Η επιλογή παρουσιάζει τα διηγήματα του 10ου διεθνούς διαγωνισμού διηγήματος (ελληνικό τμήμα) που επιλέχθηκαν για δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό eyelands. Η δημοσίευση αρχίζει κάθε χρόνο τον Οκτώβριο και ολοκληρώνεται λίγο πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα του επόμενου διαγωνισμού. 21 συγγραφείς συμμετέχουν με διηγήματά τους στην Επιλογή. Η δημοσίευση θα γίνει με σειρά συμμετοχής. Τα διηγήματα ανεβαίνουν στο περιοδικό κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο (με εξαίρεση το Δεκέμβριο που έχει τρεις δημοσιεύσεις). Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή ήταν η τελευταία χρονιά για το ελληνικό τμήμα του διεθνούς διαγωνισμού διηγήματος άρα και για την επιλογή. Το θέμα του 10ου διαγωνισμού ήταν: «Αριθμοί». Το διήγημα το οποίο έχει σειρά είναι:
Το τυχερό του νούμερο ήταν το έξι, ναι το έξι, το έξι…
του
Χαράλαμπου Κόκκινου
Δεν θυμόταν να είχε ξεχάσει κάτι. Τον τελευταίο καιρό του συνέβαινε συχνά. Αναρωτιόταν παρατεταμένα για να είναι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να του ξεφύγει τίποτα. Ορισμένες φορές είχε πιάσει τον εαυτό του να προσπαθεί να αποφύγει την αλήθεια, να προσπερνά αυτό που στην πραγματικότητα συνέβαινε. Και δεν μιλάμε για τα απλά, τα καθημερινά πράγματα. Να αγοράσει πορτοκάλια για τον πρωινό χυμό του, να πληρώσει το λογαριασμό της ΔΕΗ, να πάρει τα ρούχα του από το καθαριστήριο ή κάτι τέτοια τέλος πάντων. Το πρόβλημα είχε να κάνει με μια σειρά από άλλα ζητήματα, σοβαρά όπως ο ίδιος τα είχε αναγνωρίσει. Εκείνο το απόγευμα τι μπορεί να συνέβαινε; Τα είχε θυμηθεί όλα; Πόσα πράγματα ήταν αυτά που δεν ήθελε να ξαναφέρει στο μυαλό του; Συνέχισε τη βόλτα και η διαδρομή του φάνηκε για μια ακόμη φορά μέσα στο πλαίσιο των δικών του αντοχών. Σκέψεις μέσα σε άλλες σκέψεις. Γιατί; Ίσως επειδή είχε επίτηδες λησμονήσει ορισμένα θέματα που θα έπρεπε να τον απασχολούν, βιάστηκε να σκεφτεί κάτι άλλο. Στην προκειμένη περίπτωση του ήρθε στο μυαλό η περιοχή που συνήθιζε να περπατά κάθε απόγευμα.
Όμως, τι θα μπορούσε να ήταν αυτό που απωθούσε από το προσκήνιο; Γιατί ήθελε να αποφύγει να αντιμετωπίσει τις δικές του εκκρεμότητες; Ποιο ήταν το πρόβλημα; Υπήρχε στα αλήθεια; Ε, λοιπόν ας είχε ξεχάσει. Και τι έγινε, βιάστηκε να συναινέσει θριαμβευτικά. Αμέσως όμως θυμήθηκε το σύνθημα που είδε τις προάλλες γραμμένο σε έναν τοίχο, λίγα μέτρα πιο πέρα. Στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές η πρώτη λάθος κίνηση σχεδόν πάντα είναι αναστρέψιμη, στη ζωή όχι. Ας είναι. Δεν είχε και λίγα να κάνει αυτό το βράδυ για αυτό θα έπρεπε να μη χασομεράει. Έτσι κι αλλιώς η περιδιάβαση του είχε φτάσει σε αυτό που αποκαλούσε «ύστατο μέρος» και προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να χαλάσει τη συνέχεια αυτού του εικοσιτετράωρου.