Η επιλογή παρουσιάζει τα διηγήματα του 10ου διεθνούς διαγωνισμού διηγήματος (ελληνικό τμήμα) που επιλέχθηκαν για δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό eyelands. Η δημοσίευση αρχίζει κάθε χρόνο τον Οκτώβριο και ολοκληρώνεται λίγο πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα του επόμενου διαγωνισμού. 21 συγγραφείς συμμετέχουν με διηγήματά τους στην Επιλογή. Η δημοσίευση θα γίνει με σειρά συμμετοχής. Τα διηγήματα θα ανεβαίνουν στο περιοδικό (με εξαίρεση το Νοέμβριο) κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή ήταν η τελευταία χρονιά για το ελληνικό τμήμα του διεθνούς διαγωνισμού διηγήματος άρα και για την επιλογή. Το θέμα του 10ου διαγωνισμού ήταν: «Αριθμοί». Το πρώτο διήγημα είναι το:
Δωμάτιο 318
της Βάνιας Σύρμου
Δωμάτιο 318. Εδώ ήταν. Το θυμόταν καλά. Το ’χε σημειώσει από το μήνυμα στο τηλέφωνο. Η αύξουσα στοίχιση των δωματίων του διαδρόμου έδινε τέμπο στους παλμούς του και χρόνο για μια κλεφτή ματιά στο εσωτερικό κάθε δωματίου. Τώρα πια δε βιαζόταν. Τα βήματά του τον οδηγούσαν σχεδόν τελετουργικά στον προορισμό του. Ο υποφωτισμένος διάδρομος στην πτέρυγα της Β΄Παθολογικής Κλινικής με το μοναδικό παράθυρο στο τέρμα, του φαινόταν ατελείωτος.
Στάθηκε ακίνητος μπροστά στην κλειστή πόρτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε διακριτικά. Δεν πήρε απάντηση. Την άνοιξε επιφυλακτικά. Το πλάγιο φως του απογεύματος που έμπαινε από τις μισάνοιχτες κουρτίνες έδινε στο δωμάτιο μια αίσθηση γαλήνης. Στα δεξιά του δωματίου, στρωμένο με την ακρίβεια της νοσοκομειακής κλίνης, το άδειο κρεβάτι περίμενε τον επόμενο ασθενή. Στο βάθος, δίπλα στο παράθυρο, η ζωή φαινόταν να δίνει την τελευταία της μάχη. Προχώρησε δειλά και έκατσε στην καρέκλα δίπλα στον ασθενή του παραθύρου. Η εκκωφαντική ησυχία του δωματίου απρόσμενα τον ηρέμησε.
Η ματιά του στάθηκε στο γυμνό χέρι που ακουμπούσε ακίνητο το τεντωμένο σεντόνι πάνω από τη λευκή πικεδένια κουβέρτα. Το ανάγλυφο του χεριού με τις φλέβες να χαρτογραφούν τη ροή της ζωής, του ξύπνησε την περιέργεια της αφής. Η χάρτινη υφή του δέρματος δεν τον απώθησε. Το άγγιγμα ήταν γι’ αυτόν ελάχιστο δώρο. Το άλλο χέρι, με τον λευκοπλάστη να συγκρατεί το σωληνάκι του ορού, παρέμενε αθέλητα αφημένο στην άλλη πλευρά, σαν ξένο, στερημένο από κάθε επαφή.
Σήκωσε τα μάτια και βρήκε το θάρρος να κοιτάξει το πρόσωπο του αρρώστου. Στο λευκό μαξιλάρι, το οστεώδες πρόσωπο με τα μάτια κλειστά και το στόμα ελαφρώς ανοιχτό, είχε αποτυπωμένη την ηρεμία του αποχαιρετισμού. Άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του το ρυτιδιασμένο μέτωπο κι έπειτα άφησε το χέρι του να κυλήσει πάνω στα λευκά μαλλιά. Μ’ ένα χάδι στα ωχρά μάγουλα έφερε στο νου του το περίγραμμα ενός άλλου προσώπου που ήταν αποτυπωμένο στη μνήμη του είκοσι χρόνια τώρα.
