Συνέχεια στο αφιέρωμα «Παράξενες Μέρες στην Ευρώπη. Κείμενα από το βιβλίο «τΦως,Έρωτας, Θάνατος», την ποιητική συλλογή με επιλεγμένα ποιήματα του νομπελίστα Ισπανού ποιητή Βιθέντε Αλεϊξάντρε, με επιλογή, εισαγωγή και μετάφραση της Νάνσυς Αγγελή και εξώφυλλο της Αντριάνας Μίνου.
Για το χρώμα του τίποτα (Από τη συλλογή «Pasión dela tierra» (1935) Το πάθος της γης)
Μόλις τώρα μπήκαν ένα ένα τα φώτα του καλοκαιριού, δίχως κανείς να υποψιαστεί το χρώμα των χεριών τους. Όταν οι ήσυχες ψυχές ξεχνούσαν τη σιωπηλή μουσική, όταν η αυστηρότητα των πραγμάτων συνίστατο σ’ ένα ψυχρό χρώμα άλλης μέρας. Δεν αναγνώριζαν το ένα το άλλο τα ισαπέχοντα μάτια, ούτε τα στήθη φούσκωναν από την επιθυμία να το μάθουν. Όλα ήταν εκεί, στο βάθος του αέρα με την ίδια γαλήνη με την οποία οι ντυμένες κοπέλες ξαπλώνουν στο χώμα υποκρινόμενες με χάρη το ρυάκι. Αλλά κανένας δεν βρέχει το δέρμα του, γιατί όλοι ξέρουν πως ο ήλιος καίει πολύ, τόσο πολύ που οι καρδιές γίνονται αιματώματα και τα χείλη χρυσά και οι άκρες των φουστανιών ανθίζουν όλες μωβ ανθάκια. Στην ένωση των μπράτσων μυρίζουν κάτι μωρά μικρά σαν κρόκοι. Κι υπάρχουν κάποιοι που χύνουν δάκρυα στο χρώμα της οργής. Αλλά μόνο εκ παραδρομής, γιατί αυτό που πρέπει κανείς να κλάψει είναι όλα αυτά τα νωχελικά χάδια που στο χείλος των δακρυγόνων αδένων περιμένουν μόνο να πέσει το απόγευμα για να κυλίσουν ως τη λίμνη, ως τον ουρανό απ’ άλλο μολυβί που δεν καταλαβαίνει τις άκρες των χεριών όσο λεπτό κι αν γίνεται το δέρμα στην αφή, ως τον έρωτα που απλώνεται μαζί με τη νύχτα.
Αλλά όλοι σιωπούσαν. Καθισμένοι όπως πάντα στο όριο της καρέκλας, νοτισμένοι οι τοίχοι κι έτοιμοι να στεγνώσουν μόλις ακουστεί η φωνή του πιο παλιού παπουτσιού, τα κεφάλια όλα διστακτικά ανάμεσα στα κύματα της ζάχαρης, τον άνεμο, τ’ αόρατα πουλιά που έβγαιναν απ’ τα παρθενικά αυτιά. Απ’ όλα εκείνα τα πλάσματα σαν ξύλινα ομοιώματα. Ήθελε να υπάρξει μια πυκνή συσσώρευση από παλλόμενα τίποτα, κι ο παλμός του αίματος χτυπούσε στο παράθυρο ζητώντας απ’ το γαλάζιο του ουρανού ένα ξέσπασμα ελπίδας. Οι δαντελένιες γυναίκες κείτονταν στα καθίσματα τους, έχοντας αποχωριστεί την πρώτη τους μορφή. Κι αγνοούσαν όλοι τα πάντα, μέχρι τον αριθμό των στέρνων που απουσίαζαν. Οι άνδρες όμως δεν τραγουδούσαν. Μάταιο ν’ αστράψουν τα κεφάλια από νίκελ, τέσσερα μέτρα πάνω απ’ το έδαφος, δίχως φτερά, ενθαρρύνοντας με τα βλέμματα τους από οξύ τη νεκρή ζέστη απ’ τις αδιάφορες γλώσσες. Μάταιο οι κούκλες που βρίσκονταν χυμένες να προσφέρουν, οι ίδιες, τη γύμνια τους στον περιβάλλοντα αέρα, διψασμένο για τις απαντήσεις τους. Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν πότε θα τελείωνε ο κόσμος. Ούτε καν γνώριζαν το χώρο του δωματίου τους, ούτε καν αν τα δάχτυλα τους ήταν ικανά να σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού. Βυθίζονταν σταδιακά οι τοίχοι. Προοικονομούσε κανείς τον ερχομό της στιγμής κατά την οποία τα μάτια, έξω από την τροχιά τους, θα κατέληγαν ν’ αστράφτουν σαν σημεία πόνου, με κίνδυνο να διασχίσουν τους λαιμούς. Μπορούσε κανείς να μαντέψει τη βεβαιότητα πως τα βουνά θα κατέληγαν μοιραία να ενωθούν, χωρίς να μπορούν να τα εμποδίσουν ούτε τα χέρια όλων των παιδιών της γης. Η μέρα κατά την οποία η ύπαρξη θα συντριφθεί σαν άδειο αυγό που μόλις βγάλαμε απ’ το στόμα, μπροστά στην έκπληξη των περαστικών πουλιών.
Ούτε μια κραυγή. Ούτε μια βροχή από στάχτη. Ούτε καν ένα δάχτυλο Θεού για να ξέρει κανείς πως είναι κρύο. Το τίποτα είναι ένα παραμύθι της παιδικής ηλικίας που ασπρίζει όταν του λείπει η ανάσα. Όταν έχει φτάσει η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι το αίμα δεν υπάρχει, ότι αν ανοίξω τη φλέβα μου, μπορώ να γράψω με την σταματημένη κιμωλία της: «Στις άδειες τσέπες, μην περιμένετε να βρείτε μια σιωπή».
Από τη συλλογή «Espadas como labios», (1932) (Σπαθιά σα χείλη)
Η φωνή μου
Γεννήθηκα μια καλοκαιρινή βραδιά
ανάμεσα σε δύο παύσεις. Μίλα μου: Σ’ ακούω.
Γεννήθηκα. Αν ήξερες τι αγωνία
ενσαρκώνει το φεγγάρι δίχως προσπάθεια.
Γεννήθηκα. Το όνομα σου ήταν η ευτυχία.
Κάτω απ’ τη λάμψη μια ελπίδα, ένα πουλί.
Να φτάσω, να φτάσω. Η θάλασσα ήταν παλμός,
το κοίλωμα ενός χεριού, ένα χλιαρό έπαθλο.
Είναι λοιπόν δυνατά πια τα φώτα, τα χάδια, το δέρμα,
ο ορίζοντας
αυτό το να λες λέξεις δίχως νόημα
που κυλάνε σαν ακοή, κοχλίες,
σαν ένας λοβός ανοιχτός που ξυπνά
(άκου, άκου) μέσα στο πατημένο φως.
Αλήθεια πάντα
Στον [ποιητή]Manuel Altolaguirre
Ναι, ναι, είναι αλήθεια, είναι η μόνη αλήθεια.
Βλέφαρα μισάνοιχτα, φως που γεννιέται,
σκέψη ή αναφιλητό, κλειδί ή ψυχή,
αυτή η αγρύπνια, αυτή η μάθηση της ευτυχίας,
αυτή η γνώση πως η μέρα δεν είναι αγκάθι,
παρά αλήθεια, ω απαλότητα. Σ’ αγαπώ.
Άκου με. Όταν η σιωπή δεν υπήρχε,
όταν εσύ ήσουν πια σάρκα και γω ο θάνατος,
κάποτε, όταν η μέρα.
Νύχτα, αρετή, ω πάλη, νύχτα, νύχτα.
