Κάθε Πέμπτη, για ολόκληρο τον Μάρτιο, το «νησί» θα σας προσφέρει ένα απόσπασμα από βιβλίο της σειράς «Παράξενες Μέρες στην Ευρώπη», το ευρωπαϊκό πρόγραμμα μετάφρασης. Πρώτο βιβλίο «Η καρδιά που γυρνάει» του Ιρλανδού Ντόναλ Ράιαν. Το βιβλίο τιμήθηκε με το Λογοτεχνικό βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Λίλη
Όταν μπήκα στο νοσοκομείο για να γεννήσω το πέμπτο παιδί μου, μια σκύλα μαία με ρώτησε ποιος ήταν ο πατέρας. Και της το είπα χωρίς να το θέλω. Με είχαν πλακώσει στα φάρμακα μέχρι σκασμού. Αυτή η γριά μέγαιρα πρέπει να το είπε σε όλο τον κόσμο. Ο Μπέρνι ήρθε στο σπίτι μου μερικές εβδομάδες αργότερα. Τόσο πολύ καιρό πήρε μέχρι να φτάσουν τα κουτσομπολιά στα τριχωτά αυτιά του. Μπήκε εδώ μέσα μανιασμένος σαν ταύρος. Θυμάμαι ότι είχε ένα ηλίθιο χαμόγελο. Στην αρχή σκέφτηκα ότι είχε έρθει να ρίξει μια ματιά στο παιδί του. Δεν είπε τίποτα, μόνο μου έριξε μια μπουνιά κατευθείαν στο πρόσωπό μου. Μετά σήκωσε τη χερούκλα του και μου έριξε άλλη μια δυνατή μπουνιά ακριβώς στο στόμα μου. Είσαι μια ηλίθια πουτάνα, είπε, μια ηλίθια, ηλίθια σκύλα, θά ‘πρεπε να σε σκοτώσω. Τα χείλια μου άνοιξαν και άρχισε να τρέχει το αίμα. Το μπροστινό μου δόντι βγήκε. Μετά μου πέταξε ένα χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών και έφυγε. Το μάτι μου πρήστηκε και έκλεισε και έγινε μαύρο. Από τότε δεν μου τηλεφώνησε ποτέ πια.
Συνάντησα τον Τζιμ Γκίλντεα τον λοχία, λίγες μέρες αργότερα, στο φούρνο του Άνθενκ καθώς περίμενα να μου κόψουν φέτες το ψωμί. Με κοίταξε με έκπληξη, το πρόσωπό μου ήταν ακόμα σε μαύρα χάλια. Δεν ήθελε να με ρωτήσει ούτε κι εγώ ήθελα να το κάνει. Τι συνέβη, Λίλη; Έπεσα, Τζιμ. Μπορούσες να δεις την ανακούφιση στο πρόσωπό του, αλλά στο βλέμμα του διάβαζες πως ήξερε ότι του έλεγα ψέματα. Πρέπει να ένιωσε ευγνωμοσύνη για το ψέμα μου, σίγουρα θα με σκέφτεται που και που.
Υπάρχουν ένα σωρό χαμένοι εδώ γύρω που με θέλουνε. Χρόνια και χρόνια τους ακούω να τριγυρνάνε έξω από την πόρτα μου. Μάτια που δεν τολμούσαν να αντικρίσουν δικά μου, μάτια λυσσασμένα από την πείνα όταν μπαίνουν και γεμάτα ενοχές όταν φεύγουν. Μάτια έτοιμα να γελάσουν με το παραμικρό, νομίζοντας ότι είμαι κι εγώ μόνο ένα αστείο. μάτια γεμάτα δάκρυα. Κι έχω δει μάτια γεμάτα μίσος και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άντρες αυτοί με μισούσαν. Ποτέ δεν κατηγόρησα έναν άνθρωπο επειδή με ήθελε. Οι άντρες πρέπει να κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν. Δεν μπορούν να τα βάλουν με τη φύση τους. Μερικά από τους αγρότες ήταν μια χαρά, άμα άφηνες στην άκρη τη μυρωδιά. Είχαν μια μυρωδιά που έπρεπε να την αντέξεις, μέχρι και να σ αρέσει που λέει ο λόγος. Μέχρι που τους μπανιάρισα κάνα δυο από αυτούς –και τους άρεσε- σαν μεγάλοι ασπρουλιάρικοι μπέμπηδες ήτανε, πιτσιλάγανε όλο τον κόσμο γύρω και μου κάνανε γκριμάτσες με τα μαλακά τους ούλα και τα σκληρά τους καβλιά. Το σκατό της αγελάδας δεν έχει καμιά σχέση με τα σκατά των σκύλων ή τα ανθρώπινα σκατά.
