Επιλογή Eyelands – Ο κύριος Α.

Το eyelands όπως κάθε χρόνο από το Νοέμβριο μέχρι το καλοκαίρι δημοσιεύει τα διηγήματα του διεθνούς διαγωνισμού (ελληνικό τμήμα) που διακρίθηκαν στην κατηγορία Επιλογή Eyelands.  Διηγήματα από τον 9ο διαγωνισμό που είχε θέμα «Γύρω στα Μεσάνυχτα». -Η δημοσίευση θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2020. Τα διηγήματα δημοσιεύονται με τη σειρά υποβολής του κειμένου στον διαγωνισμό. Σειρά έχει το διήγημα:

Ο κύριος Α.

της Ελένης Καρφάκη

Γύρω στα ΜεσάνυχταΚάθε μέρα  άνοιγε την πόρτα την ίδια ώρα. 00:50. Θα  λεγε κανείς πως ο κύριος Α. είχε ένα άτυπο ραντεβού με κάποιον και έπρεπε να είναι πάντα συνεπής. Κανείς δεν είχε δει κάποιον να τον περιμένει  ή κάποιον να έρχεται ποτέ, ωστόσο κάθε μέρα στην μία παρά δέκα, άκουγες την πόρτα να τρίζει και την στενόμακρη φιγούρα του να προβάλει και να απομονώνεται καρτερικά. Άλλοι τον είχαν συνηθίσει, άλλοι τον παρατηρούσαν στα κλεφτά, να μην φανούν και αδιάκριτοι. Κανείς όμως δεν του είχε μιλήσει μέχρι εκείνη την μέρα. Μέχρι εκείνη την νύχτα,  για να είμαστε ακριβείς.

Από που είσαι συ;  Ο κύριος Α.  τον κοίταξε με συμπάθεια

Από δω γύρω, απάντησε.

Και τι περιμένεις; ακούστηκε τραχιά η φωνή του αγνώστου.

Δεν περιμένω, αποκρίθηκε ο κύριος Α.

Και τι γυρεύεις εδώ; ξανάπε η τραχιά φωνή του αγνώστου.

Θέλω,  απάντησε ο  κύριος Α.

Και τι  θέλετε;  ακούστηκε ανυπόμονα πια η φωνή

Θέλω ανεμώνες στο σπίτι μου!

Μα τι λέτε; Αυτό θέλετε;

Αυτό σκεφτόμουν την στιγμή που με ρωτήσατε,  χαμογέλασε ο κύριος Α.

Και  γιατί δεν αγοράζετε μερικές, λοιπόν;

Μα σας είπα, θέλω, μα δεν περιμένω, είπε γλυκά ο κύριος Α.

Δεν καταλαβαίνω τίποτα, είπε με καλοσύνη και ανυπομονησία η φωνή.

Μα να βλέπετε κάποτε περίμενα πολύ, για μέρες, βδομάδες, μήνες ολόκληρους. Εποχές άλλαζαν,  τα φύλλα έπεφταν και κιτρίνιζαν και μετά τα δέντρα άνθιζαν και  ο αέρας γύριζε ζεστός και η υγρασία γινόταν διασκέδαση, κι εγώ περίμενα. Μα,  Καθίστε! Έχετε χρόνο;

Βεβαίως! Παρακαλώ συνεχίστε.

Περίμενα ανθρώπους  να γυρίσουν,πράγματα να συμβούν, οι δουλειές μου να τελειώσουν. Περίμενα την άνοιξη τον χειμώνα και το φθινόπωρο το καλοκαίρι. Περίμενα την χαρά για  να σβήσει  τον πόνο και τον πόνο για να σβήσει  τον θυμό. Και μετά κατάλαβα…  άναψε ένα τσιγάρο.

Μα μη σταματάτε! Τι καταλάβατε;

Κατάλαβα πως ήταν κάτι πιο βαθύ από αναμονή. Κάτι που εκκινούσε την προσμονήμου. Ήταν ελπίδα.

Η άγνωστη  τραχιά φωνή έβγαλε ένα ξέψυχο επιφώνημα  έκπληξης και απογοήτευσης. Αααα!…

Αφιέρωσα, βλέπετε, χρόνο και ενέργεια προσπαθώντας να διορθώσω το πρόβλημα από την ρίζα. Διάβασα βιβλία και οδηγούς, έψαξα γιατις φάσεις του πνεύματός μας, αναζήτησα εναλλακτικές διαστάσεις, εκλιπαρούσα αυτό το τρίτο μάτι να εμφανιστεί σαν μια ολοκλήρωση της ισορροπίας μου  και της πολυπόθητης αυτογνωσίας. Αλλά τίποτα… ώσπου ένα βράδυ είδα ένα όνειρο.

