Το eyelands όπως κάθε χρόνο από το Νοέμβριο μέχρι το καλοκαίρι δημοσιεύει τα διηγήματα του διεθνούς διαγωνισμού (ελληνικό τμήμα) που διακρίθηκαν στην κατηγορία Επιλογή Eyelands. Διηγήματα από τον 9ο διαγωνισμό που είχε θέμα «Γύρω στα Μεσάνυχτα». -Η δημοσίευση θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2020. Τα διηγήματα δημοσιεύονται με τη σειρά υποβολής του κειμένου στον διαγωνισμό. Σειρά έχει το διήγημα:
Το πρώτο αστέρι
της Αθανασίας Ρόβα
Ήσυχο, ανοιξιάτικο απόγευμα. Ο ήλιος γέρνει στη Δύση, κίτρινη μπάλα, στου ουρανού το γαλάζιο. Η Γυναίκα χαζεύει το ηλιοβασίλεμα. Σε λίγο καιρό, θ’ αφήσει τούτο τον φιλόξενο τόπο, που πολύ την αγάπησε. Τον αγάπησε κι αυτή.
«Το πρώτο αστέρι σαν το στερνό σπιτάκι μοιάζει», λέει ο ποιητής κι η γυναίκα το ίδιο σκέφτεται, καθώς το κοιτάζει ν’ ανατέλλει. Ετοιμάζει τα πράγματά της: Κόκκινο βελούδο φουστάνι με τετράγωνο μπούστο και μια κορδέλα, περασμένη γύρω του. Άσπρη, υφαντή ποδιά, με κόκκινα κεντίδια, κεφαλομάντηλο κίτρινο, με λουλούδια κόκκινα. Λουστρίνια αφόρετα. Σκουλαρίκια που λαμπυρίζουν. Χρυσή καρφίτσα, με διαμάντι στο κέντρο. Θέλει όργανα να παίζουν. Κλαρίνο και τραγούδια του καιρού της. «Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ…». Να χορεύει και να της πετούν λουλούδια, λογιούντω, λογιούντω.
Ξαπλώνει τα ρούχα στο κρεβάτι. Κουβέρτα, πλεγμένη με το βελονάκι. Κόκκινος φόντος, ροζ τριαντάφυλλα. Τι τράβηξε για να βρει τα νήματα! Μεγάλη ήταν, δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Πονούσαν τα χέρια της, κακά. Αλλά αυτή εκεί. Θα έφτιαχνε —σε όλες — από μία κουβέρτα. Μαξιλάρια, το πι για την κρεβατοκάμαρη κι από ένα χαλί, να το πατάνε και να τη θυμούνται.
Στο ψιλικατζίδικο της κυρά Πιπίτσας παράγγελνε: «Κόκκινο και κουφετί, λευκό και γαλάζιο, μπλε της θάλασσας και τυρκουάζ, βυσσινί και βαλανί, άσπρο και ροδακινί». Καθόταν στο πάτωμα κι έπλεκε. Τα κορίτσια, στο σχολείο, στη βόλτα με τις φιλενάδες, «γεια μαμά, κυρα – Δέσποινα, γεια…» χρόνος καιρός, που διάβηκε, πάει.
Δεν τις χόρτασε. Σπούδασαν, έκαναν παιδιά, είχαν τη δουλειά τους. Βόηθησε όσο μπόρεσε, να παίξει με τα μικρά, να τα ταϊσει, να πλύνει πιάτα, ν’ απλώσει ρούχα, να μαζέψει, να διπλώσει, ξέρει πόσο χρειάζεται μια βοήθεια, αυτή τη μάνα είχε, στην αρχή, μετά πήγε στον Γιώργο.
Το σπίτι ήξερε. Στο χωριό που γεννήθηκε να ζήσει, να πεθάνει. Να βάλουν τα κόκαλά της, μαζί με του πατέρα, της μάνας, των αδερφών, με το όνομα και τη φωτογραφία τους απ’ έξω. Να βρεθούν μαζί, μετά θάνατον, αφού στη ζωή δεν.
«Ο πόλεμος με τους Γερμανούς, μας έβγαλε απ’ τα σπίτια. Στην οπισθοχώρηση, χάσαμε τον πατέρα. Είκοσι εννιά άντρες, χάλασαν στο χωριό μας. Τον πατέρα, τον βρήκε μια σφαίρα στην καρδιά. Άλλους τους έκαψαν ζωντανούς, τους έθαψαν μισοζώντανους, τα γυναικόπαιδα κοιτούσαμε. Μας μάζωξαν μέσα, έριξαν πετρέλαιο, δεν έπαιρνε φωτιά η εκκλησιά. Βάλαμε μαύρα. Με το ανταρτικό, μας μετακίνησαν σε παράγκες».