Ξεκίνησε την ίδια εκείνη επώδυνη διαδρομή της μνήμης, που ακολουθούσε αναπόφευκτα όλο αυτόν τον καιρό. Όταν είχε φύγει απ’ το σπίτι του κλείνοντας πίσω του οριστικά την πόρτα, ήξερε πως είχε έρθει η στιγμή να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Μια απόφαση που ’χε παρθεί ήδη από τα έντεκά του, όταν πρωτόδε τη θάλασσα.
«Άφησε το παιδί να ΄ρθει μαζί μου, μεγάλωσε πια!» με το ζόρι είχε πείσει τον πατέρα του ο θείος Νικόλας να τον πάρει μαζί του στο λιμάνι της Πάτρας, για να υποδεχθούν τον ξάδερφό του που σπούδαζε φαρμακοποιός στην Μπολόνια. Μέχρι τότε, το μόνο που γνώριζε ήταν το κλειστό ορεινό περίγραμμα του χωριού του. Για παραέξω ούτε συζήτηση. Μονάχα το προσκύνημα στο μοναστήρι του Προυσού όταν γιόρταζε η Χάρη της και καμιά βόλτα μέχρι το Καρπενήσι, κάποιες λιγοστές Κυριακάδες. Από τότε που ’χε πεθάνει η μάνα του, στα εννιά του, παίρνοντας μαζί της και την ξένοιαστη χαρά της παιδικής του ηλικίας, ο πατέρας του φρόντιζε για όλα. Μη λείψει τίποτα στο διάδοχο που μεσήλικας είχε αποκτήσει. Η φροντίδα του πατέρα όμως τον έπνιγε.
Όταν έφθασαν στο λιμάνι, θυμάται να στέκει στην προβλήτα και να πονούν τα μάτια του αντικρίζοντας το φως στην ανοιχτωσιά του ορίζοντα. «Σ’ αρέσει;» τον είχε ρωτήσει ο θειος του κι εκείνος βουβός, κουνώντας το κεφάλι προς τα κάτω, ξεροκατάπιε χωρίς να πάρει στιγμή το βλέμμα του απ’ τη θάλασσα. Η ματιά του ποτέ άλλοτε δεν είχε ταξιδέψει τόσο μακριά. Πάντα τα βουνά. Τα βουνά που ορθώνονταν σαν τείχος απροσπέλαστο γύρω του και τον σκίαζαν. Όταν είδε το πλοίο να φθάνει, η καρδιά του φτερούγισε. Τον κυρίευσε μια βαθιά επιθυμία να φύγει, να μπει στο πλοίο και να φτάσει τον ορίζοντα. «Μια μέρα θα ’ρθω κοντά σου», ήταν η υπόσχεση που ’δωσε στη θάλασσα και τον εαυτό του ψιθυρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια.
Από τότε, έβλεπε το ποτάμι στο χωριό και ακολουθώντας νοερά τη ροή του, έβγαινε στη θάλασσα. Στο σχολείο μελετούσε τους χάρτες κι ανοιγόταν στους ωκεανούς πλέοντας για μέρη άγνωστα και μακρινά. Κάθε φορά που ο δάσκαλος μιλούσε για τη θάλασσα, ρουφούσε κάθε του λέξη γιατί τώρα τη γνώριζε, την είχε δει κι αυτός από κοντά κι είχε νιώσει τη δύναμή της. Καθόταν να μελετήσει και το μυαλό του έφευγε και γέμιζαν γαλάζιο τα μάτια του, καθώς φανταζόταν τον εαυτό του στη γέφυρα του πλοίου να ατενίζει για μέρες μόνο ουρανό και θάλασσα. Άλλοτε πάλι, ξυπνούσε στη μέση της νύχτας παλεύοντας με τ’ αγριεμένα κύματα την ώρα της βραδινής βάρδιας στην κουβέρτα του πλοίου. Ο κόσμος της θάλασσας είχε γίνει ο κόσμος του.
