Το eyelands όπως κάθε χρόνο από το Νοέμβριο μέχρι το καλοκαίρι δημοσιεύει τα διηγήματα του διεθνούς διαγωνισμού (ελληνικό τμήμα) που διακρίθηκαν στην κατηγορία Επιλογή Eyelands. Διηγήματα από τον 9ο διαγωνισμό που είχε θέμα «Γύρω στα Μεσάνυχτα». -Η δημοσίευση θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2020. Τα διηγήματα δημοσιεύονται με τη σειρά υποβολής του κειμένου στον διαγωνισμό. Σειρά έχει το διήγημα:
Πρωταγωνιστές
της Αναστασίας Μπαμπούλα
Δεξιά κι αριστερά από την πόρτα ασφαλείας, στην είσοδο της πολυκατοικίας που μένω, υπάρχει τζάμι επτά περίπου πόντους χοντρό, ελαφρά φιμέ και με μια απόχρωση χρυσαφιά. Ο αφαλός του κλειδιού είχε βγει και τον έβλεπες, μέσα από τα τζάμια αυτά, πεσμένο κοντά στα πρώτα τρία σκαλιά που οδηγούν στο πλάτωμα της εισόδου με το χτιστό θυρωρείο, άχρηστο πια εν έτει 2017.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα και το μεσοχείμωνο περόνιαζε τα κόκκαλα. Όσο για τη μέση ηλικία μου, δεν μου επέτρεψε να πανικοβληθώ. Κάποια, μέση επίσης, λύση, θα βρισκόταν, από το να οργιστώ και να αρχίσω να χτυπώ τα κουδούνια ή να φύγω για το πατρικό μου και να υποστώ άλλα δέκα χιλιόμετρα με κρύο πάνω στη μηχανή.
Είχα μόλις γυρίσει από τη γιορτή της ομάδας στη δημιουργική γραφή και, διαστροφικά θα έλεγε κανείς, είπα στον εαυτό μου – χαλάρωσε και δες το ως μια ιστορία που πρέπει να ειπωθεί. Κλειδώθηκες απ’ έξω. Ε και; Σημασία έχει τι βλέπει κανείς, έτσι δεν λέει η δασκάλα;
Για το επόμενο δίωρο, λοιπόν, ξεροστάλιαζα μαζί με τη φαντασία μου και μαζί με καμιά δεκαριά ακόμη ενοίκους της πολυκατοικίας, που έρχονταν περιοδικά, άλλοι από τον δρόμο για να μπουν στα σπίτια τους κι άλλοι, έχοντας βγει από τα διαμερίσματα κι έχοντας έρθει από τη μέσα πλευρά της πόρτας, για να βοηθήσουν.
Συγκάλεσα κι εγώ νοητά την ομάδα του δημιουργικού μας εργαστηρίου και τρύπωσα στον νου του καθενός, παίζοντας και χαμογελώντας με τις υποθέσεις μου.
Ο Κώστας, μάλλον θα διάλεγε να περιγράψει το συμβάν ως πολιτική συνομωσία με πρωταγωνιστή τον κύριο Νέστωρα, που βγήκε από το διαμέρισμα του ισογείου μόλις άκουσε τη φασαρία, φορώντας την καπαρντίνα του και κρατώντας χαρτοφύλακα. Η κυρία Νίτσα, του πρώτου, μόλις τον είδε κόλλησε το μάτι της στο τζάμι και μας ψιθύρισε «αυτός είναι που σας έλεγα, που έχει αμνησία και νομίζει ότι είναι ο πρωθυπουργός».
Η Ελένη, θα σιγοντάριζε δίνοντας έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Φιλιππινέζα Λάντεκ, που προσέχει τον κύριο Νέστωρα και που βγήκε τρέχοντας ξοπίσω του, τον έπιασε απ’ το μπράτσο να τον γυρίσει στο διαμέρισμα και με το άλλο χέρι κατέβαζε το κοντό νυχτικό κι έκλεινε τη ρόμπα, εναλλάξ.