Παντρεύτηκε, ο άντρας της πήγε στη Γερμανία. Της έστειλε πρόσκληση. «Με τρία κορίτσια, το ένα βυζανιάρικο, στην αγκαλιά, στο χρόνο γυρίσαμε πίσω. Αδίκως με έτρεξε στους γιατρούς, στις Αθήνες, τις υπογραφές. Τζάμπα έδωσε τα πρόβατα, μια περιουσία χάρισμα. Έμεινε το μαντρί κι οι στρόγγυλες πέτρες, που βάζαμε αλάτι στα ζωντανά. Ο πατέρας τις σκάλισε. Όταν φύγαμε, χάθηκαν». Την πείραξε αυτό, το μελετούσε. Αλλά οι πέτρες, δεν γύρισαν πίσω.
Τίποτα δεν γυρίζει πίσω, η ζωή σε έχει, σαν άλογο στη μυλόπετρα. «Πήγα να πεθάνω όταν ήρθε το χαμπέρι για τον Νάσιο. Πνίγηκε στις γαλαρίες είπαν. Πτώμα δεν έφεραν. Μια εφημερίδα έδειξαν στην Τασιά και το Θανάση. Τον περίμενα. Τον έβλεπα στον ύπνο μου. Τον κουβέντιαζα. Σώπασε, φτάνει, σώπα, έλεγαν. Δεν καταλάβαιναν. Μετά που παντρεύτηκα, όπου με πήγαινε, πάαινα: ‘Αγιος Αχίλλειος, Γυμνάσιο, ΚΤΕΛ, Αγιά Μαρίνα, Πολίχνη, Αρτέμιδος, Χαλκιδικής, Λευκοπηγή, Πάτρα, Εύοσμος. Στην Πάτρα, έχω φωτογραφία το πρώτο εγγόνι στην κόκκινη φλοκάτη. Μπουσουλάει.»
Μια γυροβολιά, την έστειλε μακρύτερα. «Που την ήξερα εγώ την Κω, πήγαμε με τον γαμπρό μου μέχρι την Αθήνα. Από εκεί με ταξί στο αεροδρόμιο, μας έβαλαν μέσα κι έφτασάμε.
Η Κως μοσκοβολούσε. Το σπίτι, είχε μεγάλη βεράντα, μπροστά. Άμα ήθελα ησυχία, κάθιζα στη βεραντούλα της κουζίνας, στο πλάι. Στο ντιβάνι ξάπλωνα. Στο κάστρο, έχω φωτογραφίες αγκαλιά με την κόρη μου, στη γέφυρα με τους φοίνικες. Στις πολεμίστρες, είμαι με τα εγγόνια και τον γαμπρό μου. Ανέμιζε ο αέρας τα μαλλιά μου, είχαν μακρύνει πολύ, δεν πάαινα στην κομμώτρια. Στον πλάτανο του Ιπποκράτη, κρατώ την εγγονή μου αγκαλιά. Κάτω απ’ τη γέφυρα, την έχω στο καρότσι — κόκκινο ήταν κι ελαφρύ — και το πρώτο μου εγγόνι, στο σκαλί, δένει το παπούτσι του. Ωραία ήταν, αλλά στενοχωριόμουν για τη μικρή. Άλλο δέσιμο μαζί της. Στερνοπούλι, πήγαμε να πεθάνουμε κι οι δυο, ζήσαμε. Τρία χρόνια αγκαλιά την είχα. Μόλις την κάθιζα κάτω, έκλαιγε».
Σε μια άλλη γυροβολιά βρέθηκε στον Κισσό. «Πρώτα η μεγάλη, αγόρασε οικόπεδο, προσηλιακό, στο κέντρο, όλα γύρω τα είχε. Έκτισε σπίτι γερό, με κήπο, βεράντες, βοηθήσαμε όλοι, ως και τα μικρά σκούπιζαν. Λουλούδια να δεις που είχε! Τ’ αγαπούσε πολύ.