Το τελευταίο κομμάτι της βόλτας ήταν και το πιο χαλαρό. Περπατούσε τώρα νωχελικά, σε ρυθμό που δεν συνήθιζε σε κανονικές συνθήκες. Έπρεπε όμως να υπακούσει στο τυπικό αυτής της τελετουργίας. Η εξέλιξη του ρυθμού ακολουθούσε τη μορφή της πυραμίδας. Στην αρχή βάδιζε γρήγορα, όπως όταν έκανε παρέλαση στη δευτέρα γυμνασίου χωρίς να το θέλει αλλά ήταν υποχρεωτικό γιατί ήταν παραστάτης. Στο δεύτερο, από τα έξι συνολικά, δεκάλεπτα, ακόμη γρηγορότερα. Στο τέταρτο δεκάλεπτο άρχιζε η ελάττωση της έντασης και στο τέλος, στο έκτο δεκάλεπτο, περπατούσε αργά. Έτσι είχε συνηθίσει και του φαινόταν φυσιολογικό όλο αυτό το σκαμπανέβασμα της δικιάς του ταχύτητας ή μάλλον κάπου είχε διαβάσει για αυτό και έτσι είχε εμπεδώσει αυτή τη διαδικασία σε βαθμό να τη θεωρεί και μια λογική ακολουθία κινήσεων! Πέρασε απέναντι από το στάδιο που τώρα είχε τα μεγάλα του φώτα αναμμένα μια που η προπόνηση των πιτσιρικάδων ποδοσφαιριστών ήταν σε εξέλιξη και κατευθύνθηκε προς τον δικό του δρόμο. Το τέλος και αυτού του σύντομου ταξιδιού ήταν μπροστά του. Κατέβηκε τα λίγα σκαλιά που πριν από περίπου μια ώρα είχε ανέβει. Έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας που βρισκόταν το διαμέρισμά του. Άνοιξε την διπλοκλειδωμένη πόρτα βιαστικά. Το ασανσέρ ήταν κάτω. Βγήκε στον έκτο όροφο και χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκε προς τα εκεί που έμενε εδώ και περίπου έξι χρόνια, η μάλλον τόσα γιατί δεν θυμόταν καλά κιόλας.
Σε όποιο σπίτι κι αν έμενε, πάντα φρόντιζε να εξασφαλίσει ένα από τα δωμάτια του για να το μετατρέψει στο δικό του, και μόνο δικό του, ησυχαστήριο. Ένοιωθε πιο ανθρώπινα όπου βρισκόντουσαν τα βιβλία του αλλά και η συσκευή που έγραφε, είτε επρόκειτο για μια απλούστατη χειροκίνητη γραφομηχανή είτε για τον καινούργιο του τώρα, σούπερ εξελιγμένης τεχνολογίας, λάπτοπ. Δεν τον πείραζε αν στο χώρο αυτό ήταν όλα στοιβαγμένα άτακτα και παράταιρα για να χωρέσουν. Αρκεί να ήταν σε θέση αυτός να μπει μέσα και να καθίσει. Εκεί έτρεξε να σταθεί καθώς γύρισε από την απογευματινή του βόλτα. Απέναντι από το παράθυρο του γραφείου του, έξω και ελαφρώς διαγώνια όπως κοιτούσε, έβλεπε τα πεύκα που σκαρφάλωναν προς όλες τις κατευθύνσεις σχεδόν ανέμελα. Το βράδυ είχε έρθει κι αυτός χάζευε τα φώτα που απλώνονταν ακανόνιστα στο βάθος της πόλης. Ενός κομματιού αυτής της πόλης που δεν ήταν σίγουρος πιο ακριβώς ήταν. Αλλά ούτε και ποτέ του το είχε σκεφτεί έτσι. Ή μάλλον δεν θυμόταν. Το μπαλκόνι που μεσολαβούσε ανάμεσα στο παράθυρο και τα εξωτερικά κάγκελα θα ήταν δεν θα ήταν τριάντα πόντους. Και μετά, από κάτω, αυτό το ιδιότυπο πάρκινγκ με τις μπάρες που τρόμαξε να μάθει πως ξεκλειδώνουν. Όταν είχε έρθει ένας γνωστός του με το μπλακ και ντέκερ για να τον βοηθήσει να το στερεώσει με δυο μεγάλες βίδες, γιατί ήταν και σμπαραλιασμένο όταν το πρωτογνώρισε, προσπάθησε να του εξηγήσει πως λειτουργεί αυτός ο μηχανισμός. Μάταια στην αρχή. Πέρασαν κάμποσες μέρες για να τα καταφέρει. Χρειάστηκε να φτιάξει έναν αλγόριθμο που περιελάμβανε συνολικά έξι κινήσεις, τις οποίες εκτελούσε κατά περίπτωση και με βάση την εξέλιξη της κατάστασης. Αν, δηλαδή, άνοιγε ή όχι η κλειδαριά. Μετά όλα κυλούσανε ομαλά. Όσον αφορά την τακτοποίηση του αυτοκινήτου του σε εκείνη την θέση. Ας είναι. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να σκέφτεται το αμάξι του. Κι ας ήταν η πρώτη φορά, για όσο διάστημα είχε αυτοκίνητο και έμενε κάπου στην πόλη και όχι απόμερα, που διέθετε ειδικό χώρο για να το αφήνει. Συνέχισε τις άσκοπες σκέψεις κι αυτό ήταν κάτι που του δημιουργούσε εκνευρισμό. Άνοιξε τον υπολογιστή του και περίμενε στωικά μέχρι να πάρει μπρος. Ποτέ του δεν είχε κατανοήσει στα αλήθεια τη λειτουργία αυτού του σχεδόν τετράγωνου μεταλλικού κουτιού. Ο μικρός του ανιψιός τον είχε ρωτήσει πόσοι αριθμοί υπάρχουν μέσα στους υπολογιστές. Δεν είχε καταφέρει να απαντήσει απλά και κατανοητά σε αυτή την απορία αλλά και σε άλλα ερωτήματα του μικρού του αγαπημένου. Είχε σκεφτεί να φτιάξει ένα παραμύθι, μπας και καταφέρει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του, όμως είχε μείνει στον πρόλογο εδώ και πολύ καιρό. Ο υπολογιστής, αφού είχε περάσει στη μνήμη του μια σειρά από ενημερώσεις, επιτέλους άνοιξε. Πήρε θέση απέναντί του επιστρατεύοντας ένα μεγάλο κομμάτι από την προσοχή του χωρίς κανένα ίχνος διάθεσης, ούτε τώρα, να συνεχίσει να γράφει το παραμύθι που του είχε δώσει τον τίτλο «ο αριθμός έξι κάνει παρέα με έναν υπολογιστή».
Ήθελε να τελειώνει στα γρήγορα με αυτή τη δουλειά. Είχε αποφασίσει να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών για να συμβάλλει και αυτός στην εξοικονόμηση ενέργειας. Και σαν πρώτη ενέργεια ήθελε να αλλάξει τον ενεργοβόρο φωτισμό του δωματίου του που ήταν ανοιχτός όλη τη νύχτα. Του είχανε πει ότι κάτι τέτοιο θα βελτίωνε και τη διάθεσή του. Μήπως, όμως, ήταν κάτι εντελώς άσχετο με τις ουσιαστικές του ανάγκες; Δεν είχε άλλους τρόπους να φτιάξει τη διάθεσή του; Είχε φτάσει τόσο κάτω; Θα μπορούσε να κάνει πολλά άλλα πράγματα για να σώσει το περιβάλλον. Και το φυσικό, αλλά κυρίως το δικό του. Το στενό. Συνέχισε την πλοήγηση προσπαθώντας να έχει μια σταθερή στάση απέναντι στις επιλογές του. Όποιες κι αν ήταν αυτές. Για παράδειγμα, να αγοράσει λάμπες που ελαχιστοποιούσαν την κατανάλωση ρεύματος. Μπήκε και βγήκε από τον ηλεκτρονικό ιστό ψάχνοντας ένα πολύ γνωστό κατάστημα. Ήθελε να τσεκάρει αν εκείνο το σάιτ που του είχαν προτείνει για να παραγγείλει φτηνές λάμπες λειτουργούσε. Μάταια. Δεν κατάφερε να δει τίποτα από όσα του διηγήθηκαν τις προάλλες για αυτό το φοβερό και τρομερό σημείο μέσα στο χώρο των απρόσωπων συναλλαγών. Ίσως να είχε σημειώσει λάθος την διεύθυνση. Δεν ήξερε. Προσπάθησε ξανά χρησιμοποιώντας διαφορετικά εργαλεία εισόδου. Και πάλι τίποτα. Τζίφος. Δεν τα παράτησε. Η έκτη προσπάθεια ήταν επιτυχημένη. Ψώνισε γρήγορα και ξαναβγήκε. Αυτή η φορά ήταν η τελευταία, η έκτη υπενθύμισε στον εαυτό του και χαμογέλασε αυθόρμητα σαν να ήταν αντιμέτωπος με μια όμορφη οπτασία που την λέγανε απλά και μόνο μοιραία επαλήθευση με μεταφυσική αύρα. Έκλεισε τον υπολογιστή ανακουφισμένος. Το μηχάνημα του είχε επιτρέψει να