Το διήγημα που κέρδισε το μεγάλο βραβείο στον 10ο (και τελευταίο με αυτή τη μορφή) διαγωνισμό του eyelands μας προκάλεσε την περιέργεια να μάθουμε κάποια στοιχεία για τον συγγραφέα του, αφού, αντίθετα από τις δύο προηγούμενες χρονιές , όταν κέρδισαν συγγραφείς ήδη «γνωστοί» σε εμάς από άλλες διακρίσεις, αυτή τη φορά, το όνομα που ανέδειξε η ομάδα που βαθμολόγησε τα διηγήματα ήταν εντελώς άγνωστο. Ήταν για την ακρίβεια η πρώτη συμμετοχή του συγγραφέα σε οποιοδήποτε από τους διαγωνισμούς μας όλα αυτά τα χρόνια. Ενδιαφέρον ήταν επίσης ότι εκτός από τα «Δυο πράσινα μάτια» το διήγημα που κέρδισε, ο ίδιος συγγραφέας είχε άλλο ένα διήγημα που επίσης θα έμπαινε στη μικρή λίστα αν οι κανονισμοί του διαγωνισμού το επέτρεπαν.
Το «μυστήριο» λύθηκε αρκετές μέρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Ο Θεοχάρης Λιβιεράτος ανταποκρίθηκε τελικά στο κάλεσμα που κάνουμε πάντα όταν βγαίνουν τα αποτελέσματα ώστε οι συγγραφείς να μας δώσουν το βιογραφικό τους, στέλνοντάς μας όχι μόνο κάποια τυπικά στοιχεία, αλλά ουσιαστικές πληροφορίες για τη ζωή του και μαζί και ένα εξαιρετικό διήγημα με την άδεια να το δημοσιεύσουμε. Βέβαια, η καλοκαιρινή συνάντησή μας μαζί του προς το παρόν παίρνει αναβολή.
Η παράξενη εποχή που περνάμε έχει τις παρενέργειές της σε όλα τα επίπεδα κι έτσι ο νικητής μας, που εκτός των άλλων έχει μια πολύ υπεύθυνη και σημαντική θέση δεν θα μπορέσει να έρθει στο φεστιβάλ της Άμμου, που κι αυτό άλλαξε …νησί εξαιτίας των συνθηκών. Εμείς το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι ότι το φθινόπωρο όλα θα είναι εντάξει και μαζί με όλους τους συγγραφείς που διακρίθηκαν θα συναντήσουμε στην Αθήνα και τον κάτοχο του πρώτου βραβείου για να απονείμουμε το (τελευταίο) παραδοσιακό αγγελάκι ελπίζοντας ότι θα έχουμε την ευκαιρία να τον συναντήσουμε κάποια στιγμή και στην Κρήτη σε μια εποχή που θα αντέχει διακοπές από τις πολλές του ευθύνες. Όσο για τα Δυο πράσινα μάτια, οι αναγνώστες θα πρέπει να περιμένουν την έκδοση της συλλογής από τις Παράξενες Μέρες το Νοέμβριο ή τα Χριστούγεννα για να διαβάσουν (παραδοσιακά) το πρώτο βραβείο στο eyelands
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΛΙΒΙΕΡΑΤΟΣ
Είμαι Διευθυντής ΕΣΥ σε δημόσιο νοσοκομείο και οι λειτουργικές ανάγκες καθώς και διάφορες ιατρικές ανακοινώσεις μου σε συνέδρια μου (που είχαν αναβληθεί λόγω κορωνοϊού), αφήνουν ελάχιστα περιθώρια συμμετοχής μου. Πέραν της λογοτεχνικής μου συγγραφής έχω πολύ πλούσιο ιατρικό έργο με 130 ανακοινώσεις σε παγκόσμια, πανασιατικά, πανευρωπαϊκά και ελληνικά συνέδρια και έχω βραβευτεί με α’ βραβεία τόσο σε ελληνικό επίπεδο όσο και πανευρωπαϊκό!
Την ιστοσελίδα σας τη βρήκα εντελώς τυχαία, ψάχνοντας, κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Διάβασα σχεδόν όλα τα διηγήματα των τριών τελευταίων χρόνων που έχετε αναρτήσει προτού στείλω τα διηγήματα μου. Γράφω ιστορίες μυστηρίου, που θα ήθελα να διαβάσω (θεματικά) αλλά δεν βρίσκω στην ελληνική λογοτεχνία, με προσωπικό είδος γραφής που να διηγείται την ιστορία χωρίς πολλά κοσμητικά επίθετα, story to the point! (όπως έχει πει και ο Στήβεν Κίνγκ) Είμαι επηρεασμένος τόσο από το Πόε όσο και από τον Λαβκραφτ.