Μαζευόμασταν —μικροί μεγάλοι — πίναμε καφέ, μαγειρεύαμε, τρώγαμε, χαιρόμασταν, αργά φεύγαμε. Κάναμε γιορτές — γενέθλια, βαφτίσια, γάμους— ουυυυυυυυυυυυυυυυ πολλά. Από εκεί έφυγε νύφη η μικρή μου. Είχε ρίξει ένα χιόνι, φτυάριζαν οι γαμπροί την κατηφόρα. Εκεί κάναμε το γλέντι του γάμου. Από εκεί ξεπροβοδήσαμε τον Μήτσιο, εφτά χρόνια μετά. Είχε μια λιακάδα… Δεκέμβρης, μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα. Ήμουν στην μικρή τότε, στην Ευκαρπία. Είχε τον πρωτότοκό της άρρωστο. Πήγε κι αυτός να πεθάνει, με το που γεννήθηκε, έζησε.
Και η μεσαία, αγόρασε μεγάλο οικόπεδο. Έκτισε ωραίο σπίτι, με μπαξέ, περιβόλι, κλήματα. Πήγα να μείνω εκεί. Όλη μέρα με τα νερά καταγίνομαν. Έπλενα αυλές, μπαλκόνια, χαλιά. «Θα κρυώσεις», έλεγε εκείνη, που εγώ! Μάζευα φασολάκια, τα καθάριζα, τα μαγείρευε αυτή. Τα παιδιά έμπαιναν, έβγαιναν, είχαν μεγαλώσει. Είπα θα ησυχάσω. Έπαθε ατύχημα ο γαμπρός μου, χρειάστηκαν το δωμάτιο στο ισόγειο, πήγα στην μεγάλη. Τρία χρόνια, προσωρινά, καλά ήταν, αλλά δεν με χρειάζονταν εκεί.
Έκανα κουράγιο, το πήρα απόφαση. Με φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητο, πήγα στην μικρή. Τη βόηθησα όσο μπόρεσα. Πονούσαν όλα, νε πόδια όριζα, νε χέρια. Μου είχε δικό μου δωμάτιο, ας της έλειπε αυτηνής. Έλεγα ποιήματα στα παιδιά, έκοβα πράσα, έπλενα πιάτα, αυτά. Όταν κατάπεσα, ετοίμασα τα πράγματά μου: Κόκκινο φουστάνι… Λουστρίνια. Χρυσή καρφίτσα με διαμάντι στο κέντρο».
Μια μέρα Πέμπτη— απογευματάκι— η μεγάλη την βρήκε ξαπλωμένη στο φορείο. Την έβαλαν στο δωμάτιο, φώναζε όταν την άγγιζε κάποιος «λέλι μ’ λέλι μ’ λέλι μ’ ». «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ», έσκουζε η διπλανή με το εγκεφαλικό και γκρίλωνε το αριστερό μάτι. «Δεν είναι τίποτα απολογούνταν ο σύζυγος, κάτι δικά της…». Πετάγονταν επάνω η απέναντι τσιγγάνα —δεμένη ήταν, να μην κάνει κακό στον εαυτό της—ούρλιαζε: «νερό, δώστε μου καλέ νερό, νερόοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο». Ξυπνούσε η διαγωνίως απέναντι, πήγαινε να σηκωθεί, παλαντζάριζε δεξιά αριστερά, σαν ξεκούρδιστο παιχνίδι με τις μπαταρίες στο τέλος τους. Την άρπαζε η κόρη, λίγο πριν πέσει και σπάσει σε χίλια κομμάτια και βρεθούν στο πάτωμα— ελατήρια, βίδες, μπουλόνια— σκορπισμένα, αποσυντονισμένα… Τη σκέπαζε με την ελαφριά μωβ κουβερτούλα, της χάιδευε το χέρι, απαλά, στον αέρα, να μην πονάει, έκλειναν τα μάτια, να ξεγελάσει η μία την άλλη, ότι τάχα ησύχασε, κοιμήθηκε, «όλα καλά, καληνύχτα», άλλη μια νύχτα.
