Γιάννα Γούναρη: Ο έρωτας του χρόνου (προδημοσίευση)

Οι εκδόσεις Παράξενες Μέρες θα κυκλοφορήσουν μέσα στο 2022 το πρώτο βιβλίο της Γιάννας Γούναρη, μια συλλογή διηγημάτων, με τίτλο: «Ο έρωτας του χρόνου». Η επίσημη παρουσίαση θα γίνει πιθανότατα τον Δεκέμβριο στην Θεσσαλονίκη, γενέτειρα της συγγραφέως. Προς το παρόν μπορείτε να διαβάσετε πρώτοι ένα δείγμα από την εξαιρετική γραφή της η οποία άλλωστε -ανάμεσα στις άλλες διακρίσεις που έχουν αποσπάσει ποιήματα και πεζά της Γιάννα Γούναρη- ήταν η αιτία να έχει ήδη φιλοξενηθεί με ποίημα και διήγημα σε δύο διαφορετικές συλλογές που εκδόθηκαν στο παρελθόν απο τις παράξενες μέρες μέσα από διαγωνισμούς που διοργάνωσε το eyelands. Εμείς είχαμε λοιπόν το δείγμα γραφής της και είναι καιρός να γίνουν ευρύτερα γνωστά τα κείμενά της ξεκινώντας από αυτήν εδώ την προδημοσίευση.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Κάποια στιγμή, πριν από χρόνια, η Χριστίνα είχε επισκεφτεί το σπίτι όπου κρυβόταν η οικογένεια Φρανκ στο Άμστερνταμ. Είχε κλάψει φυσικά πολύ κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, τόσο για τους ίδιους τους Φρανκ όσο και για όλα τα θύματα του Ολοκαυτώματος και για πολύ καιρό μετά δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό της την Άννα. Η Άννα Φρανκ πέθανε 16 χρονών. Δεν πρόλαβε να γίνει συγγραφέας ή δημοσιογράφος, όπως θα ήθελε. Δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον κόσμο παρά μόνο μια ιδιαίτερη – τη χειρότερη – όψη του.

Η μεγάλη τραγωδία της Άννας Φρανκ στο μυαλό της Χριστίνας δεν ήταν ότι πέθανε – όλοι θα πεθάνουμε κάποτε – αλλά ότι δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε από όσα ονειρευόταν στα 14, στα 15, στα φριχτά εκείνα χρόνια του εγκλεισμού στη σοφίτα και αργότερα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η Χριστίνα θρηνούσε το μέλλον που στερήθηκε η Άννα, ένα μέλλον που μάλιστα, όπως φαίνεται από το Ημερολόγιο, θα ήταν πολλά υποσχόμενο για ένα κορίτσι τόσο έξυπνο, δυναμικό και ταλαντούχο.

Ώσπου μια μέρα, εκεί που καθόταν στο λεωφορείο πηγαίνοντας στη δουλειά, η Χριστίνα συνειδητοποίησε πως και η ίδια είχε πεθάνει. Όλα τα 16χρονα κορίτσια πεθαίνουν, δεν υπάρχουν πια, στον βαθμό που το μέλλον τους, όπως εξελίσσεται, δεν είναι εκείνο που ονειρεύονταν και δικαιούνταν. Και οι ενήλικες, όλοι οι ενήλικες που στριμώχνονταν μαζί της στο λεωφορείο εκείνη την ώρα αιχμής, είναι άνθρωποι με παρελθόν νεκρό και θαμμένο.

Σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση η Χριστίνα άρχισε να κλαίει. Το κλάμα, βέβαια, στο λεωφορείο δεν ήταν κάτι καινούργιο. Χρόνια τώρα τις ατελείωτες ώρες της μετακίνησης η Χριστίνα αφαιρούνταν, θυμόταν πράγματα που της συνέβησαν ή που δεν ήταν τυχερό να της συμβούν, αδικίες, απώλειες, ήττες, και έκλαιγε. Στην αρχή δειλά και άθελά της, καθώς φοβόταν ότι κάποιος θα τη δει και θα τη ρωτήσει, στη συνέχεια φανερά και γοερά, όταν κατάλαβε ότι όλοι οι συνεπιβάτες της αδιαφορούσαν.

Βλέπετε, η Χριστίνα δεν είχε την πολυτέλεια να κλάψει πουθενά αλλού. Στο σπίτι ήταν πάντα η μαμά που έπρεπε να σκουπίζει τα δάκρυα των άλλων – όλοι οι ψυχολόγοι προεξάρχοντος του Φρόιντ της κουνούσαν στη φαντασία της το δάχτυλο, ότι δεν κάνει μια μάνα να φορτώνει τα παιδιά με τις δικές της έγνοιες. Και στη δουλειά ήταν πάλι με ανθρώπους που πονούν, ανθρώπους που χρειάζονται δύναμη και παρηγοριά – αλίμονο αν άρχιζε να κλαίει μπροστά τους. Μόνη δεν ήταν ποτέ παρεκτός στο λεωφορείο.