Γράφω όλα τα είδη κειμένου (σενάριο, διήγημα, μυθιστόρημα και θεατρικό) έχοντας παρακολουθήσει τα ανάλογα μαθήματα!
Σας επισυνάπτω ένα άλλο βραβευμένο διήγημα μου – Μπες στο παιχνίδι – (που επεξεργάζομαι να το κάνω μυθιστόρημα) για να καταλάβετε τι είδους ιστορίες γράφω!
Έχει πάρει α’ βραβείο το 2011 στο διαγωνισμό του diavasame.gr κι έχει εκδοθεί. (Ή έκδοση έχει εξαντληθεί).
ΜΠΕΣ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ένα διήγημα του Θεοχάρη Λιβιεράτου
Αντικρίζοντας την Δανάη Σαββοπούλου το πρώτο πράγμα που πρόσεξα ήταν τα μάτια της. Προσπάθησα να βρω τι χρώμα είχαν. Μενεξελιά; Ναι, μόνο που κάποιες στιγμές έπαιρναν απόχρωση χρυσαφί. Ήταν ψηλή και όμορφη. Τα μαλλιά της, καστανά, σκέπαζαν τους ώμους της. Φορούσε ένα μάλλινο πουλόβερ που σε συνδυασμό με το εφαρμοστό τζιν παντελόνι της τόνιζαν τις άψογες γραμμές του λεπτού κορμιού της. Το δέρμα στο πρόσωπο της νόμιζες ότι ήταν διάφανο. Οι κινήσεις της είχαν αέρα αριστοκρατικό, όπως ακριβώς μαρτυρούσε και ο φάκελος της. Αποφοίτησε το 1987 με άριστα από το Λύκειο, μπήκε πρώτη στη Νομική Σχολή Αθηνών όπου και αποφοίτησε με άριστα τον Ιούνιο του 1991. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο κοινοτικό δίκαιο σε Γαλλία και Γερμανία. Διατηρούσε γραφείο στο Κολωνάκι κι είχε σημαντική παρουσία σε σημαντικές υποθέσεις στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όλα αυτά μέχρι χθες το μεσημέρι όταν την συνέλαβαν για τη δολοφονία του άνδρα με τον οποίον συζούσε τα τελευταία πέντε χρόνια. Μου ανέθεσαν το έργο της κύριας ανάκρισης.
«Ομολογήσατε ότι σκοτώσατε τον Στέφανο Αμπαδιωτάκη, σωστά;» ρώτησα.
Με κοίταξε με ήρεμο βλέμμα χωρίς να μου απαντήσει.
«Για ποιο λόγο;» συνέχισα.
Το βλέμμα της κοίταξε για λίγο το κενό. «Ήταν ένα παιχνίδι» μου απάντησε ατάραχη.
«Τι είδους παιχνίδι;»
Μου φάνηκε πως τα χείλη της σχημάτισαν ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο.
«Έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι συμβαίνει ξαφνικά κι ένας γιός σκοτώνει τον πατέρα του, ή κάποιος πέφτει στη θάλασσα με μια πέτρα δεμένη στο λαιμό του, η ένα αυτοκίνητο παρασύρει κάποιον πεζό διαβάτη εγκαταλείποντας τον αβοήθητο στην άσφαλτο;»
Την κοίταξα με απορία.
«Όλα είναι μέρος ενός παιχνιδιού!» συνέχισε.
«Μήπως και ο Χίτλερ είναι ακόμα ζωντανός;» ρώτησα ειρωνικά πιστεύοντας ότι με κορόϊδευε. Το χαμόγελο στα χείλη της έγινε ζωηρότερο.
«Δεν πρόκειται να καταλάβεις, αν δεν μπεις στο παιχνίδι!» Για πρώτη φορά μου μίλησε στον ενικό.
«Ωραία! Μπορείτε να μου πείτε πως παίζεται αυτό το παιχνίδι;»
Με κάρφωσε με το βλέμμα της. Ένιωσα ξαφνικά παράξενα χωρίς να μπορέσω να προσδιορίσω την αιτία.
«Έξι, έξι, έξι». Είπε με σταθερή φωνή.
«Εννοείτε τον αριθμό που αναφέρεται στην Αγία Γραφή;» Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήλθε στο μυαλό.