Τέσσερα βράδια έμεινε δίπλα της, συντροφιά με τον πόνο της, τον πόνο των άλλων, τον δικό της. Στις είκοσι τρεις Απρίλη το πρωί, άλλαξε βάρδια με τη μεσαία, είχε τα μάτια κλειστά όλη νύχτα, κοιμόταν; Από την πόρτα τη χαιρέτησε, να μην την ταράξει, «γεια μαμά, κυρα – Δέσποινα, γεια…». Πήγε σπίτι, σκούπισε την αυλή, καθάρισε. Μεσημέρι, άναψαν κερί στο παρεκκλήσι για την ψυχή της, είχε κοιμηθεί, δευτερόλεπτα πριν. Την αγκάλιασε τελευταία φορά, έτρεχαν οι γιατροί κι οι νοσοκόμες τριγύρω, τοποθέτησαν το γαλάζιο παραβάν. Χαρτιά για την πιστοποίηση, τις διαδικασίες «εξόδου», συγγενείς, ΤΕΛΟΣ. Έξω ο γύφτος, έπαιζε κλαρίνο, μα τι! «Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ…». Άδειασε όλα τα ψιλά της στο μπακιρένιο τασάκι μπροστά του, «Τσιάνγκρρρρρρρρρρρρρρρ» ακούστηκε, γούρλωσε τα μάτια του αυτός, έπιασε να παίζει άλλο σκοπό «Δεν μπορώ μανούλα μ’ δεν μπορώ…». Κατέβηκε τα σκαλιά, ορφανεμένη.
Της φόρεσαν ένα μπλε ταγιέρ και τα λουστρίνια της μεγάλης, δεν βρήκαν τα δικά της. Φώναζε εκείνη για τα ρούχα που είχε ετοιμάσει, δεν άκουγε κανείς. Η γειτόνισσα, Ελένη, έφερε και της φόρεσε τα διαμαντένια σκουλαρίκια της και μια χρυσή καρφίτσα με διαμαντάκι στο κέντρο. Εκείνη την άκουσε. Είχε κάνει την ίδια ετοιμασία, περίμενε τη σειρά της.
Την σκέπασαν με πασχαλιές, η μεσαία, είχε κλαρίσει όλο το δέντρο. Τα μικρά έβαζαν λουλουδάκια στις κουμπότρυπες, στα άσπρα της μαλλιά, ανάμεσα στα δαχτυλάκια. Μολογούσαν ιστορίες και γελούσαν, παίνευαν τις κεφτέδες της με δυόσμο, θυμόταν τα ποιήματα που έλεγε. Τα ήξερε από το σχολείο: «Ανάθεμά σε Κωνσταντή…», «Σώπασε Κυρά – Δέσποινα…».
Στην εκκλησία, ο εγγονός της, από την μία πόρτα έμπαινε, από την άλλη έβγαινε κι η μάνα του πάλευε να τον κρατήσει δίπλα της, παραστάτη. Δεν μπόρεσε. «Αχ, ψυχή μου», είπε εκείνη, πάλι η γειτόνισσα την άκουσε.
«Σώπασε Κυρά Δέσποινα, ησύχασε, μη νοιάζεσαι άλλο, τράβα το δρόμο σου», της ψιθύρισε στο αυτί.
Την άλλη μέρα, το σπίτι της μικρής γέμισε πεταλούδες. Τους ακολουθούσαν παντού. Στο δρόμο, στο πάρκο, στο σούπερ μάρκετ. Κρύβονταν στους ανθισμένους θάμνους, τις κυνηγούσαν τα παιδιά, «ντουκ» ακούγονταν καθώς έπεφταν στα τζάμια, στριφογύριζαν ζαλισμένες. Τα βράδια χόρευαν μεθυσμένες γύρω από τις λάμπες, χάθηκαν ξαφνικά, όπως ήρθαν. Κι όλα ησύχασαν.
Η γειτόνισσα φώναξε τη νύφη της, Σοφία. «Το και το της είπε. Μη τυχόν και με θάψετε με τίποτε ταγιέρ, σε καθιστώ υπεύθυνη». «Μείνε ήσυχη» απάντησε εκείνη, μα τα έφερε έτσι η μοίρα κι ο καιρός που πέθανε πρώτη, κορίτσι πράμα.
Στο Χειμωνιάτικο πρωινό, ο Αυγερινός ανατέλλει λαμπερός. Πορτοπαράθυρα κλειστά, ένας καθρέφτης, που το άδειο καθρεφτίζει, τρεις πικροδάφνες, ορτανσίες, κρίνοι. Η γηραιά Κυρία, κανάκεψε τούτο τον τόπο. Του γλύκανε το χώμα που ήταν πικρό – φαρμάκι, από αίμα που χύθηκε άδικα, πολλά χρόνια πριν.