Μια φορά ήταν ένας τύπος που μου χτύπησε την πόρτα και που με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του και είχε μια βαριά αγγλική προφορά και σκατά παντού στο πουκάμισό του. Πρέπει να είχε σκουπίσει τον κώλο του με αυτό, σε κάποια βρώμικη τουαλέτα. Τον πήρα κι αυτόν. Είχα ξεπέσει πάρα πολύ.
Ήμουν γύρω στα έντεκα όταν άρχισαν να με κοιτάζουν οι άντρες. Υπήρχε κάτι σε μένα που δεν μπορούσαν να σταματήσουν να με κοιτάνε. Μεγάλωσα νωρίς, εντάξει. Αλλά πολλά κορίτσια μεγαλώνουν πιο νωρίς από την εποχή τους. Υπήρχε κάτι περισσότερο σε μένα που τραβούσε τα μάτια των αντρών.
Μου πήρε χρόνια και χρόνια για να καταλάβω ποια είναι η λέξη γι ‘αυτό. Ήμουν ένα καβλοράπανο. Είχα αυτό το στυλάκι της εύκολης γκόμενας. Το έχω ακόμα; Πού να ξέρω; Μάλλον όχι, θα έλεγα. Ένας νεαρός τύπος που γνώρισα σε δρομάκι στο δάσος μια μέρα το καλοκαίρι μου το είπε πριν από χρόνια. Έψαχνα για μπελάδες. Θυμάμαι ακόμη τα ασπρουλιάρικα πόδια του πως ξεπροβάλλανε μέσα από το φαρδύ κοντό παντελονάκι του, είχε και ένα μικρό σακίδιο στη στενή του πλάτη. Εγώ ήμουνα μαζί με τον πρώτο μου, τον Τζον-Τζον. Αυτός ήταν παιδάκι ακόμη, κλαψούριζε και έτρεχε η μύτη του και πήγαινε πλάι μου προσπαθώντας να πει κι αυτός το τραγούδι που τραγουδούσα και με έκανε να γελάω. Ο πατέρας του ήταν φοβερός καλαμπουριτζής. Άκουσα ότι έπαθε μεγάλη ζημιά όταν έπεσε πέρα στο Λίβερπουλ, από μια μοτοσικλέτα. Αλλά είχαν περάσει πάρα πολλά χρόνια για να δώσω σημασία πια.
Έφερα τον κοκαλιάρη από την πόλη μαζί μου στο εξοχικό με την υπόσχεση ότι θα του δώσω μια τσάντα με διάφορα βότανα από τον μικρό μου κήπο. Μου την έπεσε στο λεπτό επάνω μόλις άφησα τον Τζον-Τζον στο πίσω δωμάτιο να παίξει με τα παιχνίδια του. Τα μωρά κοιμόντουσαν ήσυχα. Χριστέ μου, τι καβλοράπανο είσαι εσύ, μου είπε λαχανιασμένος, αφού τελείωσε, ούτε ένα λεπτό αργότερα. Τι πράμα είμαι του είπα; Τότε μου είπε τι σήμαινε, αργά και ευγενικά, σαν να ήμουν μικρό παιδί. Ερχόταν και με ‘βρισκε που και που για χρόνια. Νομίζω ότι τον έκανα να αισθάνεται μεγαλύτερος και πιο έξυπνος από ό, τι ήταν. Πάντα έπαιρνε μαζί του μια τσάντα από βότανα ή κάνα βαζάκι με γλυκό. Γι’ αυτό άφηνε και τα λεφτά, με το δικό του το μυαλό.
Τους μόνους άντρες που αρνήθηκα ποτέ ήταν αυτούς που με αηδιάζανε. Άνθρωποι που ήξερες ότι θα προτιμούσαν να σε βάλουν να το κάνεις με το ζόρι, ακόμα κι αν ήσουν πρόθυμη. Εντάξει, αρνήθηκα κι έναν καλό άνθρωπο μια φορά, επειδή ήξερα την καλοσύνη του και φοβόμουν πως θα μαυρίσει το μυαλό του και θα τα βάλει μετά με τον εαυτό του. Αυτός είχε πρόβλημα. Δεν ήξερε ποιος ήτανε πραγματικά.
