην κατηγορείς τα φτερά σου μήτε τα υποβιβάζεις ο κόσμος δεν υπήρξε ποτέ αγγελικά πλασμένος από την φτιαξιά την ανθρώπινη είναι κατ εικόνα και ομοίωση, με πόνο, φθόνο, αμαρτία, ελπίδα,  πάθη, λάθη αλλά και λίγο όνειρο έτσι για την μαγεία, για την θέωση, για να μπορείς να αντέχεις τα χαστούκια με την γλύκα μιας καραμέλας στο στόμα.

Δώδεκα η ώρα, η στιγμή που ξυπνάνε οι βρικόλακες, οι εφιάλτες, η χιονάτη αλλά και ο κακός ο λύκος, η ώρα του διαβόλου και του αμαρτωλού. Έφτιαξε την βαλίτσα της χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό, χωρίς γιατί, έτσι απλά έφυγε  δίχως αυταπάτες ότι ο κόσμο μπορεί να είναι κάπου καλύτερα φτιαγμένος απλά ψάχνοντας κάπου να ανασάνει.

Ξημερώματα έγραφε το χαρτί της αστυνομίας ώρα εξαφάνισης, Silver alert.

Πέρασαν οι μήνες, ξεθώριασε και η ανάμνησή της, ένα γράμμα μόνο μπέρδευε τους αστυνομικούς ο αποστολέας ήταν από Ισραήλ, παραλήπτρια η ίδια. «Μα δεν ήξερε κανέναν» έλεγαν οι γνωστοί, «είχε αγοραφοβία, δεν έβγαινε καν από το σπίτι, πολύ καλό παιδί μόνο να δουλεύει ήξερε».

 

«Άλλη μια νύχτα ήρθε,

άλλη μια νύχτα, θλιβερή και απέραντη.

Άλλη μια νύχτα δίχως σκοπό,

δίχως προορισμό, δίχως γιατί.

 

Άλλη μια νύχτα ήρθε

και θα φύγει το άλλο πρωί,

παίρνοντας μαζί της τα όνειρα, τις αμαρτίες

και μια μονότονη μελαγχολική προσευχή.

 

Τόσες νύχτες, πόσες νύχτες έχουν φύγει,

μη μπορώντας να γυρίσουν πίσω,

λιγοψυχώντας μπρος στη μοναξιά τους.

 

Πόσες νύχτες, πόσα γιατί, πόσα δράματα,

μπορεί να κρατήσει καλά κλεισμένα

μέσα στα απόκρυφά της μονοπάτια.

μια μόνο νύχτα. Μιας μόνο ζωής.

Ξημερώνει.»

Οι άνθρωποι πάντα θα αλληλοτρώγονται και ο κόσμος θα συνεχίσει να σκοτώνει τα παιδιά του, στο  χαμηλότερο σημείο της γης επέλεξε να οδηγήσει τα βήματά της, τυχαίο; Ίσως. Ευλογία; Μπορεί. Κατάρα; Αυτό το αίσθημα το ήξερε πια καλά. Διάλεξε το πιο ευλογημένα καταραμένο μέρος της γης, δίπλα στη θάλασσα προσπάθησε να κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα στην ζωή, μια ζωή απλή με ουσία. Συγχώρησε και προχώρησε, διάλεξε την ζωή από το θάνατο της σαπίλας και κρύφτηκε στο ίδιο το όνειρο που τόσα χρόνια την συντηρούσε, δεν την πρόδωσε.

 Υ.Γ. Τα μεσάνυχτα ο ουρανός είναι υπέροχος στην Κάλια και ο αέρας της θάλασσας ψιθυρίζει όλες τις προσευχές των καταραμένων, μαζί κάναμε ανακωχή στα πάθη, ακόμα δεν μπορώ να κοιμηθώ, μπορώ όμως πια να αναπνεύσω ελεύθερα.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Το όνομά μου είναι Ιωάννα Χατζημιχαήλ. Γεννήθηκα, μεγάλωσα και σπούδασα γραφιστική στην Θεσσαλονίκη, αλλά  από την ηλικία των 20 ετών επέλεξα την ηρεμία της επαρχίας έτσι εδώ και είκοσι χρόνια είμαι πια μόνιμος κάτοικος Χαλκιδικής.  Γράφω, διαβάζω, ζωγραφίζω, φωτογραφίζω και όλα αυτά όχι ως χόμπι, όσο ότι είναι ο δικός μου τρόπος επικοινωνίας και ψυχοθεραπείας.  Δύο  διηγήματά μου έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις παράξενες μέρες, στην συλλογή «παράξενες μέρες στην Θεσσαλονίκη» και «ιστορίες της άνοιξης», ένα διήγημα μου από τον διαγωνισμό «αποσκευές» επιλέχθηκε και φιλοξενείται στο eyelands.gr επίσης κάποια διηγήματά μου φιλοξενούνται στο inner.gr και στο 121words.com.

 

 

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

Η τύχη του φτωχού – Χρήστος Αθανασόπουλος

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Άδειο δωμάτιο – Γιώτα Αναγνώστου

Ο κύριος Α. – Ελένη Καρφάκη

ΜΑΡΤΙΟΣ

Γυρω στα μεσάνυχτα – Ερμιόνη Γιαλύτη

Το πρώτο αστέρι – Αθανασία Ρόβα

ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Αναλαμπή – Άννα Καρακατσάνη

Πρωταγωνιστές – Αναστασία Μπαμπούλα

ΜΑΙΟΣ

Ο ήχος της επιμονής – Κωνσταντίνος Αυγερινάκης

Αόρατος κλέφτης – Δημήτρης Πολίτης

ΙΟΥΝΙΟΣ

Το πείραμα – Αγγελική Μπομπούλα

Το βραβείο – Κάλι Κεχαγιά

 

 

 

 

 

Advertisement