Ένας κόσμος μυστικός, που δεν τολμούσε να μοιραστεί με κανέναν, μην το μάθει ο πατέρας, που μόνη του επιθυμία ήταν να διαφεντέψει μια μέρα ο μοναχογιός του την περιουσία με τα κτήματα και τα ζωντανά που θα κληρονομούσε. Γι’ αυτό τον προόριζε και γι’ αυτό καμάρωνε με κάθε ευκαιρία σε συγγενείς και φίλους. Η γη ήταν για κείνον το πεπρωμένο του γιου του.
Τα χρόνια του Γυμνασίου που τα πέρασε στο Καρπενήσι, φιλοξενούμενος της θειας Αγγέλως, αδερφής του πατέρα του, ήταν ο χρόνος που χρειαζόταν για να γίνει η επιθυμία του απόφαση ζωής. Όταν τα Σαββατοκύριακα επέστρεφε στο χωριό, βοηθούσε στα κτήματα χωρίς να του ξεφύγει κουβέντα για ό, τι τον απασχολούσε. Στα δεκαεφτά του αποφάσισε να μιλήσει κρυφά στο θειο του τον Νικόλα, τον αδερφό της μάνας του, σε μια από τις αραιές επισκέψεις του στο χωριό, μια που είχε πια εγκατασταθεί στην Αθήνα για να ’ναι κοντά στα παιδιά του. Εκείνος τον είχε συμβουλέψει να περιμένει μια ακόμα χρονιά για να τελειώσει το σχολείο.
Με το απολυτήριο στα χέρια είχε νιώσει έτοιμος και δυνατός. Την πρόποση του πατέρα: «Άξιος γιε μου! Από δω και πέρα αναλαμβάνεις εσύ!», την ημέρα της αποφοίτησής του, είχε ακολουθήσει η ψύχραιμη ανακοίνωσή του πως θα ’φευγε στην Αθήνα για να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο. Ξαφνιασμένος απ’ το ευθύβολο χτύπημα, ο πατέρας του τον κοίταξε κατάματα σαν να μην έβγαζε νόημα απ’ όσα είχε ακούσει. Όταν όμως άρχισε να του μιλά αποκαλύπτοντας τα σχέδιά του, ο πόνος της τραχιάς παλάμης του πατέρα που έπεσε με δύναμη στο πρόσωπό του, τον είχε αιφνιδιάσει.
Αστραπιαία η μνήμη ξεδίπλωσε ακόμα παραπέρα το νήμα της για να τον τυλίξει ακόμη μια φορά σ’ ένα πυκνό κουκούλι ενοχής, που, όσο κι αν πάσχιζε, δεν μπορούσε να το διαρρήξει και να ελευθερωθεί. Ο γδούπος απ’ το σώμα του πατέρα που έπεφτε ανυπεράσπιστο στο σανιδένιο πάτωμα, σπρωγμένο απ’ το θυμό της παράφορης νιότης, σφυροκόπησε ξανά τ’ αυτιά του. Ακολούθησαν τα λόγια του σφίγγοντάς του ξανά τα μηνίγγια: «Να φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις! Ούτε στην κηδεία μου!».
Ένιωσε τον αέρα να λιγοστεύει στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Έτρεξε προς το παράθυρο κι ανοίγοντάς το προσπάθησε με δυσκολία να αναπνεύσει. Οι ίδιες εκείνες εικόνες, επανέρχονταν για να τον βασανίσουν ύπουλα, αφήνοντας το αποτύπωμα της ανεκπλήρωτης επιθυμίας να συγχωρήσει και να συγχωρεθεί αλλά και την πικρή επίγευση της παραδοχής πως δεν θα μπορούσε να ’χε κάνει αλλιώς.
Η παρουσία του νοσοκόμου για τον έλεγχο του ορού τον ξάφνιασε και τον επανέφερε στο παρόν. «Είστε συγγενής του κυρίου Παπανικολάου;». «Όχι, μάλλον έχω κάνει λάθος δωμάτιο. Συγγνώμη!».