Η Ίριδα, το πιθανότερο θα κατέγραφε τον σουρεαλιστικό διάλογο ανάμεσα στο παλικάρι του τρίτου, που ήταν μες στα νεύρα γιατί ξυπνούσε στις 7:00 και τα είχε παίξει στο μαγαζί σήμερα, ο οποίος έφτασε στην είσοδο λίγο μετά από μένα και χτύπησε αμέσως στην Κατερίνα, την νοσοκόμα στον τέταρτο. Εκείνη κατέβηκε μ’ ένα κατσαβίδι και το παλαιολιθικό κινητό της και η συνέχεια ήταν κάπως έτσι:
– Κατερίνα να πάρεις τον κλειδαρά
– Ποιον κλειδαρά; Δεν θα κοιμάται τέτοια ώρα;
– Μα αφού είναι κλειδαράς. Να ξυπνήσει
– Ναι, αλλά εγώ έχω το τηλέφωνο του μπαμπά του, που δεν είναι κλειδαράς
– Ναι, αλλά μένουν μαζί. Οπότε ξύπνα τον. Να πει του γιου του να έρθει
– Ναι, αλλά έχεις λεφτά; Γιατί εγώ δεν έχω
– Ναι, αλλά μπορείς να του πεις να έρθει να τα πάρει το πρωί. Από τη διαχειρίστρια
– Σωστά, αλλά μήπως να πάρω πρώτα τη διαχειρίστρια;
– Εδώ δεν μένει η διαχειρίστρια;
– Α ναι! Ας της χτυπήσουμε το κουδούνι
Πιθανολογώ ότι σε αυτήν τη version της ιστορίας θα συνηγορούσε και ο κινηματογραφικός Μανώλης, που θα περιέγραφε τις δυο Βουλγάρες, του πέμπτου, που κατέφτασαν μαζί βγαίνοντας απ’ το ταξί και, όση ώρα μιλούσε η Κατερίνα με τον νεαρό, αφού κατάλαβαν τι παίζει, έπιασαν τα κινητά τους και δεν τα άφησαν στιγμή. Η μία έκατσε στα σκαλιά και η άλλη πήρε δίπλα από τους κάδους των σκουπιδιών μια πεταμένη καρέκλα, την έβαλε στο πεζοδρόμιο και στρογγυλοκάθισε εκεί. Το πόδι τής καρέκλας κουνιόταν και έκανε έναν θόρυβο σαν κλακέτα, που μαζί με το μάσημα της τσίχλας και τα βουλγάρικα έκανε τη σκηνή να μοιάζει από ταινία με μουσική του Brecovic.
Η Ναστάζια, θα έκανε πρωταγωνιστή τον ταξιτζή, που μόλις άφησε τις Βουλγάρες έσκυψε το κεφάλι να δει: γιατί αυτός ο συνωστισμός στην πολυκατοικία; Παίζει πελατεία; Υπάρχει περίπτωση να είναι τυχερός και να κονόμησε αμέσως κι άλλη κούρσα; Όμως δεν ήταν το τυχερό του κι αμέσως δυνάμωσε στο ραδιόφωνο τα λαϊκά και το κίτρινο αμάξι, νοτισμένο από την υγρασία, απομακρύνθηκε αργά.
Ο Γιώργος, θα χωνόταν στο κορμί του κλειδαρά, που έφερε την τσάντα με όλα τα εργαλεία, που περιέγραφε το κάθε τι που έκανε, που μας μάθαινε τι γίνεται με αυτές τις πόρτες, πώς θα μπορούμε ν’ αποφύγουμε τις διαρρήξεις και που έδινε σαν χειρουργός εντολές, στους από μέσα να βάλουν προσεκτικά τον αφαλό στη θέση του και στους απ’ έξω να κρατάνε στη σωστή γωνία τα κινητά με τον μοντέρνο φακό.