Προσπαθούσε να είναι ψυχρός και αηδιαστικός και κακός, αλλά δεν μπορούσε ο κακομοίρης να γίνει αυτό το πράγμα. Αυτός ήταν γεμάτος καλοσύνη και νόμιζε ότι αυτό ήταν αδυναμία. Έτσι τον μεγάλωσαν. Τιγκάριζε με πιοτό τον εαυτό του, ελπίζοντας ότι θα ξυπνήσει και θα είναι άλλος. Προσπάθησε να με βάλει κάτω έξω από το μπαρ το Φρόλιξ κάτω στο Κάρνεϊ. Είχα πάει με το ποδήλατό μου όλο αυτό το δρόμο γιατί περίμενα να με γυρίσει σπίτι κάποιος με το αγροτικό. Ένα πήδημα για μια βόλτα; Μία σου και μία μου που λένε. Ήξερα ότι αν πήγαινα μαζί του θα ήταν το πιο θλιβερό πράγμα που θα είχα κάνει στη ζωή μου. Ήξερα ότι ήταν τρελαμένος με τη γυναίκα του. Και ήταν και έγκυος εκείνη την εποχή. Παραλίγο να τον αφήσω να μου το κάνει. Το ήθελα στην πραγματικότητα. Αν ήταν λίγα χρόνια πιο μετά θα το είχα κάνει ούτε που θα το σκεφτόμουνα. Αλλά τον έσπρωξα πέρα και του έριξα και μια με τη ζώνη μου στ’ αρχίδια. Τον έβλεπα μετά να έρχεται στη Λειτουργία, χρόνια και χρόνια με τη γυναίκα του και τα δυο αγόρια του κι ένα κοριτσάκι. Δεν πιστεύω να με αναγνώριζε. Δεν πιστεύω καν ότι μπορούσε να με δει εκείνη τη φάση στο Κάρνεϊ.
Υπάρχουν και πολλοί που με λένε μάγισσα. Δε μου καίγεται καρφί. Η αλήθεια είναι πως δεν μεγαλώνω όμορφα. Δείχνω πολύ πιο γριά απ’ όσο είμαι. Έχω ρευματοειδή αρθρίτιδα. Πονάω παντού. Αλλού έχω παραμορφωθεί, αλλού έχω ζαρώσει, έχω παντού πρηξίματα και πόνους.
Είμαι σαν ευνουχισμένη γάτα τις μισές μέρες του χρόνου. Οι άντρες δεν με αναζητάνε πια. Τα παιδιά μου δεν μου τηλεφωνούν ποτέ. Νιώθουν ντροπή για μένα, παρόλα όσα έκανα γι ‘αυτά. Οι κόρες μου είναι πέρα στην Αγγλία. Ο δεύτερος μου ο γιος, ο Χιούι, είναι παντρεμένος με μια μέγαιρα που με κοιτάζει σαν το σκατό που ξύνει από τη σόλα του παπουτσιού της. Έχουν ένα μικρό κορίτσι που το είδα μόνο μια φορά. Κύριε, η καρδιά μου πονάει από τη λαχτάρα μόνο και μόνο για να κρατήσω αυτό το παιδί, το αίμα από το αίμα μου. Μίλισεντ την έβγαλαν. Μίλι και Λϊλη. Δεν ταιριάζουν υπέροχα; Το τρίτο μου αγόρι είναι δικηγόρος στην πόλη και ο Τζον-Τζον μου παραδέρνει εδώ τριγύρω, ποτέ πολύ μακριά, ούτε και πολύ κοντά. Τα έχει πάρει μαζί μου πολύ άσχημα ο Τζον-Τζον μου. Οι άλλοι απλά δεν ασχολούνται μαζί μου, αλλά ο Τζον-Τζον έρχεται έξω από το σπίτι τις πιο άσχετες ώρες και ουρλιάζει και βρίζει και κλαίει και τρέμει ολόκληρος. Τον έχει καταστρέψει το πιοτό έτσι κι αλλιώς. Έχει τα χάλια του. Το πρόσωπό του έχει φουσκώσει κι έχει γίνει πλαδαρό. Μου ραγίζει την καρδιά μου όταν βλέπω πως πήγε στράφι όλη αυτή η ομορφιά και η δύναμη που είχε.