Έτσι, όσα χρόνια πήγαινε στη δουλειά, η διαδρομή με το λεωφορείο είχε γίνει τουρ θλίψης. Να, εδώ ήταν το δημοτικό σχολείο που πήγαινε μικρή – σαν μια τέτοια χειμωνιάτικη μέρα τη χαστούκισε ο διευθυντής στην αυλή και ποτέ της δεν κατάλαβε γιατί. Να, εδώ ήταν το σπίτι της θείας Κατινούλας – τόσο καλή ήταν η θεία, που η Χριστίνα πάντα έτρωγε προσποιούμενη ευχαρίστηση το σαραγλί της, για να μην την πικράνει κι ας μην της άρεσαν ποτέ τα σιροπιαστά. Να, εδώ ήταν το καφενεδάκι που είχε κάτσει με τον φοιτητικό της έρωτα – πόσο λυπήθηκε η Χριστίνα, όταν χώρισαν, αλλά δεν έδειξε τίποτα από περηφάνεια. Να, εδώ ήταν το νοσοκομείο που πέθανε ο πατέρας της – μόνος του πέθανε ο φουκαράς την ώρα που εκείνη έδινε το ιστορικό του στους γιατρούς.

Θυμάται τώρα η Χριστίνα πως έφτανε κάθε μέρα στη δουλειά με κόκκινα μάτια και πρησμένη μύτη και χαμογελά. Έχει πλέον όλο το σπίτι δικό της, για να κλάψει όποτε θέλει. Κι αφού έκλαψε για όλους τους δικούς της λόγους τόσα χρόνια στο λεωφορείο, τώρα μπορεί να κλαίει δίχως θεατές για το παραμικρό. Κλαίει για το ζευγάρι που χωρίζει στην τηλεοπτική διαφήμισης της σοκολάτας, κλαίει για το σαλιγκαράκι που βρήκε πατημένο στο πεζοδρόμιο, κλαίει για την κάλτσα που χάθηκε στην πλύση κι άφησε το ζευγάρι της μόνο.

Κάθε φορά που κλαίει, το γατί πηδάει στην αγκαλιά της και μυρίζει το πρόσωπό της ρουθουνίζοντας έντονα. Ποιος ξέρει τι θα νομίζει άραγε γι’ αυτή την αλμυρή μυρωδιά.

                Η Χριστίνα δεν σκόπευε να πάρει άλλη γάτα. Όλες τις γάτες της ζωής της τις αγάπησε, τις φρόντισε και στη συνέχεια τις θρήνησε με πολύ μεγάλη συνέπεια. Είχε πλέον επίγνωση ότι δεν θα μπορούσε να δείξει την ίδια συνέπεια στο μέλλον. Έφτασε πια στην ηλικία που καταλάβαινε ότι, αν έπαιρνε κι άλλη γάτα, θα την άφηνε ορφανή. Κι ήξερε ποια είναι η μοίρα των ορφανών κατοικιδίων, που πετιούνται στον δρόμο μαζί με τα παλιοκαιρισμένα έπιπλα του κάθε μακαρίτη. Έτσι, όταν πέθανε η Μαριορή, αποφάσισε πως αυτή ήταν η τελευταία της γάτα.

                Όμως, μια μέρα στον δρόμο ήρθε και κυριολεκτικά έπεσε πάνω της, κουτούλησε πάνω στο πόδι της, αυτό το μικροσκοπικό κατάμαυρο γατί με τα θολά μάτια. Ήταν επειδή προφανώς το γατάκι δεν έβλεπε καθόλου (αν και αργότερα πολλές φορές η Χριστίνα σκέφτηκε πως ίσως ήταν επειδή το γατάκι ξεκάθαρα είδε ποιος θα το αγαπήσει). Κι ένα τυφλό γατί δεν έχεις την επιλογή να μην το πάρεις σπίτι σου. Απλώς δεν έχεις την επιλογή.

Όλες οι γάτες στη ζωή της Χριστίνας ήταν θηλυκές. Είχε μια φίλη κτηνίατρο (ή μία κτηνίατρο που, τόσες γάτες μετά, είχε γίνει φίλη), η οποία αστειευόταν λέγοντας πως η Χριστίνα θα μπορούσε να βάλει το χέρι της μέσα σε ένα τσουβάλι με γατάκια κι αυτό που θα έπιανε θα ήταν σίγουρα θηλυκό. Έτσι δεν υπήρχε αμφιβολία για το φύλο του τυφλού γατιού. Η Χριστίνα την ονόμασε Χαρά, γιατί το χ και το ρ τα ακούν πολύ οι γάτες αλλά κυρίως γιατί της άρεσε το λογοπαίγνιο, ότι βρήκε χαρά ή ότι πήρε μία μικρή χαρά. Ωστόσο μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες αποδείχθηκε περίτρανα ότι η γάτα ήταν αρσενική. Κι έτσι από Χαρά έγινε Χάρος. Η Χριστίνα σκέφτηκε ότι και ο μαύρος χάρος είναι επίσης ένα πολύ καλό λογοπαίγνιο αλλά ίσως όχι για όλα τα γούστα.