Η Λουκία, θα έριχνε μια γρήγορη ματιά στους από μέσα και στους από έξω, σα φυλακή θα σκιτσάριζε τη σκηνή, με απροσδιόριστο το ποιος είναι ελεύθερος και ποιος δεσμώτης, εκτός κι αν τελικά περιέγραφε τον σκύλο, που μύριζε κάτω απ’ την πόρτα και την γρατζούνιζε για να βγει και τελικά σήκωσε το πόδι και την κατούρησε, χωρίς να τον προλάβει η Νεφέλη, η μικρή αφεντικίνα του, που εξηγούσε εκείνη την ώρα στους από μέσα ότι «όχι, δεν με ξυπνήσατε εσείς, ο παππούς ροχάλιζε και ήρθε και ο Φρέντι και με σκούντησε γιατί ήθελε να κατουρήσει».
Η δε Ιωάννα, πιστή στο δεύτερο πρόσωπο, θα ήταν η διαχειρίστρια: κι εκεί που είχες βάλει να δεις ένα επεισόδιο από την αγαπημένη σου σειρά, σου τηλεφώνησαν ότι πάλι χάλασε η πόρτα, πάλι θα πρέπει να μαζέψεις τα κοινόχρηστα και να ζητιανεύεις να σε πληρώσουν, πάλι θα πρέπει να κατέβεις και να μείνεις μέχρι να ανοίξει η πόρτα και να μην κοιμηθείς με την ησυχία σου, πάλι, πάλι, πάλι, εσύ θα πρέπει να τα κάνεις όλα.
Και μόνο εγώ θα διάλεγα εμένα, που καθόμουν στη γωνία με το βάρος στο ένα μου πόδι και την αδημονία στο άλλο κι έκανα πρωταγωνιστές τους φίλους μου συγγραφείς και τους ξένους μου γείτονες κι έβγαλα μαζί τους τον αναστεναγμό ανακούφισης, όταν η πόρτα άνοιξε κι όλοι είπαμε «καληνύχτα», αφήνοντας βιαστικά κι εύκολα να φύγει ό,τι ήταν αυτό που πριν λίγο μας είχε φέρει κοντά και για λίγο, για τόσο δα, μας είχε ενώσει.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Αναστασία Μπαμπούλα: Γεννήθηκα τον Οκτώβριο του 1966 στην Αθήνα. Κατάγομαι από τη Βοιωτία. Σπούδασα Φιλοσοφία Παιδαγωγική και Ψυχολογία στο ΑΠΘ και Τουριστικά Επαγγέλματα στη ΣΤΕ Περαίας Θεσσαλονίκης. Είμαι δασκάλα και διαιτητής στο Αγωνιστικό Μπριτζ και εργάζομαι ως υπεύθυνη Μαθημάτων και Διάδοσης στην Ελληνική Ομοσπονδία Μπριτζ. Μου αρέσει να γράφω, να παίζω μπριτζ, ακορντεόν και θέατρο. Πιστεύω ότι η ζωή είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και γι’ αυτό γελάω όσο πιο συχνά μπορώ
ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΜΑΙΟΣ
Ο ήχος της επιμονής – Κωνσταντίνος Αυγερινάκης
Αόρατος κλέφτης – Δημήτρης Πολίτης
ΙΟΥΝΙΟΣ
Το πείραμα – Αγγελική Μπομπούλα
Το βραβείο – Κάλι Κεχαγιά
ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΜΑΙΟΣ
Ο ήχος της επιμονής – Κωνσταντίνος Αυγερινάκης
Αόρατος κλέφτης – Δημήτρης Πολίτης
ΙΟΥΝΙΟΣ
Το πείραμα – Αγγελική Μπομπούλα
Το βραβείο – Κάλι Κεχαγιά