Στέκομαι στην πόρτα και τραβάω τη ζακέτα μου σφιχτά γύρω
μου. Πιο παλιά ερχόταν μερικές φορές μέσα και άρπαζε τα λεφτά που έκρυβα στο βάζο στο ράφι πάνω από το τζάκι. Δεν ξέρει ότι τα αφήνω εκεί τα λεφτά ακριβώς για να τα πάρει αυτός. Περίμενα πάρα πολλά από αυτόν. Το ξέρω. Ο Τζον-Τζον μου, το αντράκι μου. Κατάστρεψα το αγόρι μου επειδή βιάστηκα να τον κάνω άντρα. Νομίζω αυτός σκέφτηκε ότι έπρεπε να με μισήσει για να μπορέσει να σώσει τον εαυτό του.
Βλέπω εκείνο το αγόρι των Μάχον σχεδόν κάθε μέρα, τον βλέπω που περνάει κάτω στο δρόμο για να πάει το σπίτι του πατέρα του. Ακούω την καρδιά που γυρνάει στην αυλόπορτα, ακούω πως τρίζει όπως γυρνάει από τον άνεμο. Ο ήχος κυλάει, περνάει το δρόμο και φτάνει σε μένα, μέσα από τα φύλλα των δέντρων. Έτσι όπως τρίζει μου θυμίζει τα δικά μου τα κόκαλα, τη μέση που με καίει, τα γόνατα που πονάνε. Είναι όμορφο, εκείνο το αγόρι, ψηλό και με ξανθά μαλλιά, σαν τη μάνα του. Ο πατέρας είναι μεγάλο καθίκι. Αυτός πήρε όλη την καλοσύνη της μάνας του. Μπορεί βαθιά μέσα του κάτι να έχει πάρει από τον πατέρα του, αλλά το κρατάει καλά κρυμμένο. Πάντα με χαιρετάει καθώς περνάει. Κουνάει το χέρι του και χαμογελάει και με φωνάζει με το όνομά μου. Είναι κούκλος ο άνθρωπος, τι να λέμε. Τέτοιο αγόρι θα είχα παντρευτεί, σαν αυτόν, αν δεν έμπλεκα με όλες αυτές τις προστυχιές που έκανα και το κόλλημα που είχα να μη δεθώ ποτέ με κανέναν άντρα.
Θυμάμαι καλά τη μητέρα του. Αυτή πάντα μου φερόταν ωραία και δεν με περιφρονούσε όπως έκαναν οι περισσότερες εδώ γύρω που νόμιζαν ότι ήταν ανώτεροι άνθρωποι. Κάποιες από αυτές έχουν ξεπέσει τώρα βέβαια από τα ψηλά. Τις βλέπω στο χωριό, να κουνάνε τα κεφάλια τους η μια στην άλλη και να αναρωτιούνται τι έφταιξε και να κατηγορούνε όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό τους. Δεν ξέρω από τι πέθανε η γυναίκα. Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ όταν το άκουσα. Εκείνο το αγόρι ήταν αρκετά μεγάλο τότε, αλλά πέρασε από το δρόμο και έμοιαζε με παιδάκι, κι ήταν τόσο ωχρό σαν φάντασμα, με τα μάτια του να έχουν πλαντάξει από το κλάμα. Ήρθε στην κουζίνα μου εκείνη την ημέρα και ήπιε με δυο γουλιές το τσάι του και έλεγε ευχαριστώ Λίλη, ευχαριστώ Λίλη, συνέχεια και συνέχεια. Είχε απομακρυνθεί από τη μάνα του, το ήξερα αυτό, αλλά δεν είπα τίποτα, μόνο πως εκείνη αναπαύτηκε τώρα και θα την έβλεπε ξανά κάποια μέρα. Ήταν αδύναμος από τη θλίψη και τις τύψεις, που είναι το πιο φρικτό συναίσθημα από όλα. Τον φίλησα στο μάγουλο προτού φύγει. Ευχήθηκα να του πάνε όλα καλά, το φτωχό μου το αγαπούλι. Παντρεύτηκε ένα υπέροχο κορίτσι μετά.
