Η επιλογή παρουσιάζει τα διηγήματα του 10ου διεθνούς διαγωνισμού διηγήματος (ελληνικό τμήμα) που επιλέχθηκαν για δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό eyelands. Η δημοσίευση αρχίζει κάθε χρόνο τον Οκτώβριο και ολοκληρώνεται τον Αύγουστο. 21 συγγραφείς συμμετέχουν με διηγήματά τους στην Επιλογή για το 2020. Η δημοσίευση ακολουθεί τη σειρά συμμετοχής. Τα διηγήματα ανεβαίνουν στο περιοδικό κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή ήταν η τελευταία χρονιά για το ελληνικό τμήμα του διεθνούς διαγωνισμού διηγήματος άρα και για την επιλογή. Το θέμα του 10ου διαγωνισμού ήταν: «Αριθμοί». Το διήγημα το οποίο έχει σειρά είναι:
Ούτε μία στο εκατομμύριο
της
Ρένας Λασπίτη
Η μέρα ξεκίνησε, ντύθηκαν νυσταγμένοι και κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας να φάνε το πρωινό που τους είχε ετοιμάσει η μητέρα τους. Έτρωγαν ψωμί αλειμμένο με βούτυρο και μέλι και εκείνη του σκούνταγε το πόδι με το δικό της κάτω από το τραπέζι. «Θα σταματήσεις πρωί πρωί;» της είπε εκείνος βαριεστημένος. «Όχι», απάντησε εκείνη και συνέχισε να τον πειράζει. Μόλις ήρθε η ώρα να πιούνε το γάλα τους κοίταξε πίσω της να δει αν έρχεται κανείς και πήγε στις μύτες των ποδιών της στο νεροχύτη. Έχυσε όλο το γάλα της στο σιφόνι του νεροχύτη. Δεν της άρεσε καθόλου της έφερνε αναγούλα. Εκείνος την κοίταξε αυστηρά και της είπε σιγανά: «Θα σταματήσεις να το κάνεις αυτό κάθε πρωί, αν σε πιάσει αλίμονο σου, και άνοιξε τη βρύση για να ξεπλύνεις το σιφόνι το γάλα. Θα το καταλάβει, δεν είναι καμιά χαζή». Εκείνη τον κοίταξε, έβαλε το δείκτη του χεριού της κάθετο στα χείλη της και ξαναγύρισε στην καρέκλα της. Μόλις τελείωσαν το πρωινό τους σηκώθηκαν. Πήγε στο μπάνιο για να πλύνει τα δόντια της και φώναξε δυνατά για να το ακούσει και η μητέρα τους: «Χρήστο τα δόντια σου, δεν έπλυνες τα δόντια σου, έλα και εσύ». Εκείνος πήγε δίπλα της πήρε την οδοντόβουρτσα του και της έδωσε μια αγκωνιά ενώ γέλαγε.
Μόλις τελείωσαν έβαλαν τα σακίδια τους στην πλάτη και ξεκίνησαν για να πάνε σχολείο. Η Ζωή πήγαινε στην τρίτη τάξη του Δημοτικού και ο Χρήστος στην έκτη. Μέχρι να φτάσουν μίλαγαν, γέλαγαν, πειραζόντουσαν με εκείνη να κάνει πάντα πρώτη την αρχή ή απλώς περπατούσαν δίπλα δίπλα μέχρι να φτάσουν γιατί βαριόντουσαν. Η Ζωή ήθελε να πιάνονται χέρι χέρι αλλά ο Χρήστος έφηβος σχεδόν πια τράβαγε το χέρι του απ’ το δικό της γιατί ντρεπόταν να τον βλέπει ο κόσμος και οι φίλοι του. Εκείνη μια μικρή γλωσσού που ήθελε να λέει αυτό που σκεφτόταν τον ρώταγε θυμωμένη:«Nτρέπεσαι να μ΄αγαπάς;» Μάταια προσπαθούσε να της εξηγήσει ο δόλιος πόσο πολύ την αγαπούσε. Εκείνη απαιτούσε τη δική της απόδειξη αγάπης.
Με το που έφταναν και προσπέρναγαν την μαύρη σιδερένια πόρτα του 6ου Δημοτικού Σχολείου εξαφανιζόντουσαν ο ένας από τα μάτια του άλλου τρέχοντας με χαρά στο προαύλιο πηγαίνοντας καθένας στους φίλους του, σε παρεϊστικα πηγαδάκια που σχηματιζόντουσαν μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι.