Το Ολοκαύτωμα — έτσι το είπαν μετά — της τα πήρε όλα: Μάνα, Πατέρα, συγγενείς, χωριανούς, την Ψυχή της. Εβδομήντα τέσσερα χρόνια, έχει μια ταφόπλακα στην καρδιά της. Μα φτάνει πια. Ν’ ανασάνει θέλει, καθαρό αέρα, όχι πνιχτό καπνό. Να περπατήσει ασφαλτοστρωμένο δρόμο, όχι να βουτάει μέχρι τα γόνατα σε γλιστερό αίμα. Θέλει να γελάει, να γελάει, να γελάει, Χα, Χα, Χα… Το αποφάσισε. Μόνο να πάρει μαζί της ένα φυντάνι απ’ την ορτανσία μπροστά στο μπαλκόνι της. Και δυο – τρία κυπαρισσόμηλα να παίζουν τα παιδιά, που υπάρχουν στ’ αστέρια.
Το κυπαρίσσι, στέκει σκοπός στο μνημείο των πεσόντων, από τότε που οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο φούρνο και έσπειραν πόνο και θάνατο στο χωριό. Ντρέπεται. Ένα κυπαρισσόμηλο δεν πέταξε στους προδότες. Ελεύθεροι, επαίρονται κι εκείνη ετοιμάζει το φευγιό της. Αλλά το κυπαρίσσι, δεν αντέχει την αδικία. Χρόνια φυλάει αυτό τον τόπο, να μην ξανασυμβεί το κακό, στον ουρανό προστρέχει, αλλά κι αυτός μονάχα βλέπει.
«Το πρώτο αστέρι σαν το στερνό σπιτάκι μοιάζει», λέει η γειτόνισσα, τα σύννεφα μαζεύτηκαν χαμηλά, θα βρέξει. Το πρωί χτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας, είχε κοιμηθεί, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Της φόρεσαν ένα κυπαρισσί ταγιέρ κι εκείνη φώναζε: «το κόκκινο βελούδο να μου βάλετε, το κόκκινο βελούδο…», αλλά κανείς δεν την άκουγε.
Η πομπή, ξεκίνησε από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, προσπέρασε την Παναγία Χορταϊτισσα, κοντοστάθηκε στον «κήπο» — εκεί, οι γερμανοί, είχαν συγκεντρώσει τους χωριανούς της, βίασαν κορίτσια, γυναίκες, βασάνισαν άντρες, έσφαξαν, κρέμασαν, έβγαλαν μάτια, έκοψαν γεννητικά όργανα, δάχτυλα για να πάρουν τα δαχτυλίδια, έκαναν θηριωδίες πάσης φύσεως— στάθηκε στο μνημείο με το ψηφιδωτό. Το κυπαρίσσι, έγειρε την κορυφή του, προσκύνησε. Με μια κίνηση, έριξε όλα τα κυπαρισσόμηλα πάνω της. Πέρασε μπροστά από το φούρνο Γκουραμάνη — εκεί, είχαν μαζέψει τη μία ομάδα, στο ζυμωτήριο, έριξαν εμπρηστική σκόνη, άχυρα, πυροβόλησαν, λαμπάδιασε ο τόπος. Έτρεχαν να βγουν έξω, να σωθούν, στα τυφλά, τρελαμένοι… κι εκείνοι τους έσπρωχναν πίσω, τουφεκούσαν, κορόιδευαν, γελούσαν, έπαιζαν μπάλα με τα κεφαλάκια των παιδιών… όχι, δεν ήθελε άλλο να θυμάται— έστρεψε το βλέμμα απέναντι, είδε το σπίτι της, εσχάτη φορά, στο κοιμητήριο κοιμήθηκε ήσυχη, πρώτη φορά, μετά από πάρα πολλά χρόνια. Ο δρόμος της τελείωσε εκεί, 4 Φεβρουαρίου, 2018. Στα τριήμερα, κρακ, κρακ, κρακ, ακούστηκε και το κυπαρίσσι άνοιξε στα δυο. Μέρες κατέβαινε η ραγισματιά, στα σαράντα, ήρθε ο Χασάν με το αλυσοπρίονο, το έκοψε, το έκανε καυσόξυλα.