Τι όνειρο; Αναθάρρησε η φωνή.

Είδα έναν κόκορα, αποκρίθηκε ο κύριος Α.

Έναν  κόκορα; απόρησε η φωνή.

Ναι, έναν τεράστιο κόκορα. Πηδούσε πάνω από το κεφάλι μου φράζοντάς μου τον δρόμο. Ήμουν τόσο φοβισμένος απο αυτό το τεράστιο πτηνό, που όλες οι προσπάθειές μου να προχωρήσω στην απέναντι πλευρά, έπεφταν στο κενό. Και τότε…

Και τότε;; ρώτησε, εναγωνίως, η φωνή.

Ξύπνησα! Ξύπνησα και είδα την αλήθεια. Ήλπιζα, φίλε μου,  να σταματήσω να ελπίζω. Προσπαθούσα επειδή ήλπιζα και αρρώσταινα. Μέρα παρά μέρα γινόμουν άρρωστος και καχεκτικός. Σταμάτησα να κοιμάμαι και να τρώω. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Ώσπου ένα μεσημέρι μετά από 23 νύχτες αϋπνίας, ακροβατώντας μεταξύ λογικής και παράνοιας, έπεσα σε έναν βαθύ ύπνο, σχεδόν λήθαργο.

Τα μάτια του εστίασαν στο σταχτοδοχείο εμπρός του. Για 1-2 λεπτά χάθηκε…

Και τότε; Τι έγινε τότε; έχασε την υπομονή της η βραχνή φωνή του αγνώστου.

Είδα ένα όνειρο, ξανάπε ο κύριος Α. Ένα όνειρο συμβολικό! Γυρνούσα λέει από ένα ταξίδι στην Λατινική Αμερική και ήμουν ντυμένος ως σαμάνος. Φορούσα δαχτυλίδια και κοσμήματα  και δίπλα μου ήταν ένα ναγουάλ με μορφή γερακιού. Μπήκα, λοιπόν, στο διαμέρισμά μου, έβγαλα τα κοσμήματά μου και τα έβαλα στην κατάψυξη για να διατηρηθούν και να προστατευτούν από το ναγουάλ μου.  Και τότε…

Και τότε; ικέτευσε σχεδόν η φωνή  του αγνώστου.

Τότε όπως στεκόμουν με τα εσώρουχα μπροστά στην κλειστή κατάψυξη, ξύπνησα! Ξύπνησα με τα ρούχα μου όλα στον καναπέ μου. Ήταν νύχτα και έξω έβλεπες μόνο τα φώτα της πόλης. Και τότε κατάλαβα, φίλε μου, πως όλα αυτά που προστατεύω, είναι αυτά που φοβάμαι. Καταλαβαίνετε;

Δεν είμαι σίγουρος… είπε δειλά η άγνωστη φωνή.

Μα να! Η  κατάψυξη, το ναγουάλ! Ξέρετε ο άνθρωπος  πιστεύει πως θα βρει ό,τι πολύτιμο έχει παγώνοντάς το σαν ανάμνηση  σε ένα σημείο. Όμως η ανάμνηση είναι ανάμνηση και ζει στο μυαλό μας. Δεν ζει καν  στο παρελθόν! Εγώ ήθελα να κρύψω ό,τι πολύτιμο έχω, γιατί δεν ήθελα ασυνείδητα να το προστατεύσει κανείς, καθιστώντας τον ρόλο του ναγουάλ μου περιττό. Αντιλαμβάνεστε;

Θέλετε να μου πείτε πως «η προστασία όλων αυτών» είναι το πρόβλημα; συμπλήρωσε ειρωνικά η τραχιά φωνή.

Όχι, όχι δεν πρόκειται για προστασία. Σας μιλώ για εγκατάλειψη, για μετάβαση,  για αλλαγή.

Μα γιατί εγκατάλειψη; είπε περίεργα  η τραχιά φωνή;

Γιατί σας είπα. Αυτά που έχουν νόημα για μένα είναι πράγματα που ανήκουν στον κόσμο των αναμνήσεων και όλοι γνωρίζουμε πως αυτός δεν είναι ένας κόσμος πραγματικός. Αυτά που προστάτευα είναι αυτά από τα οποία πρέπει να ελευθερωθώ.