Βγήκε απ’ το 318 το ίδιο διακριτικά, όπως είχε μπει, χωρίς όμως να δει τον πατέρα του «στο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο», όπως έγραφε το μήνυμα του θειου του πέντε μέρες πριν, ενώ ταξίδευε. Ωστόσο, έπρεπε να δει αυτό το δωμάτιο.Ο αριθμός του τον στοίχειωνε. Σειρά τώρα είχε το κοιμητήριο. Εκεί, ίσως να ‘βρισκε το κουράγιο να του πει όσα ήθελε.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Βάνια Σύρμου σπούδασε κλασσική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές τις σπουδές στην Εκπαίδευση στο τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Μεταφράσεις της από την αγγλόφωνη λογοτεχνία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μπιλιέτο. Διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά ηλεκτρονικά περιοδικά: Fractal, Πλανόδιον – Ιστορίες Μπονζάι, Φρέαρ, τοβιβλίο.net, BookPress, diastixo.gr, Θράκα, Περί Ου, Literature.gr, καθώς και στην «Ανθολογία μικρού διηγήματος για τη νύχτα» από τις εκδόσεις κύμα (2017), στην Aνθολογία διηγήματος «Παράξενες Ιστορίες με γάτες» από τις εκδόσεις κύμα (2017), στην Ανθολογία διηγήματος «Λόγος του ’18» από τις εκδόσεις tovivlionet (2019), στην Ανθολογία διηγήματος «Ιστορίες της Άνοιξης» από τις εκδόσεις Παράξενες μέρες (2019), στην Ανθολογία διηγήματος «Γύρω στα μεσάνυχτα» από τις εκδόσεις Παράξενες μέρες (2019), στη Συλλογή διηγημάτων της «Τερματικός Σταθμός και άλλα διηγήματα» από τις εκδόσεις Μπιλιέτο (2019) και στην Ανθολογία Διηγήματος «Διηγήματα εγκλεισμού» από τις εκδόσεις Άπαρσις (2020). Δικά της χαϊκού έχουν δημοσιευτεί στο λογοτεχνικό ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.gr και στα Καλλιτεχνικά Ημερολόγια των εκδόσεων tovivlionet. Το 2019 πήρε το πρώτο βραβείο στον Β΄Πανελλήνιο Διαγωνισμό Χαϊκού που διοργανώθηκε από τους Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού.
Η σειρά των διηγημάτων
ΕΠΙΛΟΓΗ EYELANDS (με σειρά συμμετοχής)
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
Δωμάτιο 318 – Βάνια Σύρμου
Θραύσματα και αναμνήσεις – Σπύρος Κρόκος
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Ο Πεντελής του Πέντε – Κώστας Παπαϊωάννου
Το παζλ – Χριστίνα Λυγάτσικα
Το τυχερό του νούμερο ήταν το έξι, ναι το έξι, το έξι… – Χαράλαμπος Κόκκινος
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Οι δύο εις σάρκαν μίαν – Μαίρη Κατσανίδου
Το κουμπί με το νούμερο 22 – Βασιλική Δραγούνη
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Ούτε μία στο εκατομμύριο – Ρένα Λασπίτη
Τα νούμερα – Μαρία Μαρούτα
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Δίδυμοι πρώτοι – Σοφία Νικολιδάκη
Ο κύριος Νίκος – Παντελής Τζανουδάκης
ΜΑΡΤΙΟΣ
Η αλληλουχία – Ιωάννα Χατζηαντωνίου
Στο δώδεκα – Στέλλα Τσίγκου
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Η Μαρία μου – Δώρα Καντζιλιέρη
Οι άριστοι – Αγγελική Χυτήρη
ΜΑΙΟΣ
Το 7 για το καλό – Κλαίρη Κανελλοπούλου
Γλυκόπικρο -Κατερίνα Κρυστάλλη
ΙΟΥΝΙΟΣ
Η μεταμόρφωση – Φανή Βούλτσου
Ο μικρός μαύρος πίνακας – Μιχάλης Μακόγλου
ΙΟΥΛΙΟΣ
Στο τεσσαρακοστό πέμπτο χιλιόμετρο της Αττικής Οδού -Κωνσταντίνος Ν. Κιούσης
Ξεραμένο αίμα – Καλλιόπη Παπαδοπούλου