κάνει όσα λάθη χρειαζόταν, όχι μόνο ένα, μέχρι να βγάλει άκρη και να καταφέρει να βρει το σωστό δρόμο. Τώρα μπορούσε να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Από όλα αυτά που θα έπρεπε να κάνει και δεν έκανε, προφασιζόμενος συνεχώς άλλες ανειλημμένες υποχρεώσεις. Θα έπρεπε να κάτσει και να σκεφτεί σοβαρά. Να αφήσει στην άκρη όλες τις μονότονες και ανούσιες δουλειές. Δεν ήταν ανάγκη να τις κάνει. Μπορούσε και χωρίς την δικιά τους πραγματοποίηση. Μπορούσε, όμως, στα αλήθεια; Ή υπήρχε κάτι άλλο που δεν τον άφηνε να συνεχίσει κανονικά τη ζωή του; Κάτι που ξεπερνούσε τις όποιες δικές του λογικές δυνάμεις του είχαν περισσέψει. Τι θα μπορούσε να είναι αυτό; Είχε κουραστεί με όλα αυτά τα απανωτά ερωτήματα. Μήπως τα πράγματα ήταν πιο απλά; Μήπως θα έπρεπε να παραδεχτεί αυτό που του συνέβαινε. Να το αντιμετωπίσει χωρίς άλλες διευθετήσεις και κυρίως δίχως πισωγυρίσματα και καθυστερήσεις. Για μια ακόμη φορά δεν είχε τις απαντήσεις. Ή μήπως ένα ήταν το ερωτηματικό και πάντως όχι έξι; Αλλά γιατί του ήρθε πάλι στο μυαλό αυτό το έξι;
Δεν είχε κανέναν λόγο να είναι προληπτικός. Ούτε, όμως, έκρυβε την αδυναμία που είχε στο έξι. Στον αριθμό έξι. Στο χαρτί αυτό της τράπουλας (ειδικά αν ήταν και σπαθί) που όταν έσκαγε μύτη έβαζε όλα τα λεφτά. Στα λαχεία όταν του δίνανε αριθμό με εξάρια χαμογελούσε πονηρά και ο πράκτορας, στην περίπτωση που δεν τον ήξερε, μπορεί και να τον παρατηρούσε περίεργα. Με τον αδερφό του, όταν συνέβαινε καμιά φορά να τον πάρει μαζί του στις ιπποδρομίες, είχε τσακωθεί εξαιτίας της επιμονής του να ποντάρει οπωσδήποτε στο άλογο της έκτης διαδρομής στην έκτη κούρσα της ημέρας. Για το καζίνο δεν είχε κάτι να θυμηθεί. Δεν του άρεσε. Όσο για όλα τα άλλα στοιχήματα που είχαν πλημμυρίσει την αγορά έδινε πολύ μικρή σημασία. Πάντως για τζόκερ έπαιζε πάντα, όταν σπάνια πια συμπλήρωνε κανένα δελτίο, το έξι. Ούτε που ήξερε γιατί τα θυμήθηκε τώρα όλα αυτά. Είχε πάψει να παίζει, να στοιχηματίζει με οποιονδήποτε τρόπο, εδώ και αρκετά χρόνια. Ποτέ του δεν είχε κερδίσει κάτι περισσότερο, πέρα από μικροποσά που όμως ήταν το ακλόνητο, απτό πρόσχημα για να συνεχίσει. Αυτή η παλιά συνήθεια ήταν ακόμη παρούσα, έστω και με έναν τρόπο που μύριζε παλιό μπαούλο άδειο από περιεχόμενο. Ο αριθμός έξι ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να ξεγελάει άλλες προσδοκίες, να συντηρεί ανέφικτους στόχους και να ταιριάζει σημεία και θεωρίες που δεν είχε τολμήσει να φέρει σε επαφή διαφορετικά. Ήταν όμως υπερβολικά προοδευτικός για να καταφέρει να γίνει ένας καλός τζογαδόρος. Δεν ήξερε πως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά ούτε και αυτό το θέμα σχετικά με την έλλειψη της κατάλληλης συντηρητικότητας τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούσε να πιάσει τον εαυτό του να ενδιαφέρεται πολύ, ειλικρινά και με σιγουριά για κάτι. Πάνω εκεί του ήρθε πάλι στο νου ο τίτλος του παραμυθιού που είχε αρχίσει να γράφει: «ο αριθμός έξι κάνει παρέα με έναν υπολογιστή».
Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να τον κάνει να αλλάξει τη ζωή του, εκτός από τον αριθμό έξι. Ναι. Αυτό ήταν κάτι πολύ συγκεκριμένο και διαφορετικό από όλα αυτά που τον απασχολούσαν τα τελευταία χρόνια. Και τώρα που το ξανασκέφτηκε, που επιτέλους τα κατάφερε να βάλει το μυαλό του μέσα σε αυτό που έπρεπε, δεν είχε καμία δικαιολογία για να συνεχίσει να υποστηρίζει κάτι άλλο. Γιατί, στο κάτω κάτω της γραφής, τι θα μπορούσε να απαντήσει ο ίδιος στο αμείλικτο, ένα και μοναδικό, ερώτημα που είχε να κάνει με το γιατί τόσα χρόνια είχε ατροφήσει το ενδιαφέρον του για αυτό το σπάνιο νούμερο. Που μόνο σε αυτόν ήταν δεδομένο, δεν σήκωνε κουβέντα πια για αυτό, ότι κάποτε θα έφερνε την πολυπόθητη καλοτυχία. Ναι. Γιατί θα έπρεπε να ντρέπεται; Γιατί όφειλε να προσπερνά αυτή του τη σκέψη, πολλές φορές να την αποδιώχνει από το μυαλό του; Δεν υπήρχε κανένας, μα κανένας λόγος να ανησυχεί. Να φοβάται μήπως ξεφύγει η κατάσταση από τα ανεκτά πλαίσια, να πάρει μπροστά αυτή του η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, όπως είχαν πει τότε και οι έξι γιατροί, ο ένας μετά τον άλλο, που είχε επισκεφτεί. Τώρα ήθελε να το φωνάξει δυνατά και ας πάνε στο διάολο όλες οι ιατρικές γνωματεύσεις που τον είχαν κάνει να ξεχάσει ότι πάνω από όλα ήταν ένας άνθρωπος με αδυναμίες και εμμονές. Και για αυτόν υπήρχε κάτι που ήταν αναντικατάστατο και πάνω από κάθε άλλη σκέψη. Το δικό του, το αγαπημένο του, το τυχερό του νούμερο ήταν το έξι! Ναι, το έξι. Το έξι…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Χαράλαμπος Κόκκινος γεννήθηκε (1966) και μεγάλωσε στο Περιστέρι, ενώ από το 2007 ζει στο Χολαργό. Σπούδασε μηχανικός στο ΕΜΠ, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Εργάστηκε στον τομέα της Εκπαίδευσης Ενηλίκων, διδάσκοντας για περισσότερα από είκοσι χρόνια ενώ παράλληλα είχε την ευθύνη σχεδιασμού και υλοποίησης προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης. Δημοσίευσε για πρώτη φορά (ποιήματα, στο περιοδικό Ρεύματα) το 1993. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί και στα περιοδικά: Ο Πολίτης, Δευκαλίων, Νεύσις, Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, International Journal of Humanities, Synesis, Open Journal of Philosophy. Κυκλοφορούν τα βιβλία του Η τεχνολογία συνδρομητής του πολιτισμού;, Εκδόσεις Παπαζήση, 2004 και Το Πλαίσιο της Τεχνολογικής Εξέλιξης: Κοινωνικό Περιβάλλον και Τεχνολογία, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα/ΕΚΠΑ, 2005
ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ EYELANDS (με σειρά συμμετοχής)
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Οι δύο εις σάρκαν μίαν – Μαίρη Κατσανίδου
Το κουμπί με το νούμερο 22 – Βασιλική Δραγούνη
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Ούτε μία στο εκατομμύριο – Ρένα Λασπίτη
Τα νούμερα – Μαρία Μαρούτα
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Δίδυμοι πρώτοι – Σοφία Νικολιδάκη
Ο κύριος Νίκος – Παντελής Τζανουδάκης
ΜΑΡΤΙΟΣ
Η αλληλουχία – Ιωάννα Χατζηαντωνίου
Στο δώδεκα – Στέλλα Τσίγκου
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Η Μαρία μου – Δώρα Καντζιλιέρη
Οι άριστοι – Αγγελική Χυτήρη
ΜΑΙΟΣ
Το 7 για το καλό – Κλαίρη Κανελλοπούλου
Γλυκόπικρο -Κατερίνα Κρυστάλλη
ΙΟΥΝΙΟΣ
Η μεταμόρφωση – Φανή Βούλτσου
Ο μικρός μαύρος πίνακας – Μιχάλης Μακόγλου
ΙΟΥΛΙΟΣ
Στο τεσσαρακοστό πέμπτο χιλιόμετρο της Αττικής Οδού -Κωνσταντίνος Ν. Κιούσης Ξεραμένο αίμα – Καλλιόπη Παπαδοπούλου