Και πωως; ψέλλισε η βραχνή φωνή.

Μα αναζητώντας τον πραγματικό κόσμο!

Άρα  θέλετε… Δεν ελπίζετε… είπε αργά και σκεπτικά η φωνή του αγνώστου.

Ακριβώς! είπε ο κύριος Α.

Μα πως θέλετε, χωρίς ελπίδα; Ξανάπε η  φωνή.

Απλώς θέλω, παρατηρώ, παρακολουθώ και δεν μαντεύω την συνέχεια.

Μα πως γίνεται αυτό; ξανάπε η τραχιά φωνή.

Να σας εξηγήσω… Οι άνθρωποι αρεσκόμαστε στις ψευδαισθήσεις των ελπίδων μας, ενώ έχουμε και μια φυσική κλίση στο να μαντεύουμε το μέλλον. Μας αρέσει τόσο η ίντριγκα όσο και οι πιθανότητες.

Μάλιστα, και που είναι το περίεργο; είπε  ξανά η βραχνή φωνή του αγνώστου.

Πουθενά, αν δεν ενοχλείστε. Όμως εγώ βλέπω πως ενοχλείστε.

Τι εννοείτε;

Εννοώ πως αυτή την στιγμή που μιλάμε οι δυό μας, εσείς απερίσκεπτα και ενστικτωδώς σχεδόν, δημιουργήσατε κάποιες προσδοκίες για μένα, τον συνομιλητή σας. Καθίσατε μαζί μου περιμένοντας να εκπληρώσω  αυτές σας τις προσδοκίες, όμως φαίνεται πως δεν τις καλύπτω και χάνετε την  υπομονή σας.

Μααα, είπε συλλογισμένα η τραχιά φωνή, μα πάντα δεν γίνεται αυτό;

Και γιατί; ο κύριος Α. διέκοψεδιακριτικά τον συνομιλητή του, και γιατί να τα έχουμε όλα  αυτά;

Μα γιατί έτσι είναι η ανθρώπινη  φύση! είπε σχεδόν αγανακτισμένα η τραχιά φωνή.

Και ποιος σας είπε πως έτσι είναι η ανθρώπινη φύσηή πως έτσι θα πρέπει να είναι η ανθρώπινη  φύση; είπε ο κύριος Α.

Μα πως ζει κανείς χωρίς ελπίδα; θα πεθάνει, θα παραιτηθεί! είπε σοβαρά η φωνή.

Εγώ πάντως πιστεύω πως αν σταματήσετε να ελπίζετε, θα εξακολουθήσετε να ζείτε, είπε σχεδόν ειρωνικά ο κύριος Α.

Βεβαίως θα συνεχίσω να ζω, είπε η  φωνή του αγνώστου, όμως το κίνητρό  μου  για να θέλω ποιο θα είναι;

Θεωρείτε, φίλε μου, πως οι ελπίδες για πράγματα που δεν υπήρξαν ή δεν υπάρχουν είναι το καταλληλότερο κίνητρο για να ζείτε; σχεδόν αναρωτήθηκε ο κύριος Α.

Και τότε ποιο είναι; είπε νευρικά η τραχιά φωνή.

Να θέλετε, αλλά να μην ελπίζετε. Να θέλετε, αλλά να μην προσμένετε, είπε ο κύριος Α.

Η τραχιά φωνή του αγνώστου βυθίστηκε στην  σιωπή.

Να θα σας δώσω ένα παράδειγμα, είπε ο κύριος Α. Αν ο κόκορας του ονείρου μουείναι τόσο πελώριος, άρα ικανός να μου φράζει τον δρόμο, φανταστείτε τι διαστάσεις θα πάρει αν συνεχίσω να τον ταϊζω. Όσο τροφοδοτείτε τις ελπίδες σας, τόσο αυτές μεγαλώνουν και δεν βρίσκουν την θέση τους στην πραγματικότητα, τόσο εσείς δυστυχείτε και μαραζώνετε και όσο μαραζώνετε τόσο ελπίζετε να μην μαραζώνετε, ε και μετά…

Και μετά; ξανακούστηκε η τραχιά φωνή.