Μια τέτοια μέρα ήταν και αυτή που στο τελείωμα της η Ζωή θα πήγαινε στην τάξη του Χρήστου όταν σχόλαγε και θα ζωγράφιζε, μέχρι εκείνος να τελειώσει την τελευταία ώρα μαθήματος που είχε για να γυρίσουν σπίτι μαζί.
Το διάλειμμα τελείωσε. Ο ήχος του κουδουνιού ακούστηκε και όλα τα παιδιά άρχισαν να κατευθύνονται προς τις τάξεις τους. Εκείνη πήρε το σακίδιο της και προχώρησε πίσω από το Χρήστο στη σκάλα που ανέβαινε γελώντας με τους φίλους του.
Ο αδελφός της ήταν δημοφιλής, όλοι τον συμπαθούσαν και είχε πολλούς φίλους. Εκείνη πάλι εκτός από τα παιδιά της τάξης της, την ήξεραν και άλλα πολλά παιδιά αλλά όχι με το όνομά της, ήταν «η αδελφή του Χρήστου».
Μπήκαν στην τάξη. Ο αδελφός της πήγε και κάθισε στο δεύτερο θρανίο της τρίτης σειράς που ήταν η θέση του. Εκείνη πήγε στο προτελευταίο θρανίο της πρώτης σειράς μιας και είχε άδεια θέση δίπλα στη Γεωργία. Η Γεωργία ήταν πολύ ψηλότερη από εκείνη, όμορφη με μακριά μαλλιά που είχε πιασμένα συνήθως σε ψηλή αλογοουρά και ένα πρόσωπο που ήταν ολόκληρο δύο φωτεινά μάτια. Με τη Γεωργία είχε τύχει να ξανακάτσουν μαζί, ήταν γλυκιά και πάντα της καλομίλαγε στα διαλείμματα. «Καλώς την, περιμένεις το Χρήστο να τελειώσει για να φύγετε μαζί ε;» «Ναι», της αποκρίθηκε εκείνη με συστολή θαυμασμού και κάθισε δίπλα της ντροπαλά.
Ο Χρήστος της είχε πει ότι σήμερα την τελευταία ώρα θα έκαναν αριθμητική, εκείνη δεν συμπαθούσε την αριθμητική. Τα νούμερα και οι πράξεις συχνά την μπέρδευαν, είχαν μια αυστηρότητα, ένα αριθμός παράταιρος και όλη η άσκηση μετά ήταν λάθος. Αγαπούσε τα γράμματα, τις λέξεις, τις προτάσεις που έφτιαχναν ιστορίες, αγαπούσε το ανθολόγιο της.
Ένα λεπτό αργότερα μπήκε στην αίθουσα ο δάσκαλος. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, τα γέλια και τα ψιθυρίσματα σταμάτησαν. Ήταν ένα ψηλός γεροδεμένος άντρας με έντονα μάτια και φρύδια. Το πρόσωπό του είχε ένα μόνιμο ειρωνικό χαμόγελο με μια συγκαλυμμένη κακία που τελείωνε στη γωνία των λεπτών χειλιών του. Δεν τον συμπαθούσε, αισθανόταν την κακία του, την έβλεπε όταν μίλαγε στα παιδιά, όταν χαιρόταν που έκαναν λάθος ή δεν τα κατάφερναν στο μάθημα. Η δική της δασκάλα ήταν γλυκιά και τρυφερή, ακριβώς το αντίθετό του. Αυτός ο δάσκαλος την έκανε να νιώθει άβολα. Κάθε φορά που ήταν στην τάξη του αδελφού της ήθελε ο χρόνος να κυλήσει γρήγορα, να χτυπήσει το κουδούνι και να φύγουν.
Ο δάσκαλος πήγε στον πίνακα και έγραψε μια άσκηση, τον γέμισε με λευκούς αριθμούς και πρόσημα. Κοίταξε το νούμερο τρία, ήταν από τους αριθμούς που συμπαθούσε, ήταν ένα έψιλον που κοίταζε από την αντίθετη πλευρά. Μόλις έγραψε το ίσον άφησε την κιμωλία από το χέρι του, κοίταξε όλα τα παιδιά ερευνητικά και σήκωσε ένα μαθητή που είδε πως είχε μαζευτεί από το φόβο του. Σίγουρα θα δυσκολευόταν με αυτή την άσκηση ή ακόμα καλύτερα δεν θα μπορούσε να την λύσει. Διέκρινε ένα μικρό χαιρέκακο γελάκι στο βλέμμα του δασκάλου.