«Τον είδα γραμμένο στον τοίχο της τουαλέτας σε ένα από τα πολλά καφέ, που υπάρχουν κατά μήκος της εθνικής οδού και δίπλα τη φράση: μπες στο παιχνίδι! Από περιέργεια το κάλεσα στο κινητό μου καθώς έπινα τον καφέ μου».
«Και σας απάντησαν!» είπα προσπαθώντας να κρύψω ένα χαμόγελο.
«Όχι ακριβώς. Μου έστειλαν ένα γρίφο!»
«Μάλιστα! Και τι έλεγε αυτός ο γρίφος;»
«Τι υφαίνει η αράχνη που δεν έχει μάτια κι όμως βλέπει;» Έγειρε ελαφρώς το κορμί της προς το μέρος μου. Ένιωσα το άρωμα της να με τυλίγει. «Γνωρίζεις την απάντηση κ. ανακριτά;»
«Ό ιστός» είπα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ αλλά ήταν λάθος! Ό ιστός της αράχνης βλέπει; Κι εξάλλου θα ήταν πολύ εύκολο για γρίφο. Δεν νομίζεις;»
«Εγώ ξέρω ότι η αράχνη υφαίνει ιστό» επέμεινα.
«Σκέψου λίγο καλύτερα. Ποιος ιστός δεν έχει μάτια κι όμως βλέπει;» Καθώς το βλέμμα της καρφώθηκε πάνω μου πρόσεξα τα μάτια της, που άλλαζαν συνέχεια χρώματα, μενεξελί, χρυσαφί, καστανά, μαύρα… Κι έπειτα αυτή η παράξενη αίσθηση που ένιωθα, σαν το βλέμμα της να απορροφά τη σκέψη μου.
«Λοιπόν; Ποιος ιστός δεν έχει μάτια κι όμως βλέπει;» Έδειχνε να το διασκεδάζει. Συνέχιζε να παίζει ακόμα και τώρα. Μαζί μου. Έπρεπε να την σταματήσω, αλλά η περιέργεια μου νίκησε τη λογική.
«Μια ιστοσελίδα! Ένας παγκόσμιος ιστός!» Ή φωνή της ακούστηκε δυνατή, η φράση «παγκόσμιος ιστός» τύλιξε το δωμάτιο. «Όλοι είμαστε μπλεγμένοι σε ένα παγκόσμιο ιστό» συνέχισε. «Κι όλοι παίζουμε κάποιο ρόλο. Εσύ, έχεις βρει το δικό σου ρόλο κ. ανακριτά;»
«Δεν παίζω κανένα παιχνίδι» είπα με το βλέμμα της ακόμα καρφωμένο πάνω μου.
«Όχι ακόμα» Τα λόγια της ήταν απόλυτα. «Θέλεις να ακούσεις τη συνέχεια;»
Ήμουν περίεργος. Πρέπει να το είδε στα μάτια μου, δεν περίμενε για να της απαντήσω.
«Δυό μέρες μετά, στάλθηκε στο κινητό μου ένας άλλος γρίφος μαζί με τους όρους συμμετοχής στο παιχνίδι».
«Και ποιοι ήταν οι όροι συμμετοχής;» ρώτησα με έκδηλη απορία.
«Την απάντηση σε κάθε γρίφο έπρεπε να την γράφω σε τοίχους κοινόχρηστων χώρων και δίπλα τον αριθμό έξι, έξι, έξι. Έτσι, ο κάθε παίχτης θα μπορούσε να δει τις διάφορες απαντήσεις κι αν είναι προσεχτικός κι επιμελής , μια μέρα θα βρει ένα γρίφο, που αν τον λύσει θα είναι ο μεγάλος νικητής. Εκείνος που θα μάθει για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά γύρω μας. Ή απάντηση ότι δεχόσουν τους όρους του παιχνιδιού ήταν η λύση του δεύτερου γρίφου».
«Και ποιος ήταν ο δεύτερος γρίφος;» ρώτησα αυθόρμητα. Μετά σκέφτηκα ότι συνέχιζα να παίζω το παιχνίδι της.
«Μπορείς να με έχεις, αλλά δεν μπορείς να με κρατήσεις. Όσο εύκολα με κερδίζεις, έτσι εύκολα μπορείς και να με χάσεις»
«Και βρήκατε την απάντηση;»
«Φυσικά. Με πήρε δύο ολόκληρες μέρες. Το σκεφτόμουν παντού. Στη δουλειά, στο δρόμο, στο σπίτι, σε όλες τις κοινωνικές μου εκδηλώσεις ο γρίφος μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Έπρεπε να βρω την απάντηση. Έπρεπε να νικήσω».