Μετά είστε χαμένος από χέρι! είπε ο κύριος Α.  Μετά  χάνετε κάθε μέρα σας υποφέροντας για πράγματα που δεν υπήρξαν, ενώ ποντάρατε στο να υπάρξουν. Και αυτή είναι η παγίδα της ελπίδας. Το μόνο σίγουρο είναι πως τα πράγματα θα  γίνουν ή δεν θα γίνουν. Και θα γίνουν ή δεν θα γίνουν ανεξάρτητα από τις δικές σας ελπίδες. Μια ελπίδα δεν μπορεί να αλλάξειτην ροή των εκατομμυρίων συγκυριών και τυχαίων γεγονότων. Εσείς όμως, μπορείτε να μην ελπίζετε. Να μη προσδοκάτε, να μην περιμένετε.

Μα δεν είστε άνθρωπος; δεν θέλετε να συνυπάρχετε, να αλληλεπιδράτε με άλλους ανθρώπους, δεν νιώθετε; Πώς είναι  δυνατόν να θέλετε αλλά να μην  κάνετε τίποτα για να έχετε;

Μα έχω και χωρίς να κάνω κάτι ή δεν έχω πάλι χωρίς να κάνω κάτι, απλώς γλιτώνω και από το στάδιο του  μαραζώματος που σας περιέγραψα πριν, είπε ο κύριος Α.

Α! έκανε με ικανοποίηση η  τραχιά φωνή. Επομένως αποφεύγετε!

Πάλι πιθανολογείτε και ελπίζετε πως έχετε δίκιο για κάτι που στην πραγματικότητα δεν σας νοιάζει, έχοντας χάσει τις αρχικές σας προσδοκίες για μένα, μεταμορφώνοντάς τες σε έναν υστερικό αγώνα επιβεβαίωσης και επικράτησης  της γνώμης σας. Ακούστε, είπε ο κύριος Α. κοιτάζοντας το ρολόι στον τοίχο που έδειχνε περασμένες 2, θα σας πω άλλη  μια ιστορία, μόνο που δεν θυμάμαι πια καθαρά αν την ονειρεύτηκα ή αν την έζησα.

 

Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες, άλλωστε πέρασαν τόσα χρόνια.

 

Ναι είναι λεπτομέρειες, είπε συγκαταβατικά, σχεδόν αυτόματα η φωνή.

Είχαμε πάει μια εκδρομή, μια εκδρομή έξω απο την πόλη με τραίνο. Το ξενοδοχείο ήταν παλιό και άσχημο, αλλά κοντά στο σταθμό του τραίνου. Προσέχετε;

Μάλιστα, κοντά στον σταθμό του τραίνου, είπε σχεδόν συλλαβιστά η  φωνή του αγνώστου.

Ο καιρός ήταν βροχερός και υγρός, η φύση γύρω από το ξενοδοχείο όλο  πρασινάδες και βελανιδιές,  η λάσπη ανακατεμένη με τα χορτάρια πρόσθετε στην  εικόνα εγκατάλειψης που απέπνεε το τοπίο. Και εκεί σε αυτήν την συνάντηση φαντασμάτων του  παρελθόντος, εγώ περίμενα κάτι να συμβεί, κάτι να γίνει, κάτι να αλλάξει, ένιωθα όλη μου την ύπαρξη, όλο μου το είναι εστιασμένο στην στιγμή, στην στιγμή αυτή που θα αλλάξουν όλα. Να! Τώρα που σας μιλάω με βλέπω μπροστά μου νέο, γεμάτο ελπίδα να στέλνω ανυπόμονα και επίμονα σινιάλα στην  αλλαγή. Βλέπω τα χέρια μου όμως ακίνητα, μαγκωμένα και όλη αυτή την φλόγα που  βγαίνει από την ψυχή μου να σταματάει σε αυτό το σώμα, ακινητοποιώντας μαζί του κάθε άλλο σάλεμα.

Ακινητοποιώντας μαζί του κάθε άλλο σάλεμα, είπε υπνωτισμένα η φωνή και σαν να ξύπνησε από τον λήθαργο, πρόσθεσε : Συνεχίστε, παρακαλώ!

Βρεθήκαμε εκεί, άγνωστοι στην πραγματικότητα, παρακολουθώντας αδιάφορα μια οικογένεια σκατζόχοιρων να διασχίζει ένα τσιμεντένιο μονοπάτι. Ήταν  νομίζω ένα σημάδι, όμως τότε το αγνοήσαμε όλοι ανεξαιρέτως.