Έβγαλε τις ξυλομπογιές και το μπλοκ ζωγραφικής της αλλά δεν ξεκίνησε να ζωγραφίζει, χάζευε την τάξη γύρω της.
Κοίταξε την υπερυψωμένη έδρα του δασκάλου, τον τοίχο που είχε κρεμασμένη την εικόνα του Χριστού, τον τοίχο με τις ζωγραφιές των παιδιών, ψάχνοντας να βρει την τελευταία του Χρήστου. Την εντόπισε, ήξερε τι του άρεσε να ζωγραφίζει, τα χρώματα που προτιμούσε. Μετά κοίταξε το χάρτη της Ελλάδας, «όταν μεγαλώσω θα ταξιδέψω σε όλα τα μέρη που δείχνει», σκέφτηκε. Ένα από τα δύο μεγάλα παράθυρα ήταν ανοιχτό και έμπαινε μέσα στην τάξη ένα γλυκό αεράκι, ο ανοιξιάτικος ήλιος. Έκλεισε τα μάτια της μπρος στις ακτίδες του και τον αισθάνθηκε στα βλέφαρά της.
Την αφηρημάδα της έκοψε η αντιπαθητική φωνή του Παπαδάκη, του δάσκαλου: «Σας ακούω που μιλάτε, ακούω και τα γελάκια σας. Λέκκα τι κάνεις; Έχεις πάρει τίποτα χαμπάρι από την άσκηση ή όπως ήρθες άπραγος έτσι θα φύγεις;»
Βουβός ο Λέκκας. Ο δάσκαλος καθόταν στα πίσω θρανία με τα χέρια δεμένα στην πλάτη ενώ κοίταγε τον μαθητή που προσπαθούσε να λύσει με αγωνία την άσκηση στον πίνακα. Το βλέμμα του μετακινήθηκε στο Χρήστο, τον είδε να ψιθυρίζει κάτι στον διπλανό του, τον Γιάννη, προσεκτικά για να μην πέσει στην αντίληψη του. Η Ζωή φοβήθηκε μήπως του κάνει παρατήρηση αλλά ευτυχώς δεν του είπε τίποτα. Ο Παπαδάκης τώρα απαντούσε σε ένα παιδί για μια ερώτηση που είχε κάνει. «Για την διαίρεση των φυσικών και δεκαδικών αριθμών είπαμε εχτές Γεωργίου, αλλά εσύ μάλλον κοιμόσουν εκείνη τη στιγμή», κάποιοι γέλασαν, ο Γεωργίου έσκυψε κάτω το κεφάλι του σκεπτόμενος ότι δεν έπρεπε να κάνει καμία ερώτηση, το παιδί στον πίνακα είχε κοκκινίσει, τα είχε βρει σκούρα και δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την άσκηση. Εκείνη τη στιγμή ο Χρήστος όπως καθόταν στη ξύλινη καρέκλα με τα σιδερένια πόδια της κουνήθηκε προς τα πίσω. Τα δύο μπροστινά πόδια της καρέκλας του βρέθηκαν στον αέρα. Το έκανε ξανά και ξανά, του άρεσε να κάνει τις καρέκλες κουνιστές, το έκανε και στο σπίτι αυτό όταν καθόταν στην καρέκλα της κουζίνας. Και τότε ο Παπαδάκης άρχισε να περπατάει γρήγορα, αθόρυβα σαν φίδι από τα πίσω θρανία προς τα μπροστά. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα είχε χουφτώσει το αυτί του Χρήστου και το ταρακουνούσε δυνατά. Τα πάντα γύρω της σταμάτησαν, δεν υπήρχε τίποτα, μόνο αυτή η εικόνα. Το αυτί του Χρήστου στη χούφτα αυτού του απαίσιου άντρα. Σηκώθηκε όρθια με ορμή και ούρλιαξε: «Άστον κάτω, μην τον αγγίζεις, τον πονάς». Και ύστερα το κλάμα της δυνατό, χοντρά δάκρυα κάλυψαν το πρόσωπο της. «Άστον σου είπα», και έτρεξε στον αδελφό της. Έπεσε στην αγκαλιά του και έκλεισε στο μικρό της χέρι το κατακόκκινο πονεμένο αυτί του να το χαϊδέψει. Ο δάσκαλος πάγωσε, κοίταξε τα δύο αδέλφια αμήχανος ψελλίζοντας σε εκείνη: «Εντάξει ηρέμησε», και τέντωσε το χέρι του για να την χαϊδέψει, με εκείνο το ίδιο χέρι που είχε πονέσει τον αδελφό της. «Μη με ακουμπήσεις, είσαι κακός», ούρλιαξε και ύστερα ακούστηκε η φωνή του Χρήστου να την παρηγορεί, να την αγκαλιάζει σφιχτά μπροστά σε όλους. Σιωπή στην τάξη. Ο δάσκαλος αμήχανος πήγε στον πίνακα, πήρε την κιμωλία από το χέρι του μαθητή που κοίταζε παγωμένος το περιστατικό λέγοντάς του ότι θα τελειώσει την άσκηση αυτός.