Το κορίτσι, ανοίγει το παλιό ξύλινο μπαούλο. Βγάζει από μέσα μια φορεσιά, τακτοποιημένη σε κρεμάστρα. «Το κόκκινο βελούδο σου φουστάνι, η άσπρη υφαντή ποδιά, στην πόρτα της ντουλάπας κρεμασμένα, φιδοπουκάμισο σε εκκλησιά, Κυρά μου», λέει. Την θυμάται να κατηφορίζει τον κεντρικό δρόμο του χωριού, φορώντας την. Κουνιστή, λυγιστή σαν πέρδικα, με αργό, κάπως συγκρατημένο βήμα, όμορφη, σοβαρή, με τον ήλιο να παίζει στο πρόσωπό της, καθώς αντανακλούσε, ασημένια και χρυσά χρώματα, από τα πετράδια στα σκουλαρίκια, που κρεμόταν στα αυτιά της.
Φοράει τα ρούχα, βγαίνει έξω. Τριγυρίζει στους δρόμους, στην πλατεία, δίνει παραγγελιά στα όργανα, στριφογυρίζει το άσπρο μαντήλι, αργά, λικνιστικά.
Χορεύει. Και της πετούν λουλούδια, λογιούντω, λογιούντω…
Η Δέσποινα, η γειτόνισσα— Ελένη— η νύφη της— Σοφία— από ψηλά σιγοτραγουδάνε: «…πότε μικρή, πότε μικρή μεγάλωσες…»
Υποκλίνεται μπροστά τους.
Το φεγγάρι, κατακόκκινο, περιφέρεται με δάνειο φως, στον ουρανό. Της τραγουδάει: «Έλα Luna Rosa αστέρι μου / να η γραμμή σου στο χέρι μου…».
«Μας φώτισες», λέει το κορίτσι και μπαίνει στο σπίτι. Οι τρεις χάριτες γελάνε ακόμα.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ονομάζομαι Αθανασία Ρόβα. Γεννήθηκα το 1962 στο Κοσμάτι Γρεβενών. Κατοικώ στο μαρτυρικό Χορτιάτη από το 1999. Είμαι μητέρα 4 παιδιών. Συνταξιούχος Νηπιαγωγός με Μετεκπαίδευση στο Διδασκαλείο Νηπιαγωγών Θεσσαλονίκης. Παρακολούθησα δύο έτη στο Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής Φλώρινας. Μέλος του ΕΠΟΚ.
Έργα μου —ποιήματα, παραμύθια, διηγήματα, θεατρικά— έχουν διακριθεί και βραβευθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά: «ΛΕΞΙΤΑΝΙΛ», έκδοση του Μεταπτυχιακού Δημιουργικής γραφής Φλώρινας, τ. 3 και 4. «Θευθ, οι δύο όψεις της γραφής», εκδόσεις Ρώμη, τεύχος 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 7ο, 8ο, 9ο. και συλλογικά έργα: «Το ολοκαύτωμα. Σπονδή στο μαρτύριο των Ελλήνων Εβραίων. Επιλογή σύγχρονης ποίησης», έκδοση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Τέχνης (EUΑRCE), 2016. Ε.Λ.Β.Ε. 2015, 2018. 2η, 3η, 4η, Κυπριακή Φιλολογική Πρωτοχρονιά, (ΕΠΟΚ). «Αποσκευές», Παράξενες μέρες, 2018. Στο Site του bonsaistories.
Με τη γραφή ανακατασκευάζω τον κόσμο. Είναι: κρυψώνα, σωσίβιο, βάσανο, μνήμη. ΖΩΗ. Γράφω για ολοκαυτώματα, θρήνους, αντίο. Ονειρεύομαι ότι γράφω ιστορίες αστείες, χαρούμενες, τρυφερές. Θέλω να γίνω: «ποιητής του δρόμου».
Αγαπώ: τους πονεμένους, αδικημένους, γέροντες, παιδιά, πουλιά, λουλούδια, το φως, τη μυρωδιά του χώματος, τον ουρανό, τα αστέρια, το χιόνι.
Μου αρέσει να τρέχω στη βροχή χωρίς ομπρέλα, να μιλάω με αγνώστους στα λεωφορεία. Όταν ζορίζομαι κρατάω ημερολόγιο. Κατά διαστήματα, καίω ότι βρω. Ύστερα μετανιώνω.
ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Αναλαμπή – Άννα Καρακατσάνη
Πρωταγωνιστές – Αναστασία Μπαμπούλα
ΜΑΙΟΣ
Ο ήχος της επιμονής – Κωνσταντίνος Αυγερινάκης
Αόρατος κλέφτης – Δημήτρης Πολίτης
ΙΟΥΝΙΟΣ
Το πείραμα – Αγγελική Μπομπούλα
Το βραβείο – Κάλι Κεχαγιά