Το eyelands όπως κάθε χρόνο από το Νοέμβριο μέχρι το καλοκαίρι δημοσιεύει τα διηγήματα του διεθνούς διαγωνισμού (ελληνικό τμήμα) που διακρίθηκαν στην κατηγορία Επιλογή Eyelands. Διηγήματα από τον 9ο διαγωνισμό που είχε θέμα «Γύρω στα Μεσάνυχτα». -Η δημοσίευση θα ολοκληρωθεί με ένα ακόμη διήγημα στο τέλος του μήνα. Τα διηγήματα δημοσιεύονται με τη σειρά υποβολής του κειμένου στον διαγωνισμό. Σειρά έχει το διήγημα:
«Το πείραμα»
της Αγγελικής Μπομπούλα
Τρέχεις ακατάπαυστα αυτό το καυτό βράδυ του Ιουλίου 1984, τη χρονιά του Όργουελ. Τρέχεις ν’ αφήσεις το αποτύπωμα σου στην άσφαλτο της επαρχιακής πόλης που σπουδάζεις Χημεία, απόλυτα ζαλισμένη από το μοναχικό «μαύρο» που ήπιες στην αυλή σας. Πρέπει να προλάβεις να φτάσεις πριν σε ανακαλύψουν. Απόψε η πρωταγωνίστρια θα είσαι εσύ. Τα ξανθά μαλλιά σου ανεμίζουν. Φοράς τον μπερέ της ερωμένης σου, που τον είχες βουτήξει σε χρόνο ανύποπτο, όπως ανύποπτη σε ρωτούσε συχνά αν τον έχεις δει. Είναι το μόνο δικό της πράγμα που έχεις στην κατοχή σου. Απόψε τελειώνουν όλα. Γιατί εσύ θα τα τελειώσεις. Όχι το σβησμένο προ πολλού όνειρο, αλλά το «πείραμα» και όλες τις πρωτοποριακές εμπνεύσεις από την Άννα και τον Θοδωρή εκπορευόμενες. Η βουή του σκοταδιού κουβαλά την ηχώ από το γνωστό σου σύνθημα σε μια διαδήλωση φεμινιστριών σε εξέλιξη, δυο δρόμους παρακάτω. «Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του ανδρός μου θέλω νάμαι ο εαυτός μου». Τρέχεις αλαφιασμένη, στα μάτια σου δεν καθρεφτίζονται τα μαύρα νερά του λιμανιού, ούτε τρεμολάμπουν αστέρια, μόνο η εικόνα της «καλεσμένης» το βράδυ που πρωτοσμίξατε, δυο χρόνια πριν στο κρεβάτι που μοιραζόσασταν με τον Θοδωρή.
Εκείνα τα μάτια του ελαφιού που είχαν παράξενα μεγαλώσει σε βυθομετρούσαν.
Καθώς βύθιζε τα μακριά μαύρα μαλλιά της, ανάμεσα στα στήθη σου, μόνο στοργή απέπνεε, σε χόρταινε παραπαίοντα χάδια, χάδια απαλά, χάδια παιδίσκης. Την ίδια στιγμή εσύ έθετες σε εκκίνηση μια θυελλώδη εκτίναξη των ενστίκτων. Το πρόσωπο σου πορφυρό από την πρωτόφαντη αντάρα, σαν εκμαγείο αιγύπτιας βασίλισσας έλαμπε με ναρκισσιστικά αποφασισμένη λάμψη. «Θέλω να νοιώσω ηδονικά σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου» δήλωσες με υγρά χείλη στόμφου και ηδυπάθειας.
Ξεκίνησες πρώτη, γύρω στα μεσάνυχτα. Αρπάχτηκες από την έλξη που της ασκούσε η ιδέα της ανταρσίας, αδιαφόρησες για τον δισταγμό της για τη διαδικασία. Ανεπαίσθητο τρέμουλο στο μάτι, αφύσικα σοβαρό πρόσωπο, τράβηγμα προς τα πίσω. Τη δάγκωνες, τη μελάνιαζες, την πόναγες, για να της εκμαιεύσεις οίστρο, σε χάιδευε για να αναστήσει αγγέλους, να ξυπνήσει Ευμενίδες. Παλεύατε σαν θηρία. Εσύ για επιβεβλημένη θωπεία που θα σε τύφλωνε εκείνη για καλοδεχούμενη τρυφερότητα, που θα καθάριζε το βλέμμα.
Ανάμεσα σας απουσίαζε ο γνήσιος πόθος, ένα αθώο παιχνίδισμα στην ουσία, στο πλαίσιο της νέας ιδεολογίας των κύκλων σας, της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Μια λαχτάρα για διεύρυνση των ορίων, μια πρωτεική άσκηση αυτογνωσίας.