Η Ζωή γύρισε στο θρανίο που καθόταν, σκούπισε τα μάτια της με το μανίκι της ποδιάς της χωρίς να κοιτάξει καν το χαρτομάντιλο που της έδωσε η Γεωργία.
Το κουδούνι χτύπησε, καθώς τα παιδιά έβγαιναν από την τάξη την κοίταγαν με θαυμασμό και συμπάθια, ο Γιάννης της ψιθύρισε στο αυτί: «Eίσαι γενναίο κορίτσι», ο Λέκκας της έκλεισε το μάτι και η Γεωργία της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Εκείνη τη μέρα ο Χρήστος και η Ζωή διέσχισαν την αυλή του σχολείου χέρι χέρι, έτσι γύρισαν στο σπίτι. Ξαναπήγε και άλλες φορές στην τάξη του μέχρι να τελειώσει η σχολική χρονιά με τον ίδιο πάντα σκοπό, να γυρίζει σπίτι μαζί με τον αδελφό της.Ο Παπαδάκης κάποιες φορές προσπάθησε να την προσεγγίσει, πήγαινε κοντά της και την ρώταγε τι κάνει, και ίσως το βλέμμα του να είχε αλλάξει και να ήταν λίγο καλύτερο. Δεν ήξερε όμως ότι δεν υπήρχε περίπτωση να του μιλήσει ούτε μία στο εκατομμύριο, μόνο τον κοίταγε στα μάτια χωρίς να καταδεχθεί ποτέ να του απαντήσει, όπως ποτέ εκείνος μπροστά της δεν ξανακούμπησε το Χρήστο ούτε και κανένα άλλο παιδί.
Δεν ένοιωθε γενναία, πειραχτήρι και κλαψιάρα ήταν, απλώς αγαπούσε τον αδελφό της.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
ΡΕΝΑ ΛΑΣΠΙΤΗ
Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Σπούδασα Εμπορία και Διαφήμιση και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάστηκα στη διαφήμιση ως κειμενογράφος και στο χώρο των Τραπεζών όπου βρίσκομαι έως και σήμερα. Τα τελευταία δύο χρόνια ξεκίνησα να γράφω. Διηγήματά μου έχουν δημοσιευτεί στα διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά «Fractal» και «Μονόκλ» καθώς και δύο από αυτά έχουν διακριθεί και συμπεριληφθεί σε συλλογικά έργα από τις εκδόσεις «Παράξενες Μέρες».
Η σειρά των διηγημάτων που θα δημοσιευθούν στη συνέχεια
ΕΠΙΛΟΓΗ EYELANDS (με σειρά συμμετοχής)
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Τα νούμερα – Μαρία Μαρούτα
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Δίδυμοι πρώτοι – Σοφία Νικολιδάκη
Ο κύριος Νίκος – Παντελής Τζανουδάκης
ΜΑΡΤΙΟΣ
Η αλληλουχία – Ιωάννα Χατζηαντωνίου
Στο δώδεκα – Στέλλα Τσίγκου
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Η Μαρία μου – Δώρα Καντζιλιέρη
Οι άριστοι – Αγγελική Χυτήρη
ΜΑΙΟΣ
Το 7 για το καλό – Κλαίρη Κανελλοπούλου
Γλυκόπικρο -Κατερίνα Κρυστάλλη
ΙΟΥΝΙΟΣ
Η μεταμόρφωση – Φανή Βούλτσου
Ο μικρός μαύρος πίνακας – Μιχάλης Μακόγλου
ΙΟΥΛΙΟΣ
Στο τεσσαρακοστό πέμπτο χιλιόμετρο της Αττικής Οδού -Κωνσταντίνος Ν. Κιούσης
Ξεραμένο αίμα – Καλλιόπη Παπαδοπούλου