Είναι κάτι που δεν μπορείς να το πεις με λόγια όταν υπάρχει έλξη ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Δεν μπορείς ποτέ να εξηγήσεις. Πώς γίνεται τώρα εγώ να τρελαίνομαι για ένα τόσο ηλίθιο, τεράστιο, χοντρό βόδι όπως ο Μπέρνι ΜακΝτέρμοτ; Κάτι μου έκανε όταν τον είδα που μου μούδιασε το σώμα και το μυαλό μου. Ήθελα να τον ευχαριστήσω περισσότερο από ότι ήθελα να φροντίσω τα παιδιά μου. Νομίζω ότι αν μου ζητούσε να πετάξω ένα από αυτά πάνω από τη γέφυρα να τα πάρει ο καταρράχτης, μπορεί και να το έκανα. Εκτός αν ήταν ο Τζον-Τζον. Το ήξερα ότι το τελευταίο μου παιδί ήταν δικό του από την πρώτη στιγμή που τον ένιωσα μέσα μου. Κόλαση ήτανε όσο τον είχα μέσα μου. Ξυπνούσα προτού βγει ο ήλιος το πρωί, να ανακατεύομαι και να κλαίω και να μην μπορώ να πάρω ανάσα. Καλά καλά να περπατήσω δεν μπορούσα ολόκληρους τους εννιά μήνες από τους πόνους που μου προκάλεσε. Με όλα τα άλλα παιδιά δεν έτρεχε τίποτε. Μόνο με τον Τζον-Τζον είχα λιώσει από την πείνα και τη βρωμιά. Ο Μπέρνι ούτε που το πρόσεξε μέχρι που είχα φουσκώσει σα σπίτι ολόκληρο. Τι σκατά, έγκυος είσαι; μου λέει. Είμαι, Μπέρνι, του λέω εγώ. Άντε γαμήσου, κι εγώ νόμιζα ότι έχεις χοντρύνει. Και τώρα πώς θα καταλάβεις ποιος από όλους τους μαλάκες είναι ο μπαμπάς; Του λέω κι εγώ, εσύ είσαι, Μπέρνι. Τι πράμα; Εγώ; Χαχαχα! Αν πέσεις σε ένα λιβάδι με τσουκνίδες, πού σκατά θα ξέρεις ποια σε έτσουξε; Δεν πήγα με κανέναν εκτός από σένα για σχεδόν ένα χρόνο, του είπα. Μου έριξε μια μπουνιά στο στομάχι τότε και διέλυσε το μπουφέ από το θυμό του. Όλα τα πιατικά μου έγιναν θρύψαλα μαζί και κείνο το υπέροχο το Βρέφος της Πράγας* που μου είχε δώσει η μητέρα μου. Ο Τζον-Τζον έτρεξε από το πίσω δωμάτιο για να με προστατεύσει και Μπέρνι ΜακΝτέρμοτ τον χαστούκισε και τον έριξε στο πάτωμα και τον πέταξε ξανά έξω από την πόρτα.
Δεν ξαναπάτησε εδώ άλλο παρά μόνο εκείνη τη φορά για να μου σπάσει τα μούτρα επειδή είπα το όνομα του μέσα στο νοσοκομείο.
Είναι μεγάλοαγρότες, οι ΜακΝτέρμοτ. Φανταστείτε να ήξεραν ότι υπάρχει ένας δικηγόρος μέσα στην πόλη, ο γιος μιας πόρνης, που είναι συγγενής τους. Θα πάθαιναν την πλάκα της ζωής τους μόνο με τη σκέψη ότι θα τους πετύχει πουθενά, με το μυαλό και την κακία που έχει! Το μυαλό το πήρε από μένα. Εγώ του έδινα τα χρήματα να πηγαίνει κάθε μέρα στο πανεπιστήμιο. Εγώ του έπαιρνα όλα τα βιβλία του και τα μοντέρνα ρούχα που χρειάζονται οι νέοι για να πουλάνε μούρη. Τη μέρα που αποφοίτησε, στάθηκα έξω από το μεγάλο κτίριο και κοίταζα μέσα από το γυαλί, προσπαθώντας να τον δω, να μπορέσω να
*Το Βρέφος της Πράγας είναι αγαλματάκι του Χριστού που θεωρείται από τους Καθολικούς ότι έχει θαυματουργές ιδιότητες. Το πρωτότυπο ήταν ένα κέρινο ομοίωμα του Βρέφους που δωρίστηκε από τους Ισπανούς στην εκκλησία της Παναγίας της Νικήτριας στην Πράγα. Αντίγραφά του πωλούνται παντού στην Τσεχία.