Η επομένη μέρα σας βρήκε να σουλατσάρετε ανέμελες κι αγκαλιασμένες στα σοκάκια. Εσύ η Ρόη ψηλή αισθησιακή, η άλλη η Άννα μελαχρινή, ένα λεπτό νευρώδες ματσάκι. Κερδίζατε τις εντυπώσεις κι όλοι αναζητούσαν την παρέα σας.
Εσύ το σώμα, η άλλη το πνεύμα και κάτω από τη μέση η πάλη για την καρδιά του ίδιου άντρα. Αυτό που ομολογούσατε σπάνια. Η αγάπη. Τριγύρω, οι άλλοι απλώς ανίκανοι να αντέξουν την υπέρβαση.
Στα χέρια σου κρατάς ένα ματσάκι μαργαρίτες, τα σπινθηροβόλα πράσινα μάτια σου διαθλούν το φως προνομιακά. Η Άννα κι ο Θοδωρής πιασμένοι από το χέρι σου χαμογελούν, σ’ αγκαλιάζουν συνένοχα, σφιχτά. Ανεβαίνετε τρικάβαλο στη μηχανή του αγαπημένου, τραγουδώντας στην παρέα με χαριτόβρυτη περηφάνια και αυτοσαρκασμό, και τα χέρια υψωμένα στον ουρανό «Του, του ρου του, του, two ladies» από το «Καμπαρέ». Ξεμακραίνετε σε κατάσταση μέθεξης κι ευδαιμονίας.
Ακλόνητη η πεποίθηση σας πως ανήκατε σε μια προνομιούχα πρωτοπορία «εκλεκτών της ιστορικής στιγμής».
Στο κάτω-κάτω, έλεγες τα είχατε όλα. Φοιτήτριες επαναστατημένες, γυναίκες ελκυστικές, ελεύθερες, αντικομφορμίστριες, πολιτικοποιημένες, να εμπλακείτε όσο θέλετε σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, θεατρικά δρώμενα, πρωτοποριακές εκδόσεις, αυτόνομες πολιτικές ομάδες και ομάδες γυναικών, καταλήψεις, ολονύχτιες πανεπιστημιακές συνελεύσεις, φοιτητικά γλέντια μέχρι το ξημέρωμα και απαγορευμένες διαδηλώσεις.
Στις ντισκοτέκ φορώντας μακριές ινδιάνικες φούστες με την πολιτική σας ομάδα-παρέα φτάνατε γύρω στα μεσάνυχτα και ξεπατωνόσασταν μέχρι να φέξει, ρουφώντας μέχρι τελικής πτώσεως την τεκίλα που είχατε αγοράσει από τη διπλανή κάβα. Κρουστά κορμιά ξεβιδωμένα στη δίνη των ύμνων της αντικουλτούρας.
Διαβάζατε απνευστί, υποκλινόμενοι σε όλους τους ανατρεπτικούς. Μπουκόφσκι, μπίτνικς, Όσο, Λαινγκ, Κούπερ, Ζενέ, Μπατάιγ, σιτουασιονιστές, Έσσε, Μπουκτσιν, τον νεανικό Μαρξ, και τα βιβλία του νέου φεμινισμού. Το σινεμά ήταν άρρηκτα δεμένο με τη ζωή σας. Μότο σας το απόσπασμα από την ταινία του Βιμ Βέντερς «Η κατάσταση των πραγμάτων», «να κάνεις τη ζωή σου έργο Τέχνης». Θα αλλάζατε τον εαυτό σας και τον κόσμο ξεκινώντας από ένα μυητικό ταξίδι στην Ινδία. Σε μπαράκια έδιναν η Άννα και ο Θοδωρής τις ιερές, δεσμευτικές υποσχέσεις. Γύρω στα μεσάνυχτα. Εσύ συγκατένευες μαγεμένη.
Η τριάδα με συνενοχή σας έδενε. Είχατε υποκύψει, περίκλειστοι στην ιερότητα της, διαχωρίζοντας την από το βέβηλο στάτους κβο. Η ύπαρξη σας, η ζωντανή ένδειξη της άνθισης ενός φιλόδοξου πειράματος ζωής. Μέσα στο «εμείς» της παρέας έλαμπε ο πυρήνας του δικού σας «εμείς».