Απόψε η Χριστίνα έκατσε στο γραφείο της να γράφει ως αργά. Ήξερε πως από το απέναντι παράθυρο την έβλεπε η γειτόνισσα. Κάποια στιγμή την είχε ρωτήσει «Τι κάθεσαι και γράφεις συνέχεια;» και η Χριστίνα της απάντησε «Είμαι συγγραφέας. Γράφω βιβλία.». Η γειτόνισσα εντυπωσιάστηκε: «Αλήθεια; Για πες κανένα γνωστό που έχεις δημοσιεύσει!». Αλλά ο ενθουσιασμός δεν κράτησε πολύ γιατί πήρε την εξυπναδίστικη απάντηση που η Χριστίνα εδώ και χρόνια έδινε σε όλους: «Κανένα. Είμαι συγγραφέας, όχι εκδότρια.». Μετάνιωσε αμέσως μόλις το είπε στη γειτόνισσα – να, τώρα σίγουρα θα την περνούσε για τρελή – κι ετοιμάστηκε για μια πολύ αμήχανη στιγμή. Αλλά η άλλη την κοίταξε με συμπάθεια και χαμογέλασε με κατανόηση. Ποιος ξέρει; Ίσως κουβαλούσε κι αυτή στην καρδιά της μια νεκρή δεκαεξάχρονη.

                Η ώρα, όμως, έχει περάσει κι άρχισε να χασμουριέται. Τώρα στα γεράματα η νύστα την πιάνει πολύ απότομα. Ευτυχώς που προνόησε να ετοιμάσει το κρεβάτι από νωρίτερα. Έστρωσε καθαρά σεντόνια, μοσχοβολιστά απ’ το μαλακτικό, και χαίρεται πολύ μ’ αυτή τη μικρή πολυτέλεια που επιφυλάσσει στον εαυτό της. Μαθαίνει κανείς να χαίρεται και με τα μικρά πράγματα, σκέφτεται. Και συνειρμικά της έρχεται πάλι στο μυαλό η Άννα Φρανκ. Αλλά, όχι, απόψε η Χριστίνα είναι αποφασισμένη να μην κλάψει. Απόψε θα βρει γι’ αυτή την ιστορία ένα καλό τέλος, όπως έκανε με όλα τα λυπητερά βιβλία και τις ταινίες για τα παιδιά της, όταν ήταν μικρά.

                Ορίστε, λοιπόν: Η Άννα Φρανκ δεν πέθανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όλοι όσοι (καναδυό ήταν;) κατέθεσαν τη μαρτυρία τους επ’ αυτού είχαν πει ψέματα, για να συνδέσουν απλώς το όνομά τους με το δικό της. Η Άννα μετά το τέλος του πολέμου, μη ξέροντας ότι ο πατέρας της ζούσε, κατέφυγε στο Παρίσι. Ύστερα δημοσιεύτηκε το Ημερολόγιο και το έμαθε και εκείνη. Το βιβλίο απέκτησε φήμη και όλος ο κόσμος γνώρισε το πανέξυπνο εκείνο ταλαντούχο κοριτσάκι. Η Άννα, όμως, στο μεταξύ είχε παντρευτεί, είχε ένα παιδάκι και δεν είχε ξαναγράψει τίποτα. Μη θέλοντας να απογοητεύσει τον πατέρα της αλλά και τον κόσμο όλο, κράτησε, λοιπόν, κρυφή την ταυτότητά της. Έζησε ευτυχισμένη μέχρι τα βαθιά γεράματα ως μία ροδομάγουλη νοικοκυρά κι άφησε πίσω της όμορφα παιδιά και εγγόνια.

                Η Χριστίνα χαμογελά που τα κατάφερε. Το γατί, όμως, στέκεται στην πόρτα του δωματίου και κλαίει. Το μπερδεύει η μυρωδιά από τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια και δεν μπορεί να βρει το κρεβάτι, για να πάει να κουρνιάσει στα πόδια της. Η Χριστίνα βγάζει το χέρι της από τα σκεπάσματα και το χτυπά, ταπ-ταπ, πάνω στο κρεβάτι φωνάζοντας τρυφερά: «Έλα, Χάρε».

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Γιάννα Γούναρη γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε το Ιστορικό-Αρχαιολογικό του ΑΠΘ και δουλεύει ως υπάλληλος γραμματείας. Έχει μία κόρη και τρεις γάτες. Γράφει όλη της τη ζωή αλλά είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται συλλογή διηγημάτων της. Ποίημά της συμπεριλήφθηκε στην συλλογή «Μικρές επαναστάσεις», εκδόσεις Παράξενες Μέρες, 2018. Επίσης το διήγημά της «Λεμονιά» δημοσιεύθηκε στη συλλογή «Ιστορίες της άνοιξης», Παράξενες Μέρες, 2019

* το βιβλίο θα κυκλοφορήσει με εξώφυλλο της Χρυσάνθης Τρύφωνος

Advertisement