«Και ποια ήταν;»
«Ή εμπιστοσύνη! Αργότερα κατάλαβα ότι σήμαινε την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους παίχτες αλλά και στους κανόνες του παιχνιδιού».
«Γνωρίζετε ποιος σας έστελνε τους γρίφους;»
«Ό ένας παίχτης στον άλλον. Μόλις απαντούσες στον δεύτερο γρίφο ελάμβανες ένα κωδικό παίχτη και με αυτόν έστελνες τους γρίφους σου στους άλλους. Έτσι κανένας δεν γνώριζε κανέναν αλλά μπορούσε να μαθαίνει τις απαντήσεις, που έγραφε ο κάθε παίχτης στους τοίχους!… Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί υπάρχουν όλα αυτά τα γκράφιτι στους τοίχους; Μήπως κρύβουν απαντήσεις κάποιων γρίφων; Μήπως αποτελούν μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού;»
Την κοιτούσα αποσβολωμένος. Δεν είχα δώσει ποτέ σημασία στα γκράφιτι.
«Κι αν κάποιος μετανιώσει και δεν θελήσει να συνεχίσει;» ρώτησα.
«Από τη στιγμή που θα μπεις στο παιχνίδι είσαι υποχρεωμένος να συνεχίσεις μέχρι να βγει κάποιος νικητής».
«Διαφορετικά;»
«Χάνεται η εμπιστοσύνη. Αποκαλύπτεται η ταυτότητα του παίχτη και τότε κάποιος άλλος παίχτης αναλαμβάνει να επαναφέρει την ισορροπία».
«Και στην περίπτωση του Στέφανου Αμπαδιωτάκη να υποθέσω ότι διαταράχτηκε αυτή η ισορροπία;»
Δεν μου απάντησε. Από το βλέμμα της όμως κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο πρέπει να συνέβη.
«Έχετε τίποτε άλλο να προσθέσετε;» ρώτησα αναλαμβάνοντας πάλι το ρόλο του ανακριτή.
«Δεν υπάρχει καλό ή κακό, σωστό ή λάθος. Ή όλα έχουν νόημα ή τίποτα δεν έχει!» μου είπε αινιγματικά.
Χτύπησα το εσωτερικό κουδούνι. Άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε ένας νεαρός αστυνομικός, που την οδήγησε έξω από το γραφείο μου.
Μένοντας μόνος στο δωμάτιο, επανέφερα στη μνήμη μου όλη τη συζήτηση, που είχα μαζί της. Όλα όσα μου είπε. Αναρωτήθηκα αν ήταν η λογική μιας διαταραγμένης προσωπικότητας ή η φαντασία ενός λογικού ανθρώπου. Ότι κι αν ίσχυε, το μόνο σίγουρο είναι ότι σκότωσε τον σύντροφο της.
Σηκώθηκα και πήγα στις αντρικές τουαλέτες του κτιρίου της Εισαγγελίας. Το δωμάτιο μύριζε αμμωνία. Ή καθαρίστρια μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά της κι ετοιμαζόταν να φύγει. Προχώρησα προς τους νιπτήρες κι άνοιξα τη βρύση περιμένοντας την καθαρίστρια να φύγει. Έπειτα κοίταξα προσεχτικά τους τοίχους της τουαλέτας, έλεγξα τις πόρτες των W.C. Άκουγα τα λόγια της κατηγορούμενης ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Δεν υπήρχε τίποτα. Όλα ήταν πεντακάθαρα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη πάνω από τους νιπτήρες.
« Είσαι μαλάκας». Εκείνη τη στιγμή μίσησα τον εαυτό μου. «Μαλάκας που πίστεψες έστω και μια λέξη από μια αδίστακτη δολοφόνο. Τα είπε για να δικαιολογήσει το έγκλημα της ηλίθιε! Βλάκα!» Έσφιξα τη γροθιά μου και χτύπησα με δύναμη το ψυχρό μάρμαρο του νιπτήρα. Πόνεσα.
Γύρισα στο γραφείο μου σίγουρος ότι είχε παίξει μαζί μου.
Δύο εβδομάδες αργότερα ζήτησα και πήρα δέκα μέρες άδεια. Ό φόρτος δουλειάς τους τελευταίους τρεις μήνες με είχε κουράσει. Είχα σκοπό να περάσω όλη μου την άδεια στο εξοχικό μου.