τον δω λιγάκι. Κάθε μαθητής πήρε δύο εισιτήρια για την τελετή. Τα έδωσε στη φίλη του και τη μητέρα της. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να τον δω με τη φορεσιά του, με το τυλιγμένο χαρτί του. Μία φωτογραφία θα μου αρκούσε, να τον έχω αγκαλιά. Θα
τη μεγάλωνα και θα την έκανα κάδρο και θα τα κρεμούσα στη βεράντα, εκεί μπροστά στα μούτρα των ανθρώπων να το βλέπουν καθώς περνάνε. Ήταν ανόητο να αφήσω την υπερηφάνεια να φωλιάσει στην καρδιά μου. Κι όμως συνέχισα να πληρώνω για να τελειώσει τις σπουδές του στο Δουβλίνο. Κι εκεί στην αποφοίτηση πάλι η φίλη του και η γριά μάνα της πήγαν, αυτές που δεν με άφησε ποτέ να τις δω.
Αγαπάω όλα τα παιδιά μου με τον ίδιο τρόπο που ένα χελιδόνι αγαπάει το γαλάζιο ουρανό. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Όπως οι άνδρες που τριγυρίζανε στην πόρτα μου και τους έπαιρνα, αυτή είναι η φύση μου. Ξυπνάω μέσα στο σκοτάδι της νύχτας και κλαίω. Καμιά φορά τους φωνάζω με τα ονόματά τους. Δεν ξέρω γιατί όλοι έφυγαν όλοι από μένα. Ποτέ δεν τους έγινα βάρος. Ξέρω ένα σκεύασμα που θα με στείλει μακριά μέσα σε όνειρα κι από αυτά δεν θα ξυπνήσω ποτέ. Το έχω πάρει απόφαση. Θα το πιω με τη μία κίνηση, όταν δεν θα μπορώ πια ν’ αντέξω το μυαλό μου και το σώμα μου. Άνθρωπος δε θα βρεθεί να με κλάψει, φαντάσου. Ο Τζον-Τζον θα έρθει και θα πάρει από το σπίτι ό, τι μπορεί να πουλήσει. Και έπειτα θα πάει πέρα στο Σις Μπρίαν και θα κάθεται να περιμένει να τον κεράσουνε να πιεί για παρηγοριά. Δεν είναι τρομερό, μετά από μια ζωή που πέρασε να μου μαυρίζει την ψυχή μου κι αυτός και όλοι τους;
Ε, λοιπόν, να και μένα, το ίδιο μου κάνει. Εγώ δεν ήμουνα ο συγγραφέας που έγραψα την ιστορία της ζωής μου; Αν μπορείς να το πεις αυτό την ώρα που θα την κάνεις από τον κόσμο, εντάξει, δεν είναι και λίγο πράγμα.
//
Ο ΝΤΟΝΑΛ ΡΑΪΑΝ γεννήθηκε το 1976 σε μια μικρή πόλη της επαρχίας του Τιπερέρι. Σπούδασε Νομικά και εργάστηκε για πολλά χρόνια ως δημόσιος υπάλληλος στην υπηρεσία για τα δικαιώματα των εργαζομένων, μέχρι το 2014, όταν αποφάσισε να αφοσιωθεί στο γράψιμο, έπειτα από την επιτυχία που είχε το βιβλίο «Η καρδιά που γυρνάει». Το έγραψε τα βράδια του καλοκαιριού του 2010 και έλαβε συνολικά 47 απορρίψεις μέχρι να βρει εκδοτικό οίκο. Το μυθιστόρημα πήρε το βραβείο του Βιβλίου της Χρονιάς στα Irish Book Awards (ταυτόχρονα με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα), το 2012, την επόμενη χρονιά ήταν στη μικρή λίστα του Man Booker Prize, ενώ πήρε και το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα της χρονιάς από την εφημερίδα Guardian. Το 2015 τιμήθηκε με το Λογοτεχνικό βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2016 το βιβλίο ανακηρύχτηκε ως το καλύτερο ιρλανδέζικο βιβλίο της δεκαετίας στο Dublin Book Festival. Το 2019 το μυθιστόρημά του «From a Low and Quiet Sea» ήταν στη μικρή λίστα των Irish Book Awards και των Costa Book Awards και στην μακρά λίστα του Booker Prize. Ζει στην επαρχία του Λίμερικ με τη σύζυγο και τα δύο του παιδιά.
//
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ : ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ
*Το Βρέφος της Πράγας είναι αγαλματάκι του Χριστού που θεωρείται από τους Καθολικούς ότι έχει θαυματουργές ιδιότητες. Το πρωτότυπο ήταν ένα κέρινο ομοίωμα του Βρέφους που δωρίστηκε από τους Ισπανούς στην εκκλησία της Παναγίας της Νικήτριας στην Πράγα. Αντίγραφά του πωλούνται παντού στην Τσεχία.