Για καιρό ήσουνα ησυχασμένη. Η σχέση της Άννας και του Θοδωρή πέρα από την ιδιαίτερη πνευματική τους επικοινωνία κα τις ατέρμονες αναλύσεις, δεν σου γεννούσε φόβο. Πολύ διανοητικοί κι οι δυο για να επιτρέψουν να ανάψει ο ζωικός σπινθήρας. Παρ’ όλη την έλξη τους, εσύ παρέμενες ο άγριος πόθος, ο έρωτας του, που τον κεραυνοβόλησε πριν τέσσερα χρόνια στο πολιτιστικό τμήμα της κομματικής νεολαίας, όταν έπλαθες ένα γυναικείο γλυπτό. Αγαπηθήκατε τρελά. Αποκολληθήκατε από την κομματική νεολαία και γεννηθήκατε σε άλλες ατραπούς. Αυτός με θεωρητικό οπλοστάσιο γερό έδινε το εναρκτήριο λάκτισμα. Στο αυτόνομο πολιτιστικό στέκι που συχνάζατε, γνωρίσατε συμφοιτητές σας, ανάμεσα τους και την Άννα που σας εντυπωσίασαν. Ενωθήκατε , δημιουργήσατε πολιτική ομάδα και αυτόνομη ομάδα γυναικών. Ο εφευρετικός νους του Θοδωρή, μια χθόνια αδηφάγα έλλειψη γέννησε την επιθυμία για διεύρυνση του ζευγαριού σας. Συμφώνησες αμέσως. Υιοθετούσες πάντα τις θεωρίες και τις επιθυμίες του κι ο κόσμος που γεννούσατε κοινός. Αυτό σου ήταν πολύτιμα αναγκαίο ακόμη κι αν χρειαζόταν να θυσιάσεις ένα κομμάτι της μονοκρατορίας σου.
«Αυτή η μούρη», η Άννα ήταν ιδανική για τον ρόλο που της επιφυλάσσατε. Μοναχικός λύκος, διανοούμενη, γεννημένη αρχηγός, έμοιαζε ασυμβίβαστη και κυνηγός μιας αχαρτογράφητης ελευθερίας. Διστακτική αρχικά, επικαλέστηκε την ετεροφυλοφιλία της, αλλά ευχάριστα αιφνιδιασμένη, ομονόησε τελικά, ξεκινώντας με κλυδωνισμούς και οπισθοχωρήσεις. Στο πρώτο τους φιλί, ο Θοδωρής «Μαλάκα, σε πάω» δάκρυσε. Εκείνη εξαφανίστηκε για να την επαναφέρει πίσω μια βασανιστική λύπη στην σκέψη πως η απουσία της θα τον «ξενέρωνε» και θα τον έχανε για πάντα.
Τελικά το τρίγωνο έγινε η νέα σας πραγματικότητα, που κουβαλούσε καρπούς αναζητήσεων, ευτυχίας και απολαύσεων που δεν φανταζόσασταν ποτέ. Όχι μόνο δεν αποτελούσε μπελά ή απειλή, αλλά ήταν πλούτος, κομίζοντας νεόφερτες συγκινήσεις.
Ένοιωθες ευχάριστα προστατευμένη. Είχες μια νέα φίλη. Κανένα βέβηλο μάτι δεν γνωρίζει τον μυστικό δεσμό δυο γυναικών που αγγίζονται τα κορμιά τους και μοιράζονται τα απόκρυφα του ίδιου άνδρα. Η «ουσία» του Θοδωρή, το μυαλό του, η σπάνια ποιότητα του, η ανθρωπιά του, η ντροπαλότητα παρά τις εξάρσεις , ήταν για σας «κειμήλια» ιερά, για να επιδοθείτε σε ασκήσεις προδοσίας.
Συνεχίζεις να τρέχεις, τα πόδια σου έχουν ανάψει, η αλμύρα του ιδρώτα γλύφει μασχάλες, μαλλιά, πρόσωπο. Ξάφνου, τρακάρεις τον συμφοιτητή σου τον Τάκη. «Που πας καλέ τέτοια ώρα, τόσο φουριόζα;» «Άσε με Τάκη, βιάζομαι» και συνεχίζεις την προδιαγεγραμμένη πορεία σου, αφήνοντας τον σύξυλο. Ο Τάκης σας έσωσε ένα βράδυ, γύρω στα μεσάνυχτα που είχατε κατέβει στο λιμάνι με την άλλη με πρόσωπα χρωματιστά κι ένας νταλικέρης σας ξεφώνισε «χίπισσες πουτάνες». «Α, καθάρισε ο χίπης νταβάς » ήταν το σχόλιο του, μετά τη δυναμική παρέμβαση του Τάκη.