Υπό κραυγή ή στέρνο, υπό τη γλύκα,
ανάμεσα στον πόνο ή μόνο στο σάλιο,
εκεί ανάμεσα στο ψέμα, ναι πολυπόθητο,
νύχτα, νύχτα, το φλεγόμενο ή η έρημος.
Σιωπή
Κάτω απ’ το κλάμα ένας κήπος στεγνός.
Ω πουλιά, τα τιτιβίσματα, τα φτερώματα.
Αυτό το λυρικό γαλάζιο χέρι δίχως ύπνο.
Στο μέγεθος ενός πτηνού, δυο χείλη. Δεν ακούω.
Το τοπίο είναι το γέλιο. Δυο κορμοί αγκαλιασμένοι.
Τα δέντρα εν σκιά αναβλύζουν φωνή. Σιωπή.
Έτσι διατρέχω ομίχλη ή ασήμι σκληρό,
φιλώ στο λυρικό μέτωπο μόνο νερό,
νερό χιονιού, καρδιά ή τέφρα,
χρησμός φιλιών, ω επικράτεια,
εκεί που τ’ αφτιά μου δεν άκουσαν πια
τα βήματα στην άμμο, ή φως ή σκιά.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Η ανθολογία αυτή, 43 ποιήματα στο σύνολο, που καλύπτουν την ποιητική διαδρομή‒ αδιάλειπτη‒ μιας ολόκληρης σχεδόν ζωής, αποτελεί την πρώτη γνωριμία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με τον μεγάλο νομπελίστα ισπανό ποιητή από τη Σεβίλλη, Vicente Aleixandre. Κι, ωστόσο, πριν του απονεμηθεί το Βραβείο Νόμπελ το 1977, ο Vicente Aleixandre θεωρούνταν ήδη στη χώρα του ένας από τους πιο καταξιωμένους και επιδραστικούς ποιητές της γενιάς του, έχοντας τιμηθεί για το έργο του με το Εθνικό Βραβείο Ποίησης της Ισπανίας το 1935, καθώς και ‒δις‒ με το Κρατικό Βραβείο Κριτικής το 1963 και το 1969. Το έργο του, πρωτότυπο και προσωπικό, χαρακτηρίζεται από μια εξαιρετική εκφραστική και συντακτική τόλμη, ενώ έχει γίνει ως σήμερα αντικείμενο πολυάριθμων αναλύσεων και κριτικών προσεγγίσεων, έχοντας ασκήσει σημαντική επίδραση στο έργο πολλών νεότερων ποιητών
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ / ΝΑΝΣΥ ΑΓΓΕΛΗ
H Νάνσυ Αγγελή γεννήθηκε στην Εύβοια το 1982. Σπούδασε δημοσιογραφία και από το 2008 ζει στην Ισπανία όπου ασχολείται με την λογοτεχνική μετάφραση και την διδασκαλία ξένων γλωσσών. Είναι τακτική συνεργάτης του ιστότοπου για το μικρό διήγημα «Πλανόδιον- Ιστορίες Μπονζάι». Διηγήματα και μεταφράσεις της συμπεριλαμβάνονται σε διάφορα περιοδικά του διαδικτύου καθώς και στα συλλογικά έργα «Ιστορίες Μπονζάι» (2014- 2016), εκδ. Γαβριηλίδης. Έχει εκδώσει δυο συλλογές διηγημάτων. Η πρώτη ήταν «Μια μέρα απόλυτης ησυχίας» από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες, το 2015. Από τις εκδόσεις Σμίλη κυκλοφορεί η συλλογή μικρών πεζών «Η νοητή ευθεία που ενώνει ένα σώμα μ’ ένα άλλο».
Σειρά: Παράξενες Μέρες στην Ευρώπη-4/ Σελίδες 90/ ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Νάνσυ Αγγελή/ ΕΞΩΦΥΛΛΟ : Αντριάνα Μίνου/ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Γρηγόρης Παπαδογιάννης/ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: Κωστής Μαλουσάρης/ Τιμή: 10 ευρώ/ ISBN : 978-618-527-45-8/