Σταμάτησα σε ένα καφέ στην Εθνική οδό. Παρήγγειλα έναν espresso και βρήκα ελεύθερο τραπέζι απέναντι από το κτίριο με τις τουαλέτες. Χάζευα την κίνηση και τη φύση που δειλά δειλά άρχιζε να ξυπνάει από την χειμερινή της νάρκη. Ήταν αρχές Μάρτη. Το βλέμμα μου έπεσε σε ένα γκράφιτι στον εξωτερικό τοίχο της τουαλέτας: Μην μασάς τα Trojan.
Τέλειωσα βιαστικά τον καφέ μου και μπήκα στις τουαλέτες. Δύο πελάτες έπλεναν τα χέρια τους στους νιπτήρες, δύο από τις πόρτες ήταν κλειστές. Μπήκα στην μοναδική ελεύθερη τουαλέτα κι έκλεισα την πόρτα. Παντού υπήρχαν γκράφιτι, στον τοίχο, στα χωρίσματα, άλλα μονολεκτικά, άλλα έξυπνα. Κοίταξα και την κλειστή πόρτα πίσω μου. Ανάμεσα στα διάφορα γκράφιτι πρόσεξα τον αριθμό έξι, έξι, έξι. Ήταν γραμμένος με κόκκινο χρώμα, έντονο σαν το αίμα. Και δίπλα η φράση :μπες στο παιχνίδι. Έμεινα εκεί να τον κοιτάζω αποσβολωμένος. Δεν ξέρω πόσο, με επανέφερε ένα χτύπημα στην πόρτα. Την άνοιξα και αντίκρισα ένα σωματώδη άνδρα με σφιγμένα χείλη και ζαρωμένο πρόσωπο. Μπήκε βιαστικά στην τουαλέτα. Έπλυνα αδιάφορα τα χέρια μου στον νιπτήρα και βγήκα.
Έξι, έξι, έξι. Το πληκτρολόγησα στο κινητό μου και περίμενα. Δέκα λεπτά μετά είδα στην οθόνη το γρίφο:
Τι υφαίνει η αράχνη που
δεν έχει μάτια κι όμως βλέπει;
Ήταν αλήθεια! Όσα μου είχε πει η Δανάη Σαββοπούλου ήταν αλήθεια! Έγραψα «παγκόσμιος ιστός» και το έστειλα στο έξι, έξι, έξι.
Πήρα ένα δεύτερο espresso και κάθισα σε ένα γωνιακό τραπέζι. Απομονωμένος. Κοιτούσα κάθε τόσο την οθόνη του κινητού μου περιμένοντας το επόμενο μήνυμα. Ό χρόνος κυλούσε αργά, βασανιστικά.
Οι όροι συμμετοχής στο παιχνίδι μου εστάλησαν μετά από μια ώρα. Πέντε λεπτά αργότερα μου ήλθε κι ο δεύτερος γρίφος:
Μπορείς να με έχεις, αλλά δεν μπορείς να με κρατήσεις.
Όσο εύκολα με κερδίζεις, έτσι εύκολα μπορείς και να με χάσεις.
Έγραψα αυθόρμητα «εμπιστοσύνη» και το έστειλα. Κοίταξα γύρω μου. Ένιωσα τα περίεργα βλέμματα ενός ζευγαριού να πέφτουν πάνω μου. Είδα την γυναίκα που έσκυψε και κάτι είπε στον άνδρα κι έπειτα κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες. Άκουσα τον ήχο του μηνύματος στο κινητό μου και κοίταξα την οθόνη: «Ό προσωπικός σας αριθμός είναι ΑΕΖ1455».
Μπήκα στο αυτοκίνητο μου. Ετοιμάστηκα να βάλω μπροστά τη μηχανή όταν άκουσα τον ήχο του μηνύματος στο κινητό. Κοίταξα την οθόνη. Μου είχε σταλεί ένας νέος γρίφος:
Mε βλέπεις χωρίς να με προσέξεις
Γιατί ψάχνεις ό,τι βρίσκεται πίσω μου.
Δύο μέρες τώρα απομονωμένος στο εξοχικό μου προσπαθώ να βρω τη λύση και αποφεύγω να σκέπτομαι ότι η Δανάη Σαββοπούλου ομολόγησε την δολοφονία του συντρόφου της επειδή ήθελε να βγει από το παιχνίδι.
Ή λύση του γρίφου: Το παράθυρο.