Η αγάπη ανάμεσα στην Άννα και τον Θοδωρή άργησε, αλλά τελικά ανέτειλε μεταμφιεσμένη. Για ώρες έκλαιγαν βυθισμένοι σε αιώνια βλέμματα και χάδια. «Είναι η πρώτη φορά που σ’ αγαπάω» της ψιθύρισε γύρω στα μεσάνυχτα.
Σας αιφνιδίασε εκείνη τις προάλλες στο καφέ, όταν με θεατράλε τρόπο παρώδησε το ξεφτισμένο σουξέ «Δεν υπάρχει ευτυχία, που να κόβεται στα τρία, στην περίπτωση μας όμως, δεν υπάρχει άλλος δρόμος». Χλωμιάσατε με τον Θοδωρή, σκύψατε τα μάτια. Αυτό το μικροαστικό τραγούδι που τόλμησε να ξεστομίσει δεν ήταν μια χιουμοριστική προβοκάτσια, αλλά η αλήθεια της στα ερωτήματα που σε μάτωναν, η απόδειξη της αγάπης της. Αυτό μετρούσες ως αντίστροφη μέτρηση. Κολυμπούσες σε αχανείς , σκοτεινούς, τρομακτικούς ωκεανούς.
Στην προσπάθεια να αναχαιτίσεις την βίαιη επέλαση του νέου της εαυτού, παρέλυσες. Δεν έχει σημασία, με πόσες πάει, στο πλαίσιο της ελευθεριακής ιδεολογίας, αλλά ποιαν αγαπά, σκέφτηκες. Κοιτάχτηκες στον καθρέφτη για να πάρεις δύναμη και ήρθες αντιμέτωπη με μια ξένη. Από τότε πάσχιζες να γίνεις το ομοίωμα της, διεισδύοντας στο ζωτικό πολιτικό και πολιτιστικό της χώρο, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να υφαρπάξεις την πρωτοκαθεδρία της.
Αλλά και για την άλλη, η αγάπη ήταν σπαραξικάρδια. Αναδευόμενη από μαχαιριές για το άγριο παιχνίδι των ενστίκτων σας, ζητούσε επίμονα από τον Θοδωρή να χτυπιούνται και να κατουράει στο στόμα της, να καλύπτουν τα κορμιά τους με σοκολάτα, για να λιώσει το μέσα τους, να μην υπάρχει τίποτα που να τους διαφεύγει, να τους χωρίζει. Εκείνος ξενίστηκε αρχικά. Δεν είχε προσδιοριστεί έτσι η σχέση τους. Αυτή ποθούσε έναν παυσίλυπο έρωτα στα άκρα, να κατοικήσει ο Θοδωρής στο δικό της σώμα, να χαθεί στο βλέμμα της ώσπου να σβήσει η μνήμη του παλιού εαυτού του και να μετουσιωθούν στις περσόνες από «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα» του Πασκάλ Μπρυκνέρ , ακυρώνοντας το τραγελαφικό τους τέλος. Γιατί τότε τα κύτταρα της βούλιαζαν σε μια λίμνη μελαγχολίας που την κύκλωνε σαν αρρώστια χωρίς όνομα; Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν…… μιλούσε υπόκωφα ο ανομολόγητος σκοτεινός λυγμός της. Γύρω στα μεσάνυχτα.
«Θέλω να φύγω από την πόλη και να πάρω μαζί μου μόνο το πιο όμορφο πλάσμα: εσένα Άννα. Είναι η πρώτη φορά που σ’ αγαπάω» της έγραφε. Θα βρεις το σημείωμα γύρω στα μεσάνυχτα, όταν εκείνοι θα’ ναι μακριά. Ήταν παραπάνω από προδοσία, ήσουν πλέον πεντάρφανη. θα σκίζεις λωρίδες τα σεντόνια, τα σημαδεμένα από την πανσέληνο, εκείνοι με μια Χάρλευ θα ισορροπούν στους χωματόδρομους του νησιού. Σύρριζα στον γκρεμό αυτοί, μόνη εσύ να μουρμουράς ευχή και κατάρα τον χαμό τους. Δεν γνώριζες πως η Άννα ευχαρίστως θα πέθαινε από έκσταση και ευτυχία.
Στην επιστροφή της ζήτησες να σου επιστρέψει τις κοινές ολόγυμνες φωτογραφίες. Άναψες φωτιά στην αυλή και κάθε κοινή ανάμνηση τη σχίζατε στη μέση, εσύ πέταγες στη φλόγα το κομμάτι που σου ανήκε, κι αυτή κρατούσε το δικό της, κάθε κομμάτι της κι ένα έμβρυο που είχε διασωθεί.