Τι σημάδι; ρώτησε με περιέργεια η φωνή.

Ένα σημάδι για το τι βλέπουμε και το τι είναι, φίλε μου. Ένα σημάδι που φώναζε πως αν βλέπαμε αυτό που είναι δεν  θα χρειαζόμασταν την ελπίδα. Όμως όλοι μας κοιτάζαμε, δεν βλέπαμε ακόμα, είπε αδιάφορα ο κύριος Α.

Μετά; μετά βλέπατε; είπε με αγωνία η βραχνή φωνή.

Όσο ελπίζεις, δεν βλέπεις, είπε ο κύριος Α. Εγώ τώρα βλέπω,  μα δεν γνωρίζω αν βλέπουν οι υπόλοιποι. Άλλωστε ποιον νοιάζει; Άγνωστοι ήτανε.

Άγνωστοι ήτανε, επανέλαβε ήρεμα η φωνή.

Ήταν μια σκάλα μεγάλη, την ανεβοκατέβαινα κάθε μέρα, 2-3 φορές την μέρα. Μαζί μου την ανέβαιναν και την κατέβαιναν ακόμα 4 άνθρωποι. Εγώ έψαχνα να βρω τον ένοχο, μα συνεχώς κάτι μου αποσπούσε την προσοχή και ξεχνούσα τα στοιχεία που θα τον έδειχναν.

Ποιον ένοχο; ρώτησε παραξενεμένη η βραχνή φωνή του αγνώστου.

Αυτόν που  μας εγκλώβισε σε αυτό το άσχημο ξενοδοχείο να ανεβοκατεβαίνουμε μια σκάλα, χωρίς λόγο, αφήνοντάς μας μόνο να βγούμε, αφού πια είχε νυχτώσει κι εγώ υπολόγιζα πως μια από αυτές τις μέρες θα φύγω.

Μια απο αυτές τις μέρες…, επανέλαβε η φωνή.

Θα φύγω… άλλωστε η στάση του τραίνου είναι κοντά είπε ο κύριος Α.

Η στάση του τραίνου είναι κοντά, ξανάπε η φωνή.

Φανταζόμουν χίλιες εκδοχές αυτής της εξόδου. Πάντα όμως ήταν μέρα και πάντα  πίστευα στον κρότο που θα κάνει αυτή  η έξοδος, είπε ο κύριος Α.

Και τελικά; ρώτησε ανυπόμονα η τραχιά φωνή.

Τελικά… η στάση του τραίνου ήταν κοντά; Ίσως μπερδεύω την ιστορία. Σας είπα ίσως και να την ονειρεύτηκα ή να την φαντάστηκα. Πάει τόσος καιρός άλλωστε, είπε αργά ο κύριος Α. και πρόσθεσε – ναι, ναι! σίγουρα την έχω μπερδέψει. Συγχωρέστε με! Θα δοκιμάσω να την ξαναπώ.

Ήταν άνοιξη,  μια ζεστή άνοιξη στην πόλη. Οι νερατζιές ευωδίαζαν κατά μήκος των δρόμων, σβήνοντας την συνηθισμένη μυρωδιά των καυσαερίων. Ο κόσμος πηγαιοερχόταν τόσο γαλήνια. Στο μπαρ ήταν άνθρωποι, σκεπτικοί, νευρικοί, χαρούμενοι. Στο μπαρ η σιωπή έβρισκε την θέση της, μέχρι να δεις γύρω σου. Το σκαμπό  ήταν ξύλινο, περίμενα μόνος, κάποιον να μου  εξηγήσει και να εκκινήσει την ζωή μου, η οποία για κάποιον λόγο που δεν θυμάμαι, είχε σταματήσει έξω από αυτό το μπαρ. Έβλεπα χιλιάδες κλωστές να περιμένουν να τις διαλέξω, να τραβήξω μια και να ξεκινήσω, μα εγώ εκεί σε εκείνο το ξύλινο σκαμπό, έπλεκα κλωστές τις έκανα ιστούς αράχνης και μόλις τελείωνα έπεφτα πάνω τους, είπε ο  κύριος Α.

Μόλις τελείωνα έπεφτα πάνω τους, ακολούθησε η βραχνή φωνή.