Τρέχεις ακόμα λαχανιασμένη, κάθε τόσο στρέφεις πίσω το κεφάλι, μήπως σε πάρει κανένα μάτι. Αυτή τη φορά γνωρίζεις ακριβώς που πρέπει να καταφύγεις. Φτάνεις επιτέλους τσακισμένη στο αστυνομικό τμήμα, γύρω στα μεσάνυχτα. «Θέλω να καταγγείλω πως με τους φίλους μου κάνουμε όργια και παίρνουμε ναρκωτικά» ουρλιάζεις. Εσύ, μια μπότα να συντρίβει τα πρόσωπα της Άννας και του Θοδωρή για πάντα. Και μετά σάλτο στο κενό. Την τελευταία στιγμή σε κράτησε το χέρι του μπάτσου, από το περβάζι του παραθύρου.
Επάνοδος στην πατρική εστία, κατόπιν, αθώα, σπαρακτική, με μετέωρη σκέψη. Τα κοντά μαλλιά ψαλιδισμένα άκομψα, πρόσωπο νωθρό, σβησμένο βλέμμα. Το θαύμα της ουτοπίας σου, το φάντασμα της ελευθερίας σου, η έσωθεν επιθυμία για υπέρβαση, το ίδιο σου το κορμί που αποθέωνες, συντρίφτηκαν από την αβυσσαλέα πραγματικότητα. Μέχρι να βουτήξεις στον Ρεμπώ που απαγγέλλατε «Εγώ, είμαι ένας άλλος».
Η άλλη με απροσδιόριστη ενοχή ανακαλεί το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου, χαλασμένα από την τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά». Ο Θοδωρής συντριμμένος εφευρίσκει ψηλαφιστά νέους τρόπους επικοινωνίας μαζί σου. Οι θρησκόληπτοι γονείς σου κάνουν ευχέλαιο για να ξορκίσουν το κακό.
«Ποιο κακό Άννα;» τη ρωτάς.
Στο πατρικό σου στην Αθήνα, κάνεις κούνια στον κήπο, γύρω στα μεσάνυχτα, κλαις γιατί θέλεις «Να ξαναβρεθούμε οι τρεις μας. Ποτέ δεν ήμουν πιο ευτυχισμένη!».
«Αυτό ανήκει στο παρελθόν» σου λέει με κοφτή φωνή.
Σου βγάζει τον μπερέ σας και σου χαιδεύει τα μαλλιά. Σ’ έχει νικήσει, αλλά δε θέλει να το καταλάβεις.
Σ’ έχει νικήσει κι έχει ηττηθεί.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Αγγελική Μπομπούλα: Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Μέχρι τα επτά μου χρόνια μεγάλωσα στο Περιβόλι Δομοκού Φθιώτιδας. Σπούδασα Φυσική στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών και θέατρο στις σχολές Δραματικής Τέχνης Κόνραντ Γιουρ και Βεάκη. Πήρα πτυχίο Κοινωνιολογίας από το Πάντειο Πανεπιστήμιο και εργάστηκα ως κοινωνιολόγος. Σπούδασα δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας» και εργάστηκα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, στο ελεύθερο ρεπορτάζ, ρεπορτάζ βιβλίου και υγείας , ενώ διατηρούσα επί δεκαετία στήλη προσωπικής άποψης. Συγκεκριμένα εργάστηκα στις εφημερίδες «Βραδυνή» και «Ελεύθερος Τύπος» και συνεργάστηκα με την «Εφημερίδα των Συντακτών» και με περιοδικά. Ακόμη εργάστηκα στα portal , medisence.gr, portal.gr, Ιατρικός Τύπος ενώ συνεργάστηκα με εφημερίδες για την συγγραφή βιβλίων. Άρθρα μου και ρεπορτάζ έχουν αναδημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είμαι μέλος της ΕΣΗΕΑ και του Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων. Το 2018 εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο μια ενδελεχής έρευνα πάνω στα πολλά μονοπάτια της γιόγκα και του διαλογισμού, μέσα από την οπτική πολλών δασκάλων («Τα πολλά πρόσωπα της γιόγκα» εκδόσεις Κομνηνός). Αυτή την περίοδο η λογοτεχνική γραφή είναι η προτεραιότητα μου. Έχω παρακολουθήσει αρκετά σεμινάρια δημιουργικής γραφής (Μεταίχμιο, Ιανός κλπ). Έχω ανέκδοτο λογοτεχνικό υλικό. Συγκέντρωσα μια συλλογή διηγημάτων, τα οποία σκοπεύω να εκδώσω.
ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΙΟΥΝΙΟΣ
Το βραβείο – Κάλι Κεχαγιά