Για μήνες έπλεκα τις κλωστές έξω από αυτό το μπαρ. Μα όσο και αν έπεφτα, είχε κι άλλες, κι άλλες, κι άλλες… Με κρατούσαν  γερά και εγώ ύφαινα το χάος, μέχρι που κουραζόμουν και τότε τραβούσα μια άκρη στην τύχη, μα δεν μπορούσα να την ξεμπλέξω.

Δεν μπορούσα να την ξεμπλέξω, είπε η φωνή. Και μετά; Τι έγινε μετά; πρόσθεσεανυπόμονα.

Μετά κάθε κλωστή που δεν μπορούσα να ξεμπλέξω, γινόταν ο λόγος και το νόημα για να ζω, λες και κάποιος μου  είχε αναθέσει να ξεμπλέκω μπερδεμένα κουβάρια. Και ήλπιζα, ήλπιζα, ήλπιζα πως θα τα ξεμπλέξω όλα. Όμως μετά κατάλαβα.

Τι καταλάβατε; ρώτησε η βραχνή φωνή.

Κατάλαβα πως η αλήθεια είναι υπερεκτιμημένη, είπε ο κύριος Α.

Υπερεκτιμημένη, επανέλαβε η φωνή. Μα ποια αλήθεια; παραξενεύτηκε σχεδόν αμέσως η φωνή.

Η αλήθεια, η  όποια αλήθεια, από όπου και αν προέρχεται, είπε ο κύριος Α. και αμέσως πρόσθεσε -να τώρα που σας μιλώ με βλέπω μπροστά μου με το άρμα μου σαν άλλος Φαέθοντας, να τραβώ τις χιλιάδες κλωστές μακριά από   την αλήθεια κι αυτές να μεγαλώνουν και να μακραίνουν  και να πηγαίνουν όλο πιο κοντά, όλο πιο κοντά, μέχρι που κάηκαν όλες οι  άκρες τους, το άρμα μου έπεσε στην γη και το κουβάρι έμεινε μπερδεμένο για πάντα.

Έμεινε μπερδεμένο για πάντα,  είπε η φωνή. Και γιατί δεν το ξεμπλέκετε; σχεδόν αναρωτήθηκε η φωνή του αγνώστου.

Και ποιος νοιάζεται πια; Άλλο ένα μπερδεμένο κουβάρι είναι, είπε ο κύριος Α.

Και ποιος νοιάζεται; είπε καταφατικά η φωνή του αγνώστου.

Λοιπόν, ήρθε η  ώρα να φύγω, είπε ο κύριος Α. και σηκώθηκε.

Μα που πάτε; ταράχτηκε η άγνωστη φωνή. Δεν  τελειώσατε την ιστορία σας.

Δεν σας καταλαβαίνω,είπε αδιάφορα ο κύριος Α.

Ποιο είναι το τέλος; Το τέλος; είπε η βραχνή φωνή.

Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, είπε ο κύριος Α. και πρόσθεσε – δεν πρόκειται για λογοτεχνικό κείμενο, σας μιλάω για την ζωή μου.

Ε και; ρώτησε ανυπόμονα η φωνή.

Δεν υπάρχει τέλος, αγαπητέ μου, είπε ο κύριος Α. Είναι ζωή.

 

Με συγχωρείτε είναι εύκολο να με πληρώσετε, γιατί κλείνουμε; ακούστηκε ευγενικά η φωνή του σερβιτόρου.

 

Βεβαίως, είπε ο κύριος Α. και σηκώθηκε βιαστικά.

Εις το επανιδείν, έγνεψε.

Κανείς δεν ξέρει σε ποιον. Αύριο, όμως, στην 00:50 θα είναι όπως πάντα συνεπής.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ονομάζομαι Ελένη Καρφάκη και γεννήθηκα στην Πάτρα τον Απρίλιο του 1988. Μου αρέσει να ράβω, να χορεύω και να γράφω

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΜΑΡΤΙΟΣ
Γυρω στα μεσάνυχτα – Ερμιόνη Γιαλύτη

Το πρώτο αστέρι – Αθανασία Ρόβα

ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Αναλαμπή – Άννα Καρακατσάνη

Πρωταγωνιστές – Αναστασία Μπαμπούλα

ΜΑΙΟΣ

Ο ήχος της επιμονής – Κωνσταντίνος Αυγερινάκης

Αόρατος κλέφτης – Δημήτρης Πολίτης

ΙΟΥΝΙΟΣ

Το πείραμα – Αγγελική Μπομπούλα

Το βραβείο – Κάλι Κεχαγιά

Advertisement